Δυό ἀπό τά ἅγια Σπήλαια τῆς Βαράσοβας
Ἀρχ. π. Καλλινίκου Γεωργάτου
Ἔχουμε τήν ἐξαιρετική εὐλογία, στόν χῶρο τῆς Μητρόπολεώς μας, Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, νά περιλαμβάνεται καί τό πάλαι ποτέ ἱερό Ὄρος τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, ἡ Βαράσοβα.
Ἡ Βαράσοβα, ἕνας πέτρινος, ἀσβεστολιθικός, «τρίκορφος» μονόλιθος, ὕψους χιλίων περίπου μέτρων, θεμελιωμένος στά νερά τοῦ Πατραϊκοῦ, στά ὁποῖα συνηθίζει νά καθρεφτίζει τά ἔξωθεν μέν ἀσπριδερά, ἔσωθεν δέ μολυβί ἤ χονδροκόκκινα βράχια του, ἀποτελεῖ τό φυσικό ὅριο τῆς ἐπαρχίας μας μέ τήν ἐπαρχία Μεσολογγίου.
Ἡ Βαράσοβα ἦταν ἡ ἀρχαία Χαλκίς. Μιά ἀπό τίς ἐτυμολογίες, πού προτείνονται γιά τό ἀρχαῖο ὄνομά της, μᾶς λέγει ὅτι ὀνομάστηκε Χαλκίς λόγῳ τῶν πολλῶν ὁμώνυμων πτηνῶν πού ζοῦσαν στά ἀφιλόξενα βράχια της.
Ἀργότερα, στά χρόνια τῆς Μεγάλης Ρωμανίας, λίγο πρίν τό τέλος τῆς α΄ χιλιετίας, ἄλλα «πουλιά» ἦλθαν καί φώλιασαν στά βράχια της. Πτηνά τῆς ἡσυχίας, ἐρημικά, πού μετέτρεψαν τήν ἔρημο σέ τόπο κοινωνίας Θεοῦ καί ἀνθρώπων, καί σημάδεψαν καί ἁγίασαν μέ τήν ὕπαρξή τους αὐτόν τόν «ἀγέρωχο βράχο» μέ τήν «χαλκόχροη ὄψη».
Ἀπό τότε τό βουνό αὐτό, ἀπό φωλιά τῶν «χαλκιζόντων τήν χροιάν» (μαυριδερῶν, σύμφωνα μέ τήν πελασγική ἔννοια τῆς λέξης) πτηνῶν, ἔγινε «φωλιά» «χαλκιζόντων» μοναχῶν («χαλκίζω» γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες σημαίνει λειαίνω, στιλβώνω).
Καί πράγματι οἱ μοναχοί «λειαίνουν» τήν τραχύτητα τοῦ χαρακτῆρος τους μέ τήν ὑπακοή, καί στιλβώνουν τήν ὕπαρξή τους, τό πρόσωπό τους μέ τήν γυαλάδα τοῦ Πνεύματος.
Ἔλεγε ὁ ἅγιος Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος ὅτι, ὅπως οἱ πέτρες στό ποτάμι καί τόν αἰγιαλό τρίβονται μεταξύ τους, ἀποβάλλοντας τίς μυτερές καί σκληρές ἐξοχές τους πού πληγώνουν, γενόμενες λεῖες καί γυαλιστερές (χάλικες, ἐκ τοῦ χαλκίζω), ἔτσι καί οἱ μοναχοί στό μοναστήρι τρίβονται μέ τήν ὑπακοή, ἀποβάλλοντας τήν τραχύτητά τους, μή δυνάμενοι εἰς τό διηνεκές νά κάνουν κακό, γιατί πλέον «τοῦ Θεοῦ εἰσίν».
Καί τότε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ στιλβώνει καί χαροποιεῖ τά πρόσωπά τους.
Γιά τό ὄνομα Βαράσοβα δέν ὑπάρχουν σίγουρες ἐκδοχές. Μερικοί τό συσχετίζουν μέ τό σλαβικό var (ἀσβέστης) ἤ μέ τόν κατεβατό βοριά πού φυσᾶ ἀπό τό βουνό πρός τήν θάλασσα.
Ὡστόσο, ἄν θελήσουμε νά δοῦμε καί νά τονίσουμε τήν πνευματικότητα τοῦ ἀγέρωχου, «ἀρρενωποῦ» αὐτοῦ ρουμελιώτικου βράχου, θά ταίριαζε ἡ ἐτυμολόγηση τῆς νέας ὀνομασίας του ἀπό τό ὄνομα Βαρ (υἱός) – Βαράς, ἀνατολίτου τινός ἀσκητοῦ, ὁ ὁποῖος πιθανόν νά ἀσκήτεψε στό βουνό αὐτό (βλ. Διονύση Μιτάκη: «Εὔηνος, Βαράσοβα, Κλόκοβα», Ναυπακτιακά τόμ. Γ΄).
Σπήλαιο Ἁγίου Νικολάου
Ἀνάμεσα στά 72 περίπου ἀπομεινάρια - ἱερά τοῦ ἱεροῦ ὄρους τῆς Βαράσοβας, εἶναι καί τό σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Τήν μικρή αὐτή σκήτη - ἐγκλείστρα ἔφερε στό φῶς ἡ ἀνασκαφή τῆς ἐρευνητικῆς ὁμάδος τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἀείμνηστο καθηγητή Ἀθανάσιο Παλιούρα. Ἡ ἀνασκαφή αὐτή ἄρχισε μόλις τό 1991. Νά πῶς μᾶς περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ κ. Παλιούρας τό σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Νικολάου:
«Στήν νότια ἀπόκρημνη πλευρά τοῦ «ἱεροῦ βουνοῦ» τῆς Βαράσοβας... σέ ὑψόμετρο 80 περίπου μέτρων ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας, ἀνοίγεται εὐρύχωρο βραχοσκεπές σπήλαιο, στό ἐσωτερικό τοῦ ὁποίου σώζονται ἐρείπια βυζαντινοῦ ὀργανωμένου ἀσκητικοῦ οἰκοδομικοῦ συγκροτήματος.
Ἡ τοπική παράδοση διέσωσε τό τοπωνύμιο «Ἁη-Νικόλας» καί ἡ λατρευτική συνείδηση τῶν κατοίκων τῶν γύρω χωριῶν διατήρησε τήν ἱερότητα τοῦ χώρου, στό σχῆμα ἑνός ἁπλοῦ λιθόκτιστου βωμοῦ - εἰκονοστασίου, στό βάθος τῆς σπηλιᾶς, ὅπου οἱ βοσκοί καί οἱ ναυτικοί τῆς γύρω περιοχῆς ἀνέβαιναν καί ἄναβαν τό καντήλι, τάζοντας στόν Ἅγιο γιά τήν ζωή τους...
...Ὕστερα ἀπό τίς πρῶτες φάσεις τῆς ἀνασκαφῆς, διαπιστώνουμε ὅτι πρόκειται γιά ἕνα μοναστηριακό συγκρότημα φρουριακοῦ χαρακτήρα, ὅπου ἡσύχαζε μιά μικρή ἀδελφότητα στήν διάρκεια δέκα αἰώνων (9ος -18ος αἰ.).» (Μνημεῖα Αἰτωλοακαρνανίας, «Ἑπτά ἡμέρες-Καθημερινή» 27-9-98).
Ἡ μικρή σκήτη διέθετε, μέσα στό περιορισμένο ἄνοιγμα τῶν βράχων, ἐκτός ἀπό τό Καθολικό, τά κελλιά τῶν μοναχῶν καί τήν «ἐγκλείστρα», καί ὅλους τούς ἀπαραίτητους βοηθητικούς χώρους: τράπεζα, ἑστία, δεξαμενή νεροῦ, φοῦρνο, παρατηρητήριο - πύργο, κοιμητήριο. Στό κοιμητήριο τοῦ Σπηλαίου ἔχουν βρεθῆ μέχρι τώρα πολλά σκηνώματα μοναχῶν.
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς λήξης τῆς περιόδου ἐργασιῶν τῆς ἀνασκαφικῆς ὁμάδας (τό 1998), τελέσθηκε ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη κ. Ἱερόθεο ἡ πρώτη ἀρχιερατική θεία Λειτουργία, ἀρτοκλασία καί τρισάγιο γιά τούς μοναχούς τῶν ὁποίων τά λείψανα ἀνακαλύφθηκαν. Ἀπό τότε ἡ ἀρχιερατική θεία Λειτουργία καθιερώθηκε καί τελεῖται κάθε χρόνο, πλήν ἐκτάκτων ἐξαιρέσεων, μέ μεγάλη συμμετοχή προσκυνητῶν.
Οἱ κατανυκτικές λατρευτικές τελετουργίες τῶν ἡμερῶν αὐτῶν μένουν ἀξέχαστες στούς συμμετέχοντες καί, μεταξύ ἄλλων, μεταδίδουν κάποια βασικά μηνύματα, αἰτήματα, θά λέγαμε, τῶν Χριστιανῶν, ἀλλά καί τῶν κεκοιμημένων μοναχῶν τοῦ σπηλαίου. Ἤτοι, τήν ἀνάγκη ἀναστήλωσης τοῦ βυζαντινοῦ μοναστηριακοῦ συγκροτήματος τῆς μικρῆς σκήτης τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τήν ἀνάδειξή του στήν ἀρχική λειτουργική του θέση καί ἀξία, ὡς τόπου προσευχῆς καί λατρείας, ἀλλά καί τήν μεταφορά τοῦ πνεύματος καί τῆς παραδόσεως τῶν ἡσυχαστῶν μοναχῶν –πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση καί τήν ἐμπειρική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας– στίς κοινωνίες μας, ἤ ἀλλιῶς τόν προσανατολισμό μας στήν προοπτική τους, πού εἶναι ἡ προοπτική θεώσεως καί ὑπερβάσεως τοῦ θανάτου, μέσῳ τῆς μετανοίας, διά τῆς συνελίξεως τοῦ νοῦ, διά τοῦ ἡσυχασμοῦ.
Σπήλαιο Πατέρων
Στήν βορειοανατολική πλευρά τῆς Βαράσοβας ὑπάρχει καί τό Σπήλαιο τῶν Πατέρων, πού καί αὐτό κατοικήθηκε ἀπό ἀσκητές τοὐλάχιστον ἀπό τόν δέκατο αἰώνα. Διασώζεται ἡ βάση τῆς τοιχοποιΐας ἡ ὁποία ὡς προέκταση τῶν βράχων ἔκλεινε τήν εἴσοδο τοῦ Σπηλαίου γιά νά σχηματισθῆ τό Μονύδριο μέ τό Ναό του, μέ σκεπή τήν ὀροφή τοῦ σπηλαίου καί τοίχους τούς βράχους τοῦ σπηλαίου.
Κυρίως διασώζονται θαυμαστές τοιχογραφίες, οἱ θαμπές μορφές τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων, ἀπό τίς παραστάσεις τῆς Μεταμορφώσεως καί τῆς Πεντηκοστῆς, καθώς καί τῶν Ἀρχαγγέλων καί τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Αὐτές οἱ μορφές ἀποτελοῦσαν τούς καθοδηγούς, τά πρότυπα, τό Φῶς, τήν τροφή, τήν παράκληση τῶν ἀσκητῶν. Μέ τόν λόγο τους –τόν λόγο τῶν Εὐαγγελίων, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων– τρέφονταν οἱ μοναχοί, μέ τήν ἀναφορά στήν θαυμαστή ζωή τους ζοῦσαν καί αὐτοί, καί μέ τήν μέθοδο τῆς θεογνωσίας τους ἐρευνοῦσαν καί ἀναζητοῦσαν σέ ὅλη τους τήν ζωή τό Φῶς πού νικᾶ τήν λήθη, τήν ἄγνοια, τόν φόβο, τήν ματαιότητα, τόν θάνατο.
Αὐτό τό Σπήλαιο, πλέον δυσπρόσιτο ἀπό τό Σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τό ἐπισκέπτονται ἐπίσης προσκυνητές, νεώτεροι στήν ἡλικία, ἅπαξ τοῦ ἔτους, κυρίως κατά τίς ἡμέρες τοῦ εὐλογημένου Δεκαπενταύγουστου, προκειμένου νά θαυμάσουν τό πανέμορφο τοπίο, νά τό ζήσουν μέ ὅλες τίς αἰσθήσεις τους καί νά τελέσουν τήν Παράκληση στήν Κυρία Θεοτόκο.
Αὐτός ὁ τρόπος προσέγγισης τῆς φύσης-κτίσης –ὁ εὐχαριστιακός, προσευχητικός– θεωροῦμε ὅτι εἶναι καί ὁ πλέον ὀρθός, ρεαλιστικός καί λογικός, ἀφοῦ ἡ κτίση δέν εἶναι τυχαία αὐτόνομη ὀντότητα, ἀλλά ἔλλογη δημιουργία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, κατοικία τοῦ κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ κτισθέντος ἀνθρώπου, ἡ ὁποία δημιουργία συντηρεῖται μέ τήν Πρόνοια - ἐνέργειά Του.
Σέ αὐτή ἄλλωστε τήν θεωρητική, θεολογική καί οὐσιαστική βάση, βρίσκεται καί ἡ μεγάλη διαφορά τῶν μεθόδων φυσικῆς εὐεξίας καί χαλάρωσης καί τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχή εἶναι συνομιλία πού προσφέρεται στόν προσωπικό Θεό, καί ἐπειδή ἡ πλέον φυσική ἐνέργεια καί δράση εἶναι ἡ συνομιλία τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστη διά τῆς προσευχῆς –στά πλαίσια πού διαγράφονται ἀπό τούς γνῶστες καί ἐμπείρους διδασκάλους της– αὐτή ἡ προσευχή ἔχει εὐεργετικά ἀποτελέσματα στόν ψυχοσωματικό ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα, οἱ διάφορες μορφές χαλαρωτικῆς εὐεξίας εἶναι ἕνας ἀκόμη μονόλογος τοῦ ἀνθρώπου ἤ μιά ἐπίκληση ἀπροσώπων δυνάμεων καί ἰδεῶν χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, πρότυπο καί προορισμό, πού δέν λυτρώνει ἀπό τήν ματαιότητα στήν ὁποία εἶναι ὑποτεταγμένος ὅλος ὁ κόσμος.
*
Φαίνεται παράδοξο γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο τό γεγονός ὅτι ὄρη καί σπήλαια καί «ὀπές τῆς γῆς» ἦταν γεμάτα ἀπό ἀνθρώπους πού ζοῦσαν ἀσκητικά, μοναχικά, προσευχητικά. Θά πρέπει, ὅμως, νά ἀναζητήσουμε τόν λόγο, τήν αἰτία, τήν δύναμη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν σέ κείμενα-μνημεῖα ὅπως αὐτά πού ἐπιγράφονται «ὕμνοι θείων ἐρώτων», τούς ὁποίους συνέθεσε ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ἐκείνη τήν ἐποχή στήν ὁποία ἀνάγεται καί ἡ ἄνθιση τοῦ μοναχισμοῦ στό ὄρος τῆς Βαράσοβας. Ἐξομολογεῖται ὁ ἅγιος Συμεών:
«...Οὐ θέλω ἔτι κατιδεῖν τό φῶς τοῦ κόσμου τούτου,
οὐδέ αὐτόν τόν ἥλιον, οὐδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ·
βλέπω γάρ τόν Δεσπότην μου, βλέπω τόν βασιλέα,
βλέπω τόν ὄντως ὄντα φῶς καί παντός φωτός κτίστην,
βλέπω πηγήν παντός καλοῦ, βλέπω αἰτίαν πάντων,
βλέπω ἀρχήν τήν ἄναρχον, ἐξ ἧς παρήχθη πάντα,
...πῶς οὖν αὐτόν καταλιπών ἐξέλθω μου τῆς κέλλης;
...οἱ οὖν ὑπό τήν αἴσθησιν ὄντες ἐάσατέ με
μή κέλλαν μόνον κλεῖσαί τε καί ἔνδοθεν καθίσαι,
ἀλλά καί λάκκον ὑπό γῆν ὀρύξαντα κρυβῆναι·
κἀκεῖ διάγων ἔσομαι ἔξω παντός τοῦ κόσμου,
καί βλέπων τόν ἀθάνατον Δεσπότην μου καί κτίστην
πόθῳ θανεῖν αἱρήσομαι, εἰδώς ὡς οὐ θανοῦμαι...»
*
Ἡ Βαράσοβα, ἡ Χαλκίς, ἐξωτερικά φαίνεται «γυμνή καί πένθιμη».
Στά σπλάχνα της ὅμως ἔζησαν ὑπάρξεις ἀνύπαρκτες μέν γιά τήν αἰσθησιοκρατική καί ὠφελιμιστική ἀντίληψη τοῦ κόσμου, πλήν ὅμως ἡ ζωή τους «κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ» (Κολ. γ΄, 3).
Ν.Γ.
- Προβολές: 1276