Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Ἀρχεμενίδης ὁ Ὁμολογητής, 3 Νοεμβρίου
Τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Ἀρχεμενίδης ὁ Ὁμολογητής καταγόταν ἀπό τήν Περσία καί ἔζησε τόν 5ο αἰώνα μ.Χ., στίς ἡμέρες τοῦ βασιλέα τῶν Περσῶν Ἰσδιγέρδη, καί τοῦ Αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ. Ἦταν γόνος ἀρχοντικῆς οἰκογένειας καί ὁ πατέρας του ἦταν Ἔπαρχος. Ἦταν ἀνήσυχο πνεῦμα καί δέν τόν ἱκανοποιοῦσε ἡ θρησκεία τῶν πυρσολατρῶν, ἀλλά ἀναζητοῦσε τόν ἀληθινό Θεό, καί τελικά τόν βρῆκε. Μᾶλλον Ἐκεῖνος -ὁ ἀληθινός Θεός, ὁ «μέγας καί ἰσχυρός», «ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος», ὁ Ὁποῖος φροντίζει συνεχῶς γιά τήν σωτηρία τοῦ πλάσματός Του, τοῦ καθενός ξεχωριστά- τόν ἐπισκέφθηκε, τοῦ ἀποκαλύφθηκε.
Ὁ Ἀρχεμενίδης, ὅπως συμβαίνει πάντοτε μέ τούς ἀγαθούς «ἐν οἷς δόλος οὐκ ἔστι», Τόν ἐγνώρισε καί Τόν ὁμολόγησε, ὅπως παλαιότερα ὁ Ναθαναήλ, «Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί Σωτήρα τοῦ κόσμου», ἐπειδή Αὐτός πού ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἄσαρκος στήν Παλαιά Διαθήκη καί σεσαρκωμένος στήν Καινή Διαθήκη. Βρῆκε, λοιπόν, «τόν ποθούμενον» καί διδάχθηκε τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς, τό ὁποῖο ἀργότερα μετέδωσε μέ μεγάλο ζῆλο σέ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τό ἀναζητοῦσαν μέ πόθο.
Ὁ βασιλέας τῶν Περσῶν προσπάθησε, στήν ἀρχή μέ κολακεῖες, νά τόν πείση νά ἐπανέλθη στήν προηγούμενη θρησκεία του. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη του στόν Χριστό, τοῦ ἀφήρεσε ὅλο τόν ὑλικό πλοῦτο του. Στήν συνέχεια τόν ξεγύμνωσε θέλοντας νά τόν διαπομπεύση καί νά τόν ἐξαναγκάση, ὅπως νόμιζε, νά ἀρνηθῆ τήν πίστη του, ἀλλά δέν τό κατόρθωσε. Κάποια ἡμέρα πού τόν εἶδε ἀπό τό παράθυρό του νά σέρνη γυμνός τίς καμῆλες τοῦ στρατεύματος, ἔχοντας μόνο μία ζώνη στήν μέση του, τοῦ «πέταξε» ἕνα ὑποκάμισο καί τοῦ εἶπε νά τό φορέση, ἀφοῦ πρῶτα ἀρνηθῆ τόν Χριστό. Τότε ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε: «Ἄν τυχόν ἐσύ νομίζης ὅτι γιά τό ὑποκάμισό σου ἐγώ θά ἀφήσω τήν εὐσέβειά μου, κράτησέ το μαζί μέ τήν ἀσέβειά σου». Τότε ὁ βασιλέας, γεμάτος θυμό, τόν ὑπέβαλε σέ φρικτά βασανιστήρια τά ὁποῖα ὑπέστη καρτερικά. Κατόπιν τόν ἀφησε ἐλεύθερο μέ τήν προϋπόθεση νά ἐγκαταλείψη τήν Περσία.
Ἔζησε τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του μέ ἄσκηση καί προσευχή καί ἐτελειώθη «ἐν εἰρήνῃ».
Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.
Πρῶτον. Μία ἀπό τίς μεγαλύτερες πνευματικές ἀσθένειες εἶναι ἡ αὐτάρκεια, δηλαδή τό νά αἰσθάνεται κανείς ὅτι εἶναι πνευματικά αὐτάρκης, ὅτι τά ἔχει ὅλα καί ἔτσι δέν ἀναζητᾶ κάτι τό ὑψηλότερο, τό ὁποῖο θά δώση νόημα στήν ζωή του. Δέν ἐπιθυμεῖ νά γνωρίση τόν ἀληθινό Θεό καί νά δώση ἀπάντηση στά ὑπαρξιακά προβλήματά του. Κλεισμένος μέσα στά ἀσφυκτικά ὅρια τῆς ὑπερηφάνειάς του δέν ἀντιλαμβάνεται τήν πνευματική του φτώχεια, ἀλλά νομίζει ὅτι εἶναι πλούσιος πνευματικά, αὐτάρκης σέ ὅλα καί ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη βοήθειας ἀπό κανέναν, οὔτε ἀπό τόν Θεό οὔτε ἀπό τούς ἀνθρώπους. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, ἐπειδή δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν «πλησίον», εἶναι φτωχός καί γυμνός ἀπό κάθε καλό καί κάθε ἀρετή. Αἰσθάνεται, ἴσως, ὅτι ἔχει ζῆλο Θεοῦ καί θερμή πίστη, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἔχει ἄκριτο ζῆλο, χωρίς ἐπίγνωση, καί δέν εἶναι οὔτε θερμός οὔτε ψυχρός, ἀλλά χλιαρός, γι’ αὐτό καί προκαλεῖ τόν «ἐμετό» καί στόν Θεό καί στούς ἀνθρώπους.
Στήν «Ἀποκάλυψη» τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὁ Θεός ἀπευθυνόμενος στόν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδίκειας τοῦ λέγει: «Οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρός ἦς ἤ ζεστός, οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου. ὅτι λέγεις ὅτι πλούσιός εἰμι καί πεπλούτηκα καί οὐδενός χρείαν ἔχω, -καί οὐκ οἶδας ὅτι σύ ὁ ταλαίπωρος καί ὁ ἐλεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός-». Στήν συνέχεια, ὅμως, ἀφοῦ κάνει διάγνωση τῆς ἀσθένειάς του, τοῦ ὑποδεικνύει καί τόν τρόπο τῆς θεραπείας του. Λέγει: «Συμβουλεύω σοι ἀγοράσαι παρ᾿ ἐμοῦ χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρός ἵνα πλουτήσῃς, καί ἱμάτια λευκά ἵνα περιβάλῃ καί μή φανερωθῇ ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου, καί κολλύριον ἵνα ἐγχρίσῃ τούς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς. ἐγώ ὅσους ἐάν φιλῶ, ἐλέγχω καί παιδεύω· ζήλευε οὖν καί μετανόησον».
Τόν προτρέπει στήν μετάνοια καί τήν διόρθωση, ἀλλά δέν παραβιάζει τήν ἐλευθερία του τήν ὁποία Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε. Γι’ αὐτό καί στήν συνέχεια τονίζει ὅτι στέκεται ἔξω ἀπό τήν θύρα τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς καί τήν κτυπᾶ καί εἰσέρχεται τότε μόνον, ὅταν τοῦ ἀνοίγεται αὐτή ἡ θύρα. Λέγει: «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ᾿ ἐμοῦ». Μέ ἄλλα λόγια προτρέπει πατρικά τόν Ἐπίσκοπο τῆς Λαοδίκειας, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε ἐπιρρεπεῖς στήν ἀσθένεια τῆς πνευματικῆς αὐτάρκειας, νά μετανοήση καί νά ἀγωνίζεται μέ κατ’ ἐπίγνωση ζῆλο νά τηρῆ τίς ἐντολές Του. Καί μέ τό πῦρ τῆς Θείας Χάριτος νά ἀνάψη τήν φλόγα τῆς ἀγάπης του πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον καί νά λευκάνη τόν χιτῶνα τῆς ψυχῆς του. Ἔτσι, θά φωτισθῆ ὁ νοῦς του, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, καί θά βλέπη καθαρά τά μή βλεπόμενα, τά αἰώνια, ἤτοι τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ.
Δεύτερον. Ὁ Ἠσαῦ, ὁ πρωτότοκος υἱός τοῦ Πατριάρχη Ἰσαάκ, ὅπως εἶναι γνωστόν ἀπό τήν διήγηση τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπεμπόλησε τά πρωτοτόκιά του μέ ἀντάλλαγμα ἕνα πιάτο μέ φακή. Αὐτός ὁ πειρασμός εἶναι διαχρονικός καί ἐμφανίζεται, μέ διαφορετική ἴσως μορφή, στόν καθένα, ὡστόσο, ὅμως, εἶναι δυνατός καί χρειάζεται νά διαθέτη κανείς ἰσχυρά πνευματικά ἀντισώματα γιά νά ἀντισταθῆ καί νά μή ὑποκύψη σέ αὐτόν. Πρέπει νά διαθέτη βαθειά πίστη καί μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Θεό, προκειμένου νά μή ἀπομακρυνθῆ ἀπό Αὐτόν καί νά μή Τόν προδώση «ἀντί πινακίου φακῆς» ἤ ἀντί ἑνός «ὑποκαμίσου». Τά πάθη, τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιληδονίας καί τῆς κενοδοξίας, ριζώνουν βαθειά στήν ψυχή, ὅταν δέν γίνεται ἀγώνας γιά τήν μεταμόρφωσή τους καί τήν κυριαρχία ἐπάνω σέ αὐτά, καί ὑποδουλώνουν τόν ἄνθρωπο. Τόν ἀπομακρύνουν ἀπό Θεό, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπολέση «τά πρωτοτόκια», «τό πρωτόκτιστον κάλλος», ἤτοι τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού προξενεῖ στήν ψυχή γλυκύτητα, παρηγοριά, γαλήνη.
Ἡ θεραπεία ἀπό τό ὀλέθριο πάθος τῆς πνευματικῆς αὐτάρκειας ἰσχυροποιεῖ τόν πνευματικό ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀποτέλεσμα νά καταπολεμᾶ τούς ἰούς τῶν ποικιλότροπων πειρασμῶν καί νά παραμένη ὑγιής, ἐλεύθερος, γεμάτος ζωή καί «περισσόν ζωῆς».
- Προβολές: 1171