Skip to main content

Γερόντισσας Γαλακτίας:  Τί εἶναι ὁ Θεός;

ποίημα Γερόντισσας Γαλακτίας, 2012

Τί εἶναι ὁ Θεός; -  Γερόντισσας Γαλακτίας, κατά κόσμον Γαλάτειας Κανακάκη

Θεέ μου, Πατέρα καί Δημιουργέ,
Κυβερνήτη καί Πανσθενουργέ,
ὅλοι μιλοῦν γιά σένα, ὅλοι σέ ψάχνουν.

Ἄλλοι σέ φαντάσθηκαν ἀπό τήν κεφαλή τους
καί δημιούργησαν τήν μορφή Σου
ὅπως ἐβόλευε τήν ζωή τους.
Εἶναι τά εἴδωλα τά σιχαμερά,
δαιμόνων φαντάσματα καί μιαρά,
πού θανατώνουν τήν ψυχή τους.

Κι ἀπ' αὐτούς πού βαπτίσθηκαν Χριστιανοί
καί μπήκανε μέσα στό σπίτι Σου
καί στήν καρδιά Σου,
ποτέ δέν Σέ γνώρισαν πραγματικά,
γιατί ἀγνόησαν τά λόγια Σου
καί τό πανάγιο θέλημά Σου.

Ἄλλοι σέ φαντάσθηκαν σάν γέρο
πωγωνᾶτο καί λευκό
σέ θρόνο νά κάθεσαι ὑψηλό,
πάνω στά νέφη.

Ἄλλοι περιστεράκι θεώρησαν τό πνεῦμα Σου
νά φτερουγίζει στά κεφαλάκια τους
καί μέ χαρά νά τούς γνέφει.

Μόνο τόν Γιό Σου δέν φαντάσθηκαν
γιατί μᾶς ἔχει φανερωθεῖ,
ἄν καί πολλοί τοῦ κρυφτήκαμε
καί δέν τόν ἀφήσαμε λυτρωτικά
νά μᾶς καθοδηγεῖ.

Μόνο πού Ἐσύ εἶσαι φῶς!
Φῶς ἄπλετον καί ἐκθαμβωτικόν!
Ἄσκι'αστον καί νοερόν!
Ἄναρχον καί ὁμιλητικόν.
Ἀπερινόητον καί ὑπαρκτόν!
Τρίφωτον καί μοναδικόν (Μονάς ἤ Τριάς)!
Ἐσωκαρδίως ἐκχεόμενον
καί σέ διαστάσεις μή γνωριζόμενον!

Εἶσαι ὁ Πατέρας
πού στοργικά ἀγκαλιάζει
πού πάντα ὑπομονεύεται
κι ὅταν πρέπει διορθωτικά δοκιμάζει.

Εἶσαι ἡ ἀκλόνητη σιγουριά
σέ ὅσους ξέρουν τήν πρόνοιά Σου,
τό γεμάτο ταμεῖο
σέ ὅσους προσβλέπουνε
στά ἀνεξάντλητα ἀγαθά Σου.

Σέ λυπεῖ ἡ ἁμαρτία μας,
γιατί μᾶς διώχνει μακριά Σου,
σέ χαρήνει ἡ μετάνοια,
γιατί μᾶς φέρνει καί πάλι κοντά Σου.

Τά λόγια τοῦ Γιοῦ Σου φάρμακο,
ὁ θάνατός Του ζωή,
ὁ Τάφος Του Ἀνάσταση καί χαρμονή.

Ὁ Ἅδης τύψεις δικές μας,
παρέα μέ τούς δαίμονες
καί τούς ἐχθρούς σου,
κάψιμο ἀφόρητο
ἀπό τούς φωτεινούς ποταμούς σου...

Τό Πνεῦμα Σου φῶς,
ὁμιλεῖ καί σκέφτεται καί ἀγαπᾶ,
φωτίζει, καθαρίζει καί μεριμνᾶ.
Ὑπέρτατο Ὄν ὅπως κι οἱ Τρεῖς Σας.
Μέ κρότο κινεῖται στόν κόσμο αὐτό,
κρότο ἀθόρυβο στά αὐτιά,
δυνατότατο στήν καρδιά.
Τήν ἁμαρτία σιχαίνεται,
στήν μετάνοια ἀφήνεται,

Αὐτό στόν Γιό Σου μᾶς ὁδηγεῖ
καί ὁ Γιός Σου σ' Ἐσένα!
Καί γινόμαστε ὅλοι ἕνα!
Μέσα στήν βασιλεία Σου
τήν περίλαμπρη καί ποθητή!
πού μπαίνουμε χωρίς νά ξέρουμε τό πρόσωπό Σου
(ἐνν. τό ἀμέθεκτο τῆς θείας οὐσίας)
ἀλλά χαιρόμαστε παντοτινά
τόν γλυκύτατο δοξασμό σου.

Ἐκεῖ δέξου με τήν ἐλεεινή
πού δέν ἔκαμα τίποτα στήν ζωή μου
γιά νά σ' εὐχαριστήσω,
ἀλλά καί δέν μπορῶ μακριά σου νά ζήσω.
Γιατί σέ ἀγαπῶ...
Ἀμήν! Ἀμήν! Ἀμήν!

Ἡ ἀγαπημένη «κόρη» τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας. Συνέντευξη μὲ τὴν κ. Ριρίκα Χρονάκη

Συνέντευξη μὲ τὴν κ. Ριρίκα Χρονάκη

Ἡ γνωστὴ σὲ ὅλους τοὺς ἐπισκέπτες τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας, κυρία Ριρίκα Κουμαντάκη – Χρονάκη, ὑπῆρξε τὸ «παιδὶ» τῆς Γερόντισσας ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκε. Εἶχαν μία μοναδικὴ σχέση ἰσόβιας πορείας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν Γερόντισσα καὶ αὐθόρμητα νὰ μὴν πάει ὁ νοῦς μας καὶ στὴν εὐγενικὴ καὶ ἀρχοντικὴ κυρία Ριρίκα. Ὅταν ἐρχόμασταν ἀπὸ Κύπρο, μᾶς ὑποδεχόταν μὲ ἐγκαρδιότητα.

Κυρία Ριρίκα εὐχαριστοῦμε ποὺ δεχτήκατε νὰ μιλήσετε μαζί μας.

Δική μου ἡ εὐχαριστία παιδιά. Νά ’στὲ καλά. Εὐχαριστῶ ἀκόμη γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν Κυπρίων στὴ Γερόντισσα. Σχεδὸν δὲν ὑπῆρξε μέρα νὰ μὴν ἔρθουν ἐπίτηδες ἐπισκέπτες ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἐκείνη, ἰδιαιτέρως σᾶς ἀγαποῦσε καὶ σᾶς ὑποδεχόταν. Σᾶς ἔλεγε «τὰ πονεμένα μου παιδιὰ» ἐπειδὴ περάσατε πολέμους, προσφυγιά, κατατρεγμούς. Νά ’στὲ καλὰ ποὺ τὴν θυμᾶστε.

Κυρία Ριρίκα, μπορεῖτε νὰ μᾶς πεῖτε ἀπὸ πότε ἄρχισε ἡ στενὴ σχέση ποὺ εἴχατε μὲ τὴν Γερόντισσα;

Ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκα. Αὐτὴ μὲ μεγάλωσε. Ἡ ὑπόθεση ἔχει μιὰ ἱστορία. Ἡ μακαρίτισσα ἡ μητέρα μου γεννήθηκε σὲ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ ποὺ λέγεται Μιαμοῦ. Ἦταν πολλὰ παιδιὰ καὶ ὀρφάνεψαν νωρὶς ἀπὸ πατέρα. Πῆγε κάποτε ὁ μακαρίτης ὁ γιατρὸς ὁ πατέρας τῆς Γερόντισσας καὶ ἔκανε ἰατρεῖο στὸ χωριό. Εἶδε τὴν φτώχεια καὶ τὴν ταλαιπωρία τῶν ὀρφανῶν καὶ πῆρε μαζί του τὴν μικρὴ τότε Κυριακούλα τὴν μητέρα μου καὶ τὸν ἀδερφό της τὸ Γιώργη. Τὰ εἶχε σὰν παιδιά του. Ὁ θεῖος μου ὁ Γιώργης γύρισε πίσω στὸ χωριὸ νωρίς. Δὲν μποροῦσε νὰ συνηθίσει στὴν Πόμπια. Ἡ μητέρα μου κάθισε. Μεγάλωσε τὶς θυγατέρες τοῦ γιατροῦ. Μὲ τὴν τρίτη την Γαλάτεια ἦταν παραπάνω ἀπὸ ἀδελφές. Μαζὶ πάντα. Στὶς δουλειές, στὰ χωράφια, στὸ νοικοκυριό. Ἀκόμη καὶ στὸ κρεβάτι μαζὶ κοιμόντουσαν. Δὲν ὑπῆρχε τότε χῶρος γιὰ πολλὰ κρεβάτια καὶ ἔβαζαν τὰ παιδιὰ στρωματσάδα. Ὅταν ἀργότερα παντρεύτηκε ἡ μητέρα μου στὴν Πόμπια μὲ τὸν πατέρα μου, ἡ Γαλάτεια σὰν πραγματικὴ ἀδελφὴ ἀνέλαβε νὰ βοηθᾶ τὴν μητέρα μου. Ἐμένα μὲ μεγάλωσε ἐκείνη. Καὶ ἕνα ἀδελφάκι μου, τὸ Μανωλιό, ποὺ πέθανε νωρὶς καὶ ἦταν βαρὺ πλῆγμα γιὰ τὴν Γαλάτεια. Σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ τὴν παρηγοροῦσε ἡ μάνα μου. Ποτὲ δὲν τὸ ξέχασε. Τὸ ἔγραφε μαζὶ μὲ τοὺς γονέους μου στὸ μνημονοχάρτι. Ἔλεγε ὅτι ὅταν θὰ ἀνέβαινε στὸν οὐρανό, ἤθελε νὰ συναντήσει πρῶτα την ἀνιψιά της την Ἀντωνούλα καὶ τὸ ἀδελφάκι μου τὸ Μανωλιό. Ἐμένα μὲ φωνάζουνε Ριρίκα ἀλλὰ βαπτίστηκα Εἰρήνη γιὰ χατίρι της γιάτρενας τῆς μητέρας τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας ποὺ τὴν λέγανε Εἰρήνη.

Εἴχατε καταλάβει τὸ μέγεθος τῆς πνευματικότητάς της;

Βέβαια! Πάντα ἦταν μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη. Τὸν μισθό της ὁλόκληρο τὸν ἔδινε ἐλεημοσύνη «ἐν κρυπτῷ» ὅπως ἔλεγε γιὰ τὴν σωστὴ ἐλεημοσύνη. Ὅλα τά ’δινε καὶ πάντα εἶχε τὰ δεκαπλάσια ποὺ τά ’δινε κι αὐτά. Κάποτε εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ 250 εὐρὼ καὶ ἔκανε μυστικὴ αἴτηση στὴν Παναγία. Ἀργότερα μοῦ φανέρωσε ὅτι καθυστεροῦσαν νὰ ἔρθουν ἀλλὰ πήγαινε καὶ ἔλεγε κάθε μέρα στὴν εἰκόνα: «ἀφοῦ ξέρεις πὼς δὲν ἀπογοητεύομαι ἀλλὰ θὰ σοῦ τὸ λέω κάθε μέρα μέχρι νά ’ρθοὺν μόνο μὴ μοῦ τὰ καθυστερεῖς». Ὅταν ἔληγε ἡ προθεσμία τῶν λογαριασμῶν, ἦρθε μία ἐπιταγὴ 250 εὐρὼ ἀπὸ πρόσωπο ποὺ ζοῦσε στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν ἀγαποῦσε. Πρώτη καὶ τελευταία φορὰ τότε, τῆς ἔστειλε χρήματα. Ἔτσι, ἐξαρτημένη πάντα ἀπὸ τὴν μέριμνα τοῦ Θεοῦ, περνοῦσε χωρὶς ἄγχος, ἤρεμη καὶ χαρούμενη τὴ ζωή της... Ἕνα θὰ σᾶς πῶ γιὰ νὰ δεῖτε πόσο ἀγαποῦσε τοὺς ἀνθρώπους. Περίμενε κάθε μέρα τὰ ξημερώματα 5 π.μ. τὸ σκουπιδιάρικο γιὰ νὰ φιλέψει μὲ γλυκίσματα καὶ κουλούρια τοὺς ἐργάτες. Ἔλεγε: «τὰ καημένα τὰ παιδιά! Τίμια, εὐλογημένα. Βουτηγμένα στὴ βρωμιὰ γιὰ νὰ βγάλουνε τὸ ψωμάκι τοῦ σπιτιοῦ τους». Κι αὐτὰ τὴν ἀγαπήσανε πολύ! Ἕνα τὸν ἔκανε γιό της. Ἀπὸ τὴ Γαλιὰ εἶναι. Τὸν ὁδήγησε στὸ γάμο, στὴν ἐξομολόγηση, τὸν ἔκανε ζωντανὸ χριστιανό. Ὅταν ἔπεσε τὸ παιδί του σὲ ἀσβεστόλακκο καὶ καήκανε τὰ ματάκια του, τῆς τὸ εἶπε ἀπελπισμένος. Τοῦ ’δωσε θάρρος ἐκείνη καὶ τοῦ ’πὲ νὰ μὴ φοβᾶται καὶ ὅτι τὸ παιδὶ θὰ γίνει καλά. Ὅπως πρίν. Ὄντως ἔγινε ὅπως πρὶν μὲ θαῦμα τῆς προσευχῆς της. Οἱ γονέοι τοῦ ἔχουνε νὰ τὸ λένε... Σὲ ὅλους ἔδινε ξύλινο σταυρὸ καὶ κρεμούσανε στὸ λαιμό τους. Δὲν ἤθελε κανεὶς νὰ μὴν μείνει χωρὶς σταυρό. Ἔλεγε πὼς ὁ σταυρὸς εἶναι ἀσπίδα καὶ ταυτότητά μας. Μιὰ ἐποχὴ ἐφοδίασε ὅλο τὸ χωριὸ καὶ κάθε ἐπισκέπτη μὲ φωτοτυπημένους καὶ ὡραία φτιαγμένους τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας! Θεωροῦσε τοὺς χαιρετισμοὺς τὴν πιὸ δυνατὴ προσευχὴ στὴν Παναγία! Νὰ τοὺς διαβάζετε μὲ εὐλάβεια ἔλεγε, καὶ μετὰ νὰ λέτε στὴν Παναγία τὰ προβλήματά σας.

Μάθαμε ὅτι τροφοδοτοῦσε ὅλους τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες τοῦ χωριοῦ.

Ὅσο ζοῦσε καὶ στεκόταν στὰ πόδια της γινόταν αὐτό. Ἕνας μὲ μία διανοητικὴ διαταραχὴ ἦταν ἄμεσα προστατευόμενος ἀπ’ αὐτήν. Ἀγαποῦσε πολύ, ἔλιωνε γιὰ ἀνθρώπους μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες. Τοὺς ἀποκαλοῦσε «ἐπίλεκτο στράτευμα τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ». Ἐδῶ, ἔλεγε, οἱ κυβερνῆτες ποὺ κάνουν καὶ λάθη, τιμοῦν μὲ παράσημα καὶ συντάξεις ὅσους τραυματίστηκαν σὲ πολέμους. Φαντάσου, ἔλεγε, τί θὰ κάνει τὸ κυβερνεῖο τοῦ Χριστοῦ γιὰ ὅσους ἦρθαν τραυματισμένοι στὸν κόσμο! Αἱμορραγοῦσε ἡ καρδιά της ὅταν ἔβλεπε κάποιον νὰ ἐμπαίζει τέτοια ἄτομα...

Τὴν διόραση καὶ τὴν προόρασή της τὰ εἴχατε ἀντιληφθεῖ ἐσεῖς;

Ἄκου τί λέει! Κυρίως ἐμεῖς οἱ κοντινοί της τὰ ζήσαμε αὐτά. Δὲν ξεφεύγαμε ἀπὸ τίποτα. Ἤξερε κάθε λεπτομέρεια γιὰ τὴ ζωή μας. Καταλάβαινε κάθε ἐπισκέπτη. Ἀκόμη καὶ τοὺς λογισμούς του, τὶς σκέψεις του. Δὲν ἔλεγε ὅμως τίποτα. Ὅσο ἦταν ὑγιὴς στὰ πόδια της, ἐλάχιστα μίλησε φανερὰ νὰ ἐλέγξει κάποιον. Τὸ ἔκανε πλάγια, εὐγενικὰ καὶ καταλαβαίνανε οἱ ἄνθρωποι. Κάποιες φορὲς τὸ ἔκανε καὶ δυναμικά. Πάντα ὅμως μὲ ἀγάπη. Προσευχὴ κυρίως ἔκανε καὶ ἔτσι βοηθοῦσε τὴν ἀλλαγὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἔλεγε: «ὁ διάβολος χαίρεται νὰ ξεσκεπάζει καὶ νὰ διαπομπεύει τὰ κρυφὰ τῶν ἄλλων. Ὁ Θεὸς δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ποτέ...». Τώρα ποὺ ἦταν στὸ κρεβάτι καὶ δὲν καταλάβαινε ἐγκεφαλικά, ὅ,τι ἔβλεπε αὐτὸ καὶ ἔλεγε. Καὶ πάλι διακριτικὰ καὶ μὲ ἀγάπη. Συνήθως καταλάβαινε, μόνο ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἀπευθυνόταν. Σὲ περιπτώσεις ἐγωιστικές, μιλοῦσε φανερὰ μπροστὰ σὲ ὅλους μᾶς... ἔχουμε ἄπειρα περιστατικά. Δὲν ὑπῆρχε μέρα νὰ μὴ ζήσουμε τέτοιες ἐκπλήξεις ἀπὸ τὴν Γερόντισσα... Θυμᾶμαι, μιὰ φορὰ μὲ τί πόνο καὶ μὲ πόση ἀγάπη, προσπάθησε νὰ νουθετήσει μία νιόπαντρη μὲ παιδιά, ποὺ ἀπατοῦσε τὸν ἄνδρα της. Τὴν δεχόταν πολὺ καιρὸ μὲ ἀγάπη. Τῆς μιλοῦσε πλάγια καὶ δὲν ἤθελε μᾶλλον ἐκείνη ἡ κοπελιὰ νὰ καταλάβει. Μιὰ μέρα τὴν πῆρε καὶ τὴν ἔβαλε στὸ δωμάτιό της. Πῆρε καὶ μένα γιὰ μάρτυρα μᾶλλον, γιὰ νὰ μὴ λέει μετὰ ἢ ἄλλη, ὅ,τι τῆς κατέβαινε στὴν κεφαλή, ὅτι τῆς εἶπε τάχα ἡ Γερόντισσα. Ἔκλεισε τὴν πόρτα καὶ τῆς εἶπε: «σὲ παρακαλῶ παιδί μου πάψε νὰ ἀπατᾶς τὸν ἄνδρα σου. Τὸ κάνεις ἀπὸ τὸν τρίτο μῆνα τοῦ γάμου σου. Ἔσφιξες τὸ χέρι συνθηματικὰ ἑνὸς ἄλλου πάνω στὸ χορὸ καὶ ξεκίνησε τὸ κακό. Μετανόησε παιδί μου! Τὰ καλύτερα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι τα μετανοημένα. Αὐτὰ ποὺ γλυκάθηκαν στὴν ἁμαρτία καὶ μετὰ ἔκαναν ἀγῶνα καὶ τὴν σιχάθηκαν...». Ἔπειτα γονάτισε καὶ τῆς εἶπε μὲ δάκρυα: «ἐμένα ποὺ μὲ βλέπεις ἔχω κάνει πιὸ πολλὲς ἁμαρτίες ἀπὸ ἐσένα. Ὅμως, μετανοῶ κάθε μέρα καὶ ἔχω ἐλπίδα καὶ χαρὰ μέσα μου πὼς θὰ μὲ δεχθεῖ ὁ Χριστός! Μετανόησε κι ἐσὺ καὶ θὰ ζεῖς ὄμορφα, παράδεισο θὰ ζήσεις... δὲν κοροϊδεύεις μόνο τὸν ἄνδρα σου. Τὸ Θεὸ κοροϊδεύεις. Θὰ ὑποφέρουνε τὰ παιδιά σου...». Ἡ πιὸ καθαρή, ἔλεγε ὅτι ἦταν ἀμαρτωλότερη ἀπὸ τὴν μοιχεύουσα, γιὰ νὰ τὴν ἐνθαρρύνει. Ἡ γυναῖκα ἐκείνη, λίγο σοκαρίστηκε, ἔφυγε καὶ δὲν ἤξερε ποῦ πατοῦσε, ἀλλὰ δὲν ξανάρθε. Δυστυχῶς δὲν μετανόησε. Μακάρι τώρα νὰ ἀλλάξει μὲ τὶς εὐχὲς τῆς Γερόντισσας.

Θὰ σᾶς κάνω τώρα μιὰ δύσκολη ἐρώτηση. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔκανε δύσκολες «χειρουργικὲς» ἐπεμβάσεις καὶ ἐσεῖς ἤσασταν ἡ βοηθός της;

(Γέλασε) ἂν εἶναι ἀλήθεια; Καθημερινὸ ἔργο! Ἐρχόταν ἄνθρωποι μὲ διάφορες ἀρρώστιες. Ἔβλεπε ἀμέσως τί εἶχαν. Ἔπαιρνε τὸ σταυρὸ καὶ τοὺς γονάτιζε στὸ κρεβάτι της μπροστά. Σταύρωνε ἀμέσως ἐκεῖ ποὺ εἶχαν τὸ πρόβλημα. Δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς πεῖ κανεὶς τίποτα. Συνήθως ὅταν εἶχαν κάποιο ὄγκο ἢ κύστες στὸ κεφάλι, βοηθοῦσα κι ἐγώ...! ἔσερνε τὰ μαλλιά τους γιατί κάτι ἔβλεπε ὅτι ἔβγαζε. Μοῦ ’λεγε: «σέρνε κι ἐσὺ Ριρίκα». Ἔσερνα κι ἐγὼ λίγο. Κάποιες φορὲς μὲ ἔβαζε καὶ ἔκοβα λίγα μαλλιά. Μετὰ ἀνακουφιζότανε ἀπὸ τὴν διαδικασία καὶ ἔλεγε: «ἐντάξει εἶσαι ἐδά»! Ὅλοι θεραπευόντουσαν. Θυμᾶμαι ἕνα νεαρὸ ἀπὸ τὸ Ρέθυμνο ποὺ ἔχασε τὸ μάτι του. Τὸν σταύρωνε πάνω ἀπὸ μισὴ ὥρα καὶ κάτι ἔβγαινε γύρω γύρω ἀπὸ τὸ μάτι ποὺ ἐμεῖς δὲν βλέπαμε. Ὅταν τελείωσε, τοῦ εἶπε: «πήγαινε τώρα νὰ κοιμηθεῖς 4 ὧρες καὶ εἶσαι ἐντάξει». Ὄντως κοιμήθηκε 4 ὧρες. Ξύπνησε καὶ ἔβλεπε. Πῆγε στὸ νοσοκομεῖο γιὰ ἔλεγχο καὶ οἱ γιατροὶ ἐσοκαριστήκανε ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ εἴδανε. Ἦρθε πάλι ἕνας Ἕλληνας μεγαλογιατρὸς ἀπὸ τὴν Βοστώνη τῆς Ἀμερικῆς. Ὑπέφερε ἀπὸ ἕνα νευρολογικὸ αὐτοάνοσο. Ὑπέφερε ἡ ἀριστερὴ πλευρά του καὶ τὸν ἐμπόδιζε στὴ δουλειά του. Ἔκανε «ἐπέμβαση» καὶ σ’ αὐτὸν καὶ ἔγινε καλά. Ἕνα μικρὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ Ρέθυμνο ποὺ ἀπὸ γεννησιμιοῦ τοῦ εἶχε ἀνάπηρο τὸ χεράκι, τὸ σταύρωσε καὶ κίνησε ἀμέσως τὸ χέρι του. Ἐνθουσιασμένοι οἱ δικοί του παιδιοῦ, τὸ διαδώσανε στὸ Ρέθυμνο καὶ θυμοῦμαι πὼς ἦρθε μετὰ πούλμαν ὁλόκληρο νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ. Ὁ π. Ἀντώνιος ὅμως τοὺς ἐμπόδισε νὰ μποῦν μέσα...

Σέ σᾶς προσωπικὰ εἶχε κάνει κάτι μὲ θεραπευτικὸ ἀποτέλεσμα;

Συνέχεια! Νὰ πῶ δύο περιστατικά. Ὅταν ἔπεσε στὸ κρεβάτι, μοῦ παρουσιάστηκε ὀξὺ πρόβλημα στὸ δεξὶ ὦμο. Παρουσίασα ἄκανθα, ποὺ πλήγωνε τὴν σάρκα γύρω γύρω καὶ εἶχα ἀφόρητους πόνους καὶ ἐσωτερικὴ αἱμορραγία. Μοῦ κάνανε δύο φορὲς παρακέντηση γιὰ νὰ βγεῖ τὸ αἷμα, μοῦ ἀκινητοποιήσανε τὸ χέρι, ἔπινα φάρμακα ἀλλὰ τίποτα. Εἶχα ἀπογοητευθεῖ. Ἐκείνη δὲν μποροῦσε πλέον νὰ ἀκούσει καὶ νὰ καταλάβει. Ὅμως κατάλαβε μὲ ἄλλο τρόπο. Ἕνα πρωινὸ μοῦ φώναξε καὶ μοῦ εἶπε: «νά... πᾶρε τὸν ξύλινο σταυρὸ ποὺ φορῶ καὶ βάλετονε πάνω σου. Νὰ τονε φορεῖς μέχρι νὰ φύγει τὸ κακὸ ἀπὸ τὸ χέρι σου. Μετὰ θὰ μοῦ τονε ξαναδώσεις...». Ἐγὼ θαύμασα ποὺ κατάλαβε τὸ πρόβλημά μου καὶ ἔβαλα τὸ σταυρό. Ἀμέσως ἀνακουφίστηκα. Σὲ μιὰ ἑβδομάδα δὲν εἶχα τίποτα. Δὲν τολμοῦσα ὅμως νὰ βγάλω τὸ σταυρὸ ἀπὸ πάνω μου. Ἐκείνη ξαφνικὰ μοῦ εἶπε, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό: «νὰ τονε φορεῖς πάντα! Ἐγὼ θὰ βάλω ἄλλο σταυρό». Ἔτσι, μοῦ ἔμεινε ὁ σταυρός της. Τώρα τελευταῖα εἶχα κατεστραμμένο τὸ δεξὶ γόνατο. Πόνους ἀφόρητους. Ἕνα δικό μας παιδί, ὁ Γιώργης ὁ Κακουλάκης, μοῦ ἔφερε τὰ ἀποτελέσματα τῶν τελευταίων ἐξετάσεων ἀπὸ τὸ ΠΑΓΝΗ. Τὸ πόρισμα ἔλεγε «ἄμεσα ἐγχείρηση». Φοβόμουνα τὴν ἐπέμβαση ἀλλὰ δὲν μποροῦσα καὶ νὰ περπατήσω. Μιὰ μέρα καθόμουνα δίπλα στὸ κρεβάτι της. Σὰν ἀστραπὴ βγάζει τὸ χέρι της, σταυρώνει τὸ γόνατό μου καὶ μετὰ κάτι τράβηξε ἀπὸ τὸ γόνατο καὶ τὸ πέταξε... ἔκανε τέτοιες κινήσεις. Σᾶς πληροφορῶ ὅτι ἔκτοτε, πιὸ πολὺ πονεῖ τὸ ἀριστερό μου γόνατο ποὺ ἤτανε γερό, παρὰ τὸ δεξί. Ἀποκαταστάθηκε, δόξα τῷ Θεῷ, τὸ πρόβλημά μου...

Οἱ χωριανοὶ ἐκεῖ, εἶχαν καταλάβει τὸ πνευματικό της μέγεθος;

Τὴν ἀγαποῦσε ὅλο τὸ χωριὸ γιατί κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τῆς καταμαρτυρήσει τὸ παραμικρό! Δὲν μποροῦσαν βέβαια νὰ καταλάβουν τὸ βάθος ποὺ εἶχε. Δὲν ἔζησαν ὅσα ζούσαμε καὶ βλέπαμε ἐμεῖς κάθε μέρα. Δικαιολογημένα οἱ ἄνθρωποι. Λίγοι τὴν κακολόγησαν. Ἐκείνη καταλάβαινε ὅταν ἦταν κατάκοιτη τὶς διαθέσεις ὁρισμένων καὶ ἔλεγε: «μὰ τί ἔκανα σὲ ὁρισμένους καὶ μὲ κακολογοῦν καὶ μὲ λένε ψευτοαγία; Ἐγὼ εἶμαι ἁγία; Πότε ἔκανα ἐγὼ τὴν ἁγία; Ἄκου κάνω τὴν ἁγία...! Ὄχι ἁγία! Ἀγρία εἶμαι! Χειρότερη ἀπ’ ὅλους...!».

Εἴχατε δεῖ ποτὲ τὴν Γερόντισσα σὲ στιγμὲς ἱερές, προσευχητικὴς ἀνάτασης καὶ ἁρπαγῆς;

Κάθε μέρα! Κάθε πρωὶ ἔπρεπε μὲ πολὺ εὐλάβεια νὰ περιμένω νὰ περάσει ἀπὸ ὅλες τὶς εἰκόνες. Προσκυνοῦσε καὶ κουβέντιαζε στοὺς Ἁγίους. Μετὰ ἔπαιρνε ἕνα δίφυλλο εἰκόνισμα καὶ περνοῦσε τὸ ΠΙ ποὺ κρατοῦσε ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω γιὰ νὰ μὴν τὸ ἀκουμπᾶνε οἱ δαίμονες. Τοὺς ἔβλεπε ποὺ τὴν πείραζαν καὶ ἤθελαν νὰ τὴν ρίξουν. Σταύρωνε τὸ κρεβάτι της μὲ τὸ σταυρὸ τοῦ παπποῦ της καὶ ὅλα τὰ βασικὰ σημεῖα τοῦ σπιτιοῦ. Ἀκουμποῦσε τὸ κεφάλι πάνω στὸ τραπέζι τοῦ μεσαίου δωματίου καὶ ἄκουε μὲ πολλὰ δάκρυα τὸν ἀπόστολο καὶ τὸ εὐαγγέλιο ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ραδιόφωνο. Εἰδικὰ ὅταν ἔλεγε γιὰ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο ξεσποῦσε σὲ λυγμούς: «Στεφανιό μου, Στεφανιό μου, Στεφανιό μου». Εἶχε δεῖ ζωντανὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα. Τὴν συγκλόνιζε ὁ λιθοβολισμὸς τοῦ Στεφάνου καὶ μᾶς περιέγραφε μὲ κλάματα κάθε λεπτομέρεια... Ἡ ἀδελφή της ἡ μακαρίτισσα ἡ Λιλίκα ποὺ ἐρχότανε κάπου κάπου ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο καὶ ἔμενε μαζὶ τῆς, μᾶς ἔλεγε, ὅτι κάθε λίγο, ἀκόμη καὶ τὴν νύχτα, ἀνέβαινε «σὰν τὸν ἀτσέλεγα» (σπουργίτι) πάνω σὲ μιὰ καρέκλα, ἐνῷ εἶχε φοβερὰ μυοσκελετικὰ προβλήματα καὶ φιλοῦσε μία συγκεκριμένη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὀχτὼ φορές, ἔλεγε ἡ Λιλίκα, τὸν ἀσπάσθηκε καὶ τοῦ ἔλεγε: «ἀγάπη μου, ἔρωτά μου, φῶς μου, ἀναπνοή μου...» κ.ἄ. Ἀγαποῦσε πολὺ μιὰ εἰκόνα τοῦ Ὁσίου Μεθοδίου της Νιβρύτου. Εἶναι τοπικός μας Ἅγιος. Τὸ τί φιλιά του ἔκανε κάθε πρωί, δὲν λέγεται... Κάποτε τὰ μέτρησα. 120 φορές τον ἀσπάστηκε καὶ μοῦ ξεφύγανε καὶ κάποιοι ἀσπασμοὶ καὶ δὲν πρόλαβα νὰ τοὺς μετρήσω. Τὴν ρώτησα γιατί τὸν ἀγαπᾶ τόσο πολύ. Μοῦ ἀπάντησε: «γιατί μοῦ εἶπε πὼς εἶναι Ρεθεμνιώτης»! Αὐτὴ τὴν εἰκόνα, τὴν χιλιοπροσκυνημένη καὶ πολυμουσκεμένη ἀπὸ τὰ δάκρυά της, τὴν ἔχει τώρα ὁ Δεσπότης της Μόρφου. Κάθε μεσημέρι ἔκανε μιὰ δική της ὑπέροχη προσευχὴ δοξολογίας στὸ Θεό. Ὑπάρχει ἠχογραφημένη. Λέει πολλά. Πρὶν τὸ φαγητό, πήγαινε καὶ προσκυνοῦσε τὶς πολλὲς εἰκόνες ποὺ ἦταν κολλημένες στὸ ψυγεῖο της. Ἐκεῖ συνομιλοῦσε συνήθως μὲ τὸν Ἄη Γιώργη... Ἔβλεπε τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς περιέγραφε μὲ κάθε λεπτομέρεια. Εἰδικὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της ποὺ ἦταν τελείως κοπελάκι στὴν καρδιὰ καὶ δὲν καταλάβαινε ὅτι τὴν θαυμάζαμε. Εἰδικὰ παρίστανε τὸ ἄλογο τοῦ Ἄη Γιώργη. «Ἀνεβαίνω -ἔλεγε-σ’ αὐτὸ καὶ μὲ γυρίζει, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ σᾶς μεταφέρω εἰκόνες καὶ φωτογραφίες ἀπὸ τοὺς μυστηριώδεις κόσμους ποὺ μὲ πάει...»

Σᾶς εἶχε πεῖ κάτι ἀπὸ τὴν πάλη της μὲ τοὺς δαίμονες;

Μόνο γι’ αὐτὰ πρέπει νὰ γραφτεῖ ἕνα βιβλίο. Φρικιαστικὰ πράγματα. Ὁλόρθα τὰ μαλλιά τους, ὅπως τὰ κάνουνε τώρα οἱ νεαροί, καρφάκια. Ὅταν ἔβλεπε κάποιο νεαρὸ μὲ καρφάκια μαλλιά, τὸν πήγαινε στὸν νιπτῆρα καὶ τὸν ἔπλυνε. Τοῦ τὰ χαλοῦσε ἐπειδὴ ἐμφανιζόταν ἔτσι οἱ δαίμονες. Εἶχαν σκουλαρίκια στὴ μύτη, στὴ γλῶσσα, στὸ φάλι (ὀμφαλὸ) καὶ ζωγραφιὲς παντοῦ (τατουάζ). Ὅ,τι μόδα κυκλοφορεῖ σήμερο ἢ πρόκειται νά ’ρθεῖ, τό ’βλεπε πάνω τους. Τὰ δάκτυλα τοὺς ἦταν μακρόστενα σὰν τὸ πόμολο τῆς πόρτας. Γι΄ αὐτὸ πόμολο δὲν ἀκουμποῦσε ποτέ... Τὰ ὑπόλοιπα δὲν τὰ περιγράφω γιὰ νὰ μὴν φοβηθοῦνε ὅσοι τὰ ἀκούσουνε...

Τὴν πείραξαν ποτέ;

Μόνο ἕνα βράδυ ποὺ σηκώθηκε, τὴν ἔβαλαν κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Ἦταν 3 π.μ. Ἐκείνη τράβηξε τὸ καλώδιο τοῦ τηλεφώνου καὶ ἔπεσε ἀπὸ μιὰ πλαϊνὴ καρέκλα ἡ συσκευή. Θυμόταν τὸ τηλέφωνό μου καὶ μοῦ τηλεφώνησε. Πῆγα ἀμέσως, ξεκλείδωσα καὶ τὴν σήκωσα. Ὅταν καθόταν εἰδικὰ τὴν νύχτα νὰ διαβάσει κάτι, πήγαιναν καὶ ἀρπούσαν τὴν καρέκλα καὶ τὴν γύριζαν γύρω γύρω. Αὐτὴ γελοῦσε καὶ τοὺς κορόϊδευε. Τοὺς ἔλεγε: «ἀφοῦ δὲν ἔχετε ἐξουσία νὰ μὲ ρίξετε, ἤντα μαυροκακομοίρηδες κουράζεστε». Αὐτοὶ δὲν ἀντέχανε καὶ φεύγανε ἀμέσως...

Ἐκτὸς τὰ θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ μᾶς διηγηθήκατε, τί ἄλλο θυμόσαστε τὴν περίοδο ποὺ ἦταν κατάκοιτη;

Ἐνῷ δὲν ἄκουε τίποτα καὶ δὲν συγκρατοῦσε τίποτα τὸ μυαλό της, μόλις λέγαμε κάτι ποὺ ἦταν κατάκριση ἢ κάτι ἐπαινετικὸ γι’ αὐτήν, ἀμέσως μᾶς διέκοπτε μὲ πολλὴ αὐστηρότητα. Τώρα τελευταῖα, ὁ Χρῆστος ὁ Λενιδάκης μιλοῦσε γι’ αὐτὴν σὲ ἄλλο δωμάτιο. Οὔτε τὸν ἔβλεπε, οὔτε ἄκουε τίποτα. Φώναξε ὅμως: «αὐτὸς ποὺ μιλάει μέσα γιὰ μένα νὰ σταματήσει ἀμέσως». Ἀκόμη καὶ τὶς τελευταῖες μέρες ποὺ ἦταν στὸ παθολογικό του Βενιζέλειου, κάτι εἶπαν δύο δικές μας κοπελιὲς ποὺ τὴν συνόδευαν ποὺ δὲν τῆς ἄρεσε. Ἐνῷ ἦταν σὲ λήθαργο, ἀμέσως ἄνοιξε τὰ μάτια, τὶς κοίταξε αὐστηρὰ καὶ τοὺς ἔκανε νόημα νὰ σωπάσουν. Ἀμέσως μετὰ ξαναβυθίστηκε... Δὲν γεύτηκε ποτὲ κατάκριση...!

Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ σᾶς μένει ἀξέχαστο;

Τὰ πάντα, ἀλλὰ κυρίως ὅταν ἔφερε ἕνας Ἀρχιμανδρίτης – Ἱεροκήρυκας ἀπὸ τὴν ἀπάνω Ἑλλάδα μιὰ δαιμονισμένη κοπέλα. Ἐτσίριζε μὲ βραχνὴ ἀνδρικὴ φωνὴ ὁ δαίμονας. Τὸ τί ἔγινε δὲν περιγράφεται! Πῆγα μὲ τὸ θυμιατὸ πίσω ἀπὸ τὴν κοπελιὰ καὶ χωρὶς νὰ μὲ δεῖ, μοῦ ’δωσε μιὰ κλωτσιὰ καὶ κόντεψε νὰ μὲ σκοτώσει. Πανικὸς σὲ ὅσους βρέθηκαν στὸ σπίτι. Φώναζε καὶ τὸ ὄνομα ἑνὸς θρησκόληπτου ἀπὸ τὴν περιοχή μας ποὺ μισεῖ τὴν Γερόντισσα καὶ μπαίνει μὲ ψεύτικα ὀνόματα στὰ ἰντερνέτια καὶ ἀνεβάζει συνέχεια ἐναντίον της μιὰ ἐγκύκλιο γιὰ τὶς προφητεῖες! Ποῦ ἤξερε ἡ κοπελιὰ ἀπὸ τὴν Πάτρα ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ δαίμονας; Ἡ Γερόντισσα ἀπάντησε στὸ δαιμόνιο: «μὴ μοῦ φωνάζεις μωρὲ μαϊμούνι, γιατί θὰ γυρίσω τὴ χέρα μου καὶ θὰ σοῦ δώσω ἕνα χαστούκι καὶ θὰ δεῖς τὸν κόσμο ἀνάποδα»! Δὲν θὰ ξεχάσω τὰ μάτια τῆς κοπέλας. Δὲν εἴχανε χρῶμα. Ἦταν κατακόκκινα. Ὅταν σταμάτησε τὸ δαιμόνιο νὰ τὴν πειράζει, εἶπε στὴν κοπέλα ἡ Γερόντισσα: «ἔλα νὰ σοῦ πῶ παιδί μου πῶς μπῆκε μέσα σου τὸ μαϊμούνι...». Ἄρχισε νὰ τῆς λέει, ὅτι μιὰ φθονερὴ γειτόνισσά της, ὅταν ἦταν παιδάκι, μάγεψε μιὰ κούκλα καὶ τῆς τὴν ἔδωσε νὰ τὴν παίξει... καὶ πολλὰ ἄλλα τῆς εἶπε γύρω ἀπὸ τὴν περιπέτειά της. Ἡ κοπέλα ἔφυγε ὑγιής. Ἐγὼ δὲν θὰ ξεχάσω τὰ μάτια της. Μετὰ ἦταν ἤρεμη, καλοσυνάτη καὶ πολὺ καλόχαρη κοπέλα...

Εἶχε πεῖ προφητεῖες γιὰ τὸ μέλλον;

Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔχει πεῖ ἔχουνε βγεῖ. Ὅπως ὁ κορωνοϊός, ἡ συμφωνία τῶν Τούρκων μὲ τὴ Λιβύη κ.ἄ. Εἶχε πεῖ στὰ καλά της ἐλάχιστα. Δὲν ἤθελε νὰ μᾶς τρομάζει. Τώρα τελευταῖα, ἔχω ἀκούσει συγκλονιστικὲς λεπτομέρειες. Δὲν θέλει ὅμως ὁ πάτερ Ἀντώνιος νὰ μιλοῦμε γι’ αὐτά.

Τί σᾶς συγκίνησε περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ περιστατικὰ ποὺ ζήσατε ἐκεῖ;

Ὅλα ἤτανε συγκινητικὰ καὶ διδακτικά. Δὲν θὰ ξεχάσω τὴν περίπτωση μιᾶς πονεμένης μάνας ποὺ ἔχασε ξαφνικὰ 30 χρονῶν τὸ γιό της. Πόνος ἀβάσταχτος. Ἦρθε μὲ μοναχὲς ἀπὸ τὴν Καλυβιανὴ τὸν πρῶτο χρόνο ποὺ ἔπεσε στὸ κρεβάτι. Μόλις τὴν εἶδε, τῆς ἔκανε νόημα νὰ πάει κοντά της. Τὴν ἀγκάλιασε, τὴ φίλησε καὶ τῆς εἶπε: «μὴ κλαῖς παιδί μου! Ὁ ὄμορφός σου εἶναι ὁλοζώντανος μέσα στὶς ὀμορφιὲς τοῦ Θεοῦ! Κι ἐσύ, ὅ,τι ἐχρωστοῦσες σὲ τοῦτο τὸν κόσμο τὸ ξεπλήρωσες». Τῆς εἶπε κι ἄλλα. Τὸ πόσο ἀλαφρωμένη καὶ χαρούμενη ἔφυγε ἡ γυναῖκα δὲν λέγεται... Μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες ξανάρθε. Τῆς εἶπε φωναχτὰ στὸ αὐτὶ γιατί τότε ἄκουε ἕνα ἐλάχιστο: «Γερόντισσα, ξέρω πὼς ὁ ὄμορφός μου ζεῖ στὴν ὀμορφιὰ τοῦ Θεοῦ! Ὅμως μοῦ λείπει πολύ! Τὸν ἀναζητῶ. Βοήθησέ με». Ἡ Γερόντισσα, ποὺ δὲν θυμότανε κανένα τὸ ἑπόμενο δευτερόλεπτο, τῆς ἀπάντησε σοβαρά: «θὰ σοῦ τονε φέρω παιδί μου νὰ τονε δεῖς». Ἡ γυναῖκα ἔφυγε χωρὶς νὰ σπουδαιολογήσει τὰ λόγια τῆς Γερόντισσας. Τὸ ἴδιο μεσημέρι ξάπλωσε νὰ ξεκουραστεῖ. Ἐνῷ εἶχε γυρίσει στὸ πλάϊ καὶ δὲν τὴν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος, αἰσθάνθηκε κάποιον νὰ τὴν ἀγκαλιάζει. Θεώρησε ὅτι ἦταν κάποιο ἀπὸ τὰ μικρὰ ἐγγόνια της ποὺ εἶχε στὸ σπίτι. Φώναξε ἀλλὰ διαπίστωσε πὼς ἦταν στὸ δωμάτιό τους. Γυρίζει πλευρὸ καὶ τί νὰ δεῖ! Τὸν γιό της! Πιὸ πολὺ ὄμορφο, ὁλοζώντανο, χαμογελαστό! «παιδί μου ἐσύ;» εἶπε μὲ φωνὴ ποὺ δὲν ἔβγαινε. Τῆς ἀπάντησε μὲ ἄλλο τρόπο, στὴν ψυχὴ «Γαλακτία» καὶ ἔφυγε.... Φανταστεῖτε τί δύναμη, τί παρηγοριὰ πῆρε ἡ μάνα ἐκείνη. Τὰ πρόσωπα ποὺ ἔπαιρναν πιὸ πολὺ στοργὴ καὶ ἐνδιαφέρον ἀπὸ ἐκείνη ἦταν τὰ κάθε λογῆς σημαδεμένα ἄτομα, οἱ πονεμένοι καὶ τὰ παιδιά! Μὲ τὰ παιδιὰ ἦταν οἱ καλύτεροι φίλοι. Θέλω πολλὲς ὧρες νὰ σασε παραστήσω ἱστορίες καὶ περιστατικὰ μὲ μικρὰ κοπέλια. Κι αὐτὰ ὅμως τρελαινότανε γι’ αὐτή. Καὶ τὰ πιὸ ζωηρά την ἐπλησιάζανε, πέφτανε στὴν ἀγκαλιά της, γινότανε ἀρνάκια κοντά της...

Πῶς ἦταν ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς της;

Εἶχε ἀγωνία νὰ φύγει. Νὰ πάει στὸ σπίτι της. Συνέχεια μοῦ ἔλεγε: «δῶσε μου παιδί μου τὰ παπούτσια μου νὰ φύγω. Σὲ ὁλονὼ τὰ σπίτια πάω. Νὰ μὴν πάω ἐπί τέλους καὶ στὸ δικό μου;». Εἶχε συνήθως τὰ μάτια στραμμένα στὸν οὐρανὸ καὶ σήκωνε, ὅσο μποροῦσε τὰ χέρια, σὲ στάση προσευχῆς. Ἔλεγε μὲ δέος: «Παναγία μου πρόφταξε στὸν κόσμο! Φόβος καὶ τρόμος..!». Δὲν ξέραμε τί ἐννοοῦσε. Τὰ ὑπόλοιπα τῆς τελευταίας περιόδου τὰ ἔχει γράψει ὁ π. Ἀντώνιος.

Τώρα τὴν νοιώθετε κοντά σας;

Συνέχεια! Πιὸ πολὺ ἀπὸ πρίν! Νοιώθω ἠρεμία, γαλήνη, δύναμη. Κάπου κάπου, πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα, μυρίζω μιὰ στιγμιαῖα εὐωδία. Ξέρω ὅτι εἶναι αὐτή. Ξέρω τί σᾶς λέω. Οὔτε παραισθήσεις ἔχω, οὔτε ψέματα λέω. Λέω ὅ,τι νοιώθω μὲ σιγουριά.

Θὰ μᾶς πεῖτε ἕνα τελευταῖο λόγο;

Ἀξιώθηκα νὰ δῶ πῶς ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος γίνεται μεγάλος Ἅγιος. Νὰ εὔχεστε νὰ ἀξιωθῶ κι ἐγώ, τοὐλάχιστον τοῦ παραδείσου. Τὴν εὐχή της νὰ ἔχετε.

Πηγή Ι.Μ. Μόρφου

Κύριο Θέμα: Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία, κατά κόσμον Γαλάτεια Κανακάκη

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κύριο Θέμα: Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία, κατά κόσμον Γαλάτεια ΚανακάκηΣτίς 20 Μαΐου 2021 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ μιά εὐλογημένη μοναχή, ἡ Γερόντισσα Γαλακτία, πού ἔμενε στό χωριό Πόμπια Μοιρῶν Ἡρακλείου Κρήτης. Ἡ κοίμησή της μέ συγκίνησε βαθύτατα, διότι τήν γνώριζα, διά μέσου τοῦ π. Ἀντωνίου Φραγκάκη Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης, πάνω ἀπό μιά δεκαετία καί εἶχα διαρκῆ ἐπικοινωνία μαζί της.

Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία, κατά κόσμον Γαλάτεια ΚανακάκηΤό θεωρῶ ἰδιαίτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ πού τήν γνώρισα καί, κυρίως, διότι μέ θεωροῦσε ὡς παιδί της καί φυσικά καί ἐγώ τήν θεωροῦσα ὡς μητέρα μου. Μέχρι τώρα δέν μίλησα ποτέ δημοσίως γι' αὐτήν καί γιά τήν ἐπικοινωνία πού εἶχα μαζί της, παρά μόνον σέ μερικούς γνωστούς μου ἀνθρώπους, ἀλλά τώρα τό κάνω μετά τήν κοίμησή της.

Τήν πρώτη φορά συναντηθήκαμε στό Ἡράκλειο Κρήτης, ὅταν ἐκείνη ἦλθε νά μέ συναντήση τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2013, καί τήν δεύτερη φορά τήν ἐπισκέφθηκα στό σπίτι της, πού ἦταν σάν μοναχικό κελλί, πορευόμενος πρός τήν Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ καί εἴχαμε θεολογικές καί πνευματικές συζητήσεις. Ὅμως, μιλούσαμε πολλές φορές στό τηλέφωνο γιά διάφορα πνευματικά ζητήματα. Τίς περισσότερες φορές ἐκείνη μέ ἔβλεπε σέ διάφορες φάσεις τῆς ζωῆς μου μέ τήν δική της «πνευματική τηλεόραση τῆς καρδιᾶς», ὅπως ἔλεγε χαριτολογώντας.

Ὁ Θεός τῆς χάρισε τό μεγάλο χάρισμα τῆς διοράσεως καί τῆς προορά­σεως πού ἦταν καρπός ἐμπειρικῶν καταστάσεων. Ἦταν σάν τόν ἅγιο Πορφύριο, γι' αὐτό κάποιος τήν ὀνόμαζε «Γερόντισσα Πορφυρία». Ἐκείνη τό ἐξηγοῦσε πολύ ταπεινά ὅτι ὁ Θεός ἔβλεπε ὅτι ἦταν κλεισμένη στό σπίτι της καί τῆς ἔδωσε τήν εὐλογία νά βλέπη διάφορα γεγονότα γιά νά παρηγορῆται. Συνήθως ἔλεγε στόν π. Ἀντώνιο ὅτι μέ ἔβλεπε νά ἐργάζομαι στό Γραφεῖο μου στήν Ἱερά Μητρόπολη, νά περπατῶ στό διάδρομο, νά προσεύχομαι, νά κοιμᾶμαι, νά λειτουργῶ σέ διάφορους Ναούς, ἀλλά ἔβλεπε καί πῶς λειτουργοῦσα καί τί ἄμφια φοροῦσα. Αἰσθανόμουν μεγάλη ἔκπληξη ὅταν πληροφορούμουν ὅλα αὐτά, γιατί ἀνταποκρίνονταν στήν πραγματικότητα.

Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία, κατά κόσμον Γαλάτεια ΚανακάκηΤήν ἀγαποῦσα καί τήν σεβόμουν πολύ, καί ἐκείνη μέ θεωροῦσε παιδί της καί αἰσθανόταν ἀπέναντί μου ὡς πνευματική μητέρα μου, γιατί μᾶς συνέδεαν πολλά. Στό τηλέφωνο μιλούσαμε γιά τόν Θεό καί γιά τήν νοερά προσευχή. Συνήθως τήν προκαλοῦσα νά μιλήση γιά τά θέματα αὐτά, τῆς ἔλεγα γιά τήν νοερά-καρδιακή προσευχή, καί ἐκείνη ἀπέφευγε νά μιλᾶ γιά τά θέματα αὐτά καί κυρίως ἔλεγε: «Ναί παιδί μου, ἔτσι εἶναι». Τήν χαρά της ἀπό τήν τηλεφωνική συζήτηση πού εἴχαμε τήν ἐξέφραζε ὅταν ὁ π. Ἀντώνιος πήγαινε στό σπίτι της.

Ἐπειδή στόν π. Ἀντώνιο τοῦ διηγεῖτο διάφορες πνευματικές καταστάσεις της γι’ αὐτό ἐκεῖνος τήν προέτρεπε νά μοῦ γράφη, γιά νά τῆς δίνω τίς θεολογικές ἐξηγήσεις. Ἔτσι, μοῦ ἔγραψε ἐννέα (9) γράμματα τό διάστημα ἀπό 22 Φεβρουαρίου 2014 μέχρι τήν 11 Σεπτεμβρίου 2015 καί πάντοτε τῆς ἀπαντοῦσα. Τά γράμματά της ἦταν καρδιακά καί ἀποκαλυπτικά. Ἔγραφε κάποιες ἐμπειρίες της μέ σκοπό νά τῆς πῶ τήν γνώμη μου, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν χρειαζόταν ἀπαντήσεις.

Πρόκειται γιά μιά θεολογική ἀλληλογραφία, πού ἐπεκτείνεται περίπου σέ τριάντα πέντε σελίδες, γιά τήν ὁποία δοξάζω τόν Θεό πού μέ ἀξίωσε νά ἔχω μαζί της. Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία ἔγραφε ἰδιόχειρα μέ ταπεινό φρό­νημα καί πολλή ἀγάπη, καί ὅλα τά γράμματά της προέρχονταν ἀπό τήν καθαρή καρδιά της. Στόν κατάλληλο χρόνο ἡ θεολογική αὐτή ἀλληλογραφία θά δῆ τό φῶς τῆς δημοσιότητας γιά νά δοξασθῆ ὁ Θεός τῆς δόξης καί τοῦ Φωτός. Μετά τήν τελευταία ἐπιστολή της (11-9-2015) δέν εἶχε δυνάμεις νά συνεχίση τήν ἀλληλογραφία, ἀργό­τερα ὑπέστη διάφορα ἐγκεφαλικά ἐπεισόδια, ἀλλά τελικά αὐτό τό διά­στημα τῆς ἀσθενείας της, δέν λειτουργοῦσε καλά τό μυαλό της, ἀλλά φάνηκε ἔντονα ἡ ἀνάσταση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας τῆς ψυχῆς της, μέ τήν ὁποία ἔβλεπε τά πάντα καθαρά καί ἀποκάλυπτε στούς ἀνθρώπους πού τήν πλησίαζαν τά κεκρυμμένα ἐντός τους. Στήν ζωή της ἔβλεπε καθαρά τήν διάκριση πού κάνουν οἱ Πατέρες μεταξύ διανοίας καί νοῦ. Ἐνῶ ὁ ἐγκέφαλός της δέν λειτουργοῦσε καλά ἀπό ἐγκεφαλικά ἐπεισόδια, ἐν τούτοις ὁ νοῦς της ἦταν καθαρός ὡς ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, πού ἔβλεπε τά πάντα καθαρά.

Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθενείας της ἔλαβε καί τό μέγα ἀγγελικό σχῆμα, ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Γαλακτία, καί ἀνῆκε στήν Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καλυβιανῆς. Ὡς ἕνα πνευματικό μνημόσυνό της, πρός τό παρόν, θά δημοσιεύσω πρῶτον, μερικά σημεῖα ἀπό ἕνα κείμενο πού ἔγραψα μετά τήν συνάντηση πού εἶχα μαζί της στό Ἡράκλειο Κρήτης καί, δεύτερον, τμήματα ἀπό δύο ἐπιστολές της, ἤτοι τήν πρώτη καί τήν τελευταία.

1. Συνάντηση μέ τήν Γερόντισσα Γαλακτία

Ἄν καί τήν γνώριζα ἀπό πολύ καιρό, ἡ πρώτη συνάντηση μαζί της ἔγινε τήν 14 Ἀπριλίου 2013 σέ μιά δύσκολη περίοδο τῆς ζωῆς μου, ὅταν μέ συκοφαντοῦσαν δημόσια ὡς πολέμιο τοῦ μοναχισμοῦ, καί αὐτό ἔγινε σέ ἕναν Ναό ἔξω ἀπό τό Ἡράκλειο, ἀφοῦ ἐκείνη ἦρθε ἀπό τό χωριό Πόμπια, πού εἶναι στά νότια μέρη τῆς Κρήτης. Ἦταν δύσκολο νά μεταβῶ στήν οἰκία της, ὅπως τό ἐπιθυμοῦσα, γιά διάφορους λόγους ἀνεξάρτητους ἀπό τήν θέλησή μου. Ἔτσι, ἐκείνη, παρά τούς πόνους τοῦ σώματός της, ἔκανε ἕνα κοπιαστικό ταξίδι γιά νά μέ συναντήση, ὅπως τό ἐπιθυμούσαμε καί οἱ δυό.

Εἶχα δεῖ φωτογραφίες της καί μιλοῦσα πολλές φορές τηλεφωνικά. Τότε εἶδα μιά γερόντισσα μέ εὐγένεια καί ἀρχοντικούς τρόπους, μικρόσωμη καί ἀδύνατη, 32 κιλά, ὅπως ἡ ἴδια εἶπε. Ἀπό τήν συζήτηση καί τήν γενικότερη ἐπικοινωνία πού εἶχα μαζί της, παρατήρησα ὅτι ὁμοίαζε μέ τόν ἅγιο Πορφύριο. Αἰσθανόμουν ὅτι εἶναι μιά πνευματική τηλεόραση, βλέπει ὅ,τι θέλει, ἀλλά ταυτόχρονα ἐκπέμπει καί μιά γλυκύτητα ἀπό τό στόμα της. Πολλές φορές στό τηλέφωνο μοῦ εἶπε ὅτι μέ βλέπει στό γραφεῖο μου νά διαβάζω, νά περνάω γρήγορα τίς σελίδες τῶν βιβλίων, ἔπειτα νά σταματῶ καί νά κρατῶ τό κεφάλι μου μέ τά χέρια μου, πού εἶναι ἀκουμπισμένα στό μπράτσο τῆς καρέκλας, καθώς ἐπίσης μέ βλέπει τό βράδυ στό κρεββάτι νά κοιμᾶμαι.

Ἡ συζήτηση αὐτή ἔχει βιντεοσκοπηθῆ ἀπό τόν π. Καλλίνικο Γεωργᾶτο, πού μέ συνόδευε, καί ἐδῶ γίνεται μιά ἁπλῆ καί σύντομη καταγραφή. Τά ἐντός εἰσαγωγικῶν εἶναι ἀπολύτως δικά της λόγια, ἀπομαγνητοφωνημένα. 

Κατά τήν διάρκεια τῆς συζητήσεως προσπαθοῦσε νά κρυφτῆ, νά μή φανερώση τά ὅσα γίνονται στόν ἐσωτερικό της κόσμο, χωρίς νά τό κατορθώνη, διότι ταυτοχρόνως ἀποκάλυπτε τά χαρίσματά της. Καταλάβαινα σαφέστατα ὅτι ἔχει μιά βαθειά αἴσθηση αὐτογνωσίας, αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτωλή, πού δέν εἶναι ἄξια νά πίνη νερό ἀκόμη καί ἀπό τούς ὑπονόμους τῆς Νέας Ὑόρκης. «Ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλότερη τοῦ κόσμου, γιατί ἔχω ἁμαρτίες καμωμένες, ἀλλά κάποια στιγμή εἶπα στόν ἑαυτό μου: "δέν ντρέπεσαι; νά πᾶς νά ζητήσης συγγνώμη ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά ἀλλάξης λίγο". Μετάνοια εἶναι ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, εἶναι ριζική ἀλλαγή. Ἐγώ λέω στόν Θεό: "δέν θέλω τίποτε ἄλλο, μόνον μετάνοια καί συγχώρηση"». 

Τήν νύχτα προσεύχεται γιά ὅλους. Πρῶτα προσεύχεται γιά τούς Ἱερωμένους. Μετά γιά τά ἀνδρόγυνα, τήν Πατρίδα της καί ὅλες τίς πατρίδες τοῦ κόσμου. Ταυτόχρονα μοῦ εἶπε ὅτι μέ βλέπει στήν Ναύπακτο ὄχι μέ τά μάτια τοῦ σώματος, γιατί αὐτό τό θεωρεῖ μεγάλο, ἀλλά μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, χωρίς νά καταλαβαίνη ὅτι αὐτό τό τελευταῖο εἶναι ἀνώτερο ἀπό τό πρῶτο. Μέ ἄκουσε στό ραδιόφωνο νά ὁμιλῶ στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Σπυρίδωνος Πειραιῶς στίς 12-12-2012, ἀλλά ταυτόχρονα μέ ἔβλεπε καί μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς της, καθώς ἐπίσης ἔβλεπε καί τί στολή φοροῦσα: «Ἔβαλα τό ράδιο νά ἀκούσω καί λειτουργούσατε στόν Πειραιᾶ. Ἐκεῖ σᾶς ἔβλεπα, στήν ὡραία Πύλη». «Τά μάτια τῆς ψυχῆς», ἔλεγε, «ἔχουν μεγάλη ὅραση, μεγάλη δύναμη». Ἴσως ὁ Θεός τῆς ἔδωσε αὐτό τό χάρισμα γιά νά βλέπη ὅ,τι θέλει, γιατί εἶναι κλεισμένη μέσα στό σπίτι της καί δέν μπορεῖ νά μετακινηθῆ.

Κατά τήν συνάντηση αὐτή μέ ἁπλότητα ἐξέφραζε τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Μίλησε γιά τήν καρδιά. Εἶπε ὅτι τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μέσα ἀπό τήν καρδιά καί ὅλο τό σῶμα εἶναι καλυμμένο ἀπό τό Φῶς. Εἶπε: «Ἡ καρδιά εἶναι τό κέντρο τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ (ἔδειξε στόν οὐρανό). Δέν ἔχει ἄκρη, δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει... τίποτε». «Ναί, (ἡ καρδιά) ἔχει μάτια. Αὐτά τά μάτια (καί ἔδειξε τά σωματικά μάτια) εἶναι πικρά. Τῆς καρδιᾶς ὄχι». «Ἡ καρδιά εἶναι τό σπουδαιότερο ὄργανο τοῦ ἀνθρώπου πού πλησιάζει στόν Θεό». «Καί ἡ λογική, ἀλλά κατόπιν τῆς καρδιᾶς. Αὐτή ὠθεῖ τά πάντα». «Τό βράδυ λέει ἡ καρδιά λόγια, ἀλλά τά ξεχνῶ τό πρωΐ, μόνον μένει ἡ ἀγαλλίαση».

Αὐτό τό Φῶς ἔχει λευκό χρῶμα πρός τό κυανοῦν - ἀνοικτό μώβ. «Ἀκόμη καί τά νύχια τοῦ σώματος εἶναι μέσα στό Φῶς». «Εἶναι χωρίς ὅριο, πῶς νά σοῦ πῶ, δέν εἶναι ὅσο εἶναι ὁ οὐρανός, εἶναι ἀκόμη πιό μεγάλο... Δέν βρίσκεις ὅριο. Εἶναι γαλάζιο καί λίγο πρός τό μώβ, ἀνοικτό μώβ ὅμως, πολύ ἀνοικτό μώβ. Δέν τά βλέπω, δέν βλέπω τίποτε, μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρδιά τά βλέπω». Ἡ γνώση πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο κατά τήν ἐμπειρία εἶναι σάν μιά καρφίτσα, καί, ὅμως, ὅταν διηγῆται κανείς αὐτήν τήν ἐμπειρία, τό κάνει μέ πολλά λόγια. Βλέπει τούς δαίμονες οἱ ὁποῖοι μυρίζουν - βρωμᾶνε. Μόλις, ὅμως, ἐπικαλεσθῆ τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, τήν εἰκόνα τοῦ ὁποίου ἔχει πάνω ἀπό τό κρεββάτι της, ἀμέσως φεύγουν.

«Ὅταν ἔρχωνται οἱ δαίμονες σέ πιάνει ταραχή, ἐμετό σοῦ 'ρχεται νά κάνης, ἀπ' τήν βρώμα. Δέν ἔχουν τίποτε καλό πάνω τους. Τέρατα. Ἐγώ μιλάω στόν Ἀρχάγγελο, χαϊδεύω τήν εἰκόνα του καί τοῦ λέω: τί στέκεις; Καί παίρνει τήν σπαθάρα του καί τούς διώχνει». Σέ ἐρώτησή μας γιά τό πῶς εἶναι ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ἀπάντησε ὅτι εἶναι «θηρίο», πανύψηλος, ὅτι τήν προστατεύει πάρα πολύ καί ὅτι ἔχει ἐπικοινωνία μαζί του πολλά χρόνια, ἀπό τό 1960.

Μοῦ εἶπε: «Σέ βλέπω σάν παιδί μου καί θεωρῶ τόν ἑαυτό μου ὡς μάνα σου». Τῆς εἶπα ὅτι αἰσθανόμουν καί ἐγώ τό ἴδιο μαζί της.

Μοῦ εἶπε ὅτι ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ ἔχει δύναμη καί τήν προστατεύει. Μιά φορά ἄκουσε ἕνα ἀεροπλάνο πού πετοῦσε πάνω ἀπό τό χωριό της καί βογγοῦσαν οἱ μηχανές τους. Τότε κοίταξε στήν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου καί τοῦ εἶπε: «Τί κάθεσαι ἐδῶ καί φυλᾶς ἐμένα; Πήγαινε ἐκεῖ στόν πιλότο πού ἔχει ἀνάγκη». Ἀμέσως αἰσθάνθηκε νά φεύγη ἀπό τήν εἰκόνα μιά δύναμη, νά γίνεται ἕνας θόρυβος καί ἀμέσως νά σταματᾶ ὁ θόρυβος τοῦ ἀεροπλάνου. Τήν ἄλλη μέρα διάβασαν στίς ἐφημερίδες ὅτι διορθώθηκε ἡ μηχανή τοῦ ἀεροπλάνου κατά τήν πτήση καί δέν ἔπεσε.

Σέ ἐρωτήσεις τίς ὁποῖες κάναμε γιά τό τί εἶναι ὁ Θεός, εἶπε μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι βλέπει κανείς μέσα στό Φῶς τόν Χριστό, ἀλλά τόν Πατέρα δέν Τόν βλέπει, γιατί ἐκεῖ ὑπάρχει πολύ Φῶς. Δέν κάθονται σέ θρόνους ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός ὅπως παρουσιάζεται σέ μιά εἰκόνα, γιατί εἶναι μέσα στό Φῶς. Καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Φῶς καί κινεῖται συνεχῶς καί κάνει μιά βοή: «Ὁ Χριστός φαίνεται καί ἔχει τά αἵματα, ἐπειδή ὁ κόσμος Τόν εἶπε πλάνο καί μάγο. Δέν ἦταν πλάνος καί μάγος, ἦταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν φαίνεται καθόλου, γυρίζει ὅλο τόν κόσμο πάνω ἀπό τήν κεφαλή μας, μέ βοή, ἀλλά δέν τήν ἀκούει κανένας». «Ἀλλά πρέπει νά ἀκοῦμε καί ἐμεῖς τό Ἅγιον Πνεῦμα, γιά νά γίνουμε καί ἐμεῖς σωστοί. Γι' αὐτό γυρίζει ὅλο τόν κόσμο. Ὁ Μέγας Θεός δέν φαίνεται». «Καί εἶναι πάρα πολύ καλός. Ἀγάπη. Καί τούς ἁμαρτωλούς τούς ἀγαπάει καί τούς λυπᾶται κιόλας. Καί τούς ἀφήνει, τούς ἀφήνει, νά πέσουν σέ μετάνοια. Καί ὅταν πέσουν σέ μετάνοια, ὕστερα τούς ἀγαπάει πιό πολύ ἀπό τούς ἄλλους. Πιό πολύ ἀγαπάει τούς μετανοοῦντες».

Ἐπίσης, μοῦ περιέγραψε τό μέγεθος τοῦ σώματος τῶν ἁγίων, ὅπως τοῦ ἁγίου Στεφάνου, τῆς ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας, τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τῆς ἁγίας Μαρίνας κλπ., ἀκόμη δέ περιέγραψε καί τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.

Ψάλαμε τό «Φῶς ἱλαρόν» καί τό ἐξαποστειλάριο «Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Λόγος, Φῶς καί τό Ἅγιον Πνεῦμα».

Εἶπε γιά τό ἔργο τῶν Ἀρχιερέων:

«Ἐσεῖς εἶστε οἱ βοσκοί πού τραβᾶτε τό κοπάδι, δίνετε τό παράδειγμα στό κοπάδι, σᾶς ἀκοῦνε καί μετανοοῦν. Ἐγώ δέν θέλω καθόλου τά κουτσομπολιά, τήν κατάκριση. Μετάνοια γιά μένα καί προσευχή γιά τούς ἄλλους νά τούς δίνη ὁ Θεός μετάνοια, ὄχι κατάκριση». «Οἱ ποιμένες εἶναι κεφαλές, πού παραδόθηκαν στόν Θεό. Δέν μποροῦν νά ἀφήσουν τόν Θεό καί νά κοιτᾶνε ἀλλοῦ».

Ἀλλά καί γιά τούς ἀλλόθρησκους εἶπε: «Τούς ἀλλόθρησκους δέν θά τούς σώση ἡ πίστη τους, ἀλλά οἱ πράξεις τους». Στό τηλέφωνο μετά ἀπό 12 ἡμέρες, δηλαδή στίς 25-4-2013, μοῦ εἶπε: «Καί γεννημένο νά σέ εἶχα, δέν ἔμπαινες τόσο στήν καρδιά μου. Νά σέ προστατεύουν ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις. Στήν ἀρχή φοβόμουν πού θά σέ συναντήσω, ἐπειδή εἶσαι Δεσπότης. Ἀλλά μετά κατάλαβα ὅτι εἶσαι πιό ἁπλός ἀπό μένα... Σοῦ φιλῶ καί τά δυό σου χέρια γονατιστή».

Νά σημειωθῆ ὅτι ἐκείνη τήν ἡμέρα συνάντησα καί δύο ἄλλους ἁγίους Γέροντες, μακαριστούς τώρα, ἤτοι τόν ἐρημίτη π. Θεόδωρο (Νεῖλο) καί τόν π. Ἀναστάσιο Κουδουμιανό, καί μόλις ἐπέστρεψα στήν Ναύπακτο ἔγραψα ἕνα κείμενο μέ τίτλο «Σημαντική συνάντηση μέ τρεῖς εὐλογημένους ἀνθρώπους στήν Κρήτη», τό ὁποῖο εἶναι ἀκόμη ἀνέκδοτο.

2. Τμήματα ἀπό τίς ἐπιστολές της

Ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως, ἡ Γερόντισσα Γαλακτία μοῦ ἔστειλε ἐννέα ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες εἶναι ἰδιόχειρες, καί φυσικά τίς ἀπέστειλα καί ἀντίστοιχες ἀπαντήσεις. Πρόκειται γιά μιά θεολογική ἀλληλογραφία μαζί της, πού ἐπεκτείνεται σέ 35 σελίδες μεγάλου μεγέθους, ἡ ὁποία κάποτε θά δημοσιευθῆ, γιατί δείχνει ὅλη τήν ἐσωτερική της κατάσταση καί ὅτι ζοῦσε ἔντονα τόσο τήν ἡσυχαστική ζωή, ὅσο καί τίς ἀποκαλυπτικές ἐμπειρίες πού εἶχε.

Στήν συνέχεια θά δημοσιευθοῦν μερικά τμήματα ἀπό ἐπιστολές της, ἤτοι τήν πρώτη καί τήν τελευταία.

πρώτηἰδιόχειρη ἐπιστολή της ἐστάλη τό Ψυχοσάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014, καί ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Ψυχοσάββατον 22 Φεβρουαρίου 2014

Εἰς τό ὄνομα τοῦ ΠΑΤΡΟΣ καί τοῦ ΥΙΟΥ καί τοῦ Ἁγίου ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Ἅγιε Δέσποτά μου, Σεβαστέ καί Πολυαγαπητέ μου, Πάτερ ΙΕΡΟΘΕΕ.

Τήν εὐχή σου ζητῶ, παιδί μου. Στά γόνατα πεσμένη προσκυνῶ τήν ἁγιωσύνη σου, φιλῶ τά χεράκια σου. Συγνώμη πού σέ λέω παιδί μου. Ἐσύ εἶσαι Μητροπολίτης γεμάτος Πνεῦμα Ἅγιο, ἐγώ εἶμαι μιά γρηά γεμάτη ἁμαρτίες πού μέ ἄφησε ὁ Θεός μέχρι τά γεράματα γιά νά μετανοήσω. Ὅμως, νοιώθω ἀπέραντη μητρική ἀγάπη γιά σένα καί ἀφήνω τήν καρδιά μου ἐλεύθερα νά ἐκφρασθῆ. Εὐχαριστῶ πολύ γιά τίς ἐπισκέψεις σου, γιά τήν εὐλογία σου καί τήν διδασκαλία σου.

...

Γιά μένα, παιδί μου, νά εὔχεσαι νά μοῦ δώση ὁ Θεός ταπείνωση καί μετάνοια. Γι᾿ αὐτό μ᾿ ἔχει ὁ Θεός ἐδῶ ἀκόμα. Ἀλήθεια ποιό Θεό ἔχομε; Ἐμένα θά ἔπρεπε νά μοῦ δίδει νερό νά πίνω ἀπό τούς βόθρους τῆς Ν. Ὑόρκης γιατί τοῦ χωριοῦ μου καθαροί εἶναι οἱ βόθροι. Καί ὅμως μέ φροντίζει καί κάθε μέρα βλέπω τήν προστασία του καί τήν ἀγάπη του. Σάν νά εἶναι ἕνα μικρό παιδάκι καί τό στέλνω στίς παραγγελιές. Μόλις τοῦ ζητήσω κάτι ἀμέσως μοῦ τό στέλνει. Καμιά φορά καθυστερεῖ ἀλλά δέν ἀνησυχῶ, γιατί ξέρω πώς θάρθη. Νά εὔχεσαι νά ἀποκτήσω τήν Ἁγία μετάνοια καί πολλή εὐγνωμοσύνη στόν Θεό.

Τίς νύχτες καμιά φορά κάθομαι καί σκέφτομαι, εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά κάθεται σέ θρόνους καί σέ καρέκλες; Ὅταν, ὅμως, πονῶ γιά τίς ἁμαρτίες μου λέω: Πατέρα Ἐπουράνιε συχώρεσέ με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου Ἐλέησέ με. Ἅγιον Πνεῦμα μου, φώτισε με. Καί τότε ἔρχεται ἡ ἀπάντηση ἀπό ἄλλο τόπο, ὄχι ἀπό τήν κεφαλή πού εἶναι τρέλλες καί φαντασίες ἀλλά ἀπό τήν καρδιά πού τήν ὁδηγεῖ ὁ Θεός πού εἶναι γεμάτη Θεϊκά μηνύματα. Ὅλο τό σύμπαν δέν εἶναι οὔτε ἕνα μικρό μπαλάκι στά Ἅγια χέρια Του. Ὁ Νοῦς δέν χωράει καί γλώσσα δέν τά ἐκφράζει. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος. Ἄπλετον γαλαζόλευκο φῶς τῆς δόξας του. Ἕνα μόνο μποροῦμε νά ποῦμε. Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΘΕΟΣ εἶναι Ο ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ. Καί γεμίζει τόν ἄνθρωπο μέ τό φῶς τῆς ἀγάπης Του ἀπό τήν κορυφή μέχρι τά νύχια καί δέν ξέρεις ἀπό ποῦ βλέπεις. Νοιώθω σκουλήκι μετά καί κλαίω γιά τίς ἁμαρτίες μου. Ἀγαπῶ ὅλο τόν κόσμο καί τόν ἑαυτόν μου μισῶ. Μόνο τά Σωματικά μάτια τῶν Ἁγίων βλέπουν. Στούς ἁμαρτωλούς σάν καί μένα τό μηχάνημα τῆς καρδιᾶς γιά νά μᾶς γλυκάνη καί νά μετανοήσωμε. Σᾶς ἐξομολογοῦμαι γιά νά μήν ἔχετε ἄλλη ἐντύπωση γιά τόν ἑαυτό μου. Πόσο καλός εἶναι ὁ Θεός πού καί τά πιό τιποτένια πλάσματά Του σάν ἐμένα νά τούς καλοπιάνη στήν μετάνοια.

Εὔχομαι, Σεβασμιώτατε, νά ὑπάρχη μέσα σου πάντοτε αὐτό τό φῶς γιά νά καθοδηγῆς τόν ἀποστάτη κόσμο καί μένα στήν Φωτεινή Βασιλεία τοῦ ΘΕΟΥ.

Ἀσπάζομαι καί τά δυό σου χέρια καί ζητῶ τήν εὐχή σου.

Μέ ἀπέραντο Σεβασμό καί ἀγάπη

Γερόντισσα Γαλάτεια».

Θά χρειάζονταν πολλές σελίδες γιά νά ἀναλυθῆ αὐτή ἡ θαυμάσια ἐπιστολή, στήν ὁποία φαίνεται ἡ μετάνοιά της καί ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σέ αὐτή, μέσα ἀπό τό μηχανάκι τῆς καρδιᾶς, ἀφοῦ τότε ὅλες οἱ αἰσθήσεις γίνονται μία αἴσθηση καί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διαπορθμεύεται σέ ὅλο τό σῶμα καί τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται πραγματικό μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.

Ἄλλες ἐπιστολές τελείωνε μέ τήν φράση: «Μέ ἀπέραντο σεβασμό καί μητρική ἀγάπη».

τελευταία ἐπιστολή της, καί αὐτή ἰδιόχειρη, μοῦ ἀπεστάλη στίς 11 Σεπτεμβρίου 2015, καί μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει:

«Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

11-9-2015

Πάτερ Ἱερόθεε, Ἅγιε Δέσποτα τῆς Ἐκκλησίας.

Τήν εὐχή σου ζητῶ.

Ἤθελα νά ἐπικοινωνήσουμε, νά σοῦ ἀνοίξω τήν καρδιά μου. Νοιώθω πώς μέ καταλαβαίνεις καί δέν θά σκανδαλισθεῖς, σ' ὅλους τούς ἄλλους σιωπῶ γιά νά μή δημιουργοῦνται πλάνες ἐντυπώσεις γιά μένα. Παρά τά γεράματά μου μ' ἔχει ἀκόμα ὁ Θεός καί ζῶ. Χίλιες δόξες νά 'χει τό ὄνομά Του. περιμένει τήν μετάνοιά μου. δέν θέλω νά λέω ὅτι εἶμαι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτωλή, γιατί πολλοί τό λένε καί κρύβουν τό μεγαλύτερο ἐγωϊσμό. ἐγώ τό νοιώθω, παιδί μου. Μέσα στά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, πού ὁ νοῦς δέν χωρεῖ καί γλώσσα δέν διηγᾶται, ἐγώ νοιώθω χειρότερη ἀπό κοπρηά. νοιώθω πώς ἔχω κάμει ὅλες τίς ἁμαρτίες καί ταυτίζομε μέ ὅλο τόν ἁμαρτωλόν κόσμον. Κλαίω καί ζητῶ ἔλεος ἀλλά ὁ Πανάγαθος Θεός μέ λυπᾶται καί μοῦ στέλνει καρδιακές παρηγοριές πού ὁ νοῦς δέν χωρεῖ. Τόσο καλός εἶναι ὁ Θεός μας. ἔχω φοβερούς πόνους ἀλλά μοῦ δίνει δύναμη καί ἀντέχω.

Τώρα τελευταῖα νοιώθω πώς ἔρχονται συμφορές. δέν μιλάω, ὅμως. Λέω μόνο γιά μετάνοια καί ἐπιστροφή στό Θεό. Μοῦ φαίνεται παιδί μου πώς γιά τίς βρωμιές μας θά μᾶς δικάσουν τά ζῶα. Εἶναι καί οἱ ἐκτρώσεις καί οἱ βλαστημιές. δέν ἀκούγεται καί ἀπό τούς κληρικούς πολύς λόγος γιά μετάνοια ἀλλά δέν θέλω νά κρίνω. μετά τήν ἀναμπουμπούλα ἔρχεται γαλήνη. Μεγάλη δόξα τῆς ὀρθοδοξίας. Ἐσύ, ἅγιε Δέσποτά μου,......

Νά εὔχεσαι καί γιά μένα νά ἔχω καλό τέλος καί καλή ἀπολογία. Ἐξασθενεῖ ἡ μνήμη μου ἀλλά νά μήν ἐξασθενεῖ ποτέ ἡ καρδιά μου. Αὐτή πού γίνεται βαθειά σάν τό πηγάδι πού δέν ἔχει πάτο καί γνωρίζη τό Θεό. Σέ φιλῶ μητρικά σάν τήν μάνα σου καί τήν γιαγιά σου

φιλῶ τά χεράκια καί  ζητῶ τήν εὐχή σου

μέ σεβαμό καί ἀγάπη

γερόντισσα Γαλάτεια».

Καί στήν ἐπιστολή αὐτή φαίνεται ἡ μεγάλη αὐτομεμψία της καί ὅπου ὑπάρχει αὐτομεμψία ἐκεῖ δέν μπορεῖ νά ἀντέξη καμμία πλάνη καί δαιμονική ἐνέργεια. Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία κάνει σαφέστατα τήν διάκριση μεταξύ τῆς ἐγκεφαλικῆς μνήμης καί τῆς καρδιακῆς μνήμης, πού τό βλέπουμε διάχυτα σέ ὅλη τήν φιλοκαλική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία εἶχε ὀρθόδοξη καρδιά καί ἀγαποῦσε ὅλους, καθώς ἐπίσης συλλάμβανε πολλά μηνύματα καί ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὅσο ἐπιθυμοῦσε τήν ἀφάνεια, τόσο τήν φανέρωνε ὁ Θεός. Εἶναι ἐκπληκτικός ἕνας λόγος της γιά τήν νοερά προσευχή, τόν ὁποῖον εἶπε σέ κάποιον ἐπισκέπτη της πού τήν ρώτησε σχετικά:

«Γιαγιά, ἀκοῦμε τόν πνευματικό μας καμμιά φορά νά κάνη λόγο γιά νοερά προσευχή. Τί εἶναι αὐτό;».

Γερόντισσα Γαλακτία: «Φλόγα εἶναι, παιδί μου. Φλόγα μέσα στήν καρδιά. Ἀκοίμητη. Γυρίζει γύρου γύρου (κυκλικά) καί μουρμουρίζει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ... Δέν προκάνει νά πέσι πράμα κακό ἐκιά μέσα, γιατί τό καίει... Σοῦ δείχνει ἐκειόνα τό φαναράκι πόσο γλυκός εἶναι ὁ Παράδεισος καί πόσο ἁμαρτωλός εἶναι ἐκειόσας πού τό νοιώθει... Σοῦ δείχνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν καί ἐμεῖς μηδέν! Γι' αὐτό ἔχεις χαρά καί λύπη. Χαρά γιά τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ καί πόνο ἀβάσταχτο γιά τίς ἁμαρτίες σου. Ἐλπίζεις ὅμως, γιατί θωρεῖς ποιός εἶναι ὁ Χριστός... Ὅποιος τό ζήσει αὐτό καί καυχηθεῖ, δέν εἶναι πράμα... τοπάκι εἶναι στά πόδια τῶν κακῶν (δαιμόνων)... Λέω τοῦ π. Ἀντωνίου νά μή σᾶς μιλᾶ γι' αὐτά. Γιά τίς ἁμαρτίες νά λέη, γιά μετάνοια νά λέη καί νά λέτε ἥσυχα, ἥσυχα τό ὄνομά Του, τοῦ Χριστοῦ (Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με). Ἐδᾶ, παιδί μου, ζοῦνε οἱ ἄνθρωποι στσί ὑπονόμους... οὔτε κἄν πάνω στήν γῆ... οὔτε χοίροι δέν πᾶνε ὀμπρός τος. Ποῦ νά καταλάβουνε ἀπό τέτοιους ἥλιους...».

Αὐτός εἶναι ἕνας ἐμπειρικός ὁρισμός γιά τήν νοερά προσευχή, ὅπως τήν ζοῦσε ἡ ἴδια.

Στήν Γερόντισσα Γαλακτία δέν πρόσεχα τόσο πολύ στά ὅσα ἔλεγε γιά διάφορα γεγονότα πού θά συμβοῦν, ἀλλά μέ ἐνθουσίαζε πολύ ἡ βαθύτατη μετάνοιά της, ἡ αὐτομεμψία της, ἡ ταπείνωσή της, ἡ νοερά προσευχή στήν καρδιά της, ἡ διάκριση μεταξύ νοῦ καί λογικῆς. Ἐπίσης μέ ἐντυπωσίαζε ἡ διάκριση πού ἔκανε μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, δηλαδή ἤξερε νά ξεχωρίζη ποιό εἶναι τό ἄκτιστο καί ποιό εἶναι τό κτιστό, ποιό εἶναι τό θεϊκό καί ποιό εἶναι τό δαιμονικό καί αὐτό εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.

Σέ μιά ἀπό τίς ἐπιστολές της μοῦ ἔγραφε:

«Νά εὔχεσαι, παιδί μου. Ἔχω πέσει πολύ. Νοιώθω ὅτι λίγος χρόνος μοῦ ἀπομένει νά ζῆσω ἀκόμη ἐδῶ. Ὅμως ὁ τριαδικός Θεός πού μᾶς καλεῖ κοντά Του εἶναι αἰώνιος. Ξεχνῶ λίγο ἀλλά ἡ κεφαλή τῆς καρδιᾶς δέν ξεχνᾶ. Δέν ξεχνῶ καί σένα, Ἅγιε ἀρχιερέα τοῦ Χριστοῦ, μή μέ ξεχάσης καί ἐσύ, παιδί μου, καί τώρα καί ὅταν θά φύγω γιά τόν οὐρανό.

μέ πολύ σεβασμό καί μητρική ἀγάπη γερόντισσα Γαλάτεια».

Εἶναι ἐκπληκτικός ὁ λόγος της γιά τήν «κεφαλή τῆς καρδιᾶς», πού δείχνει ἕναν ἄνθρωπο πού γνωρίζει πῶς λειτουργεῖ αὐτό τό «μηχανάκι τῆς καρδιᾶς», μέσα ἀπό τήν ὁποία ὁ νοῦς ἀνάγεται στήν θεωρία. Καί σέ ἄλλη ἐπιστολή ἔγραφε:

«Δῶσε μου καί σύ τήν εὐχή σου νά ἔχω καλό τέλος, ἀγάπη ἀχόρταγη στό Χριστό, νά ἀγαπῶ ὅλα Του τά πλάσματα καί νά μισῶ μόνο τόν ἑαυτό μου τόν ἁμαρτωλό. Καί νά βρῶ ἕνα μικρό μικρό τοπαλάκι στήν Βασιλεία Του, ἀλλά νά βλέπω τό φῶς τοῦ προσώπου Του καί νά χαίρομαι. Νά μετανοήσω, παιδί μου. Φιλῶ καί πάλι τά χεράκια σου καί ζητῶ τήν εὐχή σου.

μέ σεβασμό καί μητρική ἀγάπη γερόντισσα Γαλάτεια».

Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία, ὅπως τήν γνώρισα, εἶχε «ἀγάπη ἀχόρταγη στόν Χριστό», συνδυασμένη μέ μεγάλη αὐτομεμψία, πού δείχνει γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα, γι' αὐτό ὁ Θεός θά τῆς ἔδωσε αὐτό πού ποθοῦσε, «νά βλέπη τό φῶς τοῦ προσώπου Του».

Ὅταν πληροφορήθηκα τήν κοίμησή της, ἔγραψα στόν π. Ἀντώνιο: «Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία ἄνοιξε τά μάτια της στήν αἰωνιότητα καί δέν θά τά κλείση ποτέ. Εὐλογημένη ἡ εἴσοδος τῶν Ἁγίων εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων, ἀμήν». Νά ἔχουμε τήν ἁγία εὐχή της.

 

 

π. Ἀντώνιος Φραγκάκης: Ἐπικήδειος Γερόντισσας Γαλακτίας Μοναχῆς

π. Ἀντώνιος Φραγκάκης: Ἐπικήδειος Γερόντισσας Γαλακτίας Μοναχῆς

Τά ξημερώματα τῆς χθεσινῆς ἡμέρας, μία μεγάλη ὁσιακή μορφή τῆς Κρήτης καί συμπάσης τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπεξεδύθη το ἀραχνῶδες χοϊκό της περίβλημα, τό φθαρτό της πολύαθλο σῶμα, τό σῶμα πού ἰσοβίως σταυρώθηκε ἀπό τά ἀλγεινά τοῦ βίου καί τά παλαίσματα τῆς ἀέναης ἀσκητικῆς πρακτικῆς καί φτερούγισε ἥσυχα καί ἀνεπαίσθητα, ὅπως ἔζησε, στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου γιά νά λάβῃ ἀπό τά κατάστικτα καί πανσθενουργά Του χέρια, τά πάμφωτα ἔπαθλα τῆς πνευματικῆς της σκυταλοδρομίας. Στήν ἀγκαλιά τοῦ Κυρίου πού μέ μανικό ἔρωτα παιδιόθεν ἠγάπησε καί μέ ἀποστολική αὐταπάρνηση ἀκολούθησε στόν ματωμένο βηματισμό τῆς ἐφαρμοσμένης ἀγάπης, 95 χρόνια πού ἔλαμψε ἡ μορφή της πάνω στή γῆ.

Καί ἴσως εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἔδωκε «ὕπνον τοῖς κροτάφοις της καί τοῖς βλεφάροις της νυσταγμόν» ἡ ἀκαταπόνητη αὐτή γυναῖκα, ποῦ ζοῦσε, δροῦσε καί ἀνέπνεε γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἡσυχαστικῶς στοχοθέτησε καί ἁγιοπνευματικῶς προσοικειώθηκε, ὥς ἀναφαίρετο κτῆμα της, στά ὑπόβαθρα τῆς καρδίας της.

Ὑπῆρξε Ὁσία, ὑπῆρξε χαρισματική, ὑπῆρξε ἀσκήτρια. Ἀν τῆς προσδώσουμε καί μαρτυρικό φρόνημα δέν θά λαθέψουμε. Ἀγάπησε, ἐξ’ ἁπαλῶν ὀνύχων, μέ περιφλεγῆ ἔρωτα τόν Χριστό, μέ πιστότητα Μυροφόρων Τόν ἀκολούθησε, ἐφάρμοσε ἐπακριβῶς τά σωτήρια ἐντάλματα τῆς διδασκαλίας Του, ποτίσθηκε ἀκορέστως ἀπό τά ζωοπάροχα νάματα τῆς ἀγάπης Του, Τόν ὑπηρέτησε ἐμπνευσμένα στά πρόσωπα τῶν ἐμπεριστάτων ἀδελφῶν, κατέβηκε στόν Ἅδη τῆς μετανοίας ἔντονα καί οὐσιαστικά, ἐβίωσε τήν Ἁγιοτριαδική Παρουσία ἀπροκάλυπτα καί ζωντανά, χτυπήθηκε λυσσαλέα ἀπό τά μανιασμένα κύματα πού ὁ βύθιος δράκων ξεσήκωσε στήν πολυτάραχη θάλασσα τῆς ἐπίγειας ποντοπορίας της, ἔκλαψε πολύ, ἀγάπησε περισσότερο, ψιλοδούλευσε τήν ἀρετή, δόθηκε ἀνιδιοτελῶς στούς ἀνθρώπους, προσέφερε μέ χαρά τόν ἀδύνατο σκελετό της γιά νά ἀκουμπήσουν τά βάρη τους ὅλοι οἱ ἄλλοι, σφούγγιξε δάκρυα, διόρθωσε λογισμούς, ἀλάφρωσε συνειδήσεις, γαλήνευσε ψυχές, ἐνέπνευσε ἱερές ἐπιθυμίες, προσανατένισε ἐναργῶς τά κάλλη τοῦ Παραδείσου, ξεναγήθηκε μέ παρρησία καί στά φόβητρα τῆς κολάσεως, τροχιοδρόμησε πλειάδα ψυχῶν εἰς τήν αἰώνια ζωή, ἀδικήθηκε καί συγχώρησε, συκοφαντήθηκε ὡς πλανεμένη καί ἡ ἴδια ξεγέλασε τόν δολιοφθορέα τῶν ἀνθρώπων καί ξεπέρασε τόν πλάνον τοῦτο αἰῶνα, ἔγινε οὐράνια ὕπαρξη, δροσοσταλίδα τοῦ κήπου τῆς Ἐδέμ, τελευταία ἔλαμπε, σάν μοσχοθυμίαμα εὐωδίαζε, μόνο χαμογελοῦσε, μητρικά εὐχόταν καί ἀποχαιρετοῦσε, σάν μπαρουτοκαπνισμένη ἀθλήτρια δίδασκε, σάν πεπειραμένη ὁδηγός νουθετοῦσε, καί σιγά – σιγά, ὁ φεγγοβόλος ἥλιος τῆς ὕπαρξής της ἔγειρε στήν δύση τῆς ἐπίκηρης τούτης βιοτῆς γιά νά κάνῃ τήν ἐκφαντορική ἀνατολή του στό ἄλλο ἡμισφαίριο τῆς ἀτελεύτητης ζωῆς.

– «Τί κάνει ἡ γερόντισσα Γαλάτεια»; Μέ ρώτησε κάποτε ὁ θαυμαστός καί ἀείμνηστος Γέροντας Ἀναστάσιος Κουδουμιανός.

– «Γέρασε, γέροντα,» ἀπάντησα. «Κύρτωσε πολύ»…

«Τά κατάφορτα δέντρα ὅταν γεμίσουν καρπό γέρνουν τά κλαδιά τους», ἀπάντησε ἐκεῖνος. «Δίνουν στούς γύρω ἀπό τό προϊόν τους καί τό ὑπόλοιπο τῆς συγκομιδῆς, τό ἀναδεικνύει ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ καί τό μοιράζει σέ ὅλα τά ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας».

Κάτω ἀπό μία γλυκιά, ἀπέριττη καί γαλήνια ἐπιφάνεια, κυλοῦσε καί ἐπάφλαζε ἕνας ποταμός ἀγάπης καί Θείας ζωῆς, πού τόν ἐπρόδινε ἡ διεισδυτική καί ἀστραφτερή ματιά της καί ἡ ὁλοφώτεινη θωριά τοῦ προσώπου της. Τό ἀνθηρότατο χαμόγελό της, ἡ ἀγγελική της ὄψη καί το δροσιστικό ἐκχύλισμα τῆς καρδιᾶς της, λειτουργοῦσαν σάν μαγνήτης, γι’ αὐτό, ὅσο ἐκείνη ἔκρυβε τό φέγγος τῆς ψυχῆς της μέσα στήν ἀφάνεια τῆς ἀσημότητας, τόσο ὁ Θεός τό ὕψωνε στόν λυχνοστάτη τῆς προβολῆς. Ὅπως ὁ μαγνήτης ἑλκύει διάφορα μέταλλα, ὅπως ὁ ἥλιος ἐντάσσει στήν τροχιά τῆς ἐπιρροῆς του διαφόρους δορυφόρους, ἔτσι καί ἡ ἀναγεννημένη ψυχή τῆς Γερόντισσας, ἄθελά της, ἕλκυσε κοντά της ἀναρίθμητες ψυχές πού ἐμπνεύσθηκαν ἀπό τούς ρυθμούς τῆς δικῆς της ζωῆς καί ἀλλοιώθηκαν κοντά της. Ἡ ἁγιότητά της ἦταν καλά κρυμμένη μέσα στήν ἁπλότητα. Τήν ἀφοπλιστική παιδική ἁπλότητα. Ὅπως μέσα στά ἄχυρα τῆς ταπεινῆς φάτνης τῆς Βηθλεέμ κρύφθηκε ἡ μεγαλοσύνη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, ἔτσι μέσα στήν ἁπλή αὐτή ψυχή, τήν ἀπέριττη καί ταπεινή, κατοίκησε ζωντανά ὁ Χριστός, καί τήν ἔκανε νά λάμπει ἀπό ὁσιότητα καί ἁγιοπνευματική σοφία. Εἶχε πνευματικό βάθος, τό Ἅγιο Πνεῦμα σάν ἀκύμαντος ποταμός ἄρδευε τά κανάλια τῆς ψυχῆς της. Ἕνας παφλασμός βαθύς καί ἀπύθμενος δονοῦσε τά μύχια τῆς καρδιᾶς της, ἔπρεπε νά προσηλώσεις καλά τ’ αὐτί σου γιά νά τόν ἀκούσεις καί νά ’χεις ἄντλημα ψυχῆς γιά νά ἀποκομίσεις καί νά εὐφρανθεῖς ἀπό τά ρεῖθρα του πού μυστικά διαπότιζαν καί ζωογονοῦσαν τήν ὡραία καί ταπεινή αὐτή ψυχή.

Ἀκόμη καί τίς πιό ἡρωικές πράξεις τῆς ζωῆς της, συνήθιζε νά τίς περιβάλλει μέ μία ἁπλότητα καί φυσικότητα πού ἦταν, γι’αὐτό τόν λόγο συγκλονιστική. Δέν ἦταν λίγες οἱ ἀποφάσεις τῆς ζωῆς της, πού περιεῖχαν τό χρῶμα τοῦ Γολγοθᾶ, τό ἡρωικό φρόνημα καί τό συγκλονιστικό στοιχεῖο. Ὅλα, ὅμως, ἡ Γερόντισσα Γαλακτία τά ἀντίκρυζε «ἐν πίστει» καί τά προσπερνοῦσε «ἐν σιγῇ». Γιατί ἦταν ἀπό τίς ψυχές πού προσήγγιζαν τόν Χριστό, ὄχι «κράζουσα ὄπισθεν Αὐτοῦ» σάν τήν Χαναναία, ἀλλά «λαθοῦσα», εὐγενικά, ἤρεμα, συνεσταλμένα σάν τήν αἱμορροοῦσα, πού τῆς ἔφθανε καί τῆς ἀρκοῦσε νά ἀκουμπήσει μόνο τά κράσπεδα τῶν ἱματίων Του. Ἔτσι, μέ τήν ἴδια συστολή προσήγγιζε πάντα Τόν Χριστό ἡ Γερόντισσα Γαλακτία καί ἐπιτελοῦσε τά ἔργα Του. Γι’ αὐτό ἐπέτυχε, τήν ἴδια ὅπως ἡ γυναῖκα ἐκείνη κατάκτηση. Καί πράγματι ὁ Χριστός δέν τῆς χαλοῦσε χατῆρι (χατίρι). Ἡ προσευχή της, μετακινοῦσε ὄρη. Ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη της στήν πρόνοια Τοῦ Θεοῦ, ἐνεργοποιοῦσε μέσα της τήν Θεϊκή δύναμη καί ἐπιτελοῦσε τό θαῦμα.

Γεννήθηκε στήν ἱστορική και ἡρωοτόκο Πόμπια στίς 5 Μαρτίου 1926. Οἱ οἰκογενειακές της καταβολές, λειτούργησαν σάν γονιμότατη φύτρα γιά νά ἐκκολαφθεῖ ἀπροσκόπτως ἡ μετέπειτα πνευματική της ἐξέλιξη. Ὁ πατέρας της ἰατρός καί ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἡ Γαλάτεια ἔλεγε: «ποτέ μου δέν καυχήθηκα ἐπειδή ὁ πατέρας μου ἦταν γιατρός. Χαίρομαι ὅμως, νά λέγω ὅτι ἦταν ὄντως ἄνθρωπος καί Χριστιανός». Ἀνάργυρος σχεδόν, δοτικός στόν ἀνθρώπινο πόνο, ἐνέπνευσε στήν πολυαγαπημένη του κόρη το θυσιαστικό ἦθος καί τό ἀνιδιοτελές φρόνημα. Ὁ παππούς της, ὁ πατέρας τῆς μητέρας της ἦταν ἱερεύς. Καί τί ἱερεύς! Ἅγιος! Πνευματικό ἀνάστημα τῶν Ὁσίων Γερόντων τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ Παρθενίου καί Εὐμενίου. Ἔζησε ἐν συζυγίᾳ δύο ἔτη καί σέ ὁσιότροπη χηρεία 66 ἔτη. Τόσο πολύ ἐξαγιάσθηκε ὁ νοῦς ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή, πού ἔλεγε μέ ἀφελότητα καρδίας στά τέλη τῆς ζωῆς του, ὅτι θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἄγαμο, γιατί δέν τόν συνόδευε καμία ἀνάμνηση τοῦ βραχύβιου ἐγγάμου βίου.

Ἱερά Μονή Κουδουμᾶ, Ὅσιοι Παρθένιος καί Εὐμένιος, παπά Νικόλας Φουστανάκης, Γερόντισσα Γαλακτία. Ἀλυσιδωτή μετάδοση τοῦ χαρίσματος τῆς ἡσυχαστικῆς βιοτῆς. Ἀνάμεσα στίς τέσσερις ἐκλεκτές θυγατέρες τοῦ θρυλικοῦ γιατροῦ τῆς Πόμπιας Μιχαήλ Κανακάκη, ξεχώρισε ἐμφανῶς ἡ τρίτη. Ἡ Γαλάτεια. Γιά τήν σπάνια ὀμορφιά της; Γιά τήν ὁλοπρόθυμη ὑπακοή της; Γιά τήν κραυγάζουσα σεμνότητά της; Γιά τήν παρθενική ἀκτινοβολία της; Γιά τήν ἀδελφική πρός τούς ξένους συμπεριφορά της; Γιά τά ἐλεήμονα σπλάχνα τῆς καρδιᾶς της; Γιά τό ἀκατάκριτο στόμα της; Γιά τήν πανθομολογούμενη ἀρετή της; Γιά τήν ἀπαστράπτουσα διαγωγή της; Τί πρῶτο καί τί δεύτερο νά ξεχωρίσεις; Ὅλα αὐτά μαζί συναποτελοῦσαν τίς φλόγες μιᾶς εὐεργετικῆς ἀγάπης πού διαρκῶς ἐκτόξευε τό ἡφαίστειο τῆς καρδιᾶς της, μέσα στό ὁποῖο ἐκόχλαζε ὁ περιφλεγής της ἔρωτας, τό περίσσευμα τῆς λαχταριστῆς ἀναφορᾶς της, πρός τόν ἐράσμιο Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας, Σωτῆρα Χριστό. Ἡ πνευματική της ἐξέλιξη ἔχει μία ἱστορία. Δέν ὀφείλονταν μόνο στήν οἰκογενειακή της παράδοση καί τίς πνευματικές της καταβολές. Κυνήγησε ἔμπρακτα ἀπό τά παιδικά της χρόνια τόν Χριστό, γι’ αὐτό κι Ἐκεῖνος μέ τό βέλος τῆς ἀγάπης Του, τήν κατέκτησε ὁλοσχερῶς καί τήν κατέστησε Νύμφη Του.

Ἀπό μικρή δόθηκε στήν προσευχή. Ἀνεπιτήδευτα, κρυφά, ὧρες πολλές ἀφιέρωνε στήν προσευχή ἀλλά καί στήν διακονία τοῦ πλησίον. Τό ἰατρεῖο τοῦ πατέρα της ἦταν ἕνας ἰδανικός τόπος γιά νά ἐξασκεῖ τό ἄθλημα τῆς προσφορᾶς καί νά ὁλοκαυτώνεται στόν βωμό τῆς θυσίας. Ἐπιμελοῦνταν τίς πληγές τῶν ἀσθενῶν, συνέπασχε ὑπαρξιακά μαζί τους, τούς ἐνθάρρυνε στήν ὑπομονή, καί κρυφά ἐλεοῦσε «ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῆ». Τό ἴδιο ἦταν καί μέσα στό σπίτι, σέ ὅλα πρώτη ἡ Γαλάτεια. Στή νοικοκυροσύνη, στά ἀγροτικά, στήν μεταφορά νεροῦ, στήν διεκπεραίωση παραγγελιῶν. Ὁ γιατρός πατέρας, βλέποντάς τήν πάντα ταπεινή, σιωπηλή, πρόθυμη σ’ ὁποιαδήποτε ἐργασία καί ἀδιάφορη στήν διεκδίκηση δικαιωμάτων καί τιμῆς, τήν ἀγκάλιαζε καί τῆς ἔλεγε στοργικά: «Γαλαθιώ μου, ὕψωσε κι ἐσύ τό ἀνάστημά σου. Μήν σέ ἐκμεταλλεύονται οἱ ἄλλοι. Θέλω νά ἔχεις τό βέτο σου». Ὁ πατέρας της τήν εἶχε ξεχωριστή. Καί ἐκείνη τόν ὑπεραγαποῦσε. Κάποτε ὅμως, σέ ἐφηβική ἡλικία κάτι τοῦ εἶπε καί τόν στεναχώρησε. Τό ἐξομολογήθηκε ἡ Γαλάτεια στόν παππού Ἱερέα καί ἐκεῖνος τήν μάλωσε.

Ἡ νεαρή Γαλάτεια ἐπιτίμησε σκληρά τόν ἑαυτό της. Ξάπλωνε μπρούμυτα στόν ξύλινο ὀντά τοῦ δωματίου, ἔβρεχε μέ δάκρυα μετανοίας τόν χῶρο καί ἱκέτευε σπαρακτικά τό Ἅγιο Πνεῦμα νά τήν συγχωρήσει. Καί κάποια μέρα, ἐνῶ βρισκόταν μέσα στόν ἄδη τῆς μετανοίας, ἄστραψε στά μάτια τῆς ψυχῆς της ἡ ἄκτιστη λαμπηδόνα τῆς Ἀναστάσεως. Σέ ἀνύποπτο χρόνο, ἐνῶ ἔσκυψε στήν ἀποθήκη κάτι νά πάρει, ἦρθε ἀπρόσμενα ἀπό τόν οὐρανό μία γαλαζόλευκη δροσιστική φλόγα καί διαπέρασε γλυκά καί εἰρηνικά τό κεφάλι της. Προχώρησε – ὅπως ἔλεγε – στόν ἐσωτερικό της χῶρο, διάνοιξε τούς νοητικούς της ὀρίζοντες καί πλάτυνε χαρισματικά τήν καρδιά της. Ἔνιωσε νά φεύγουν οἱ ἁμαρτίες της, ὅπως τά ξερά φύλλα στό φύσημα τοῦ ἀέρα καί ὅπως σκορπᾶ ὁ δυνατός ἄνεμος τίς ξερές φλοῦδες ἀπό τούς κορμούς τῶν μεγάλων δέντρων. Εἶναι δική της, ἡ παραστατική αὐτή εἰκόνα καί περιγραφή. Εἶναι εὐνόητο ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς ὅτι ἡ καρδιά τῆς Γαλάτειας πού πόνεσε δυνατά ἀπό τήν σωτήρια συντριβή τῆς μετανοίας, τράβηξε δυνατά ἀπό τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἡγεμόνα νοῦ καί πυρπολήθηκε δυνατά ἀπό τήν πυρκαϊά τῆς θείας ἀγάπης. Ἔκτοτε, ἕνας θεῖος ἔρωτας ἐγκαθιδρύθηκε μέσα της καί σηματοδότησε καταλυτικά τήν μετέπειτα πορεία της. Αὐτό τό μεγάλο καί καθοριστικό γεγονός τῆς πρώιμης νεότητάς της, τό κράτησε μυστικό μέχρι τά 85 χρόνια τῆς ζωῆς της, ὁπότε καί μᾶς τό φανέρωσε.

Εἶναι προφανές, ὅτι ὁ Θεός τῆς ἔστειλε τά γλυκάδια τοῦ Παραδείσου καί τήν καλοῦσε στή σταυρική ὁδό, πού ἀπολήγει θριαμβευτικά στήν πλατιά λεωφόρο τῆς Ἀναστάσεως. Ποῦ νά ἀκούσει ἡ Γαλάτεια γιά γάμο, ἔπειτα ἀπό τό συνταρακτικό αὐτό γεγονός! Αὐτό πού ἔζησε ἦταν μία ἐνυπόστατη ἔλλαμψη, ἡ πρώτη θεωρία τοῦ Θεοῦ πού ἄμεσα ἐπισφράγισε τήν ζωή της. Ἔλεγε: «ὅταν κανείς φάγει τό παντεσπάνι, τοῦ φαίνονται μετά ἄνοστα ὅλα τά γλυκίσματα». Καί ἐκείνη γεύτηκε ἐμπειρικά τόν Θεό, γι’ αὐτό καί ἀποποιήθηκε μετ’ αποστροφῆς καί βδελυγμίας τίς αἰσθησιακές ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου καί πάντα «τά τοῦ βίου τερπνά πρός χαμαιζηλίαν». Ἀπέκτησε ἄλλο μέτρο ἀξιολογήσεως τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Καί αὐτό δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Γλυκάθηκε ἀπό τά πρῶτα σημάδια τῆς ἄμεσης θεϊκῆς παρουσίας καί ἔτρεχε ἀκαταπαύστως νά βρεῖ, τό ἀνεξάντλητο ζαχαροπλαστεῖο τῆς Χάριτος. Τά κοσμικά μεγαλεῖα, τά φανταχτερά φορέματα, τά μεγαλοπρεπῆ οἰκοδομήματα, τά ἐντυπωσιακά ἐνδύματα, οἱ τίτλοι καί τά ἀξιώματα, ἡ προβολή καί ἡ φιλαρέσκεια, οἱ διασκεδάσεις καί ἡ αἰσθησιακή ζωή, τῆς ἦταν ἀποκρουστικά, ὥστε πολλές φορές προσποιήθηκε τήν ἄρρωστη γιά νά τά ἀποφύγει μή ἔχοντας ἄλλο τρόπο νά ἐπικαλύψει τόν πλοῦτο τῆς ἐσωτερικῆς της πληρότητας.

Ἀνέπτυξε ἰδιαίτερη σχέση μέ τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ! Ἡ ἐπισφαλής ὑγεία τῆς ἀγαπημένης της ἀνιψιᾶς Ἀντωνούλας, τήν ὁδήγησε νά στείλει ἐπωνύμως τό τάμα της στόν Πανορμίτη τῆς νήσου Σύμης. Σφράγισε τά σχετικά μέσα σέ ἕνα μπουκάλι καί τό πέταξε στήν θάλασσα. Τό τάμα της πῆγε ἐνδοθαλασσίως στόν προορισμό του, ἔλαβε τήν ἐνημερωτική ἀπάντηση ἀπό τό προσκύνημα καί ἡ μικρή Ἀντωνούλα τήν ἑπόμενη μέρα μίλησε. Ἔκτοτε, ἡ σχέση της μέ τόν Ἀρχάγγελο ἦταν διά βίου ζωηρή, ἄμεση, δυνατή καί τά θαύματα πού ἐπιμαρτυροῦν αὐτή τήν διάθερμη ἀγαπητική συναλληλία, ἦσαν συνεχῆ καί ἀπροσμέτρητα. Πέταξε καί ἕνα ἄλλο μπουκάλι στό Λιβυκό Πέλαγος, πού βρέθηκε σ’ ἕνα ἐρημοκκλῆσι στήν Ἀνώπολη Σφακίων καί ἔγινε αἰτία αὐτό τό θαῦμα, νά ἀνακαινισθεῖ καί νά ξαναλειτουργήσει ὁ πεπαλαιωμένος καί ἐγκαταλελειμμένος αὐτός ναός.

Ὁ Ἀρχάγγελος, συνεχῶς ἔδειχνε τήν εὔνοιά του στήν νεαρή κόρη μέ τήν ἰσάγγελο πολιτεία. Καί ὅταν κάποτε, πιέσθηκε πολύ γιά νά ἐνδώσει στήν ὁλοκλήρωση ἑνός συνοικεσίου, πῆρε ἀγκαλιά τήν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου καί τόν καθικέτευε σπαρακτικά στό δωμάτιό της νά ἐπέμβει δυναμικά καί νά ματαιώσει τήν ἐξύφανση τῆς θετικῆς προοπτικῆς. Ἡ παρουσία του καί πάλι, ἦταν ἄμεση. Ἔγινε σεισμός στό σπίτι, ξεμανταλώθηκαν οἱ πόρτες, ἕνας θόρυβος τάραξε τούς προξενητές καί τούς ἐνοίκους. Ὁ εὐλαβής ἰατρός πατέρας, πείσθηκε πλέον ὅτι ἡ ὑπόθεσις γάμος ἦταν γιά τήν Γαλάτεια τελείως ἀτελέσφορο γεγονός καί κάθε ἄλλη διαχείρισις τοῦ πράγματος, θά ἀπέβαινε γι’ αὐτήν μαρτύριο.

Ἡ ἔγκαρπη ἀφιέρωσίς της στόν Θεό, νοηματοδοτήθηκε καθοριστικότερα ἀπό τήν συνοίκησή της 40 περίπου χρόνια μέ τήν ἀνιψιά της Ἀντωνία. Ἀγάπησε αὐτό τό παιδί ὅσο τίποτα στόν κόσμο. Θυσιαστικά τοῦ δόθηκε. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς καταστάσεως, εὐαισθητοποίησε ἔτι περισσότερο τήν ἤδη ἐκλεπτυσμένη ψυχή τῆς Γαλάτειας. Ἔγινε ὁ Φύλακας Ἄγγελός τῆς Ἀντωνίας. Σέ συνεπικουρία μέ τούς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ, οἰκονομοῦσε τίς ποικίλες ἀνάγκες του, φρυκτωροῦσε σάν ἄγρυπνος φύλακας στίς ἐπάλξεις τῆς ἀκεραιότητός του καί διήνθιζε μέ ροδοπέταλα ἀσύλληπτης ἀγάπης καί προσφορᾶς, τήν ἀνέμελη καθημερινότητά του.

Πέρασε πολλά: Ἐπιθέσεις ἀπό ἀνθρώπους, ὕβρεις, προσβολές, χλευασμούς, ἀμφισβητήσεις. Δέν εἶναι εὔκολο νά οἰκονομεῖς ἕνα ἄρρωστο παιδί καί πολλοί τῶν ἀνθρώπων εἶναι σκληροί καί ἀνάλγητοι. «Τόν σταυρό μου –ἔλεγε– τόν γνωρίζω μόνο ἐγώ καί ὁ παντεπόπτης Θεός». Ὅμως, ἔκανε ὑπερβάσεις ἀγάπης καί ἅλματα συγχωρητικότητος. Ὁ καλός κολυμβητής, γράφει ὁ Ὅσιος Διάδοχος Φωτικῆς, δέν πάει κόντρα στόν ἀφρό τοῦ κύματος ἀλλά περνᾶ ἀπό κάτω. Σέ κανέναν δέν κάκιωσε, δέν μνησικάκησε, δέν διατύπωσε παράπονο ἤ ἀρνητικό λόγο. Προπάντων γιά κανένα δέν ἀθυροστόμησε καί δέν κράτησε μέσα στήν ψυχή της ἴχνη ἐμπάθειας ἤ τάσεις ἐκδικητικότητας. Τό ποιοί τήν πίκραναν καί τήν πλήγωσαν, κανένας μας δέν τό πληροφορήθηκε ποτέ…

Παράλληλα μέ τήν ἄρση τοῦ βαρύτατου αὐτοῦ σταυροῦ, καλλιέργησε ἐπιμελῶς καί τήν ἄσκηση γιά τήν πλήρη μεταμόρφωση τῆς καρδίας της. Ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀπειράριθμες γονυκλισίες, ἐποικοδομητική μελέτη, ἔμπρακτη ἐξάσκηση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, συνεχής ἐκκλησιασμός καί μάλιστα λίαν πρωί πρίν τήν ἔλευση τοῦ ἱερέως στόν ναό, ἐξονυχιστικός ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως, τακτική προσαγωγή στήν ἐξομολόγηση, συχνότατη μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐξαντλητική νηστεία καί προπαντός ἐπιμελημένη ἐφαρμογή τῆς ἔγκαρπης σιωπῆς. Ὁ ἀνιψιός της ὁ Νῖκος εἶπε κάποτε: «νήστεψε ὅσο ὅλες οἱ καλόγριες τῆς Κρήτης καί προσευχήθηκε ὅσο προσευχήθηκαν ὅλες αὐτές μαζί».

Ἡ θεοειδής πολιτεία της καί ἡ γονιμότατη ἄσκησή της, ἰδιαιτέρως, ὅμως, ἡ πύρινη προσευχή της, τήν ἐξακόντισαν στά οὐράνια σκηνώματα καί ἐνετύπωσαν τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά της. Θεωροῦσε τήν προσευχή σάν τήν πιό ἰσχυρή ὥρα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ζοῦσε μέ τήν προσευχή τήν πιό δυνατή κοινωνία καί ἐπικοινωνία. Γι’ αὐτό, τό περίσσευμα τῆς ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς πού ἔτρεφε πρός τόν Σωτῆρα Χριστό, τό διοχέτευε στό κανάλι τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Ἡ προσευχή τῆς ἔδινε δύναμη. Μέ τήν προσευχή προσείλκυε τήν Χάρη καί προσαύξησε τίς ἀρετές τῆς ἀγνότητας, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς σιωπῆς καί τῆς ἀγάπης. Εἶχε τόσο ἰσχυρή καί δυνατή προσευχή, ὥστε κάποιες φορές, μικρά παιδιά, ἐν ὧρᾳ Θείας Λειτουργίας, τήν ἔβλεπαν φωτεινή καί μετάρσια, νά ἐξυψώνεται ἀπό τήν γῆ καί οὐράνιες ἀγγελικές ταξιαρχίες νά τήν περικυκλώνουν καί νά ψάλλουν μαζί της.

Οἱ Πομπιανοί καί οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν τήν ἀγάπησαν καί τήν σεβάστηκαν πολύ. Μοῦ εἶπε κάποτε ὁ ἀείμνηστος ἐπιφανής Πομπιανός Μανώλης Φουστανάκης: «Μέ ἐπιστημονικό μικροσκόπιο ἄν διερευνήσουμε τήν ζωή τῆς Γαλάτειας, δέν θά μπορέσουμε νά βροῦμε κακό». Ἀσφαλῶς σάν ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ, θά εἶχε καί αὐτή τίς ἀδυναμίες της καί κάποιες ἀνθρώπινες πλευρές της. Ὅμως, ἦταν τόσο ἀθῶα καί παιδικά αὐτά, ὥστε τά προσπερνοῦσες μέ θυμηδία, γιατί μόνο χαρά, πλατυχωρία καί ἄνεση σοῦ προκαλοῦσαν, τά ἐλατήρια καί οἱ προθέσεις τῆς καρδιᾶς της. Ὅλοι θαύμαζαν τήν ταπεινότατη καί ἐνάρετη γιατροπούλα, πού καιγόταν σάν τό λιβάνι στήν ἀνθρακιά γιά νά εὐωδιάσουν οἱ ἄλλοι καί ἔλιωνε σάν τό φλογισμένο μελισσοκέρι γιά νά ἀποκομίσουν τό φῶς καί τήν λάμψη πού ἐξέπεμπε οἱ ἀναγκεμένοι συνάνθρωποί της. Ἀλλά, ἄν θέλαμε νά αποδώσουμε τό μεγαλεῖο τῆς Γερόντισσας ἐπιγραμματικά, θά ἀναφέραμε δύο λέξεις: ἦταν ἡ ἐνσάρκωσις τῆς ταπεινοφροσύνης καί τῆς ἀγάπης.

Ἦταν ὄντως ταπεινή. Κανένας μεγαλοϊδεατισμός, οὔτε ἀκροθιγῶς δέν ἐκκολάφθηκε στήν ψυχή της. Δέν ἦταν αὐτό κομπλεξικότητα γιατί ἦταν ἐλεύθερη ἀπό συμπλεγματικές καταστάσεις, οὔτε αἴσθημα μειονεξίας γιατί διέθετε ψυχική πληρότητα. Ἦταν ἡ βαθειά καί ἁγία ἀρετή πού τῆς ἀπεκάλυπτε τήν χοϊκότητα καί τρεπτότητα τοῦ ἑαυτοῦ της καί τήν ἔκανε νά γνωρίζει τά μέτρα της. Εἶχε διαρκῶς τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι ἡ χειρότερη τῶν πάντων, φιλοῦσε τά χέρια ὅλων καί ζητοῦσε συγχώρηση. Δέν τό ἔκανε ἀπό ταπεινοσχημία ἀλλά, μέ πλήρη ἐπίγνωση μηδαμινότητος, φρονοῦσε ὅτι εἶναι πολύ χαμηλά, στό μηδέν, ὅτι τῆς λείπουν ἀκόμη πολλά, ὅτι δέν εἶναι αὐτή πού ἔπρεπε καί μποροῦσε νά εἶναι. Τήν χαρακτήριζαν ὁ καλός λογισμός γιά τόν πλησίον της καί ἡ ἀνελέητη αὐτοκριτική γιά τόν ἑαυτό της. Καί ὁ ἀγωνοθέτης Θεός, τήν ἐξακόντισε ἀπό τά βάθη τῆς βιωματικῆς οὐδενίας, στά ὕψη τῆς ἀπερινόητης θεοπτίας, γιατί «πᾶς ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται» κατά τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου μας.

Ἡ ἀγάπη της, παροιμιώδης καί ἀσύγκριτη. Ἀγαποῦσε τούς πάντες, προπαντός τούς φτωχούς καί τούς κατατρεγμένους, τούς χωλούς καί ἀναπήρους, τούς ἐνδεεῖς καί τούς πάσχοντες, τούς ὁδοιπόρους καί πάροικους, τά μικρά παιδάκια καί τούς γέροντες καί ὅλους τούς φόρτωνε διακριτικά μέ τά δῶρα τῆς ἀγάπης της. Καί ἡ πολλή ἀγάπη γέννησε τήν διακριτικότατη ἐλεημοσύνη της. Ὁμολογῶ, μετά παρρησίας, ὅτι εἶναι τό πιό ἐλεήμων πρόσωπο πού γνώρισα στήν ζωή μου. Ἔπαιρνε τόν μισθό της καί τόν σκόρπιζε ἀμέσως. Ἔλεγε: «ἔκανα συμφωνία μέ τήν Παναγία, ἐγώ νά ἀδειάζω τό σπίτι μου καί Αὐτή νά μοῦ στέλνει ὅ,τι χρειάζεται γιά νά περνῶ τήν κάθε μέρα», «καμμιά φορά – ἔλεγε – καθυστερεῖ γιά νά μέ δοκιμάσει. Ὅμως, ἐγώ ἡσυχάζω καί γιατί ξέρω πώς ὁπωσδήποτε θά ἔλθει. Καί πράγματι –συνέχιζε- μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, νά’ το καί φθάνει. Δέν μέ βγάνει ἡ Παναγία ἀπό τόν λόγο Της».

Μέχρι τά βαθειά της γεράματα, σκορποῦσε, ἔδιδε «τοῖς πένησι». Ἦταν γερόντισσα πιά, χειρουργημένη καί στά δύο πόδια ἀλλά ἔστηνε μία μεγάλη κατσαρόλα φαγητό γιά νά μήν στερηθοῦν οἱ μοναχικοί γέροντες καί ἕνας ἄρρωστος ἡλικιωμένος τῆς γειτονιᾶς. Γι’ αὐτό, λίγο πρίν τό τέλος, τήν ἐπισκέφθηκαν ἀνάμεσα σέ ἄλλους, οἱ ἑπτά Ἀρχάγγελοι πού μεταφέρουν τίς προσευχές τῶν ἁγίων ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό. Τῆς συστήθηκαν μέ τά ὀνόματά τους, δέν τά λησμόνησε ἀλλά τά ἐνέταξε στήν καρδιακή μνήμη της: Μιχαήλ, Γαβριήλ, Οὐριήλ, Ραφαήλ, Φαναήλ, Θαναήλ. Ὁ Οὐριήλ τῆς εἶπε ὅτι φυλάει τήν ἄβυσσο. Σήκωσαν ψηλά τίς ρομφαῖες καί τῆς ἔκαναν «ρεκάπιτο» ὅπως εἶπε, γιά νά περάσει. Τήν ὁδήγησαν σέ ἕνα πάγχρυσο παλάτι. Εἶναι ὁ τόπος τῆς κατοικίας σου, τῆς εἶπαν. Στή μέση ξεχείλιζε ἕνα ὁλόχρυσο δοχεῖο πού ἀνέβλυζε κρυστάλλινο νερό. Ρώτησε: «τί εἶναι αὐτό;» «εἶναι τό δοχεῖο τῆς καρδιᾶς σου» ἀπάντησαν. «Καί ξεχειλίζει ἡ ἁγνότητά σου, ἡ σιωπή σου, ἡ ταπεινοφροσύνη σου καί οἱ ἐλεημονιές σου».

Ἡ πρόωρη κοίμηση τῆς Ἀντωνούλας, τῆς κόστισε πολύ. Ἔκλαιγε συνεχῶς ἀλλά ἐπαρηγορεῖτο ἀπό τήν ἐλπιδοφόρα προσδοκία τῆς ἐπανασυνάντησης στήν αἰωνιότητα. Ἦταν τό 1998 ὅταν ἄρχισαν καί τά προβλήματα ὑγείας τῆς Γερόντισσας. Δέν θά μποροῦσε, λόγῳ σωματικῆς ἀδυναμίας, νά οἰκονομεῖ μέ τήν ἴδια φροντίδα τό παιδί. Ἐκείνη τήν χρονιά διορίσθηκε καί ἡ εὐτέλειά μου ἐφημέριος στήν Πόμπια. Δεθήκαμε πολύ, σάν μάνα μέ παιδί, εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια. Τῆς ἔδωσε πληροφορία ὁ Θεός στήν προσευχή: «Σοῦ πῆρα τήν Ἀντωνία ἀλλά σοῦ ἔστειλα τόν Ἀντώνιο». Καί πράγματι! Τήν ἀγάπησα ὅσο καί τούς φυσικούς μου γονεῖς ἤ ἴσως, ἀκόμη καί περισσότερο. Ἀπήλαυσα κοντά της, τήν ἀκένωτη μητρική στοργή καί τήν ἀνύστακτη φροντίδα της. Εἴθε δέ, νά διαποτίσει καί τό ἄγονο ἔδαφος τῆς δικῆς μου ψυχῆς, τό ζωηφόρο νᾶμα πού εἶδα τόσα χρόνια νά ἀναβλύζει ἡ ἔνθεη βιωτή της καί ἡ ἰσάγγελος πολιτεία της…

Ποτέ δέν περιαυτολόγησε. Εἶχε αἴσθηση, ὄχι ἁπλῶς μηδαμινότητας, ἀλλά ἀπόλυτης οὐδενίας. Τήν βρήκαμε πολλές φορές νά ἔχει ἐπιδοθεῖ σέ θρῆνο μετανοίας, νά χτυπᾶ τό πρόσωπό της καί νά αὐτοαποκαλεῖται «πόρνη, ληστίνα, ἔκτρωμα, ἐλεεινή». Λυπόταν ὅταν τήν ἐπαινοῦσαν γιατί νόμιζε ὅτι ἀδικοῦσαν κατά πολύ τήν πραγματικότητα καί πήγαινε κόντρα, προσέκρουε βάναυσα, στήν δίκαιη ἀποτίμηση τοῦ Θεοῦ. Χαιρόταν στίς κατηγορίες γιατί τίς ἐκλάμβανε – ὅπως ἔλεγε – ὡς εὐκαιρίες γιά διόρθωση, μετάνοια καί σωτήριο ἐπαναπροσδιορισμό ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεώς της. Εἶχε ἐγκαθιδρύσει μέσα της ἕνα σπάνιο καί ἀμπλοκάριστο ἐργοστάσιο καλῶν λογισμῶν. Γιά ὅλους εἶχε ἕναν καλό λόγο. Καί τά πιό δύσκολα καί σκανδαλώδη ἐνεργήματα, δέν τά ἀμνήστευε μέν, ἀλλά σιωποῦσε καί προσευχόταν γιά τούς ὑπεύθυνους, ὅταν τά ἐπληροφορεῖτο. «Ἐγώ εἶμαι ἡ μεγαλύτερη ὑπόδικη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ –ἔλεγε– καί δέν ἔχω δικαίωμα νά κρίνω κανέναν». Σέ ὅλους εὕρισκε κάτι καλό καί αὐτό προέβαλε. Τήν ἐνδιέφερε νά βασιλεύει τό καλό στήν ἀνίληψη τῶν ἄλλων καί στήν ὑφή τῆς κοινωνίας. Γι’ αὐτό τελευταία, τῆς ξέφυγε καί εἶπε: «Εἶμαι φορτωμένη ἀπό ἁμαρτίες καί ἐλπίζω μόνο στό ἕλεος τοῦ Θεοῦ, γιατί γέρασα ἄπρακτη ἀπό ἔργα μετανοίας. Γιά κατάκριση ὅμως, νομίζω, πώς δέν θά δώσω λόγο στόν δικαιοκρίτη Θεό…»!

Τά τελευταῖα 20 χρόνια τῆς ζωῆς της, τά πέρασε μέσα στήν καρποφόρο ἐξάσκηση τῆς Ἱερᾶς ἡσυχίας καί στήν πολύφερνη ὑλοποίηση τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης. Ζοῦσε στό κλῖμα τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Ἐλάχιστος ὁ ὕπνος της, πολύ ἐλαχιστοτέρα ἡ τροφή της. Διανυκτέρευε προσευχόμενη. Ὁ νοῦς της, τελείως ἐξαγιασμένος, βρῆκε τόν ἀρχέγονο τόπο του, πῆγε στόν φυσικό προορισμό του. Ἐνεργοποιήθηκε μέσα στό ἀπύθμενο πηγάδι τῆς βαθείας καρδίας, ὅπως περιέγραφε ἡ ἴδια ἡ Γερόντισσα. Ἀπό ἐκεῖ ἐξακοντίσθηκε αὐτός ὁ θεοειδέστατος νοῦς της στά ἐπουράνια. Διείσδυσε ἐπαρκῶς στά ἄφατα καί συγκλονιστικά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπε καί ἀπολάμβανε τό ἄπλετο καί γαλαζόλευκο Φῶς τοῦ Θεοῦ, τήν ἄφατη δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος πού εἶναι ἀσχημάτιστο καί ὁμοιογενές -ὅπως ἔλεγε- καί δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ὁ ἥλιος εἶναι λυχναράκι μπροστά Του. Διέκρινε μέσα στό ἐνιαῖο ἐκεῖνο ἀμήχανο Φῶς, τρία φῶτα, τίς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἔκανε μοναδικές ἐμπειρικές περιγραφές, πού μόνον μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τίς ἀπετόλμησαν. Ἔβλεπε ἄσαρκο Φῶς, τόν Ἄναρχο Πατέρα τήν πηγαία Θεότητα. Ἔβλεπε σεσαρκωμένο Φῶς, τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο καί περιέγραφε μέ ἐκπληκτική εὐκρίνεια τά ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά Του. Ἔβλεπε καί τό τρίτο Φῶς, τό Πανάγιο καί Ζωοποιό Πνεῦμα νά συνέχει τήν Ἐκκλησία, νά προχέεται στίς καρδιές ἀπό τά Ὠμοφόρια τῶν Ἐπισκόπων καί τά Ἐπιτραχήλια τῶν ἱερέων καί νά σηκώνει ἐπαρκῶς μέσα στά δάκρυα τῆς προσευχῆς καί τούς στεναγμούς τῆς μετανοίας. Ἦρθε -ἔλεγε- τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀλλά δέν ἔφυγε. Κινεῖται στόν κόσμο μέ μεγάλο κρότο, «ὡς ἦχος φερομένης, βιαίας πνοῆς» ἀλλά δέν τόν ἀκούει κανείς, μόνο ὅσοι ἔχουν ἐνεργοποιήσει τόν κρυφό μηχανισμό τῆς καρδίας.

Μέ τήν διόπτρα τοῦ νοῦ, τήν λεπτοτάτη προσοχή, τά «κιάλια» τῆς καρδιᾶς, ὅπως τά ὀνόμαζε, ἀνίχνευε τά ἐπουράνια καί τά καταχθόνια ἀλλά καί τά κρυπτά τῆς καρδίας τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἶχε βιωματική γνώση τῶν διαβαθμίσεων τοῦ οὐρανοῦ. «Ἔχει –ἔλεγε- ὁ οὐρανός πολλές καταστάσεις Χάριτος πού ἐπεκτείνονται ὡς τό ἄπειρο καί δέν τελειώνουν ποτέ…». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔβλεπε τίς ἐναλλαγές τῶν αἰώνων. Ἄφηνε, ὅμως, τόν νοῦ της νά κατέρχεται καί στά φλογισμένα και ἀφεγγῆ βασίλεια τῆς κολάσεως. Εἶδε πολλούς, ἀλλά οὐδέποτε μαρτύρησε κανέναν. «Ἀνάβω κεράκια -ἔλεγε- κάνω πολλή προσευχή καί τούς βάζω σέ κίνηση βελτιώσεως, γιατί εἶναι μαρμαρωμένοι οἱ καημένοι». Ταυτίστηκε χαρισματικά μέ ὅλο τόν κόσμο. Εἶχε προσλάβει μέσα της «παγγενῆ» τόν Ἀδάμ. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό της ὑπαίτιο γιά ὅ,τι κακό συμβαίνει στήν οἰκουμένη. Γι’ αὐτό τίς πρῶτες πρωινές ὥρες, ἔκανε μία μακροσκελῆ αὐτοσχέδια, συγκλονιστική προσευχή, πού περιελάμβανε ὅλη τήν κτίση καί κάθε γένος ἀνθρώπων «τῶν ὑπό τόν οὐρανόν».

Ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου της καί ὁ γλυκασμός πού ἐξέπεμπε ἡ καρδιά της, προσέλκυσαν πλησίον της ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων, ἰδιαίτερα νέων, πού προσέτρεχαν κοντά της, γιατί ἔβλεπαν τήν ἀειθαλῆ καί ἀθάνατη ζωτικότητα μέσα σέ μία εὔθραυστη καί ἀποκαμωμένη χοϊκότητα. Μία πνευματοφόρο καί ἐν-χριστωμένη ψυχή μέσα σ’ ἕνα λιπόσαρκο καί γηραιό σῶμα. Ἐκείνη αἰσθανόταν ὡς μητέρα. Ἀγκάλιαζε ἰδιαίτερα τούς πολύ ἁμαρτωλούς, ἀναπτέρωνε ἐλπίδες, ἰσχυροποιοῦσε τό φρόνημα τῆς πνευματικῆς μετάλλαξης, τόνιζε τίς ἀτέρμονες διαστάσεις τοῦ Θείου Ἐλέους καί τήν ἀπεραντοσύνη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τούς προσλάμβανε μέσα στήν θαλπωρή τῆς καρδιᾶς της, γιά νά ζεστάνει ἀπό τήν παγωνιά τῆς δαιμονικῆς κυριαρχίας, ἀκόμη καί βαρυποινίτες φυλάκιζε στοργικά μέσα στά κελιά τῶν ἐνδομυχίων της, γιά νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τίς ἀλυσίδες τῶν παθῶν τους καί νά τούς χαρίσει τήν ἐσωτερική ἐλευθερία. Δέν ἄφηνε ὅμως, καί κανέναν νά ξεθαρρεύει. Ἐπαναλάμβανε μέ δικό της τρόπο, τήν ἐπωδό τοῦ Ὁσίου Νίκωνος τοῦ μετανοεῖτε, «Μετά τήν ἐνθέδε ἐκδημίαν, μετανοίας ἰσχύς οὐδεμία».

  • Οἱ παρακαταθῆκες της ἁπλές καί πρακτικές ἀλλά ἀποστάγματα ἁγιοπνευματικῆς σοφίας καί χάριτος.
  • «Ἡ γλῶσσα –ἔλεγε– εἶναι ἡ καλύτερη φιλενάδα τοῦ σατανᾶ».
  • «Νά ἔχετε τέσσερα πράγματα: Ἀγάπη, ταπεινοφροσύνη, σιωπή καί ἐλεημοσύνη ἐν κρυπτῷ».
  • «Νά ἐξομολογεῖσθε ὅπως πρέπει, γιά νά μήν ἔχει οὔτε πατημασιές ὁ διάβολος μέσα σας».
  • «Νά μήν κακολογοῦμε τούς ἄλλους, γιατί ἔπειτα θά μᾶς κακολογήσει κι ἐμᾶς ὁ Θεός ὅταν ξανάρθει στόν κόσμο».
  • «Νά προσεύχεσθε μέ τήν εὐχή <Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με>, ἀλλά καί Τριαδολογικά. Ἐγώ λέγω»:
  • «Πατέρα ἐπουράνιε συγχώρεσέ με,
  • Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με,
  • Πνεῦμα Ἅγιον φώτισέ με».
  • «Ὅποιος φοβᾶται, δέν φοβᾶται». Δηλαδή, ὅποιος φοβᾶται τήν ἁμαρτία δέν φοβᾶται τίποτα.

Ἡ διαρκής μέθεξις τῆς Ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ πού ἡ Γερόντισσα εἶχε σέ βαθμό Θεώσεως ἐδραίωσαν μέσα της τήν αἴσθηση τῆς οὐδενίας καί τήν ἀποστροφή στόν ἑαυτό της, μέχρι αὐτομίσους. Ταυτόχρονα γιγάντωνε τήν χαρισματική κατάσταση τῆς μετανοίας ὡς μυστήριο καί βίωμα διαρκείας. Ἔλεγε: «Μέσα ἀπό τήν καρδιά βλέπω τί εἶναι ὁ Θεός καί τί εἶμαι ἐγώ. Ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν καί ἐγώ ἕνα μηδέν. Τόν εὐχαριστῶ, ὅμως, πού μοῦ δείχνει τά χάλια μου καί μοῦ δίνει παράταση μετανοίας. Ζῶ καθημερινά τό μυστήριο τῆς Ἀγάπης Του. Ὅ,τι τοῦ ζητήσω μοῦ τό δίνει. Χατῆρι δέν μοῦ χαλᾶ κι ἄς εἶμαι τό πιό ἄτακτο παιδί Του. Εἶναι σάν ἕνα κοπέλι πού τό πέμπω στίς μαντατοφοριές. Μέ φροντίζει καί μέ στηρίζει σέ βαθμό πού δέν ἀντέχω, ἐνῶ ἔπρεπε νά μοῦ δίνει νερό νά πίνω ἀπό τούς βόθρους τῆς Νέας Ὑόρκης, γιατί οἱ ἀποχετεύσεις τοῦ χωριοῦ μου εἶναι καθαρές».

Ὅσο πλησίαζε τόν Θεό καί σπούδαζε ἐμπειρικά τό ἀπερινόητο τῆς Ἀϊδιότητός Του, τόσο χαμήλωνε στήν διόπτρα τῆς ψυχῆς της ἡ ἰδέα γιά τόν ἑαυτό της καί μέ ποταμούς δακρύων ζητοῦσε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ γενναιόδωρος Χρεώστης τήν προίκισε ἀπό τίς ἀποθῆκες τῆς Ἀγάπης Του μέ σπάνια χαρίσματα: τήν προόραση, τήν δυνατή διόραση καί τήν προφητεία. Ὅλα αὐτά τά θεωροῦσε φυσικά γιά ὅλους, γιατί διέθετε προπτωτική καθαρότητα καί παιδική ἁπλότητα. Σ’ αὐτά δέν θά ἀναφερθῶ λεπτομερῶς. Δέν εἶναι αὐτό τό μεῖζον, οὔτε τό ζητούμενο τῆς στιγμῆς αὐτῆς. Ὅλων τῶν χαρισμάτων της, ὑπερεῖχε ἡ ὑπερφυσική της ἀγάπη της καί ἡ ἀσύγκριτη γιά τά σημερινά δεδομένα ταπεινοφροσύνη της. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος πού τήν συναναστράφηκε καί εἶχε ἐπικοινωνία μαζί της, λέγει ὅτι ὅπου βαθιά ταπείνωσις καί διαρκής μετάνοια δέν ἀναπτύσσεται καμία πλάνη, γιατί δέν ἀντέχει νά ἐνεργήσει ὁ σατανᾶς.

Καί ἡ Γερόντισσα εἶχε σπάνιο χάρισμα διακρίσεως τῶν πνευμάτων, πού ἀποτελεῖ τό προσδιοριστικό ἰδίωμα τῆς ἀπλανοῦς Θεολογίας. Ἦταν προφήτιδα τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιατί ἦταν μία ἀληθινή ἡσυχάστρια. Ξεχώριζε ἄριστα τό ψυχολογικό ἀπό τό πνευματικό, καί τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο. Ἔλεγε: «Ἔρχονται, εἰδικά τήν νύχτα πού προσεύχομαι οἱ δαίμονες μέ ποικίλες μορφές. Ἄλλοτε γίνονται τέρατα φρικιαστικά καί πασχίζουν νά μέ τρομάξουν καί ἄλλοτε εἰδικά στίς ἀρχές, μεταμφιέζονται σέ πνεύματα ἀγαθά καί προσπαθοῦν νά μέ ξεγελάσουν. Τούς προδίδει, ὅμως, ἡ βρῶμα τους. Μία ἄλλη αἴσθηση δυσοσμίας πνευματικῆς, πού δέν γίνεται ἀντιληπτή ἀπό τήν σωματική ὄσφρηση καί εἶναι χειρότερη ἀπό τά σκουληκιασμένα ζωικά σπλάχνα καί τό σάπιο κρέας τῶν 16 ἡμερῶν. Τά θεϊκά –ἔλεγε- δυναμώνουν τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί τήν ταπείνωση, εἰρηνεύουν καί ἐνισχύουν τήν ψυχή. Τά δαιμονικά, ὅσο καμουφλαρισμένα καί νά ‘ναι, δημιουργοῦν ταραχή, φόβο, ὑπερηφάνεια, σέ πιάνει ἀπό τήν βρῶμα τάση ναυτίας, μεταταράσσονται τά σπλάχνα σου».

Πολλές φορές τήν εἶδα γιά παραδειγματισμό μου σέ κατάσταση Θείας ἀρπαγῆς, βυθισμένη μέσα στήν καρδιά καί ἀπό ἐκεῖ ἐξακοντισμένη στούς οὐρανίους κόσμους, φωτεινή καί «ἀχάμπαρη» γιά τό τί συνέβαινε γύρω της. Τό φῶς τοῦ Θεοῦ -ἔλεγε- τό ἔβλεπε μέσα ἀπό τό χάος τῆς καρδιᾶς πού τῆς ἦταν πάμφωτο, τραβιόταν ὅμως καί τά σαρκικά της μάτια καί τά αἰσθανόταν νά ἀλλοιώνονται, τό ἔβλεπε -ὅπως ἐδιηγεῖτο- «ἀπό τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς ἔως τά κράνυχα τῶν ποδιῶν», ὅλες οἱ αἰσθήσεις γινόταν μία. Παντοῦ βασίλευε ὁ Χριστός καί δέν ἤξερε ἀπό ποῦ τελικά ζοῦσε ὅλες αὐτές τίς ὑπερφυεῖς δωρεές τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος. Ἔλεγε ἀποφατικά: «Αὐτά γλῶσσα δέν τά διηγεῖται καί ἀνθρώπινος νοῦς δέν τά χωρεῖ. Οὔτε ἀγγελικός νοῦς δέν τά χωρεῖ ὅλα. Ἀπορῶ πῶς ὐπάρχουν ἄνθρωποι πού λέγουν πώς δέν πιστεύουν».

Ἡ βρώμα πού αἰσθανόταν ἐνώπιον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ὀφείλεται στό ὅτι ἡ ἴδια εἶχε νοερά καρδιακή προσευχή. Αἰσθανόταν -ὅπως ἔλεγε- τήν καρδιά της νά μουρμουρίζει καί εἰδικά τίς νύχτες, ζοῦσε «ἔντονα πνευματικά γλέντια». Ἦταν ζωομύριστη καί μυρίπνοη ἀπό τά μῦρα τοῦ Πνεύματος, γι’ αὐτό διέκρινε τήν νεκροποιό ὀσμή καί τήν ἀηδιαστική ἀποφορά τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων. Ἐνεργοποίησε ἡσυχαστικῶς τό Ἅγιο Χρῖσμα μέσα στήν καρδιά της. Αὐτό ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅταν γράφει: «ἡμεῖς ἐλάβομεν χρῖσμα ἐκ τοῦ Ἁγίου καί γινώσκομεν αὐτόν». Τό Χρῖσμα εἶναι ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ Ἁγίου Μύρου μέσα στήν καρδιά, ἡ νοερά προσευχή, ὁ φωτισμός τοῦ νοός, καταστάσεις πού ὅταν ἀπουσιάζουν, πανεύκολα μπορεῖ νά εἰσέλθει τό μικρόβιο τῆς οἴησης μέσα στόν ἐσωτερικό χῶρο καί ὁ ἄνθρωπος, ἀντί νά ὡριμάζει σάν εὔγευστο φροῦτο χάριτος, νά ἀποσαθρώνεται, ἀπό τό σκουλῆκι τῆς πλάνης, σάν κούφιο ἀνούσιο καρπολόγημα, καί ἐν τέλει νά ἀπωλεσθεῖ.

Οἱ μεγάλοι σύγχρονοι ἡσυχαστές τῶν Ἀστερουσίων, Ὅσιοι Γέροντες Ἀναστάσιος ὁ Κουδουμιανός καί Νεῖλος ὁ Ἁγιοφαραγγίτης τήν ἐκτιμοῦσαν καί τήν ἐσέβοντο ἀπεριόριστα. Καί οἱ δύο ἔσκυβαν καί ἀσπαζόταν τό χέρι της. «Εἶδα τήν προσευχή της καί τρόμαξα» μοῦ εἶπε ὁ Γέρων Ἀναστάσιος, μία ἀπό τίς δύο φορές πού τήν ἐπισκέφθηκε στό σπίτι της. Καί ὅταν ἡ Γερόντισσα τόν ἐπισκέφθηκε στό Βενιζέλειο Νοσοκομεῖο τοῦ Ἠρακλείου, πάλιν ὁ Μέγας Ἐκεῖνος Γέρων, ἄν καί σέ καταστολή δυνάμεων, βρῆκε τό σθένος, ἀνασηκώθηκε, ἄρπαξε τό χέρι της καί τό καταφιλοῦσε.

«Γιατί μοῦ τό κάνουν αὐτό οἱ Δεσποτάδες καί ἀσκητές» ρωτοῦσε μέ παιδική ἀφέλεια ἡ Γαλάτεια. «Γιατί –τῆς ἀπαντοῦσα- φαίνεσαι ἐκατόν ἐτῶν, ἐπειδή εἶσαι κυρτωμένη πολύ καί σέβονται τό γῆρας σου».

«Μπρέ, μπρέ ταπείνωση –ἐπαναλάμβανε ἔκπληκτη ἐκείνη-. Θά εἶμαι ἀναπολόγητη στόν Θεό ἄν δέν μετανοήσω, ἀφοῦ τέτοιοι ἄνθρωποι σέβονται τά γεράματα καί τόν κακοποδομό μου».

«Γιατί, Γέροντα, ἀνέβηκε ἡ Γαλάτεια τόσο ψηλά;» ρώτησα κάποτε τόν Μεγάλο Ἀναστάσιο.

«Γιατί παιδί μου –ἀπάντησε ἐκεῖνος- ἔσκαψε βαθειά τό χωράφι τῆς καρδιᾶς της μέ τό Ξύλο τοῦ Σταυροῦ μια ὁλόκληρη ζωή. Καί ὁ ἡσυχαστικός σπόρος βρῆκε γόνιμο ἔδαφος καί εὐδοκίμησε πολύ, ἅπλωσε ρίζες καί ἀνυψώθηκε ταχέως μέχρι τίς σφαῖρες τῆς Ἀναστάσεως».

Ἀγαποῦσε πολύ, σάν παιδί της, ὅπως ἔλεγε, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ.κ. Ἱερόθεο. Τόν ἐξομοίωνε μέ τούς Ἱεράρχες πού εἶναι κολλημένοι στόν τοῖχο, ἐννοώντας τίς τοιχογραφίες τῶν ἐκκλησιῶν. Τόν ἐκτιμοῦσε περισσότερο ἀπό ὅλους. Ἔβλεπε, ὅπως ἔλεγε, τήν ἐσωτερική του ἡσυχία καί τήν θεολογική του πληρότητα. Τόν παρακολουθοῦσε μέ τήν διόπτρα τῆς καρδιᾶς, καί χαιρόταν γιά τήν ἀταραξία του στούς πειρασμούς καί τό ἀδιάκοπο «γλυκομουρμούρισμα» τῆς καρδιᾶς του εἰδικά τίς νυκτερινές ὥρες. Λυπόταν πολύ πού οἱ ἄλλοι δέν τό καταλαβαίνουν καί ὑφίσταται τόσες ἄδικες ἐπιθέσεις καί ἀμφισβητήσεις. Ἐκεῖνος εἶναι καί ὁ ἀποδέκτης τῆς πλειονότητος τῶν ἰδιοχείρων ἐπιστολῶν της. Ὑπέρ-ἀγαποῦσε, ὅμως, καί τόν Ἱεροκήρυκα καί Πρωτοσύγκελλό του, π. Καλλίνικο Γεωργᾶτο. Ἀκραδάντως πιστεύω ὅτι θά εἶναι ἡ προστάτιδά του. Ἔλεγε: «Πῶ, πῶ! Αὐτός ὁ <Διάκος> του!» (Διάκος ὄχι μέ ἔννοια ἱερατική ἀλλά μέ τή σημασία, τοῦ ἄοκνου συνεργάτη, τοῦ Διακονητῆ). «Τί εὐλογημένο, τί καθαρό παιδί! Ἄγγελος εἶναι! Τόν βλέπεις στά γραφεῖα, στήν κουζίνα, στά μηχανήματα (Ὑπολογιστές), στά ὑπόγεια μέσα στά χαρτιά καί στίς σκόνες! Ποτέ δέν βάζει κακό λογισμό! Ἀγαπᾶ τόν δεσπότη καί λυώνει (θυσιάζεται) μέ χαρά».

Ἀγαποῦσε ἐπισης σάν γιό της καί ἔτρεφε μεγάλη ἀδυναμία στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Τριφυλίας καί Ὀλυμπίας κ.κ. Χρυσόστομο. Γιά δύο περίπου δεκαετίες εἶχαν καθημερινή ἐπικοινωνία. Τόν εἶχε ἔγνοια γιά τήν εὐαισθησία του καί τήν ἀσκητικότητά του καί νοερῶς ἐμεριμνοῦσε γι’ αὐτόν στοργικά. Ἀγαποῦσε ἐπίσης, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ. Τόν θεωροῦσε λεοντόκαρδο καί ὁμολογητή τῆς Ὀρθοδοξίας. Χαιρόταν πού ἐλέγχει μέ εἰλικρίνεια καί παρρησία τά παρά φύσιν ἁμαρτήματα ἀλλά καί τήν φρικώδη αἴρεση τοῦ παπισμοῦ. «Τόν σκεπάζουν –ἔλεγε- οὐράνιες δυνάμεις καί τόν δυναμώνουν οἱ προσευχές τῶν μοναστηριῶν». Ἀγαποῦσε πολύ καί τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἐδέσσης κ.κ. Ἰωήλ γιά τήν ταπείνωση τήν καλοκαγαθία καί τόν ἀσίγαστο Ἱεραποστολικό του ζῆλο. Ἔλεγε περί αὐτοῦ: «Δέν ξιπάστηκε παιδί μου πού ἔγινε Δεσπότης. Ἔμεινε ὅπως ἦταν. Ἕνας παπᾶς μέ τό στρογγυλό στή μέση (ἐγκόλπιο). Παιδί στήν ψυχή, ἅγιος ἄνθρωπος».

Τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ.κ. Νεόφυτο τόν ἀποκαλοῦσε «θεμελιακό» λόγῳ σωματικῆς διάπλασης καί πνευματικοῦ διαμετρήματος. Χαιρόταν -ἔλεγε- πού χτυπᾶ τά κοσμικά καί προβάλλει τά «ἁγιωτικά», δηλαδή τούς καρπούς τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας καί τούς σύγχρονους Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Χαιρόταν πού ἔχει παρρησιασμένο καί ἁπλουστευμένο θεολογικό λόγο καί ὁδηγεῖ μέ τό φλογερό του περί μετανοίας κήρυγμα, πολλά χαμένα πρόβατα στήν μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεώς μας, ὅσοι τουλάχιστον διαθέτουν πνευματικό αἰσθητήριο, τήν ἀγάπησαν σάν μητέρα τους. Καί ἐκείνη, τούς εἶχε σάν παιδιά της. Τά θαύματα ἀπό τήν προσευχή της, ἀναρίθμητα, ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος. Ἄς μιλήσουν ἐκεῖνοι πού εὐεργετήθηκαν ἀπ’ αὐτήν. Δέν θέλω νά θεωρηθεῖ ὁ δικός μου λόγος, ὑποκειμενική ἀλλοίωση τῆς πραγματικότητας καί συναισθηματική ἔξαρση τῆς στιγμῆς.

Κάποιος ἀδιακρίτως φερόμενος, τώρα τελευταία τῆς εἶπε: «Κρίμα Γερόντισσα πού δέν σέ γνώρισα ἀπό παλαιότερα. Ὅμως ὁ τάδε καλόγηρος σέ μία σύναξη μᾶς εἶπε ὅτι εἶσαι πλανεμένη καί ἄν σοῦ μιλοῦμε θά μαγαρίσουμε»!!! Καί ἡ ταπεινή καί ἀνεξίκακη Γερόντισσα μέ ἔκπληξη καί αὐθορμητισμό, χωρίς ἴχνος ταραχῆς καί ἀναβρασμοῦ, ἀπάντησε: «Ἀπορῶ παιδί μου, γιατί ἔπρεπε νά μέ ἔχεις γνωρίσει νωρίτερα. Δέν ὑπερέχω ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά μᾶλλον ὑστερῶ σέ πολλά. Αὐτό πού σᾶς εἶπε ὁ πάτερ πού μοῦ ἀνέφερες ἰσχύει. Ξέρει αὐτός, εἶναι ἔμπειρος ἄνθρωπος. Ὅμως νά ‘ρχεσαι νά μοῦ συγχωρᾶς, μήπως ξεμαγαρίσω κι ἐγώ ἀπό τίς ἁμαρτίες μου». Ἐκεῖ, θαύμασα, τήν ἑτερογένεση τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῶν δύο. Τήν μεγίστη διαφορά ἀνάμεσα στήν Ἱερωσύνη Ἀαρών καί στήν Ἱερωσύνη Μελχισεδέκ. Τήν χαώδη ἀπόσταση πού ξεχωρίζει τήν ἀλαζονική ἐξουσία τῆς σφραγίδος, ἀπό τα ματωμένα παράσημα πού ἔχουν «οἱ τραυματίες τοῦ Θείου Νυμφίου».

Καί τώρα, ὁλοκληρώνω τήν πενιχρή ἀναφορά μου στό γιγαντιαῖο πνευματικό διαμέτρημα τῆς Γερόντισσας, μέ σύντομη ἐξεικόνιση τοῦ πυρωμένου δειλινοῦ τῆς ἐπίγειας ζωῆς της. Τό διάστημα αὐτό ἦταν τελείως διαφορετικό, ἀπό τά προηγούμενα ἔτη τῆς ἐγκόσμιας διαδρομῆς της. Μέ πεσμένες τίς σωματικές της δυνάμεις, ἀκμαιότατες τίς πνευματικές, ἔμοιαζε μέ πανώριμο φροῦτο πού εὐωδιάζει. Ἴσχυε ἐμφανῶς καί σ’ αὐτήν ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «Εἰ καί ἔξωθεν ἄνθρωπος διαφθείρεται ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ».

Αἰσθητοποιοῦσε τήν πλήρη ὁμογενοποίηση τοῦ ἐσωτερικοῦ της κόσμου. Εἶχε τελείως «παιδιοποιηθεῖ» μέ τήν πνευματική ἔννοια τοῦ ὅρου. Χαιρόταν μέ τά μικρά παιδάκια, μέ τήν παρουσία ἐκείνων πού τήν ἀγαποῦσαν, περιεργαζόταν τήν φύση, τά μικρά τῆς γειτονιᾶς, τό κελάηδημα τῶν πουλιῶν, τόν ἦχο τῆς βροχῆς, τό θρόισμα τοῦ ἀέρα, ἀκόμη καί τούς κλάδους τῶν δένδρων ὅταν φυσοῦσε ὁ ἄνεμος. Ὅλη τήν κτίση τήν αἰσθανόταν ἐναρμονισμένη μέ τήν καρδιά της, νά ἀναφαίρεται στόν Θεό. Εἶναι προφανές ὅτι εἶχε ἀκούσει «τούς λόγους τῶν ὄντων» πού ἀναφέρει ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ἡ καρδιά -ἔλεγε- ἔχει πολλές αἰσθητήριες δυνάμεις, πού ὁ ἄνθρωπος ἀγνοεῖ, γιατί εἶναι ἀπό τήν ἁμαρτία μπλοκαρισμένες. Ὅταν ἐνεργοποιήσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, αὐτούς τούς μυστηριώδεις ἐσώψυχους μηχανισμούς, ὁρᾶται ἐναργῶς ἡ Θεϊκή παρουσία μέσα σέ ὅλο τόν περιβάλλοντα φυσικό χῶρο. Τότε, διαπιστώνει, ὅτι καί τά ἄψυχα τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι ἀμεσότατα ἐστραμμένα πρός τόν Δημιουργό, Τόν δοξολογοῦν καί Τόν ὑμνολογοῦν, ὅπως ἡ ἐκλεπτυσμένη ἀπό τήν Χάρη καρδιά, γι’ αὐτό καί ἀκαταπαύστως συντονίζονται λειτουργικά μαζί της.

Τήν τελευταία χρονική περίοδο, φάνηκε ἐναργέστερα ἡ οἰκουμενική της μητρότητα, τό γεγονός ὅτι συνέλαβε ἁγιοπνευματικῶς καί ἐγέννησε νοερῶς, πολλούς συγχρόνους χριστιανούς. Παρά τό βαθύ γῆρας, εἶχε ἀναπεπταμένες τίς πνευματικές κεραῖες καί ἐνεργοῦσε μέ τεράστια διάκριση, σύνεση καί χιοῦμορ. Ἔλεγε ὑψηλές ἀλήθειες ὡς ἀπόσταγμα τῆς ζωῆς της, ἀλλά μέ πολύ ἔξυπνο καί χαριτωμένο τρόπο, προκειμένου νά συντρίψει σωτήρια, χωρίς νά τόν ἐξουθενώσει ψυχικά καί νά ἔχει τό καλύτερο δυνατό ἀποτέλεσμα τό μητρικό της ἀφύπνισμα καί τό χειρουργικό της ἐγχείρημα. Δέν ἔκανε ποτέ τήν δασκάλα, ἤ τήν μοναχή, ἐνῶ ἦταν στήν πραγματικότητα καί ἄριστος παιδαγωγός καί ἰσάγγελος ἄνθρωπος, πού δίδασκε μέ ἁπλά παραδείγματα νοηματισμένα μέ βαθύ περιεχόμενο, μέ προσευχή καί σιωπή, λεπτότητα καί χιοῦμορ, αὐτομεμψία καί διακριτική συμβουλή: «Βλέπω –ἔλεγε- τούς λογισμούς ὅλων. Ἔρχονται καί μερικοί ἐγκάθετοι γιά νά μέ διερευνήσουν καί νά δημιουργήσουν προβλήματα σέ ἄλλους, γιατί ἐμένα δέν μέ νοιάζει. Ὅσο εἶναι ἐδῶ, δέν μιλάω, προσεύχομαι κοιτάζοντάς τους στήν καρδιά καί τούς ἀγκαλιάζω μυστικά μέ τήν ἀγάπη μου. Φεύγουν μέ καλούς λογισμούς καί οἱ περισσότεροι ξανάρχονται ἀλλαγμένοι».

Ὅταν τῆς ζητοῦσαν εὐχή στερεότυπα σχεδόν ἔλεγε: «Νά ἔχετε τήν εὐχή τοῦ Ἀνάρχου Πατρός, τοῦ Συνάναρχου Λόγου καί τοῦ Συναΐδιου καί Ζωοποιοῦ Πνεύματος. Τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ πού εἶναι ὁ ὑψηλότερος στό ἀνάστημα Ἅγιος ἀλλά καί αὐστηρός ἐπισκέπτης, τῶν Ἀποστόλων καί Πάντων τῶν Ἁγίων. Νά εἶστε κάτω ἀπό τήν σκέπη τῶν Οὐρανίων Δυνάμεων. Καί ἄν ἔχω καί ἐγώ εὐχή, χαλάλι σας».

Τό πέρασμα στήν αἰωνιότητα τό κουβέντιαζε. Μπορῶ νά πῶ τό γλεντοῦσε καί τό προσδοκοῦσε. Δέν ἔδειξε νά φοβᾶται καθόλου τήν φρικτή ὥρα τοῦ θανάτου. Εἶχε καθηλωμένο τό βλέμμα στήν μεγάλη πύλη καί πορευόταν σταθερά στή Βασιλεία τοῦ «Ἀρνίου». Μιλοῦσε γελώντας γιά τό τέρμα τῆς ἐπίγειας πορείας της. Ἑτοίμαζε ἐντατικότερα τόν ἑαυτό της, γιά νά στηθεῖ «εὐπρόσδεκτα» -ὅπως ἔλεγε- στό κριτήριο τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ.

Ἄρρωστη, σχεδόν ἀκίνητη καί ἡμιπαράλυτη, ἐξακολουθοῦσε νά μεριμνᾶ καί νά προσεύχεται. Γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γιά τούς πιστούς, ἀπίστους καί ἑτεροδόξους πού εἶναι «ἐκλελυμένοι καί ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ΄ 36). Γιά τά κουρασμένα γηρατειά, γιά τούς ἐναγώνιους οἰκογενειάρχες καί γιά τήν προβληματισμένη νεότητα. Τό καλοκαίρι τοῦ 2016 ἔλεγε: «Θέλω νά κάθομαι στόν δρόμο γιά νά ἀποχαιρετήσω τό χωριό μου. Ὀλίγος χρόνος μοῦ ἀπέμεινε νά μείνω μαζί σας. Ἀλλά ὁ Θεός πού μᾶς ἐνώνει εἶναι Αἰώνιος».

Πολλά νέα παιδιά, τῆς ἔλεγαν, ὅταν τήν ἄκουγαν νά ἀποχαιρετᾶ: «Δέν θέλουμε νά φύγεις. Ἀλλά ἀκόμη κι ἄν φύγεις, μή μᾶς ξεχάσεις». Καί ἐκείνη μέ ἀπορία ἀπαντοῦσε: «Αὐτό, παιδιά μου, συμβαίνει μόνο μέ τούς Ἁγίους. Ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλή καί χρειάζομαι τίς δικές σας προσευχές. Στοχεύω σ’ ἕνα μικρό τοπαλάκι. Τό τελευταῖο, ἄν ξετσουρίξω καί μπῶ ἐκεῖ μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας, δέν θά ξεχάσω κανένα σας».

Οἱ θεοπτίες, ἡ σωματική της μυροβλυσία καί ἁγιοφάνειες πλήθυναν πολύ εἰδικά μετά τόν Αὔγουστο τοῦ 2016. Οἱ 4 καβαλάρηδες Ἅγιοι Μηνᾶς, Γεώργιος, Δημήτριος καί Νικήτας ἦταν σχεδόν ἡ μόνιμη συντροφιά της. Τούς περιέγραφε μέ ἀφελότητα καρδιᾶς καί ἐκπληκτική ἀκρίβεια. Νόμιζε ὅτι ἡ ἐνόραση εἶναι φυσικό ἰδίωμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ἄρα ὅλοι μποροῦμε νά ἔχουμε τίς ἴδιες προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Ἔλεγε: «ὁ Μηνᾶς παιδί μου εἶναι θηρίο στό μπόι. Ἄνδρας θεμελιακός, γεμᾶτος, πλαταρᾶς καί σκοῦρος λίγο στήν δερμάτινη ἐμφάνιση. Πιό μεγάλος ἡλικιακά ἀπό τούς ἄλλους, λευκός περίπου στό τρίχωμα τῆς κεφαλῆς καί εἶναι ἡγετική μορφή. Εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς παρέας. Ὁ Γεώργιος καί ὁ Δημήτριος εἶναι πανέμορφα παλληκαράκια. Μέτριοι στό ἀνάστημα καί εἰκοσιπεντάρηδες στήν ἡλικία. Ὁ Νικήτας εἶναι πρός τό ψηλός στό ἀνάστημά του καί ὁλόξανθος. Τά μαλλιά του μοιάζουν μέ τά γένια τοῦ παπποῦ μου πού ἦταν ξανθά σάν τό λινάρι».

Περιέγραφε τό εὔσωμο τῶν ἀλόγων μέ τίς χρυσές σέλες, τόν θόρυβο τοῦ χλιμιντρίσματος καί τό ζωηρό χτύπημα τῶν ποδιῶν τους. Στίς 16 Δεκεμβρίου τοῦ 2016 τήν ἐπισκέφθηκαν οἱ Ἅγιοι καί τό σπίτι μοσχοβόλησε. Τῆς παρουσίασαν τά τετράδιά της. Τά ψυχοχάρτια της: «Νά σᾶς τά φέρω νά τά δεῖτε –ἔλεγε μέ παιδική ἀφελότητα-. Λάμπουνε…».

Ἀπό τίς 16 Δεκεμβρίου μέχρι σήμερα, τί δέν εἴδαμε, τί δέν ἀκούσαμε, τί δέν ζήσαμε. Στίς 13 Ἰανουαρίου 2017, διαγνώσθηκε μέ βαριά πνευμονική λοίμωξη. Ὁ εἰδήμων γιατρός πού τήν ἐξέτασε, τῆς ἔδωσε περιθώριο ζωῆς τήν διάρκεια μιᾶς νύκτας καί ἐξονόμασε τήν κατάσταση πνευμονικό οἴδημα. Ἡ Γερόντισσα στό κρεβάτι χωρίς αἰσθήσεις. Κάπου κάπου ἀφυπνίζονταν καί ἐδιηγεῖτο ἰσχνόφωνα κάποιες ὑπερφυεῖς ἐμπειρίες της. Ἐννέα Ἱερεῖς τέλεσαν ἀμεσότατα τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου. Τήν ὧρα ἐκείνη, πλημμύρισε μέ παράδοξη εὐωδία τό δωμάτιό της. Δέν εἴχαμε ἀνάψει θυμίαμα, γιά νά μήν ἐπιβαρύνουμε τήν ἀναπνευστική δυσλειτουργία. Ἡ Γερόντισσα περιχαρής ἀποκάλυψε στήν πρωτανηψιά τῆς Αἰκατερίνη Ρεθυμνιωτάκη πού τήν πρόσεχε, ὅτι δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη τῆς Κυρίας Θεοτόκου! Συνοδευόταν ἀπό τήν Ἁγία Παρασκευή.

Τῆς εἶπε ἡ Παναγία μας: «Ἡ βαλίτσα σου εἶναι ἕτοιμη καί τά τετράδιά σου ἀστράφτουν. Ἐπίκειται ἡ ἀναχώρησή σου».

«Πάρε με Παναγία μου, ἀφοῦ εἶμαι ἕτοιμη» παρακάλεσε ἡ ταπεινή Γερόντισσα. Χαμογέλασε ἡ Θεοτόκος καί τῆς ἀπάντησε: «Ἔλαβες μικρή παράταση. Σύντομα θά δρομολογήσω τό θέμα ἐγώ».

Καί ἐνῶ ἰατρικῶς ἦταν ξοφλημένη, μετά τήν Μεγαλοσχημία της, σταμάτησε ὀ ἐπιθανάτιος ρόγχος καί ἀπόλυτα ζωντάνευσε. Ἀνακάθισε στό κρεβάτι μέ τά Μοναχικά της ἐνδύματα καί ἐμπεπλησμένη Πνεύματος Ἁγίου, δίδασκε, νουθετοῦσε, ἐνίσχυε καί προφήτευε σέ καθένα ἀπό τούς παρόντες. Καί ἦταν ἀρκετοί! Πρωτύτερα, ὅταν ἀφυπνίζονταν γιά λίγο ἀπό τόν λήθαργό της, ἔλεγε γιά ἕνα δῶρο πού θά τῆς ἔκανε ὁ Μέγας Ἀντώνιος στόν ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς του! Καλοῦσε κάποιους, νά παραβρεθοῦν σ’ ἐκείνη τήν μεγαλειώδη στιγμή τῆς ζωῆς της! Τότε «πού θά ἔβαζε ὁριστικά τό νυφικό της καί ἕνας Δεσπότης θά τῆς τοποθετοῦσε κάτι στήν κεφαλή».

Προσωπικά τό συνέδεσα μέ τήν κοίμησή της, ἐπειδή ὑπεραγαποῦσε τόν Ἅγιο Ἀντώνιο ἀλλά καί γιά τόν λόγο, ὅτι ἐπιστημονικῶς δέν εἶχε πλέον, παρά ὁλίγες ὥρες ζωῆς. Θεωροῦσα τήν παράταση πού ἀνέφερε ἡ Κυρία Θεοτόκος, τριῶν εἰκοσιτετραώρων! Μέχρι τόν ἑσπερινό τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου…

Αὐτό πού θά λάμβανε στό κεφάλι, τό συνέδεσα μέ τό ἀμαράντινο τῆς Δόξης Στέφανο, ἀπό τά Ἄχραντα Χέρια τοῦ Ἀγωνοθέτου Δεσπότη Χριστοῦ! Καί νυφικό ἑρμήνευσα τό νεκρικό σάβανό της. Ἕνας παρών Ἁγιορείτης, ἀντιλήφθηκε ὅτι ἐννοοῦσε, μέ ὅσα ἔλεγε, τήν Μοναχική της κουρά! Ὅντως, ἔγινε παραδόξως καί ἐσπευσμένως κατά τήν διάρκεια τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, κατόπιν ὁλόθυμης εὐλογίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Μακαρίου. Ἔκτοτε, πῆρε δύναμη τό φθαρμένο γεροντικό σῶμα της καί ἔζησε πέντε περίπου ἔτη. Τοποθέτησα ἀπαγορευτική πινακίδα στήν αὔλειο πόρτα τῆς οἰκίας της, γιά νά τήν προστατεύσω ἀπό τήν κοσμοσυρροή, διότι λόγῳ τῶν πολλῶν θαυμαστῶν σημείων πού ἐξεδήλωνε, ἁπλώθηκε, τάχιστα, στά πέρατα τῆς ὑφηλίου ἡ χαρισματική φήμη της…

Ἐκείνη, ἄν καί δέν λειτουργοῦσε πλέον καθόλου ἐγκεφαλικά καί δέν εἶχε περιθώριο ἀκοῆς καί δυνατότητα διεξαγωγῆς διαλόγου, πληροφορήθηκε προφανῶς μέ ὑπερφυσικό τρόπο τό γεγονός καί ζήτησε ἐπιμόνως νά ἀφαιρεθεῖ ἡ πινακίδα, «διότι», ὅπως τό αἰτιολόγησε, «ἔχει μεγάλη ἀνάγκη ὁ κόσμος καί ἤθελε νά ἔχει ἐπικοινωνία μαζί του»! Ὑπακούσαμε ἄμεσα στήν ἐντολή της, πού εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά γίνει πανορθόδοξο σημεῖο ἀναφορᾶς το σπιτάκι της καί χῶρος αἰσθητοποιήσεως θαυμαστῶν γεγονότων καί παραδόξων σημείων τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ! Εἶχε βέβαια, καί τήν ὀδυνηρότατη συνέπεια, νά ὑποστῶ προσωπικά ὀρυμαγδό πυρακτωμένων βελῶν «γιά», δῆθεν, «ἐκμετάλλευση» καί «αὐτοπροβολή» μέσῳ τοῦ ἱερωτάτου προσώπου τῆς Γερόντισσας! Καί ὅλα αὐτά, ἐκπορεύονταν ἀπό πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό ἐντόπιους καί ξένους… Ἀναμενόμενο ἔως καί κατανοητό σέ ἕνα βαθμό! Τούς μέν καλοπροαίρετους δικαιολογῶ, τούς δέ μοχθηρούς καί ἐπίβουλους, εἰλικρινά, ἐκ μέσης καρδίας συγχωρῶ. «Καί αἰτοῦμαι τήν ἄφεσιν τῆς ἁμαρτίας ταύτης, παρά τοῦ ἐτάζοντος νεφρούς καί καρδίας Παντεπόπτου καί Δικαιοκρίτου Σωτῆρος Χριστοῦ».

Ὅλα τά ἔσχατα χρόνια τῆς ζωῆς της, εἰδικά τήν περίοδο πού ἦταν ἀπολύτως ἀνήμπορη καί κλινήρης, ἐπέδειξε στόν ἐναργέστερο βαθμό τίς πλούσιες δωρεές πού τήν γέμισε ὁ Θεός καί τήν Θεοποιό ἐνέργεια πού βίωνε καί ἀντανακλοῦσε. Οἱ ὑπερβολικές καί ὑπέρμετρες γιά τά ἀνθρώπινα δεδομένα θυσίες γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐπιφέρουν σέ πολλαπλάσιο βαθμό τήν οὐράνια ἀντιμισθία, καθ’ ὅτι εἶναι πιστός στήν ἐπαγγελία Του ὁ χορηγός τῶν ἀγαθῶν ὅτι «τούς δοξάζοντάς με ἀντιδοξάσω»! Ἔτσι, ἡ Γερόντισσά μας, ἐφοδιασμένη πλέον καί μέ τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων, θεράπευε τίς πνευματικές καί σωματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, ἔκανε θαύματα πολλά καί μεγάλα, προξενοῦσε ἐσωτερικές ἀλλοιώσεις στούς ἐπισκέπτες της, ὡδηγεῖτο ἀπό τήν ἀκατανίκητη πνοή τοῦ Παναγίου Πνεύματος! Δέν διέθετε ἐξειδικευμένη γνώση, ἀλλά ἐπειδή καθάρισε τό νοερό τῆς ψυχῆς της, ἔλαβε ἁγιοπνευματική σοφία, ἀνέπτυξε τήν δεκτική δύναμη τοῦ Λόγου, ἀπέκτησε τήν ὑπαρξιακή γνώση, κατόπτευσε τήν εἰκόνα τῶν μελλόντων καί τῶν ἀποκρύφων, ἔγινε κάτοχος τῆς «βεβαίας πίστεως», γι’ αὐτό καί ἀναλώθηκε φιλανθρωπικά καί εὐεργετικά γιά τόν ὁποιοδήποτε συνάνθρωπό της! Ἐκεῖνος πού θά κατορθώσει νά ἐνωθεῖ μέ τόν Χριστό, σκορπᾶ ἀφειδώλευτα τό περιεχόμενο τῆς ὑπερφυοῦς αὐτῆς μετοχῆς στόν ὑπόλοιπο κόσμο… Ἤτοι, ἐκδαπανᾶται καθημερινῶς ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν τῆς οἰκογένειας τοῦ Ἀδάμ καί γίνεται ἐθελουσίως «κατάρα» γιά νά ἀποκτήσουν οἱ ἄλλοι εὐλογία…

Ἡ μεγάλη της ἀγάπη πρός ζῶντες καί κεκοιμημένους, ἀρχικά ἐκδηλωνόταν μέ τήν διάπυρη συνεχῆ προσευχή καί τήν θυσιαστική μαρτυρική διακονία. Ἡ πνευματική της, ὅμως, ὁλοκλήρωση, μεταποίησε αὐτήν τήν ἐξουθενωτικά φιλάνθρωπη ἐθελοθυσία καί τήν κατέστησε ὁλοένα ἐπαυξανόμενη χαρισματική θαυματουργία… Στά πάμπολλα θαυμαστά πού συνέβησαν σέ γνωστούς καί τό πλεῖστον σέ ἀγνώστους συνανθρώπους μας, προσωπικά δέν θά ἀναφερθῶ ἐπισήμως ποτέ. Δέν ἐπιτρέπεται νά συνεχισθεῖ ἡ ἀκατάσχετη συκοφαντική καταφορά περί ὑποκειμενικῆς ψηλώσεως καί ἐνθουσιώδους ἤ καί ἰδιοτελοῦς μυθοποιήσεως τοῦ προσώπου της. Βεβαίως καί δέν ἦταν ἀλάνθαστη! Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν σημαίνει ἀλάνθαστος. Εἶναι ὁ διαρκῶς ἀγωνιζόμενος καί ἰσοβίως μετανοῶν! Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο, ὅτι ἡ μετάνοια ἦταν ἡ διαρκής διδαχή της καί ἡ πεμπτουσία τῆς Θεοφιλοῦς πορείας της! Στά ἐνεργήματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἀπεκαλύφθησαν δι’ αὐτῆς, ἄς ἀναφερθοῦν, ἄν τό κρίνουν ἐποικοδομητικῶς σκόπιμο, οἱ πολυάριθμοι ἀποδέκτες τῶν πολλῶν εὐεργεσιῶν της. Εἶναι θέμα πού ὑπέρκειται τῆς ὅποιας ἐνασχολήσεώς μου μέ τήν ὁσιακή προσωπικότητά της.

Νομίζω ἡ αἰωνόβια ἔνθεη βιωτή της, περικλείεται στό παρακάτω ἁπλό διάγραμμα:

-Σέ ὅλη τή ζωή της εἶχε ἐκκλησιαστικό φρόνημα, σεβόταν καί ὑπάκουε στά θεσμικά πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας, εἶχε καλά παραδείγματα ἀπό τόν Ἱερέα παππού της καί τούς γονεῖς της. Ἔκανε μεγάλη ὑπομονή μέ τήν ἀνεψιά της καί τήν εὐλόγησε ὁ Θεός. Τῆς ἔδωσε πολλά χαρίσματα. Τό βασικό χάρισμα πού εἶχε ἦταν ἡ αὐτομεμψία ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ἡ προσευχή τῆς μετανοίας καί ἡ ἐσωτερική καρδιακή προσευχή. Ἔζησε στήν ἀφάνεια τά περισσότερα χρόνια. Ἀπό τήν αὐτομεμψία καί τήν προσευχή χωρίς νά τό καταλαβαίνει χωρίστηκε ὁ νοῦς ἀπό τήν διάνοια. Αὐτό αὐξήθηκε στά χρόνια τῆς ἀσθενείας της. Καί ἔτσι μέ φυσικό τρόπο τῆς δόθηκαν ἀπό τόν Θεό τά χαρίσματα τῆς διοράσεως καί τῆς προοράσεως καί ἄλλες ἁγιοπνευματικές χορηγίες.

Ἐπειδή ζοῦσε ταπεινά στήν Ἐκκλησία γι’ αύτό ἡ Ἐκκλησία θά ἀξιοποιήσει ὅλην τήν θεοφιλῆ ζωή της. Δέν χρειάζεται νά προβεῖ σέ καμμία τέτοια ἐνέργεια ἡ δική μου ἐλαχιστότητα. Βλέπετε, ἡ στεγανοποιημένη ἀντίληψη καί ἡ ἐμπαθής προκατάληψη, μποροῦν νά εἰσηγηθοῦν ἄνετα, ὅτι εἶναι δυνατόν ἕνας ἄνθρωπος, ὅπως ἐν προκειμένῳ ἡ εὐτέλειά μου, νά ξεγελάσει καί νά παρασύρει στήν ἐνθουσιώδη ἀποτίμηση, γιατί ὄχι καί στήν δαιμονική πλάνη, ἀναφορικά μέ τήν Γερόντισσα, ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας!!!

Ἄν ὅμως ἐπιβάλλεται νά σιωπήσω γιά τήν ἐκπληκτική θαυματουργία της δέν μπορῶ νά κρατήσω τό στόμα μου κλειστό γιά τήν ἐμβιωμένη θεολογία της. Σάν διήγημα, μᾶς ἐξέφραζε, ἁπλά ἀλλά δυνατά, τήν ἀμεσότητα τῆς σχέσεώς της μέ τόν Θεό. Ὅλα αὐτά, περικλείονται στό παρακάτω συνοπτικό διάγραμμα:

-«Ξαφνικά καί ἥσυχα βρέθηκα πολλές φορές σέ ἐκεῖνο τό ἀπέραντο γαλαζόλευκο Φῶς, τά πάντα γύρω μου ἦταν ὁλοφώτεινα, Φῶς μακάριο, Φῶς φαεινό»! Χρησιμοποιῶ κατά τό δυνατόν λέξεις, πού στό ἄκουσμά τους νόμιζες, ναί νόμιζες, ὅτι ὁμιλοῦσε τό γλυκύλαλο στόμα τοῦ Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τόσων ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.

«Ζοῦσα μέσα στήν τρισήλιο δόξα τοῦ Θεοῦ, ζοῦσα ντυμένη μέ τήν θεοΰφαντη στολή τῆς Ἀκτίστου Δόξης καί τῆς Θείας ἐλλάμψεως τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ζοῦσα μέσα στό ἀνέσπερο καί ἀδιάδοχο Φῶς καί δέν ξέρω πῶς γινόμουν ὁλόκληρη Φῶς, ἀλλά Φῶς ἀνέσπερο, Φῶς πασχάλιο, Φῶς ἄπλετο χωρίς ἀρχή καί τέλος. Ἦταν ὁλόλαμπρες καί εἰρηνόδωρες οἱ ἀκτῖνες τοῦ Ἀκτίστου ὑποστατικοῦ Φωτός, μία ἀνέκφαστη καθαρότητα καί ἄϋλη θεία γνώση κατελάμπρυνε τήν ψυχή μου, ὥστε κατανοοῦσα ἀρρήτως τά ἀπόρρητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί τίς γλυκόφθογγες ὑμνωδίες τῶν μυριάδων ἀγγέλων. Ζοῦσα –συνέχιζε– στόν τόπο τοῦ Θεοῦ καί ἡ καρδιά μου ἐκαλλωπίζετο ἀπό τό ἴδιο ἀνέσπερο Φῶς τό ἄναρχο καί παναΐδιο τό τριφεγγές καί τό τρισυπόστατο, ἀπό τό ὁποῖο διακοσμοῦνται καί συνευφραίνονται οἱ ἀγγελικές δυνάμεις πού εἶναι ἄπειρα μικρά φῶτα μέσα στό μέγα Φῶς λειτουργοῦντα καί περιχορεύοντα…».

Αὐτές οἱ ὑψηλές θεολογικές περιγραφές, πῶς ἀλήθεια βρέθηκαν στά παραστατικά λεκτικά σχήματα μίας ἁπλῆς καί ἄσχετης μέ τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία γυναίκας; Ἡ λαμπρότητα τῶν οὐρανίων δυνάμεων, τῆς μεταβίβαζε συνεχῶς σάν ἀδιάκοπη ροή, τό ἀπρόσιτο κάλλος τοῦ ἀκτίστου θείου Φωτός μέσα στό κτιστό εἶναι της. Καί αὐτό τό Φῶς, τό φοροῦσε σάν θεῖο ἔνδυμα, γινόταν ὅλη Φῶς «ἀπό τήν κορυφή μέχρι τά δάκτυλα τῶν ποδῶν» σύμφωνα μέ δική της ὁμολογία! Ζοῦσε ἀπό τό Φῶς, ἔπινε ἀπ’ αὐτό, τό ἔννοιωθε σάν τήν δροσιά τοῦ καθαροῦ νεροῦ, χόρταινε ἀπό τήν ὑπερφυῆ παρουσία του, τό ἀνέπνεε σάν ὀξυγόνο τοῦ οὐρανοῦ!

«Ζοῦσα, συνέχιζε, μέσα στό ἄφατο πέλαγος τῆς θείας χρηστότητος, τῆς θείας εὐσπλαχνίας, τῆς θείας ἀγάπης, πού ὁλάκερη γιά μένα ἦταν καί ἀπερίγραπτη καί ἀκατάλυτη. Λίγα μονάχα μποροῦμε νά ποῦμε. Ὁ ἥλιος εἶναι λυχναράκι μπροστά Του»!

Ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα, πού ἀκούσαμε, ἠχογραφήσαμε ἤ πού μᾶς ἄφησε ὡς γραπτή παρακαταθήκη, τήν καθιερώνουν ἀνεπιφύλακτα ἐν μέσῳ πολλῶν εὐλογημένων προσώπων τῆς ἐποχῆς μας, ὡς ἐμπειρική θεολόγο καί Γερόντισσα τοῦ φωτός! Ὡς τήν Γερόντισσα πού δίδαξε τήν ἀκροτάτη αὐτομεμψία καί πέτυχε τήν δυνατότερη πνευματική ὡριμότητα, ἀφοῦ σύγκρινε διαρκῶς τόν χοϊκό ἑαυτό της μέ τό ὕψος τῶν ἀρρήτων ἀποκαλύψεων πού ἀξιώθηκε νά ζήσει καί νά δεῖ, γι’ αὐτό ἔγραφε καί συμπεριφερόταν μέ τήν πιό βαθειά ταπείνωση πού συνάντησα ποτέ. Ἡ ἁπλότητα τοῦ λόγου της, μαρτυροῦσε γιά τήν ἄριστη ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ της. Τοῦ στόχου τῆς Χριστοζωῆς πού ἔθεσε ἰσοβίως στόν ἑαυτό της.

Εἶδε πλειάδα Ἁγίων, τήν χορεία τῶν Ἁγίων Πατέρων, τόν Μέγα Ἀντώνιο καί τήν παρέα του, τόν ἐπουράνιο Ναό μέ τίς ἀπερινόητες -ὅπως εἶπε- φωταψίες καί μουσικές του. Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὁ πολυαγαπημένος της, ἐμφανιζόταν συνεχῶς στή γιαγιά, καί τήν ἐνίσχυε στό τελευταῖο στάδιο τοῦ ἀγῶνα της. Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ἐμφανίσθηκε καί σέ μία ἀπό τίς οἰκονόμους τῆς Γερόντισσας, ζωντανά γιά νά δυναμώσει τήν πίστη της. Ἐπιστατοῦσε ὁ ἴδιος στήν διαδικασία ἐξόδου καί ἐλάμβανε πρωτοβουλίες.

Καί χθές εἰρηνικά καί γαλήνια, ἔκλεισε τούς ὀφθαλμούς της στήν ἐπίκυρη τούτη σκηνή, γιά νά τούς ξανανοίξει λαμπροτέρους καί εὐκρινέστερους στήν ἀβασίλευτη ἀπαντοχή.

Ἀείμνηστη, ἐν-Χριστωμένη πολυσέβαστη καί πολύκλαυστη Γερόντισσά μας.

Ἀπό μικρή ρούφηξες λαίμαργα τό λογικόν καί ἄδολον γάλα τῆς πίστεώς μας ἀπό τόν ζωηρότατο μαστό τῆς Ἐκκλησίας καί αὐξήθηκες τόσο πνευματικά ὥστε ἀναδείχθηκες τῶν «πάλαι Ὁσίων» ὁμότροπη καί τῶν συγχρόνων Ἁγίων ἰσοστάσια. Μέθυσες ἀπό τό νηφάλιο νάμα πού μεταγγίζει ὁ κρατῆρας τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας, τῆς ζωοδότρας αὐτῆς μάνας τῆς ἡσυχαστικῆς τελειώσεως. Τυλιγμένη στόν μανδύα μιᾶς ἀδιατάρακτης γαλήνης πού ἦταν ἀντίδωρο τῆς ἱερῆς πληρότητας πού ἐβίωνε ἡ καρδιά σου, ἄφησες ἴχνη διαβάσεως, πρότυπο ὁσιότητας ἀλλά καί ἕνα δυσαναπλήρωτο κενό. Πορεύθηκες, εἰδικά τούς ἔσχατους μῆνες τῆς ἐπί γῆς βιοτῆς σου, λεπτή λίαν, κατάφορτη ἀρετές, βιώνοντας ὁριακές καταστάσεις. Μᾶς ἄφηνες τήν αἴσθηση πώς εἶχες χάσει τήν βαρύτητα καί δέν ὑπῆρχες κἄν στή γῆ. Ὅλη σου ἡ παρουσία ἀπέπνεε τήν ἀγγελικότητά σου. Βλέπαμε αὐτό πού ἔλεγες: ὅτι «οἱ οὐρανοί εἶχαν ἀνοίξει» ἀλλά καί πάλι δέν τό πιστεύαμε.

Οἱ τελευταῖες ἡμέρες σου κύλισαν σέ μία διακριτική ἀγαπητική κατάφαση πρός ὅλους. Ἐντονότερη ἀπό ἄλλες φορές. Ἄφηνες παραγγελίες καί εὐχές εὐχαριστίες καί εὐγνωμοσύνες, παροχές καί αἰτήσεις συγγνώμης. Ὅποιος εἰσερχόταν στό γαλήνιο ἐνδιαίτημά σου, αἰσθανόταν ἔντονα τήν ἀνάγκη νά κάνει τόν Σταυρό του. Σέ ἔνοιωθε μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς. Διψοῦσε τόν λόγον σου, ἀπολάμβανε τήν γλυκύτατη μορφή σου πού ἀντιφέγγιζε τήν ἄσβεστη λαμπηδόνα τῆς Ἀναστάσεως καί τήν ἀμήχανη ὀμορφιά τῶν οὐρανίων θαλάμων.

Ἔζησες τήν πείρα τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων, Μαρτύρων καί Ὁσίων σέ ἐντονότατο βαθμό, ἀφοῦ εἶχες τό θάρρος καί τήν τόλμη νά ὁρμᾶς μέ ἰλιγγιώδη ταχύτητα πρός τόν Θεό, νά ἀπολαμβάνεις σπάνιες καταστάσεις καί νά διακατέχεσαι ἀπό μία θανατηφόρα δίψα γιά τόν Χριστό. Ἔνοιωθες ὡς τό μηδέν τοῦ κόσμου, πού ὅμως στήν περίπτωσή σου ἰσοδυναμεῖ μέ τό πᾶν τοῦ κόσμου, μέ τό ὑπεράνω τοῦ κόσμου, μέ τόν ὄντως κόσμο.

Τώρα, ἐμεῖς, ἔστω καί ἀκροθιγῶς, μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, θαμπωνόμαστε ἀπό τό θριαμβευτικό σου ἀνέβασμα. Μέ ταχύτητα πυραύλου κινεῖσαι πρός τό Ἀΐδιον Φῶς, πού δέν σοῦ εἶναι ἄγνωστο γιατί ἐπακριβῶς τό ἐβίωσες ἀπό τήν παροῦσα ζωή, καί ἐμεῖς βλέποντας τίς φωτεινές ἀνταύγειες πού ἀφήνει πίσω της, ἡ ἐμπυρισμένη ἀπό τήν Χάρη ψυχή σου, δοξάζουμε τόν Θεό που σέ γνωρίσαμε καί ἀξιωθήκαμε νά ἀπολαύσουμε τό κάλλος τῆς ἀναγεννημένης καρδιᾶς σου. Ταυτόχρονα, ἀκοῦμε τίς χαρμόσυνες ἰαχές τῶν γονέων σου, τῆς Ἀντωνούλας, τῶν συγγενῶν σου, τῶν φίλων σου Ἀγγέλων καί Ἁγίων πού κροτοῦν ἐνθουσιωδῶς τά σήμαντρα τοῦ οὐρανοῦ, σέ ὑποδέχονται ἁγιοπρεπῶς καί συμπανηγυρίζουν μαζί σου.

«Τούς βλέπεις αὐτούς;» μοῦ ἔλεγες δείχνοντάς μου τά εἰκονάκια πού εἶχες πάνω στό τραπέζι σου. «Ὅλοι αὐτοί εἶναι <καμαράντ>» δηλαδή φίλοι μου.

Προσωπικά νοιώθω τόν ἀνελέητο ἀπαρφανισμό, τόν φρικτό ἀποχωρισμό γιατί ἤσουν μανούλα μου. Ἐλπίζω, ὅμως στήν ἐπανασυνάντηση καί ὅτι δέν θά μέ ἀφήσεις. Θά δρομολογεῖς ἐξελίξεις γιά τήν σωτηρία μου καί στήν ὕστατη στιγμή μου μέ λαχτάρα θά μέ ὑπαντήσεις… Καί ἐπειδή δέν μπορῶ νά σοῦ τραγουδήσω, τώρα πού σέ βλέπω ὕστατη φορά στήν πρόσκαιρη αὐτή ζωή, θέλω λυρικά καί ἐπάξια νά σέ μακαρίσω:

  • Χαῖρε Γερόντισσα Γαλακτία στούς λειμῶνες τοῦ Παραδείσου καί στούς κόλπους τῶν Ἁγίων Πατριαρχῶν.
  • Χαῖρε πολύτεκνη μάνα, εὔγονη γῆ στό γεώργιον τοῦ Κυρίου, γονιμότατη φύτρα ἐκκολάψεως χαρισμάτων, ἀγνότατη νύμφη στήν παστάδα τοῦ Παμβασιλέως, στοργική μητέρα τῶν μετανοούντων καί ἐπιδέξια προπονήτρια τῶν ἀγωνιζομένων,
  • χαῖρε καταφύγιο τῶν δοκιμαζομένων καί ἄτυφη τροφοδότρια τῶν ἐστερημένων, χαῖρε ἡ μιμησαμένη «τάς φρονίμους παρθένας» καί ἀποποιησαμένη «τάς ἡδονοπλέκτους χλαίνας»,
  • χαῖρε καί πάλιν ἐρῶ χαῖρε, μετά τῶν φιλτάτων σου ἀγγελικῶν στρατευμάτων καί πάντων τῶν Ἁγίων Μητέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
  • Χαῖρε ἐσταυρωμένη ἀγάπη, διάτρητη καί ἄτρωτη καρδιά, μετά πάντων «τῶν περιβεβλημένων στολάς λευκάς καί εἰσαχθέντων ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης» (Ἀποκ. 9, 14) εἰς τήν πανευφρόσυνον πανδαισίαν τῆς Ἄνω Ἱερουσαλήμ.
  • Χαῖρε Ἀναστημένη καρδιά ἀπό τήν σταυρική δύναμη τῆς νοερᾶς ἐργασίας καί τά «καί τά ἐντάφια σπάργανα» τῆς ἰσοπεδωτικῆς ταπεινώσεως.
  • Χαῖρε ἐμπνευσμένε σκυταλοδρόμε τοῦ Πνεύματος καί θησαυροφυλάκιο τῶν ρημάτων τοῦ Θείου φθέγματος, ὅτι τόν πλᾶνο τοῦ αἰώνα ὑπερέβης καί τόν δόλιο δράκοντα ἐνέπαιξες.

 

  • Προσκυνῶ τά χέρια σου, πού δέν παραμορφώθηκαν ἀπό χημικούς χρωματισμούς, ἀλλά ὑψώνονταν διαρκῶς σέ πανύχιες στάσεις ἱκεσίας, σκόρπισαν ροδοπέταλα ἀγάπης, μεταστοιχειώθηκαν ἀπό τήν ἀνιδιοτελῆ προσφορά.
  • Προσκυνῶ τά πόδια σου, πού δέν βημάτισαν ποτέ στήν ὁδό τῆς ματαιότητας ἀλλά ἔτρεχαν γιά τήν ἀνακούφιση τοῦ ἀνθρώπινου πόνου καί τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.
  • Προσκυνῶ τά μάτια σου, πού ἔβλεπαν ἁπλά καί ἁγνά, πού ἀνακάλυπταν τήν δυστυχία τοῦ ἄλλου, πού ἔχυσαν ποταμούς δακρύων καί πού ἐνατένισαν ζωντανά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
  • Προσκυνῶ τό εὐωδιαστό πρόσωπό σου, γιατί στήν ἔκφρασή του, ἀποτυπώθηκε ἡ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, γιατί ἀντικατόπτριζε ἐνδογενῶς τήν θαλερότητα τῆς ψυχῆς σου, γιατί τό ἀγγελικό χαμόγελο πού τό στόλιζε, ἦταν ἕνα ἀνοιχτό παράθυρο ἀπ’ ὅπου φανέρωνε στόν κόσμο, τήν Παρουσία Του ὁ Χριστός.
  • Προσκυνῶ τέλος τήν ἁγία ψυχή σου, γιατί ἔγινε εἰκονοστάσι τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, ζωντανό κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, παράρτημα ὁλοφάνερο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἀνάμεσά μας.

Οἱ διάδοχες γενιές, νά εἶσαι σίγουρη ὅτι θά καθηλώσουν τό βλέμμα πάνω σου. Θά σέ νοιώσουν μητέρα. Θά σκύψουν μαθητικά στήν ἡσυχαστική παρακαταθήκη σου. Καί θά καυχηθοῦν «ἐν Κυρίῳ» γιατί στήν δύση τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ἔλαμψε καί πάλι στήν ἁγιοτόκο Μεσσαρά ἕνα μεγάλο ἀστέρι, ἱκανό νά φωτίσει μέ τήν λάμψη του τήν πνευματική μας διαδρομή στήν τρίτη χιλιετία.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη καί καλή ἀντάμωση!!!

 

 Ἀρχιμ. Ἀντώνιος Φραγκάκης, Ἱεροκήρυκας Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας 

 

Δημοσιεύθηκε e-messara.gr

Προσευχή τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας

 
Παραθέτουμε ἕνα μικρὸ ἠχητικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τῆς χαρισματικῆς Γερόντισσας Γαλακτίας. Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία ἔπειτα ἀπὸ τὸ ἀσκητικό της γεῦμα, στεκόταν μπροστὰ στὶς δεκάδες εἰκόνες της δίπλα στὸ ψυγεῖο του κελιοῦ της καὶ δοξολογοῦσε καὶ εὐχαριστοῦσε τόν «Ἀληθινὸ Θεό, τὸν Τριαδικό» , ὅπως ἔλεγε. Ἡ προσευχή της αὐτή, προερχόταν ἀπὸ τὴν ἁγνὴ καὶ καθαρὴ καρδιά της, ἐνῷ φαίνεται ἡ βαθύτατη μετάνοια τῆς καὶ ἡ ἄπειρη καὶ ἀνεξάντλητη ἀγάπη της γιὰ Αὐτόν. Τὸ παρακάτω ἠχητικὸ ἀπόσπασμα εἶναι ἀπὸ τὶς τελευταῖες προσευχὲς τῆς Ἁγιασμένης Γερόντισσας, λίγο καιρὸ πρὶν ἀρρωστήσει καὶ μείνει κλινήρης. Παλαιότερα προσευχόταν ἐκτενέστερα. Τὸ ἠχητικὸ αὐτὸ εἶναι μιὰ κατ' οὐσίαν περίληψη ὅσων ἔλεγε λίγο πρὶν ὑποστεῖ τὰ ἐγκεφαλικά.