Ὁ ὀρθόδοξος ἱεράρχης
Προσφώνηση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου στόν Μητροπολίτη Καστορίας Καλλίνικο κατά τήν ἐνθρόνισή του (Καστοριά 13 Νοεμβρίου 2021)
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Γρεβενῶν κ. Δαβίδ, ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου καί Τοποτηρητά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καστορίας,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Καστορίας κ. Καλλίνικε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἐντιμοτάτη ἐκπρόσωπε τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως κ. Ζέττα Μακρῆ,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες τοῦ τόπου,
κ. Βουλευτές,
κ. Περιφερειάρχα,
κ. Ἀντιπεριφερειάρχη
κ. Δήμαρχε καί κ. Δήμαρχοι,
Ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν τῆς Περιφέρειας τῆς Περιφερειακῆς διοικήσεως τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, ἐνδοξότατοι στρατηγοί καί λοιποί δικαστικοί, ἐκπαιδευτικοί, στρατιωτικοί καί ἔνστολοι,
Εὐλαβέστατοι Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, μοναχοί καί μοναχές,
Εὐλογημένε καί περιούσιε λαέ τοῦ Κυρίου
Ἔχω τήν ἐξαιρετική τιμή στήν παροῦσα τελετή τῆς ἐνθρονίσεως τοῦ Μητροπολίτου Καστορίας κ. Καλλινίκου νά ἐκπροσωπῶ τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Κύριον Κύριον Βαρθολομαῖον καί νά μεταφέρω τίς πατριαρχικές του εὐχές γιά τήν εὐόδωση τῆς ἤδη μέ καλούς οἰωνούς ἀρχομένης ποιμαντορίας του ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Εὐχαριστῶ τόν Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη ἰδιαίτερα γιατί μέ τήν σοφία του, τήν διάκρισή του, τήν εὐγένειά του καί τήν ἀρχοντιά του ἀπεφάσισε νά μέ ὁρίση ἐκπρόσωπό του στήν ἐνθρόνιση τοῦ κατά πνεῦμα υἱοῦ μου, τόν ὁποῖον μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός ὡς δῶρο Του, γιά νά τόν ἀναπτύξω καί νά τόν παρουσιάσω ὡς ἀντίδωρο στήν Ἐκκλησία Του, ὡς Ἐπίσκοπο καί Μητροπολίτη Καστορίας, ὥστε νά ἐφαρμοσθῆ ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «τό γάρ τόν υἱόν ἡμῶν... εὐδοκιμεῖν, ἡμᾶς ἐστιν εὐδοκεῖν∙ τέκνων γάρ ἀρετή, δόξα πατέρων.
Ὄντως αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι οἱ μεγάλοι στό ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα ἐκπροσωποῦνται καί ἀπό τούς μικρούς!
Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ἱερά Μητρόπολη Καστορίας ἀνήκει στίς Ἱερές Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι καί οἱ κατά καιρούς Μητροπολίτες αὐτῆς, καί κατά τά Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καλοῦνται «Ἱεράρχαι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου (Ν. Χωρῶν)», στίς ὁποῖες Μητροπόλεις ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἔχει τό ἀνώτατο κανονικό δικαίωμα, ἐνῶ ἡ διοίκησή τους διεξάγεται ἐπιτροπικῶς ὑπό τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σύμφωνα μέ τήν Πατριαρχική Συνοδική Πράξη τοῦ 1928, ὅπως ἀναγνωρίζεται καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἀπό τήν Ἑλληνική Πολιτεία. Γι’ αὐτό ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εὔχεται, Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Καστορίας κ. Καλλίνικε, δι’ ἐμοῦ νά ἀναδειχθῆτε καλός Ποιμενάρχης τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Θεοσώστου Μητροπόλεως. Ἤδη σᾶς ἔδωσε τίς εὐχές του, κατά τήν πρόσφατη ἐπίσκεψή σας στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μετά τήν χειροτονία σας, καί συλλειτουργήσατε καί ἐσεῖς μαζί του μέ τήν εὐκαιρία τῆς τριακονταετοῦς Πατριαρχίας του. Βεβαίως, ἐνθρονίζεσθε σήμερα καί μέ τήν πολλή ἀγάπη καί τίς εὐχές τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου μας κ. Ἱερωνύμου.
Ἡ παροῦσα τελετή ἐνθρονίσεως δίδει τήν εὐκαιρία νά τονισθῆ ἡ θέση τοῦ Ἐπισκόπου καί Μητροπολίτου στήν Ἐκκλησία, κατά τήν παράδοσή της.
Ὁ Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος, ὡς Ἱεράρχης τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, συνθέτει πολλά ἀντιφατικά, στούς πολλούς, στοιχεῖα, ἐπειδή ἐκφράζει τό «ὅλον» καί δέν περικλείεται στό «ἐπί μέρους». Κάθε «μερικό» ὑπονομεύει τό «ὅλον» καί δέν εἶναι ὀρθόδοξο-καθολικό.
Θά ἐπισημάνθοῦν κατά τρόπο τηλεγραφικό μερικές συνθέσεις πού ἀποτελοῦν τό γνώρισμα τῶν ὁλοκληρωμένων ἀνθρώπων καί Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν τά ἄκρα, διότι οἱ ἀκρότητες εἶναι ἰσότητες πού ὁδηγοῦν σέ ἐπικίνδυνους ἀτραπούς.
Ποιό, λοιπόν θά μποροῦσε νά εἶναι τό συνθετικό καί ὁλοκληρωμένο «πορτραῖτο» τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου-Μητροπολίτου πού πρέπει νά ἀναζωγραφισθῆ στήν Μητρόπολή του, στήν ὁποία τόν ἀποστέλλει ὁ Θεός διά τῆς Ἐκκλησίας; Ποιά εἶναι ἐκεῖνα τά στοιχεῖα πού συγκροτοῦν τήν νηφάλια ὀρθόδοξη ζωή τήν ὁποία ἐκφράζει ὁ Κληρικός, ἰδίως ὁ Ἐπίσκοπος πού ἐπιθυμεῖ νά βλέπη ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος;
Θά ἐντοπισθοῦν μερικά ἀπό αὐτά.
Ἡ πίστη συνδέεται στενά μέ τήν ἀγάπη, γιατί ἡ πίστη χωρίς τήν ἀγάπη γίνεται ἰδεολογία καί ἡ ἀγάπη χωρίς τήν πίστη γίνεται ἀνούσιος ἀλτρουϊσμός.
Ἡ φιλοθεΐα συνδέεται μέ τήν φιλανθρωπία, διότι διαφορετικά ἐκφράζεται εἴτε ἕνας μονοφυσιτισμός εἴτε ἕνας οὑμανισμός.
Ἡ θεωρία συμπορεύεται μέ τήν πράξη, ἀφοῦ πίστη ἄεργος καί ἔργον ἄπιστον, κατά τόν ἴδιο τρόπο θά ἀποδοκισμαθῆ ἀπό τόν Θεό (ἅγ. Διάδοχος Φωτικῆς). Θεωρία χωρίς τήν πράξη εἶναι φαντασία, καί πράξη χωρίς τήν θεωρία εἶναι ἕνας στεῖρος ἀκτιβιτισμός.
Ἡ θεολογία συνεργάζεται μέ τήν ἐπιστήμη, ἀφοῦ τά ὅρια κάθε μιᾶς ἀπό αὐτές εἶναι καθορισμένα καί προσδιορισμένα, ὥστε οὔτε ὁ θεολόγος εἰσέρχεται στό ἔργο τῆς ἐπιστήμης, ἐκτός καί ἄν εἶναι συγχρόνως καί ἐπιστήμων, οὔτε ὁ ἐπιστήμων εἰσχωρεῖ στήν θεολογία, ἐκτός καί ἄν εἶναι συγχρόνως καί θεολόγος.
Ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, μέ ἀποκορύφωμα τήν θεία Λειτουργία, συνδέεται μέ τήν κοινωνική προσφορά, ἀφοῦ στήν θεία Λειτουργία ὁ αἰσθητός κόσμος προσφέρεται στόν Θεό μέ εὐχαριστιακό τρόπο, καί ἡ κοινωνική προσφορά ἀνάγεται στήν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἐν τῇ λατρείᾳ.
Ἡ γέννηση καί ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἄνθρωπος προσφέρεται ὡς ἀντίδωρο στόν Θεό καί τόν συνάνθρωπό του.
Ὁ θεῖος ἔρως συνδέεται μέ τό ἐραστό, ἀφοῦ ὁ ἔρως κινεῖται πρός τόν ἄνθρωπο καί τό ἐραστό ἑλκύει πρός τόν Θεό τά δεκτικά τοῦ ἔρωτος. Ὁ Θεός εἶναι ἔρως καί ἐραστός, ὡς ἀγαθός καί καλός, πεπληρωμένος ἀγαθότητος καί κάλλους. Ἄλλωστε, «τόν ἔρωτα εἴτε θεῖον εἴτε ἀγγελικόν εἴτε νοερόν εἴτε ψυχικόν εἴτε φυσικόν εἴποιμεν, ἑνωτικήν τινα καί συγκρατικήν ἐννοήσωμεν δύναμιν», κατά τόν ἅγιο Ἱερόθεο, σύμφωνα μέ τήν παρουσίασή του ἀπό τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη.
Ἡ ἐκκλησιαστική Ἐπαρχία λαμβάνει δύναμη καί ἀξία ἀπό τήν Οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ βίωση τῆς τοπικότητας χωρίς τήν ἀναφορά στήν ἐκκλησιαστική καθολικότητα εἶναι ἕνας ἐπαρχιωτισμός ἤ σχετικισμός-ρελατιβισμός, ἀλλά καί ἡ οἰκουμενικότητα χωρίς τήν ζωντανή τοπικότητα γίνεται συγκρητισμός.
Ἡ ἀγάπη τοῦ ἑνός λειτουργεῖ ἐν τῇ ἑνότητι τῶν πολλῶν καί στήν ποικιλία τῶν χαρισμάτων τους, γιατί διαφορετικά γίνεται αὐθαιρεσία, καί ἡ ποικιλία τῶν χαρισμάτων χωρίς τήν ἑνότητα τῆς ἀγάπης γίνεται ἀναρχία.
Ἡ ἱστορία ἐμπνέεται ἀπό τήν ἐσχατολογία, ἀφοῦ τό ἔσχατο, πού εἶναι ὁ Χριστός, εἰσῆλθε στόν κόσμο, καί ἡ ἐσχατολογία μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνει τήν ἱστορία καί τήν ἑλκύει στά ἔσχατα, στόν μόνον Ἐράσμιο καί Ἐραστό.
Ἡ Ἐκκλησία συνεργάζεται μέ τήν Πολιτεία, γιατί κοινό σημεῖο καί τῶν δύο εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἀποτελούμενος ἀπό ψυχή καί σῶμα, καί αὐτή ἡ συνεργασία γίνεται μέ σαφεῖς ὅρους καί προϋποθέσεις, ἀφοῦ οὔτε ἡ Ἐκκλησία μετατρέπεται σέ Κράτος, οὔτε τό Κράτος γίνεται Ἐκκλησία. Ὁπότε, δέν ἰσχύει οὔτε ὁ Καισαροπαπισμός οὔτε ὁ Παποκαισαρισμός, ἀλλά ἡ συναλληλία ἁρμοδιοτήτων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀναζητᾶ ἀπό τήν Ἐκκλησία αὐτό πού θά ἔπρεπε νά ἀναζητήση ἀπό τό Κράτος, οὔτε ἀναζητᾶ ἀπό τό Κράτος αὐτό πού θά ἔπρεπε νά ἀναζητᾶ ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Γίνεται φανερό ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος εἶναι ἡ ἑνότητα ὅλων τῶν ἀντιθέτων πραγμάτων, καί δέν διακρίνεται ἀπό ἀκραῖες νοοτροπίες, οἱ ὁποῖες ρέπουν πρός τήν ἰδεολογία, τήν ἰδεοληψία, τήν συγκεντρωτικότητα, τόν φανατισμό καί τήν ἀναρχία.
Δέν πρωτοτυπῶ μιλώντας γι’ αὐτές τίς συνθέσεις τῶν ἀντιθέτων καταστάσεων, ἀφοῦ στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «τύπος καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ»∙ εἶναι τύπος καί εἰκόνα «τοῦ σύμπαντος κόσμου, τοῦ ἐξ ὁρατῶν καί ἀοράτων οὐσιῶν ὑφεστῶτος»∙ εἶναι εἰκόνα «μόνου τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου»∙ «εἰκονίζει συμβολικῶς τόν ἄνθρωπον»∙ εἶναι εἰκόνα καί τύπος «τῆς ψυχῆς καθ’ ἑαυτήν νοουμένης» ὡς νοερᾶς καί ζωτικῆς δυνάμεως, ὡς νοῦ καί λόγου, σοφίας καί φρόνησης, θεωρίας καί πράξης, γνώσης καί ἀρετῆς, ἄληστης γνώσης καί πίστης, ἀληθείας καί ἀγαθοῦ, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξαντλεῖται στήν εἴδηση καί τό ρεπορτάζ, καί ὅταν μεταφέρεται μέσα ἀπό τήν σύγχρονη πληροφόρηση ἀσφυκτιᾶ.
Ἔτσι, ἡ μονομέρεια, ἡ ἰδεοληψία, ὁ φανατισμός, ἡ μονοδιάστατη νοοτροπία δέν συνιστοῦν ὀρθόδοξο Χριστιανό καί Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἀποφεύγονται τά ἄκρα καί νά βιώνεται ἡ ἑνότητα ὅλων τῶν ἀντιθέσεων, ἡ λεγομένη Ἀριστοτελική ἀρετή, πού εἶναι ἡ μεσότητα μεταξύ τῶν δύο ἄκρων, ἤτοι τῆς ἐλλείψεως καί τῆς ὑπερβολῆς. Γι’ αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στόν μαθητή του Τιμόθεον: «δεῖ οὖν τόν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι ... νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον» (Α΄ Τιμ. γ΄, 2) καί τόν συμβουλεύει: «Σύ δέ νῆφε ἐν πᾶσιν» (Β΄ Τιμ. δ΄, 5).
Εἶναι ἐξαιρετικῶς σημαντικό ὅτι ἡ τελετή τῆς ἐνθρονίσεώς σας σήμερα, Σεβασμιώτατε, τήν 13 Νοεμβρίου, συμπίπτει μέ τήν μνήμη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού εἶναι οἰκουμενικός διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καί καύχημα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ὁ ὁποῖος συνεχῶς μέ τήν διδασκαλία του καί τόν τρόπο τοῦ βίου καί τῆς πολιτείας του τόνιζε τόν «χαρισματικό καί θεσμικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας», καθώς ἐπίσης ὑπογράμμιζε καί τόν κίνδυνο πού προέρχεται ἀπό τά σχίσματα μέσα στήν.
Μέσα στό πλαίσιο αὐτό ὁμιλεῖ γιά τό «ὅσα δεῖ τόν ἐπίσκοπον ἔχειν», ἤτοι «διδακτικόν εἶναι, ἀνεξίκακον, ἀντεχόμενον τοῦ κατά διδαχήν πιστοῦ λόγου». Γιά νά ἐκπληρώση δέ τόν σκοπόν του «ἄγρυπνον τοίνυν αὐτόν χρή, οὐ τά ἑαυτοῦ μεριμνῶντα μόνον, ἀλλά καί τά τῶν λοιπῶν». Ὁ Ἐπίσκοπος ὡς προεστώς τοῦ ποιμνίου του «οὕτω χρή διοικεῖσθαι, μή τήν ἰδίαν τιμήν ζητεῖν, ἀλλά τό κοινῇ συμφέρον» καί ἀναδεικνύεται ὄντως νηφάλιος ἐν πᾶσιν.
Ἔτσι ἐνήργησαν οἱ κατά καιρούς Ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου στήν Ἱερά Μητρόπολη Καστορίας, ἰδίως σέ δύσκολες ἐποχές γιά τό Γένος μας, ὅπως ὁ ἀοίδιμος προκάτοχός σας Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης, μέχρι τοῦ ἀμέσου Προκατόχου σας κυροῦ Σεραφείμ, πού ἦταν ἀδελφός καί φίλος μου ἀπό τότε πού ὑπηρετούσαμε καί οἱ δύο ὡς συνεργάτες τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Σεραφείμ.
Ἐπί πλέον εἶναι ἐξαιρετικῶς ἐπίκαιρος ἡ συγκυρία ὅτι αὔριο, Κυριακή 14 Νοεμβρίου, κατά τήν ὁποία γιά πρώτη φορά θά λειτουργήσετε καί θά ἀνέλθετε στό ἱερό Σύνθρονο, εἶναι ἡ μνήμη τῆς κοιμήσεως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ εὐκλεοῦς αὐτοῦ Ἱεράρχου πού ἐκλέϊσε τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον, ὁ ὁποῖος γιά πρώτη φορά τιμήθηκε στήν Καστοριά καί ἁγιογραφήθηκε στό παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Παναγία Μαυριώτισα τῆς Καστοριᾶς.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, κατά τόν ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, εἶναι «τό τῆς ἡσυχίας κράτος, ἡ δόξα τῶν μοναζόντων, τό κοινόν τῶν θεολόγων καί πατέρων καί διδασκάλων καλλώπισμα, τῶν ἀποστόλων ὁ συναγωνιστής, ὁ τῶν ὁμολογητῶν καί μαρτύρων ἀναίμακτος ζηλωτής καί στεφανίτης καί λόγοις καί πράγμασι, καί τῆς εὐσεβείας ἀθλητής καί στρατηγός καί ὑπέρμαχος, ὁ τῶν θείων δογμάτων ὑψηλός ἐξηγητής καί διδάσκαλος...».
Ὁ μέγας αὐτός Πατήρ καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας σέ ὁμιλία του λέγει ὅτι, ὅπως ὅταν κάποιος ἀνάψη μιά λαμπάδα ἀπό μιά ἄλλη φωτοφόρο καί ἀναμμένη λαμπάδα καί μεταδίδει τό φῶς σέ μιά ἑπόμενη, καί ὑπάρχει μόνιμα τό φῶς, ἔτσι μέ τήν Ἀποστολική διαδοχή ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φθάνει σέ ὅλες τίς γενιές καί φωτίζει ὄλους ἐκείνους πού εἶναι ὑπάκουοι στούς πνευματικούς πατέρας καί διδασκάλους.
Ἑπομένως, κατά τόν μέγαν αὐτόν Ἱεράρχη τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου κάθε Ἀρχιερεύς πού ἔρχεται σέ μιά πόλη εἶναι μιά ἀναμμένη λαμπάδα τῆς Πεντηκοστῆς καί φέρει αὐτήν τήν Χάρη καί τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ἐκεῖνοι πού ἀπωθοῦν κάποιον Ἀρχιερέα «διακόπτουσι τοῦ Θεοῦ τήν χάριν καί διασπῶσι τήν θείαν διαδοχήν καί διϊστῶσιν ἑαυτούς τοῦ Θεοῦ καί στάσεσιν ἁλιτηριώδεσι καί συμφοραῖς παντοδαπαῖς παραδίδονται».
Ἔτσι τώρα ἐπάνω στόν Θρόνο σᾶς βλέπουμε ὡς μιά ἀναμμένη λαμπάδα τῆς Πεντηκοστῆς πού θά φωτίζετε τό ποίμνιο πού σᾶς χάρισε ὁ Θεός καί θά λυώνετε καθημερινά μεταφέροντας τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ διά τῶν μυστηρίων, καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Εὐχόμεθα, Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Καστορίας Καλλίνικε, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ἱκεσίαις τῶν ἐν ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης νά σᾶς φωτίζη, προστατεύη, καθοδηγῆ, ἐμπνέη, στό ἀρξάμενο ἤδη ἔργο τῆς Ἐπισκοπικῆς σας διακονίας. Νά ἔχετε τόν ἔνθεο ζῆλο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέσα στό πλαίσιο τοῦ συνοδικοῦ καί ἱεραρχικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ὁ ἔπαινος νά σᾶς δοθῆ ἀπό τόν Θεό. Νά ἔχετε ἄγρυπνον ὄμμα, «γρήγορον νοῦν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν», ὅπως καί ὁ Ὅμηρος εἶπε γιά τόν Ἀγαμέμνονα: «οὐ χρή παννύχιον εὔδειν βουληφόρον ἄνδρα∙ ᾧ λαοί τ’ ἐπιτετράφαται καί τόσσα μέμηλεν».
Τό λοιπόν, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «Παράγγελλε ταῦτα καί δίδασκε... Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπή φανερά ᾖ ἐν πᾶσιν» (Α΄ Τιμ. δ΄, 11-15). Καί κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο: «Ἐρρωμένος, εὔθυμος, προκόπτων κατά Θεόν, χαρισθείης ἡμῖν καί τῇ Ἐκκλησίᾳ, τό κοινόν σεμνολόγημα».
- Προβολές: 1068