Skip to main content

Ἡ ἀγαπημένη «κόρη» τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας. Συνέντευξη μὲ τὴν κ. Ριρίκα Χρονάκη

Συνέντευξη μὲ τὴν κ. Ριρίκα Χρονάκη

Ἡ γνωστὴ σὲ ὅλους τοὺς ἐπισκέπτες τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας, κυρία Ριρίκα Κουμαντάκη – Χρονάκη, ὑπῆρξε τὸ «παιδὶ» τῆς Γερόντισσας ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε. Εἶχαν μία μοναδικὴ σχέση ἰσόβιας πορείας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν Γερόντισσα καὶ αὐθόρμητα νὰ μὴν πάει ὁ νοῦς μας καὶ στὴν εὐγενικὴ καὶ ἀρχοντικὴ κυρία Ριρίκα. Ὅταν ἐρχόμασταν ἀπὸ Κύπρο, μᾶς ὑποδεχόταν μὲ ἐγκαρδιότητα.

Κυρία Ριρίκα εὐχαριστοῦμε ποὺ δεχτήκατε νὰ μιλήσετε μαζί μας.

Δική μου ἡ εὐχαριστία παιδιά. Νά ’στὲ καλά. Εὐχαριστῶ ἀκόμη γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν Κυπρίων στὴ Γερόντισσα. Σχεδὸν δὲν ὑπῆρξε μέρα νὰ μὴν ἔρθουν ἐπίτηδες ἐπισκέπτες ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἐκείνη, ἰδιαιτέρως σᾶς ἀγαποῦσε καὶ σᾶς ὑποδεχόταν. Σᾶς ἔλεγε «τὰ πονεμένα μου παιδιὰ» ἐπειδὴ περάσατε πολέμους, προσφυγιά, κατατρεγμούς. Νά ’στὲ καλὰ ποὺ τὴν θυμᾶστε.

Κυρία Ριρίκα, μπορεῖτε νὰ μᾶς πεῖτε ἀπὸ πότε ἄρχισε ἡ στενὴ σχέση ποὺ εἴχατε μὲ τὴν Γερόντισσα;

Ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκα. Αὐτὴ μὲ μεγάλωσε. Ἡ ὑπόθεση ἔχει μιὰ ἱστορία. Ἡ μακαρίτισσα ἡ μητέρα μου γεννήθηκε σὲ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ ποὺ λέγεται Μιαμοῦ. Ἦταν πολλὰ παιδιὰ καὶ ὀρφάνεψαν νωρὶς ἀπὸ πατέρα. Πῆγε κάποτε ὁ μακαρίτης ὁ γιατρὸς ὁ πατέρας τῆς Γερόντισσας καὶ ἔκανε ἰατρεῖο στὸ χωριό. Εἶδε τὴν φτώχεια καὶ τὴν ταλαιπωρία τῶν ὀρφανῶν καὶ πῆρε μαζί του τὴν μικρὴ τότε Κυριακούλα τὴν μητέρα μου καὶ τὸν ἀδερφό της τὸ Γιώργη. Τὰ εἶχε σὰν παιδιά του. Ὁ θεῖος μου ὁ Γιώργης γύρισε πίσω στὸ χωριὸ νωρίς. Δὲν μποροῦσε νὰ συνηθίσει στὴν Πόμπια. Ἡ μητέρα μου κάθισε. Μεγάλωσε τὶς θυγατέρες τοῦ γιατροῦ. Μὲ τὴν τρίτη την Γαλάτεια ἦταν παραπάνω ἀπὸ ἀδελφές. Μαζὶ πάντα. Στὶς δουλειές, στὰ χωράφια, στὸ νοικοκυριό. Ἀκόμη καὶ στὸ κρεβάτι μαζὶ κοιμόντουσαν. Δὲν ὑπῆρχε τότε χῶρος γιὰ πολλὰ κρεβάτια καὶ ἔβαζαν τὰ παιδιὰ στρωματσάδα. Ὅταν ἀργότερα παντρεύτηκε ἡ μητέρα μου στὴν Πόμπια μὲ τὸν πατέρα μου, ἡ Γαλάτεια σὰν πραγματικὴ ἀδελφὴ ἀνέλαβε νὰ βοηθᾶ τὴν μητέρα μου. Ἐμένα μὲ μεγάλωσε ἐκείνη. Καὶ ἕνα ἀδελφάκι μου, τὸ Μανωλιό, ποὺ πέθανε νωρὶς καὶ ἦταν βαρὺ πλῆγμα γιὰ τὴν Γαλάτεια. Σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ τὴν παρηγοροῦσε ἡ μάνα μου. Ποτὲ δὲν τὸ ξέχασε. Τὸ ἔγραφε μαζὶ μὲ τοὺς γονέους μου στὸ μνημονοχάρτι. Ἔλεγε ὅτι ὅταν θὰ ἀνέβαινε στὸν οὐρανό, ἤθελε νὰ συναντήσει πρῶτα την ἀνιψιά της την Ἀντωνούλα καὶ τὸ ἀδελφάκι μου τὸ Μανωλιό. Ἐμένα μὲ φωνάζουνε Ριρίκα ἀλλὰ βαπτίστηκα Εἰρήνη γιὰ χατίρι της γιάτρενας τῆς μητέρας τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας ποὺ τὴν λέγανε Εἰρήνη.

Εἴχατε καταλάβει τὸ μέγεθος τῆς πνευματικότητάς της;

Βέβαια! Πάντα ἦταν μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη. Τὸν μισθό της ὁλόκληρο τὸν ἔδινε ἐλεημοσύνη «ἐν κρυπτῷ» ὅπως ἔλεγε γιὰ τὴν σωστὴ ἐλεημοσύνη. Ὅλα τά ’δινε καὶ πάντα εἶχε τὰ δεκαπλάσια ποὺ τά ’δινε κι αὐτά. Κάποτε εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ 250 εὐρὼ καὶ ἔκανε μυστικὴ αἴτηση στὴν Παναγία. Ἀργότερα μοῦ φανέρωσε ὅτι καθυστεροῦσαν νὰ ἔρθουν ἀλλὰ πήγαινε καὶ ἔλεγε κάθε μέρα στὴν εἰκόνα: «ἀφοῦ ξέρεις πὼς δὲν ἀπογοητεύομαι ἀλλὰ θὰ σοῦ τὸ λέω κάθε μέρα μέχρι νά ’ρθοὺν μόνο μὴ μοῦ τὰ καθυστερεῖς». Ὅταν ἔληγε ἡ προθεσμία τῶν λογαριασμῶν, ἦρθε μία ἐπιταγὴ 250 εὐρὼ ἀπὸ πρόσωπο ποὺ ζοῦσε στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν ἀγαποῦσε. Πρώτη καὶ τελευταία φορὰ τότε, τῆς ἔστειλε χρήματα. Ἔτσι, ἐξαρτημένη πάντα ἀπὸ τὴν μέριμνα τοῦ Θεοῦ, περνοῦσε χωρὶς ἄγχος, ἤρεμη καὶ χαρούμενη τὴ ζωή της... Ἕνα θὰ σᾶς πῶ γιὰ νὰ δεῖτε πόσο ἀγαποῦσε τοὺς ἀνθρώπους. Περίμενε κάθε μέρα τὰ ξημερώματα 5 π.μ. τὸ σκουπιδιάρικο γιὰ νὰ φιλέψει μὲ γλυκίσματα καὶ κουλούρια τοὺς ἐργάτες. Ἔλεγε: «τὰ καημένα τὰ παιδιά! Τίμια, εὐλογημένα. Βουτηγμένα στὴ βρωμιὰ γιὰ νὰ βγάλουνε τὸ ψωμάκι τοῦ σπιτιοῦ τους». Κι αὐτὰ τὴν ἀγαπήσανε πολύ! Ἕνα τὸν ἔκανε γιό της. Ἀπὸ τὴ Γαλιὰ εἶναι. Τὸν ὁδήγησε στὸ γάμο, στὴν ἐξομολόγηση, τὸν ἔκανε ζωντανὸ χριστιανό. Ὅταν ἔπεσε τὸ παιδί του σὲ ἀσβεστόλακκο καὶ καήκανε τὰ ματάκια του, τῆς τὸ εἶπε ἀπελπισμένος. Τοῦ ’δωσε θάρρος ἐκείνη καὶ τοῦ ’πὲ νὰ μὴ φοβᾶται καὶ ὅτι τὸ παιδὶ θὰ γίνει καλά. Ὅπως πρίν. Ὄντως ἔγινε ὅπως πρὶν μὲ θαῦμα τῆς προσευχῆς της. Οἱ γονέοι τοῦ ἔχουνε νὰ τὸ λένε... Σὲ ὅλους ἔδινε ξύλινο σταυρὸ καὶ κρεμούσανε στὸ λαιμό τους. Δὲν ἤθελε κανεὶς νὰ μὴν μείνει χωρὶς σταυρό. Ἔλεγε πὼς ὁ σταυρὸς εἶναι ἀσπίδα καὶ ταυτότητά μας. Μιὰ ἐποχὴ ἐφοδίασε ὅλο τὸ χωριὸ καὶ κάθε ἐπισκέπτη μὲ φωτοτυπημένους καὶ ὡραία φτιαγμένους τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας! Θεωροῦσε τοὺς χαιρετισμοὺς τὴν πιὸ δυνατὴ προσευχὴ στὴν Παναγία! Νὰ τοὺς διαβάζετε μὲ εὐλάβεια ἔλεγε, καὶ μετὰ νὰ λέτε στὴν Παναγία τὰ προβλήματά σας.

Μάθαμε ὅτι τροφοδοτοῦσε ὅλους τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες τοῦ χωριοῦ.

Ὅσο ζοῦσε καὶ στεκόταν στὰ πόδια της γινόταν αὐτό. Ἕνας μὲ μία διανοητικὴ διαταραχὴ ἦταν ἄμεσα προστατευόμενος ἀπ’ αὐτήν. Ἀγαποῦσε πολύ, ἔλιωνε γιὰ ἀνθρώπους μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες. Τοὺς ἀποκαλοῦσε «ἐπίλεκτο στράτευμα τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ». Ἐδῶ, ἔλεγε, οἱ κυβερνῆτες ποὺ κάνουν καὶ λάθη, τιμοῦν μὲ παράσημα καὶ συντάξεις ὅσους τραυματίστηκαν σὲ πολέμους. Φαντάσου, ἔλεγε, τί θὰ κάνει τὸ κυβερνεῖο τοῦ Χριστοῦ γιὰ ὅσους ἦρθαν τραυματισμένοι στὸν κόσμο! Αἱμορραγοῦσε ἡ καρδιά της ὅταν ἔβλεπε κάποιον νὰ ἐμπαίζει τέτοια ἄτομα...

Τὴν διόραση καὶ τὴν προόρασή της τὰ εἴχατε ἀντιληφθεῖ ἐσεῖς;

Ἄκου τί λέει! Κυρίως ἐμεῖς οἱ κοντινοί της τὰ ζήσαμε αὐτά. Δὲν ξεφεύγαμε ἀπὸ τίποτα. Ἤξερε κάθε λεπτομέρεια γιὰ τὴ ζωή μας. Καταλάβαινε κάθε ἐπισκέπτη. Ἀκόμη καὶ τοὺς λογισμούς του, τὶς σκέψεις του. Δὲν ἔλεγε ὅμως τίποτα. Ὅσο ἦταν ὑγιὴς στὰ πόδια της, ἐλάχιστα μίλησε φανερὰ νὰ ἐλέγξει κάποιον. Τὸ ἔκανε πλάγια, εὐγενικὰ καὶ καταλαβαίνανε οἱ ἄνθρωποι. Κάποιες φορὲς τὸ ἔκανε καὶ δυναμικά. Πάντα ὅμως μὲ ἀγάπη. Προσευχὴ κυρίως ἔκανε καὶ ἔτσι βοηθοῦσε τὴν ἀλλαγὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἔλεγε: «ὁ διάβολος χαίρεται νὰ ξεσκεπάζει καὶ νὰ διαπομπεύει τὰ κρυφὰ τῶν ἄλλων. Ὁ Θεὸς δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ποτέ...». Τώρα ποὺ ἦταν στὸ κρεβάτι καὶ δὲν καταλάβαινε ἐγκεφαλικά, ὅ,τι ἔβλεπε αὐτὸ καὶ ἔλεγε. Καὶ πάλι διακριτικὰ καὶ μὲ ἀγάπη. Συνήθως καταλάβαινε, μόνο ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἀπευθυνόταν. Σὲ περιπτώσεις ἐγωιστικές, μιλοῦσε φανερὰ μπροστὰ σὲ ὅλους μᾶς... ἔχουμε ἄπειρα περιστατικά. Δὲν ὑπῆρχε μέρα νὰ μὴ ζήσουμε τέτοιες ἐκπλήξεις ἀπὸ τὴν Γερόντισσα... Θυμᾶμαι, μιὰ φορὰ μὲ τί πόνο καὶ μὲ πόση ἀγάπη, προσπάθησε νὰ νουθετήσει μία νιόπαντρη μὲ παιδιά, ποὺ ἀπατοῦσε τὸν ἄνδρα της. Τὴν δεχόταν πολὺ καιρὸ μὲ ἀγάπη. Τῆς μιλοῦσε πλάγια καὶ δὲν ἤθελε μᾶλλον ἐκείνη ἡ κοπελιὰ νὰ καταλάβει. Μιὰ μέρα τὴν πῆρε καὶ τὴν ἔβαλε στὸ δωμάτιό της. Πῆρε καὶ μένα γιὰ μάρτυρα μᾶλλον, γιὰ νὰ μὴ λέει μετὰ ἢ ἄλλη, ὅ,τι τῆς κατέβαινε στὴν κεφαλή, ὅτι τῆς εἶπε τάχα ἡ Γερόντισσα. Ἔκλεισε τὴν πόρτα καὶ τῆς εἶπε: «σὲ παρακαλῶ παιδί μου πάψε νὰ ἀπατᾶς τὸν ἄνδρα σου. Τὸ κάνεις ἀπὸ τὸν τρίτο μῆνα τοῦ γάμου σου. Ἔσφιξες τὸ χέρι συνθηματικὰ ἑνὸς ἄλλου πάνω στὸ χορὸ καὶ ξεκίνησε τὸ κακό. Μετανόησε παιδί μου! Τὰ καλύτερα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι τα μετανοημένα. Αὐτὰ ποὺ γλυκάθηκαν στὴν ἁμαρτία καὶ μετὰ ἔκαναν ἀγῶνα καὶ τὴν σιχάθηκαν...». Ἔπειτα γονάτισε καὶ τῆς εἶπε μὲ δάκρυα: «ἐμένα ποὺ μὲ βλέπεις ἔχω κάνει πιὸ πολλὲς ἁμαρτίες ἀπὸ ἐσένα. Ὅμως, μετανοῶ κάθε μέρα καὶ ἔχω ἐλπίδα καὶ χαρὰ μέσα μου πὼς θὰ μὲ δεχθεῖ ὁ Χριστός! Μετανόησε κι ἐσὺ καὶ θὰ ζεῖς ὄμορφα, παράδεισο θὰ ζήσεις... δὲν κοροϊδεύεις μόνο τὸν ἄνδρα σου. Τὸ Θεὸ κοροϊδεύεις. Θὰ ὑποφέρουνε τὰ παιδιά σου...». Ἡ πιὸ καθαρή, ἔλεγε ὅτι ἦταν ἀμαρτωλότερη ἀπὸ τὴν μοιχεύουσα, γιὰ νὰ τὴν ἐνθαρρύνει. Ἡ γυναῖκα ἐκείνη, λίγο σοκαρίστηκε, ἔφυγε καὶ δὲν ἤξερε ποῦ πατοῦσε, ἀλλὰ δὲν ξανάρθε. Δυστυχῶς δὲν μετανόησε. Μακάρι τώρα νὰ ἀλλάξει μὲ τὶς εὐχὲς τῆς Γερόντισσας.

Θὰ σᾶς κάνω τώρα μιὰ δύσκολη ἐρώτηση. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔκανε δύσκολες «χειρουργικὲς» ἐπεμβάσεις καὶ ἐσεῖς ἤσασταν ἡ βοηθός της;

(Γέλασε) ἂν εἶναι ἀλήθεια; Καθημερινὸ ἔργο! Ἐρχόταν ἄνθρωποι μὲ διάφορες ἀρρώστιες. Ἔβλεπε ἀμέσως τί εἶχαν. Ἔπαιρνε τὸ σταυρὸ καὶ τοὺς γονάτιζε στὸ κρεβάτι της μπροστά. Σταύρωνε ἀμέσως ἐκεῖ ποὺ εἶχαν τὸ πρόβλημα. Δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς πεῖ κανεὶς τίποτα. Συνήθως ὅταν εἶχαν κάποιο ὄγκο ἢ κύστες στὸ κεφάλι, βοηθοῦσα κι ἐγώ...! ἔσερνε τὰ μαλλιά τους γιατί κάτι ἔβλεπε ὅτι ἔβγαζε. Μοῦ ’λεγε: «σέρνε κι ἐσὺ Ριρίκα». Ἔσερνα κι ἐγὼ λίγο. Κάποιες φορὲς μὲ ἔβαζε καὶ ἔκοβα λίγα μαλλιά. Μετὰ ἀνακουφιζότανε ἀπὸ τὴν διαδικασία καὶ ἔλεγε: «ἐντάξει εἶσαι ἐδά»! Ὅλοι θεραπευόντουσαν. Θυμᾶμαι ἕνα νεαρὸ ἀπὸ τὸ Ρέθυμνο ποὺ ἔχασε τὸ μάτι του. Τὸν σταύρωνε πάνω ἀπὸ μισὴ ὥρα καὶ κάτι ἔβγαινε γύρω γύρω ἀπὸ τὸ μάτι ποὺ ἐμεῖς δὲν βλέπαμε. Ὅταν τελείωσε, τοῦ εἶπε: «πήγαινε τώρα νὰ κοιμηθεῖς 4 ὧρες καὶ εἶσαι ἐντάξει». Ὄντως κοιμήθηκε 4 ὧρες. Ξύπνησε καὶ ἔβλεπε. Πῆγε στὸ νοσοκομεῖο γιὰ ἔλεγχο καὶ οἱ γιατροὶ ἐσοκαριστήκανε ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ εἴδανε. Ἦρθε πάλι ἕνας Ἕλληνας μεγαλογιατρὸς ἀπὸ τὴν Βοστώνη τῆς Ἀμερικῆς. Ὑπέφερε ἀπὸ ἕνα νευρολογικὸ αὐτοάνοσο. Ὑπέφερε ἡ ἀριστερὴ πλευρά του καὶ τὸν ἐμπόδιζε στὴ δουλειά του. Ἔκανε «ἐπέμβαση» καὶ σ’ αὐτὸν καὶ ἔγινε καλά. Ἕνα μικρὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ Ρέθυμνο ποὺ ἀπὸ γεννησιμιοῦ τοῦ εἶχε ἀνάπηρο τὸ χεράκι, τὸ σταύρωσε καὶ κίνησε ἀμέσως τὸ χέρι του. Ἐνθουσιασμένοι οἱ δικοί του παιδιοῦ, τὸ διαδώσανε στὸ Ρέθυμνο καὶ θυμοῦμαι πὼς ἦρθε μετὰ πούλμαν ὁλόκληρο νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ. Ὁ π. Ἀντώνιος ὅμως τοὺς ἐμπόδισε νὰ μποῦν μέσα...

Σέ σᾶς προσωπικὰ εἶχε κάνει κάτι μὲ θεραπευτικὸ ἀποτέλεσμα;

Συνέχεια! Νὰ πῶ δύο περιστατικά. Ὅταν ἔπεσε στὸ κρεβάτι, μοῦ παρουσιάστηκε ὀξὺ πρόβλημα στὸ δεξὶ ὦμο. Παρουσίασα ἄκανθα, ποὺ πλήγωνε τὴν σάρκα γύρω γύρω καὶ εἶχα ἀφόρητους πόνους καὶ ἐσωτερικὴ αἱμορραγία. Μοῦ κάνανε δύο φορὲς παρακέντηση γιὰ νὰ βγεῖ τὸ αἷμα, μοῦ ἀκινητοποιήσανε τὸ χέρι, ἔπινα φάρμακα ἀλλὰ τίποτα. Εἶχα ἀπογοητευθεῖ. Ἐκείνη δὲν μποροῦσε πλέον νὰ ἀκούσει καὶ νὰ καταλάβει. Ὅμως κατάλαβε μὲ ἄλλο τρόπο. Ἕνα πρωινὸ μοῦ φώναξε καὶ μοῦ εἶπε: «νά... πᾶρε τὸν ξύλινο σταυρὸ ποὺ φορῶ καὶ βάλετονε πάνω σου. Νὰ τονε φορεῖς μέχρι νὰ φύγει τὸ κακὸ ἀπὸ τὸ χέρι σου. Μετὰ θὰ μοῦ τονε ξαναδώσεις...». Ἐγὼ θαύμασα ποὺ κατάλαβε τὸ πρόβλημά μου καὶ ἔβαλα τὸ σταυρό. Ἀμέσως ἀνακουφίστηκα. Σὲ μιὰ ἑβδομάδα δὲν εἶχα τίποτα. Δὲν τολμοῦσα ὅμως νὰ βγάλω τὸ σταυρὸ ἀπὸ πάνω μου. Ἐκείνη ξαφνικὰ μοῦ εἶπε, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό: «νὰ τονε φορεῖς πάντα! Ἐγὼ θὰ βάλω ἄλλο σταυρό». Ἔτσι, μοῦ ἔμεινε ὁ σταυρός της. Τώρα τελευταῖα εἶχα κατεστραμμένο τὸ δεξὶ γόνατο. Πόνους ἀφόρητους. Ἕνα δικό μας παιδί, ὁ Γιώργης ὁ Κακουλάκης, μοῦ ἔφερε τὰ ἀποτελέσματα τῶν τελευταίων ἐξετάσεων ἀπὸ τὸ ΠΑΓΝΗ. Τὸ πόρισμα ἔλεγε «ἄμεσα ἐγχείρηση». Φοβόμουνα τὴν ἐπέμβαση ἀλλὰ δὲν μποροῦσα καὶ νὰ περπατήσω. Μιὰ μέρα καθόμουνα δίπλα στὸ κρεβάτι της. Σὰν ἀστραπὴ βγάζει τὸ χέρι της, σταυρώνει τὸ γόνατό μου καὶ μετὰ κάτι τράβηξε ἀπὸ τὸ γόνατο καὶ τὸ πέταξε... ἔκανε τέτοιες κινήσεις. Σᾶς πληροφορῶ ὅτι ἔκτοτε, πιὸ πολὺ πονεῖ τὸ ἀριστερό μου γόνατο ποὺ ἤτανε γερό, παρὰ τὸ δεξί. Ἀποκαταστάθηκε, δόξα τῷ Θεῷ, τὸ πρόβλημά μου...

Οἱ χωριανοὶ ἐκεῖ, εἶχαν καταλάβει τὸ πνευματικό της μέγεθος;

Τὴν ἀγαποῦσε ὅλο τὸ χωριὸ γιατί κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τῆς καταμαρτυρήσει τὸ παραμικρό! Δὲν μποροῦσαν βέβαια νὰ καταλάβουν τὸ βάθος ποὺ εἶχε. Δὲν ἔζησαν ὅσα ζούσαμε καὶ βλέπαμε ἐμεῖς κάθε μέρα. Δικαιολογημένα οἱ ἄνθρωποι. Λίγοι τὴν κακολόγησαν. Ἐκείνη καταλάβαινε ὅταν ἦταν κατάκοιτη τὶς διαθέσεις ὁρισμένων καὶ ἔλεγε: «μὰ τί ἔκανα σὲ ὁρισμένους καὶ μὲ κακολογοῦν καὶ μὲ λένε ψευτοαγία; Ἐγὼ εἶμαι ἁγία; Πότε ἔκανα ἐγὼ τὴν ἁγία; Ἄκου κάνω τὴν ἁγία...! Ὄχι ἁγία! Ἀγρία εἶμαι! Χειρότερη ἀπ’ ὅλους...!».

Εἴχατε δεῖ ποτὲ τὴν Γερόντισσα σὲ στιγμὲς ἱερές, προσευχητικὴς ἀνάτασης καὶ ἁρπαγῆς;

Κάθε μέρα! Κάθε πρωὶ ἔπρεπε μὲ πολὺ εὐλάβεια νὰ περιμένω νὰ περάσει ἀπὸ ὅλες τὶς εἰκόνες. Προσκυνοῦσε καὶ κουβέντιαζε στοὺς Ἁγίους. Μετὰ ἔπαιρνε ἕνα δίφυλλο εἰκόνισμα καὶ περνοῦσε τὸ ΠΙ ποὺ κρατοῦσε ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω γιὰ νὰ μὴν τὸ ἀκουμπᾶνε οἱ δαίμονες. Τοὺς ἔβλεπε ποὺ τὴν πείραζαν καὶ ἤθελαν νὰ τὴν ρίξουν. Σταύρωνε τὸ κρεβάτι της μὲ τὸ σταυρὸ τοῦ παπποῦ της καὶ ὅλα τὰ βασικὰ σημεῖα τοῦ σπιτιοῦ. Ἀκουμποῦσε τὸ κεφάλι πάνω στὸ τραπέζι τοῦ μεσαίου δωματίου καὶ ἄκουε μὲ πολλὰ δάκρυα τὸν ἀπόστολο καὶ τὸ εὐαγγέλιο ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ραδιόφωνο. Εἰδικὰ ὅταν ἔλεγε γιὰ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο ξεσποῦσε σὲ λυγμούς: «Στεφανιό μου, Στεφανιό μου, Στεφανιό μου». Εἶχε δεῖ ζωντανὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα. Τὴν συγκλόνιζε ὁ λιθοβολισμὸς τοῦ Στεφάνου καὶ μᾶς περιέγραφε μὲ κλάματα κάθε λεπτομέρεια... Ἡ ἀδελφή της ἡ μακαρίτισσα ἡ Λιλίκα ποὺ ἐρχότανε κάπου κάπου ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο καὶ ἔμενε μαζὶ τῆς, μᾶς ἔλεγε, ὅτι κάθε λίγο, ἀκόμη καὶ τὴν νύχτα, ἀνέβαινε «σὰν τὸν ἀτσέλεγα» (σπουργίτι) πάνω σὲ μιὰ καρέκλα, ἐνῷ εἶχε φοβερὰ μυοσκελετικὰ προβλήματα καὶ φιλοῦσε μία συγκεκριμένη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὀχτὼ φορές, ἔλεγε ἡ Λιλίκα, τὸν ἀσπάσθηκε καὶ τοῦ ἔλεγε: «ἀγάπη μου, ἔρωτά μου, φῶς μου, ἀναπνοή μου...» κ.ἄ. Ἀγαποῦσε πολὺ μιὰ εἰκόνα τοῦ Ὁσίου Μεθοδίου της Νιβρύτου. Εἶναι τοπικός μας Ἅγιος. Τὸ τί φιλιά του ἔκανε κάθε πρωί, δὲν λέγεται... Κάποτε τὰ μέτρησα. 120 φορές τον ἀσπάστηκε καὶ μοῦ ξεφύγανε καὶ κάποιοι ἀσπασμοὶ καὶ δὲν πρόλαβα νὰ τοὺς μετρήσω. Τὴν ρώτησα γιατί τὸν ἀγαπᾶ τόσο πολύ. Μοῦ ἀπάντησε: «γιατί μοῦ εἶπε πὼς εἶναι Ρεθεμνιώτης»! Αὐτὴ τὴν εἰκόνα, τὴν χιλιοπροσκυνημένη καὶ πολυμουσκεμένη ἀπὸ τὰ δάκρυά της, τὴν ἔχει τώρα ὁ Δεσπότης της Μόρφου. Κάθε μεσημέρι ἔκανε μιὰ δική της ὑπέροχη προσευχὴ δοξολογίας στὸ Θεό. Ὑπάρχει ἠχογραφημένη. Λέει πολλά. Πρὶν τὸ φαγητό, πήγαινε καὶ προσκυνοῦσε τὶς πολλὲς εἰκόνες ποὺ ἦταν κολλημένες στὸ ψυγεῖο της. Ἐκεῖ συνομιλοῦσε συνήθως μὲ τὸν Ἄη Γιώργη... Ἔβλεπε τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς περιέγραφε μὲ κάθε λεπτομέρεια. Εἰδικὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της ποὺ ἦταν τελείως κοπελάκι στὴν καρδιὰ καὶ δὲν καταλάβαινε ὅτι τὴν θαυμάζαμε. Εἰδικὰ παρίστανε τὸ ἄλογο τοῦ Ἄη Γιώργη. «Ἀνεβαίνω -ἔλεγε-σ’ αὐτὸ καὶ μὲ γυρίζει, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ σᾶς μεταφέρω εἰκόνες καὶ φωτογραφίες ἀπὸ τοὺς μυστηριώδεις κόσμους ποὺ μὲ πάει...»

Σᾶς εἶχε πεῖ κάτι ἀπὸ τὴν πάλη της μὲ τοὺς δαίμονες;

Μόνο γι’ αὐτὰ πρέπει νὰ γραφτεῖ ἕνα βιβλίο. Φρικιαστικὰ πράγματα. Ὁλόρθα τὰ μαλλιά τους, ὅπως τὰ κάνουνε τώρα οἱ νεαροί, καρφάκια. Ὅταν ἔβλεπε κάποιο νεαρὸ μὲ καρφάκια μαλλιά, τὸν πήγαινε στὸν νιπτῆρα καὶ τὸν ἔπλυνε. Τοῦ τὰ χαλοῦσε ἐπειδὴ ἐμφανιζόταν ἔτσι οἱ δαίμονες. Εἶχαν σκουλαρίκια στὴ μύτη, στὴ γλῶσσα, στὸ φάλι (ὀμφαλὸ) καὶ ζωγραφιὲς παντοῦ (τατουάζ). Ὅ,τι μόδα κυκλοφορεῖ σήμερο ἢ πρόκειται νά ’ρθεῖ, τό ’βλεπε πάνω τους. Τὰ δάκτυλα τοὺς ἦταν μακρόστενα σὰν τὸ πόμολο τῆς πόρτας. Γι΄ αὐτὸ πόμολο δὲν ἀκουμποῦσε ποτέ... Τὰ ὑπόλοιπα δὲν τὰ περιγράφω γιὰ νὰ μὴν φοβηθοῦνε ὅσοι τὰ ἀκούσουνε...

Τὴν πείραξαν ποτέ;

Μόνο ἕνα βράδυ ποὺ σηκώθηκε, τὴν ἔβαλαν κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Ἦταν 3 π.μ. Ἐκείνη τράβηξε τὸ καλώδιο τοῦ τηλεφώνου καὶ ἔπεσε ἀπὸ μιὰ πλαϊνὴ καρέκλα ἡ συσκευή. Θυμόταν τὸ τηλέφωνό μου καὶ μοῦ τηλεφώνησε. Πῆγα ἀμέσως, ξεκλείδωσα καὶ τὴν σήκωσα. Ὅταν καθόταν εἰδικὰ τὴν νύχτα νὰ διαβάσει κάτι, πήγαιναν καὶ ἀρπούσαν τὴν καρέκλα καὶ τὴν γύριζαν γύρω γύρω. Αὐτὴ γελοῦσε καὶ τοὺς κορόϊδευε. Τοὺς ἔλεγε: «ἀφοῦ δὲν ἔχετε ἐξουσία νὰ μὲ ρίξετε, ἤντα μαυροκακομοίρηδες κουράζεστε». Αὐτοὶ δὲν ἀντέχανε καὶ φεύγανε ἀμέσως...

Ἐκτὸς τὰ θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ μᾶς διηγηθήκατε, τί ἄλλο θυμόσαστε τὴν περίοδο ποὺ ἦταν κατάκοιτη;

Ἐνῷ δὲν ἄκουε τίποτα καὶ δὲν συγκρατοῦσε τίποτα τὸ μυαλό της, μόλις λέγαμε κάτι ποὺ ἦταν κατάκριση ἢ κάτι ἐπαινετικὸ γι’ αὐτήν, ἀμέσως μᾶς διέκοπτε μὲ πολλὴ αὐστηρότητα. Τώρα τελευταῖα, ὁ Χρῆστος ὁ Λενιδάκης μιλοῦσε γι’ αὐτὴν σὲ ἄλλο δωμάτιο. Οὔτε τὸν ἔβλεπε, οὔτε ἄκουε τίποτα. Φώναξε ὅμως: «αὐτὸς ποὺ μιλάει μέσα γιὰ μένα νὰ σταματήσει ἀμέσως». Ἀκόμη καὶ τὶς τελευταῖες μέρες ποὺ ἦταν στὸ παθολογικό του Βενιζέλειου, κάτι εἶπαν δύο δικές μας κοπελιὲς ποὺ τὴν συνόδευαν ποὺ δὲν τῆς ἄρεσε. Ἐνῷ ἦταν σὲ λήθαργο, ἀμέσως ἄνοιξε τὰ μάτια, τὶς κοίταξε αὐστηρὰ καὶ τοὺς ἔκανε νόημα νὰ σωπάσουν. Ἀμέσως μετὰ ξαναβυθίστηκε... Δὲν γεύτηκε ποτὲ κατάκριση...!

Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ σᾶς μένει ἀξέχαστο;

Τὰ πάντα, ἀλλὰ κυρίως ὅταν ἔφερε ἕνας Ἀρχιμανδρίτης – Ἱεροκήρυκας ἀπὸ τὴν ἀπάνω Ἑλλάδα μιὰ δαιμονισμένη κοπέλα. Ἐτσίριζε μὲ βραχνὴ ἀνδρικὴ φωνὴ ὁ δαίμονας. Τὸ τί ἔγινε δὲν περιγράφεται! Πῆγα μὲ τὸ θυμιατὸ πίσω ἀπὸ τὴν κοπελιὰ καὶ χωρὶς νὰ μὲ δεῖ, μοῦ ’δωσε μιὰ κλωτσιὰ καὶ κόντεψε νὰ μὲ σκοτώσει. Πανικὸς σὲ ὅσους βρέθηκαν στὸ σπίτι. Φώναζε καὶ τὸ ὄνομα ἑνὸς θρησκόληπτου ἀπὸ τὴν περιοχή μας ποὺ μισεῖ τὴν Γερόντισσα καὶ μπαίνει μὲ ψεύτικα ὀνόματα στὰ ἰντερνέτια καὶ ἀνεβάζει συνέχεια ἐναντίον της μιὰ ἐγκύκλιο γιὰ τὶς προφητεῖες! Ποῦ ἤξερε ἡ κοπελιὰ ἀπὸ τὴν Πάτρα ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ δαίμονας; Ἡ Γερόντισσα ἀπάντησε στὸ δαιμόνιο: «μὴ μοῦ φωνάζεις μωρὲ μαϊμούνι, γιατί θὰ γυρίσω τὴ χέρα μου καὶ θὰ σοῦ δώσω ἕνα χαστούκι καὶ θὰ δεῖς τὸν κόσμο ἀνάποδα»! Δὲν θὰ ξεχάσω τὰ μάτια τῆς κοπέλας. Δὲν εἴχανε χρῶμα. Ἦταν κατακόκκινα. Ὅταν σταμάτησε τὸ δαιμόνιο νὰ τὴν πειράζει, εἶπε στὴν κοπέλα ἡ Γερόντισσα: «ἔλα νὰ σοῦ πῶ παιδί μου πῶς μπῆκε μέσα σου τὸ μαϊμούνι...». Ἄρχισε νὰ τῆς λέει, ὅτι μιὰ φθονερὴ γειτόνισσά της, ὅταν ἦταν παιδάκι, μάγεψε μιὰ κούκλα καὶ τῆς τὴν ἔδωσε νὰ τὴν παίξει... καὶ πολλὰ ἄλλα τῆς εἶπε γύρω ἀπὸ τὴν περιπέτειά της. Ἡ κοπέλα ἔφυγε ὑγιής. Ἐγὼ δὲν θὰ ξεχάσω τὰ μάτια της. Μετὰ ἦταν ἤρεμη, καλοσυνάτη καὶ πολὺ καλόχαρη κοπέλα...

Εἶχε πεῖ προφητεῖες γιὰ τὸ μέλλον;

Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔχει πεῖ ἔχουνε βγεῖ. Ὅπως ὁ κορωνοϊός, ἡ συμφωνία τῶν Τούρκων μὲ τὴ Λιβύη κ.ἄ. Εἶχε πεῖ στὰ καλά της ἐλάχιστα. Δὲν ἤθελε νὰ μᾶς τρομάζει. Τώρα τελευταῖα, ἔχω ἀκούσει συγκλονιστικὲς λεπτομέρειες. Δὲν θέλει ὅμως ὁ πάτερ Ἀντώνιος νὰ μιλοῦμε γι’ αὐτά.

Τί σᾶς συγκίνησε περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ περιστατικὰ ποὺ ζήσατε ἐκεῖ;

Ὅλα ἤτανε συγκινητικὰ καὶ διδακτικά. Δὲν θὰ ξεχάσω τὴν περίπτωση μιᾶς πονεμένης μάνας ποὺ ἔχασε ξαφνικὰ 30 χρονῶν τὸ γιό της. Πόνος ἀβάσταχτος. Ἦρθε μὲ μοναχὲς ἀπὸ τὴν Καλυβιανὴ τὸν πρῶτο χρόνο ποὺ ἔπεσε στὸ κρεβάτι. Μόλις τὴν εἶδε, τῆς ἔκανε νόημα νὰ πάει κοντά της. Τὴν ἀγκάλιασε, τὴ φίλησε καὶ τῆς εἶπε: «μὴ κλαῖς παιδί μου! Ὁ ὄμορφός σου εἶναι ὁλοζώντανος μέσα στὶς ὀμορφιὲς τοῦ Θεοῦ! Κι ἐσύ, ὅ,τι ἐχρωστοῦσες σὲ τοῦτο τὸν κόσμο τὸ ξεπλήρωσες». Τῆς εἶπε κι ἄλλα. Τὸ πόσο ἀλαφρωμένη καὶ χαρούμενη ἔφυγε ἡ γυναῖκα δὲν λέγεται... Μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες ξανάρθε. Τῆς εἶπε φωναχτὰ στὸ αὐτὶ γιατί τότε ἄκουε ἕνα ἐλάχιστο: «Γερόντισσα, ξέρω πὼς ὁ ὄμορφός μου ζεῖ στὴν ὀμορφιὰ τοῦ Θεοῦ! Ὅμως μοῦ λείπει πολύ! Τὸν ἀναζητῶ. Βοήθησέ με». Ἡ Γερόντισσα, ποὺ δὲν θυμότανε κανένα τὸ ἑπόμενο δευτερόλεπτο, τῆς ἀπάντησε σοβαρά: «θὰ σοῦ τονε φέρω παιδί μου νὰ τονε δεῖς». Ἡ γυναῖκα ἔφυγε χωρὶς νὰ σπουδαιολογήσει τὰ λόγια τῆς Γερόντισσας. Τὸ ἴδιο μεσημέρι ξάπλωσε νὰ ξεκουραστεῖ. Ἐνῷ εἶχε γυρίσει στὸ πλάϊ καὶ δὲν τὴν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος, αἰσθάνθηκε κάποιον νὰ τὴν ἀγκαλιάζει. Θεώρησε ὅτι ἦταν κάποιο ἀπὸ τὰ μικρὰ ἐγγόνια της ποὺ εἶχε στὸ σπίτι. Φώναξε ἀλλὰ διαπίστωσε πὼς ἦταν στὸ δωμάτιό τους. Γυρίζει πλευρὸ καὶ τί νὰ δεῖ! Τὸν γιό της! Πιὸ πολὺ ὄμορφο, ὁλοζώντανο, χαμογελαστό! «παιδί μου ἐσύ;» εἶπε μὲ φωνὴ ποὺ δὲν ἔβγαινε. Τῆς ἀπάντησε μὲ ἄλλο τρόπο, στὴν ψυχὴ «Γαλακτία» καὶ ἔφυγε.... Φανταστεῖτε τί δύναμη, τί παρηγοριὰ πῆρε ἡ μάνα ἐκείνη. Τὰ πρόσωπα ποὺ ἔπαιρναν πιὸ πολὺ στοργὴ καὶ ἐνδιαφέρον ἀπὸ ἐκείνη ἦταν τὰ κάθε λογῆς σημαδεμένα ἄτομα, οἱ πονεμένοι καὶ τὰ παιδιά! Μὲ τὰ παιδιὰ ἦταν οἱ καλύτεροι φίλοι. Θέλω πολλὲς ὧρες νὰ σασε παραστήσω ἱστορίες καὶ περιστατικὰ μὲ μικρὰ κοπέλια. Κι αὐτὰ ὅμως τρελαινότανε γι’ αὐτή. Καὶ τὰ πιὸ ζωηρά την ἐπλησιάζανε, πέφτανε στὴν ἀγκαλιά της, γινότανε ἀρνάκια κοντά της...

Πῶς ἦταν ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς της;

Εἶχε ἀγωνία νὰ φύγει. Νὰ πάει στὸ σπίτι της. Συνέχεια μοῦ ἔλεγε: «δῶσε μου παιδί μου τὰ παπούτσια μου νὰ φύγω. Σὲ ὁλονὼ τὰ σπίτια πάω. Νὰ μὴν πάω ἐπί τέλους καὶ στὸ δικό μου;». Εἶχε συνήθως τὰ μάτια στραμμένα στὸν οὐρανὸ καὶ σήκωνε, ὅσο μποροῦσε τὰ χέρια, σὲ στάση προσευχῆς. Ἔλεγε μὲ δέος: «Παναγία μου πρόφταξε στὸν κόσμο! Φόβος καὶ τρόμος..!». Δὲν ξέραμε τί ἐννοοῦσε. Τὰ ὑπόλοιπα τῆς τελευταίας περιόδου τὰ ἔχει γράψει ὁ π. Ἀντώνιος.

Τώρα τὴν νοιώθετε κοντά σας;

Συνέχεια! Πιὸ πολὺ ἀπὸ πρίν! Νοιώθω ἠρεμία, γαλήνη, δύναμη. Κάπου κάπου, πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα, μυρίζω μιὰ στιγμιαῖα εὐωδία. Ξέρω ὅτι εἶναι αὐτή. Ξέρω τί σᾶς λέω. Οὔτε παραισθήσεις ἔχω, οὔτε ψέματα λέω. Λέω ὅ,τι νοιώθω μὲ σιγουριά.

Θὰ μᾶς πεῖτε ἕνα τελευταῖο λόγο;

Ἀξιώθηκα νὰ δῶ πῶς ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος γίνεται μεγάλος Ἅγιος. Νὰ εὔχεστε νὰ ἀξιωθῶ κι ἐγώ, τοὐλάχιστον τοῦ παραδείσου. Τὴν εὐχή της νὰ ἔχετε.

Πηγή Ι.Μ. Μόρφου

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΓΑΛΑΚΤΙΑ ΚΡΗΤΗΣ

  • Προβολές: 2159