Βομβοκοῦ - Ὅπως τήν εἶδε ὁ Γεώργιος Ἀθάνας μέσα ἀπό τούς στίχους του
Θωμᾶ Παναγιωτόπουλου, Δασκάλου και Δημοτικοῦ Συμβούλου Ναυπάκτου
Ἡ τέως κοινότητα Βομβοκοῦς, οἰκισμός πλέον τοῦ νεοϊδρυθέντος Δήμου Ναυπάκτου σύμφωνα μέ τόν “Ἰωάννη Καποδίστρια”, ἀπέχει μόλις 10 χιλιόμετρα ἀπό τή Ναύπακτο. Εἶναι κτισμένη στή μεσημβρινή πλευρά τοῦ Ριγανίου καί μέ θέα τή θάλασσα τοῦ Κορινθιακοῦ. Μοιάζει νά ‘ναι ξαπλωμένη στό ὑπερῶο τῆς Ναυπάκτου. Λέγεται ὅτι παλιότερα ὀνομαζόταν καί Βαμβακού, μᾶλλον, ἐξαιτίας τῆς καλλιέργειας τοῦ βάμβακος στήν εὐρύτερη περιφέρεια.
Συνοικισμός τῆς Βομβοκοῦς εἶναι ἡ Λεύκα, πού βρίσκεται βορειοδυτικά τοῦ τελευταίου διαζώματος τοῦ Κάστρου τῆς Ναυπάκτου. Οἱ ὑπερασπιστές τοῦ φρουρίου κατά τούς θερινούς μῆνες, πού τό νερό λιγόστευε σ’ αὐτό, ἔπαιρναν ἀπό τήν περιοχή τῆς Λεύκας.
Την ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, καθώς λέει ὁ μύθος, οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες πού διέθεταν χρήματα καί μάλιστα χρυσά νομίσματα, κατέφευγαν σέ διάφορες σπηλιές τῆς περιοχῆς καί διέμεναν, γιά τοῦτο καί ὁ χῶρος ὀνομάστηκε Χρυσοσπηλιά.
Οἱ στίχοι τοῦ Γεωργίου Ἀθάνα ἐπιβεβαιώνουν τό μύθο.
«Χαράμι δέ λαχάνιασα κολλώντας στ’ ἀνηφόρι
για νά ‘ρθω στή Χρυσοσπηλιά νά ψάξω γιά χρυσάφι”.
Χωριό πανέμορφο ἡ Βομβοκού, μέ ξηρό καί ὑγιεινό κλίμα, ἦταν πηγή ζωῆς γιά τούς φυματικούς ἐκεῖνα τά χρόνια πού τό “κτηκιό” καθώς λέγαν, σάρωνε τίς ζωές τῶν ἀνθρώπων. Μπορεῖ νά μή διαθέτει πυκνόφυλλα δέντρα καί ἄφθονα νερά, ἔχει ἀρχοντιά καί καθαρό ἀέρα. Μιά ὀμορφιά πού δέν θά μποροῦσε νά ἀφήσει ἀσυγκίνητο τόν τραγουδιστή τῆς Ναυπακτίας Γεωργίου Ἀθάνα.
Θά πεῖ:
«Θ’ ἀνέβω ἀπό τόν Ἔπαχτο Ριγάνι τό Ριγάνι
στή Βομβοκού, στή Φροξυλιά κι ἀπέ στή Μαμουλάδα.
Ζερβά μου θά ‘χω τό γιαλό, δεξιά μου τόν Ἁϊ Γιάννη
θ’ ἀγαλλιᾶν τά μάτια μου ν’ ἀπό τήν ἐμορφάδα».
Οἱ Βομβοκιῶτες ὑπερήφανοι Ναυπακτίτες- Ρουμελιῶτες. Ζυμωμένοι μέ τήν τραχιά γῆ ξέρουν νά ζοῦν τή ζωή μέ τά τραγούδια καί τά γλέντια τους. Ὅλοι γνωρίζουμε τόν ἐτήσιο ἀποκριάτικο χορό τους στή Ναύπακτο, πού εἶναι τό γεγονός γιά τήν πόλη, ἀφοῦ κανένα κέντρο διασκέδασης δέν εἶναι ἀρκετό νά τούς χωρέσει. Φιλόξενοι, ἁπλοί, ἐγκάρδιοι καί χαμογελαστοί. Κατηφόρισαν κατά τόν κάμπο, ἀναζητώντας μία καλύτερη ζωή, πού ἁπλωνόταν στά πόδια τῆς γενέθλιας γῆς καί μέ τή δύναμη τῆς ψυχῆς τους καί τοῦ σώματος δημιουργήθηκαν, πρόκοψαν, ἀλλά πάντα ἡ ματιά τους εἶναι στραμμένη ἐκεῖ, στά ἀσπρολίθια πού περπάτησαν μικροί.
«Κι ἡ Δημητρούλα ἡ λυγερή, της Βομβοκοῦς στολίδι,
θά ‘ράξει μέ τήν προίκα της στήν πλάτη ζαλωμένη
μέ τό κιλίμι τό παχύ τετράδιπλο στρωσίδι,
μέ τή βελέντζα σκέπασμα τήν πολυκεντημένη».
Τί ἄλλα θά μποροῦσε νά μᾶς πεῖ μέσα ἀπό τούς στίχους ὁ λυράρης τῆς Ναυπακτίας γιά τίς περήφανες Βομβοκιώτισσες;
Ἄλλωστε οἱ παλαιότεροι θυμοῦνται τίς γυναῖκες τῆς Βομβοκοῦς, τῆς Μαμουλάδας, τῆς Ἀφροξυλιᾶς, ζαλωμένες ξύλα, πού τά πήγαιναν γιά τούς φούρνους τῆς Γρηγόραινας, τοῦ Κοργιαλᾶ, καί μέ τό καλάθι μέ τ’ αὐγά στό χέρι νά κατηφορίζουν πρός τήν πόλη πρίν ἀκόμα σκάσει ὁ ἥλιος στόν ὁρίζοντα. Τό μεσημέρι νά παίρνουν τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, κουβαλώντας τά χρειαζούμενα γιά τό σπιτικό, παρμένα ἀπό τά καταστήματα τοῦ Δράκου, τοῦ Πατσαντζῆ κ. ἄ. Ἡ κακοτράχαλη γῆ τούς ἔδινε λίγα γενήματα καί μάλιστα μέ πολύ κόπο, ἀφοῦ τό νερό ἦταν λιγοστό καί τό καλλιεργούμενο ἔδαφος περιοριζόταν σέ λίγες ζαγάδες.
Ὁ Γεώργιος Ἀθάνας θά πεῖ:
«Ἔλα μοῦ λείπει τό νερό καί πῶς νά κάνω χώρια;
Ἀλλιῶς ξεκαλοκαίριαζα στῆς Βομβοκοῦς τ’ ἁλώνια.
Τό Μόρνο νά ‘χω κῆπο μου μέ τά Ζαγκανοχώρια,
λιβάδι μου τή θάλασσα, μαντρί μου τά Τριζόνια».
Σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό χωριό καί ἀνατολικά αὐτοῦ βρίσκεται τό μοναστήρι τ’ Ἁϊ- Γιάννη. Οἱ Ναυπάκτιοι εἶναι στενά συνδεδεμένοι μ’ αὐτό. Ἡ κτίση του ἀνατρέχει στό μακρινό παρελθόν, ὅμως ἱστορικές πληροφορίες ἔχουμε ἀπό τό 17ο αἰώνα καί μετά. Γιορτάζει στίς 29 Αὐγούστου, ἡμέρα ἀποκεφαλισμοῦ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου. Θυμᾶμαι, μικρό παιδί, τήν παραμονή τῆς γιορτῆς τοῦ μοναστηριοῦ παρέες παρέες, ἀφοῦ συγκεντρωνόταν σέ κάποιο σημεῖο τῆς Ναυπάκτου, ὕστερα ἀνηφόριζαν πρός αὐτό μέ τά πόδια. Φτάνοντας ἐκεῖ, ἀφοῦ τακτοποιοῦσαν τό χῶρο τῆς νυχτερινῆς διαμονῆς τους εἴτε στά κελιά ἤ κατά κανόνα στήν ὕπαιθρο, τραβοῦσαν κατά τήν ἐκκλησιά νά παρακολουθήσουν τόν Ἑσπερινό μέ τή δέουσα κατάνυξη. Ὁ Ἑσπερινός, ἡ νύχτα ἡ αὐγουστιάτικη καί ἡ καλή παρέα ἔκαναν ‘κεῖνο τό βράδυ ὀνειρικό.
Ὁ Γεώργιος Ἀθάνας, πιστός φίλος του μοναστηριοῦ καί προσκυνητής γι’ αὐτή τή νύχτα θά πεῖ:
«Ἀργές ὁπού εἶναι κι ἄδιαβες οἱ νύχτες στόν Ἁϊ Γιάννη!
Ὁ Σπερινός σημαίνοντας ἡ πλάση θαλαπώνει.
Καί ψέλνοντας τ’ ἀπόδειπνο γλαρό σκοτάδι πιάνει.
Γλυκά κοιμῶνται τά βουνά, πικρά ξυπνᾶν οἱ πόνοι».
Βέβαια, πρίν ἔρθει ἡ γιορτή καί στηθεῖ τό πανηγύρι, ὁ λατρευτικός αὐτός χῶρος ἔπρεπε νά καθαριστεῖ, νά συντηρηθεῖ γιά νά ‘χει τήν ἀπαιτούμενη ὀμορφιά.
Τήν ἐργασία αὐτή μᾶς τήν περιγράφει ὁ Γεώργιος Ἀθάνας.
«Κοντοζυγώνει τ’ Ἁἱ Γιαννιοῦ κινάει ὁ Μπάρμπα-Πάνος
στο μοναστήρι ν’ ἀνεβεῖ καί τά κελιά νά φκιάσει.
παραμονή καί ἀνήμερα κοσμάκης νυχτοπλάνος
ἀναπορεύεται τό Σκά τή χάρη του νά φτάσει.
Στά λόγγια τόν ἀνήφορο κι ἀνάκρεμα στίς σάρες
ἄλλος λαδάκι κουβαλεῖ κι ἄλλος λαμπάδα μπόι.
Κανείς μή λείψει ἀπ’ τή γιορτή, κουμπάροι καί κουμπάρες
θα εἶναι ὁ Δεσπότης λειτουργός σωρός παπαδολόι!»
Σ’ αὐτό τό ἱερό καί ἱστορικό μοναστήρι, θυμᾶται ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, τόν πῆγε ἡ προγιαγιά του ἡ Λαμπρογκιώναινα ξυπόλητη νά τόν βαφτίσει, γιατί ἦταν ταμένη. Ἀποτελοῦσε τό καταφύγιο τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων τά χρόνια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ’21, ἀλλά καί τό ἀποκούμπι τῆς ἐλπίδας καί τῆς παρηγοριᾶς.
Φαίνεται καί ἀπό τούς στίχους τοῦ Γεωργίου Ἀθάνα:
«Πολλά καί δέν τῆς ἔζησε τόσα παιδιά κανένα!
Τοῦ κάκου πῆγε σε γιάτρισσες καί σέ γιατρούς κοιτάχτη...
Στόν Ἁϊ-Γιάννη τάζεται γιά τήν καινούργια γέννα:
Ἐτοῦτο νά τῆς πρόκοβε καί ὅλο τό βιός της στάχτη!»
Ἀνήμερα τῆς γιορτῆς τ’ Ἁϊ-Γιαννιοῦ, ἀπό νωρίς, πλημμύριζε ἡ παμπάλαια ἐκκλησιά μέ τούς πιστούς προσκυνητές καθώς καί ὁ προαύλιος χῶρος. Ἡ μυρωδιά τοῦ βασιλικοῦ ἀνακατεμένη μέ τό θυμίαμα σκορπιζόταν στόν ἀγέρα καί τούς μεθοῦσε ὅλους ἀπό εὐλάβεια. Ὁ ἦχος τῆς καμπάνας ξεχυνόταν στή χαράδρα τοῦ Σκά καί τραβοῦσε κατά τή θάλασσα παρέα μέ τόν πρωινό κατεβατό. Τό μεγαλεῖο τῆς παρθένας φύσης ἑνωνόταν μέ τό χρῶμα τῆς χριστιανοσύνης. Ἔνιωθες τόν Ἅγιο δίπλα σου, ἁπλό, ταπεινό, καλοσυνάτο καί συγχωρητή. Τό μοναστήρι ἕνα ἀπέραντο φιλικό σπιτικό καί τόν οἰκοδεσπότη προσηνῆ νά φιλεύει ὅλους. Μιά μαγεία πού τά λόγια εἶναι ἀδύναμα νά ἐκφράσουν τό ἀτέλειωτο μεγαλεῖο. Καί ὕστερα ‘ρχόταν ἡ ἀπόλυση.
Ὁ Γ. Ἀθάνας θά μᾶς πεῖ γι’ αὐτή:
«Παπά γιά κάμε ἀπόλυση, Δεσπότη, βλόγησέ μας
να στρώσουμε τίς τάβλες μας ὁπώβρουμε κλαράκι!
Δέν τό χαλάσαμε Ἁϊ-Γιαννιού τ’ ἀνήμερα ποτέ μας
μέ νοστιμιές ριζόπιτες ρουφᾶμε τό κρασάκι...»
Καί μετά τή λειτουργία ἄρχιζε τό γλεντοκόπι. Τά τραγούδια καί ὁ χορός ἕνωναν τούς προσκυνητές, ἐνῶ τό κρασί ἔρεε ἄφθονο. Ἔνιωθες τόν Ἅγιο νά σέρνει πρῶτος τό χορό καί νά γλεντᾶ μαζί τους. Οὐρανός καί γῆ γίνονταν ἕνα. Καί ὕστερα ‘ρχόταν ἡ κούραση καί ἡ ἀνάγκη τῶν μικρῶν παιδιῶν νά ξαποστάσουν. Τό ἀπομεσήμερο ὅλοι παίρναν τό δρόμο τοῦ γυρισμοῦ μέ τήν εὐχή «καί τοῦ χρόνου».
Σήμερα τό γεγονός αὐτό ἔχει χάσει λίγο ἀπό τό παραδοσιακό του χρῶμα. Παρ’ ὅλα αὐτά ὁ σύλλογος φίλων τοῦ μοναστηριοῦ προσπαθεῖ μαζί μέ τό Κοινοτικό Συμβούλιο τῆς Βομβοκοῦς νά διατηρήσει τήν ἀρχοντιά του καί τήν μεγαλοπρέπειά του. Σ’ αὐτό συμβάλλει καί ἡ Ἱερά Μητρόπολη καθώς καί οἱ μοναχές τοῦ μοναστηριοῦ.
Τοῦτος ὁ τόπος εἶναι ἁγιασμένος, εἶναι συνδεδεμένος μέ τή ζωή μας γι’ αὐτό χρειάζεται προστασία καί φροντίδα. Ἡ πολιτεία ἔχει χρέος νά προσφέρει. Ἡ παράδοσή μας εἶναι ὁδηγός μας πού μᾶς ὁδηγεῖ ἀσφαλεῖς στό μέλλον.
- Προβολές: 1499