Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ὁσία Ἀνθοῦσα Ἡ θυγατέρα Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρώνυμου, 12 Ἀπριλίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ὁσία Ἀνθοῦσα Ἡ θυγατέρα Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρώνυμου, 12 ἈπριλίουἩ ἁγία Ἀνθοῦσα ἔζησε τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν θυγατέρα τοῦ Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου, ὁ ὁποῖος συνέδεσε τό ὄνομά του μέ μιά ἀπό τίς μελανότερες σελίδες τῆς πολιτικῆς, ἀλλά καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἀφοῦ ἦταν διώκτης καί πολέμιος τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού ἦταν σταθεροί στήν ὀρθόδοξη πίστη καί προσκυνοῦσαν τίς ἱερές εἰκόνες. Πολλοί πιστοί βασανίσθηκαν τήν περίοδο ἐκείνη καί ἀρκετοί σφράγισαν τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους.

Ἡ ἁγία Ἀνθοῦσα μεγάλωσε μέσα στά ἀνάκτορα καί μποροῦσε νά ἔχη ὅλες τίς ἀνέσεις, ἀλλά ζοῦσε ἀσκητικά. Ἡ ἐξωτερική ἐμφάνισή της φανέρωνε πριγκιποπούλα, μέσα, ὅμως, ἀπό τά λαμπρά ἐξωτερικά ἐνδύματα φοροῦσε τρίχινο ροῦχο γιά νά ταπεινώνη τό σῶμα της, δηλαδή τό «φρόνημα τῆς σαρκός», τό ὁποῖο εἶναι θάνατος καί ἀντιτίθεται στό «φρόνημα τοῦ πνεύματος», πού εἶναι «ζωή καί εἰρήνη». Ὁ πατέρας της ἤθελε νά τήν παντρέψη μέ ὁμόφρονά του, ἀλλά ἡ ἁγία ἀρνήθηκε, ἀφοῦ, ἄλλωστε, ἤθελε νά ἀφιερωθῆ ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Μετά τήν ἐκδημία τοῦ πατέρα της μοίρασε τήν περιουσία της στού φτωχούς καί ἐκάρη μοναχή ἀπό τόν τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἅγιο Ταράσιο.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σημειώνει μέ ἔμφαση ὅτι ἡ ἁγία «δέν ἔλειψε ποτέ ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν ἔδειξε ραθυμία, οὔτε ἀμέλησε τήν προσευχή», καθώς ἐπίσης «ἡ ταπείνωσή της ἦταν τόσο μεγάλη», πού «ὑπηρετοῦσε ὅλες τίς ἀδελφές».

Ἔζησε 52 ἔτη καί ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ.

Ὁ βίος της καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Στήν ἀρχή τοῦ Συναξαρίου τῆς ἁγίας εἶναι γραμμένοι οἱ στίχοι:

«Ρίζης δυσώδους καρπός εὐώδης μάλα,
Ἀνθοῦσα σεμνή γῆς ἀπανθεῖ καί βίου».

Δηλαδή, ἡ σεμνή Ἀνθοῦσα μέ τόν ἐπίγειο ὁσιακό βίο της ἄνθισε καί ἔγινε καρπός πολύ εὐωδιαστός, ἄν καί προῆλθε ἀπό δύσοσμη ρίζα.

Τό περιεχόμενο τῶν παραπάνω στίχων θυμίζει τήν λαϊκή παροιμία πού λέει ὅτι «ἀπό ρόδο βγαίνει ἀγκάθι, καί ἀπό ἀγκάθι βγαίνει ρόδο». Στήν περίπτωση τῆς ἁγίας ἐπαληθεύεται τό δεύτερο, δηλαδή ὅτι ἀπό ἀγκάθι βγῆκε ρόδο, ἤ κατά τόν ἱερό Συναξαριστή, ἀπό δυσώδη ρίζα καρπός πολύ εὐώδης. Συνήθως συμβαίνει τό ἀντίθετο, ἀλλά ἐξαιρέσεις ὑπάρχουν πάντοτε. Δηλαδή, αὐτό πού συμβαίνει συνήθως, εἶναι ὅτι, ὅταν ἡ ρίζα εἶναι ὑγιής, τότε καί τό ἄνθος εἶναι εὐῶδες καί ὁ καρπός γλυκύς. Ἀντίθετα, ὅταν ἡ ρίζα εἶναι δυσώδης-σαπρά, τότε καί τό ἄνθος εἶναι δυσῶδες καί ὁ καρπός σαπρός. Ἀσφαλῶς, αὐτό πού καταγράφεται στό Συναξάριο ἀφορᾶ τόν πατέρα τῆς ἁγίας, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀσεβής καί πολέμιος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Καί παρά ταῦτα ἡ θυγατέρα του ἀνεδείχθη ὄχι ἁπλῶς πιστή καί εὐσεβής, ἀλλά ἁγία. Ἀνατράφηκε σέ ἕνα περιβάλλον ὅπου ἡ πίστη εἶχε ἀλλοιωθῆ καί πολεμεῖτο, ὅμως αὐτή διεφύλαξε μέσα στήν καρδιά της τήν αὐθεντική πίστη καί ἔζησε σύμφωνα μέ αὐτήν. Ἀνατράφηκε σέ ἕνα περιβάλλον χωρίς εἰκόνες, καί ὅμως διετήρησε τό κατ’ εἰκόνα ἀμόλυντον. Διεφύλαξε ὅλη τήν ὕπαρξή της, καί τήν ψυχή καί τό σῶμα της, καθαρή, καί ἔγινε «ἱερόν δοχεῖον» τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἀποτελεῖ γιά ὅλους ἐμᾶς πρότυπο καί παράδειγμα πρός μίμηση.

Μᾶς διδάσκει ὅτι, ἄν πραγματικά θέλουμε νά ζήσουμε, ὅπως θέλει ὁ Θεός, τότε τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς ἐμποδίση, οὔτε τό οἰκογενειακό περιβάλλον, οὔτε ἡ κοινωνία, οὔτε ὁ,τιδήποτε ἄλλο, καί τά ὅσα λέμε πολλές φορές γιά νά διακολογήσουμε τήν χλιαρότητα τῆς πίστεώς μας, τήν ἀμέλεια καί τήν ραθυμία μας, εἶναι φθηνές δικαιολογίες καί «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις». Πρέπει κάποτε νά καταλάβουμε ὅτι δέν φταῖνε οἱ ἄλλοι γιά τά πάθη, τά λάθη καί τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Βέβαια, δέν ἀρνεῖται κανείς ὅτι καί τό οἰκογειακό περιβάλλον, ὅπως, ἐπίσης, καί οἱ κοινωνικές συνθῆκες ἐπηρεάζουν ὡς ἕνα βαθμό τόν βίο καί τήν πολιτεία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά τόν σημαντικότερο ρόλο στήν ζωή καί κυρίως στήν πνευματική πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου τόν διαδραματίζει αὐτός ὁ ἴδιος, ἐπειδή, ὅταν ἔχη διάθεση καί πόθο νά βιώση τήν κατά Χριστόν ζωή, τότε θά ἔχη τόν Χριστό ἀρωγό, βοηθό, ἀντιλήπτορα, καί φύλακά του ἀπό κάθε κακό. Αὐτός θά τόν ἐνισχύη καί θά τόν ἐνδυναμώνη πάντοτε, καί ἰδαίτερα στίς δύσκολες καί ὁριακές στιγμές τῆς ζωῆς του.

Ἑπομένως, πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι γιά τήν πνευματική μας ραθυμία δέν εὐθύνονται οἱ ἄλλοι, ἀλλά καί ὅτι θά πρέπει νά φροντίσουμε νά πάρουμε στά σοβαρά τό θέμα τῆς σωτηρίας μας.

Δεύτερον. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Τό κατ’ εἰκόνα εἶναι δεδομένο, ἐνῶ τό καθ’ ὁμοίωση, πού εἶναι ἡ θέωση, ἐπιτυγχάνεται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν προσπάθεια τοῦ καθενός. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τοῦ Θεοῦ Πατρός. Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τῆς εἰκόνος. Καί ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἤτοι τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀγωνισθῆ γιά νά ὁμοιάση, κατά τό δυνατόν, στό πρωτότυπό του. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά μεταμορφώση τά πάθη του, τά ὁποῖα εἶναι ἡ παρά φύση λειτουργία τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Δηλαδή, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν προσωπικό του ἀγώνα θά πρέπει νά καθαρίση ἡ καρδιά του «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος», καί ἀπό τό παρά φύση νά φθάση στό κατά φύση, καί στήν συνέχεια στό ὑπέρ φύση. Ἄλλωστε, ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ὁ ἁγιασμός μας, ὅπως τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τοῦτο γάρ ἐστι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός ὑμῶν». Καί αὐτός ὁ σκοπός ἐπιτυγχάνεται μέ τήν μετοχή μας στά Πάθη καί τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει ὡς συνέπεια καί τήν μετοχή στήν Ἀνάστασή Του.

Τό περιβόλι τῆς καρδιᾶς γιά νά ἀνθίση καί νά καρποφορήση καρπόν «μάλα εὐώδη» πρέπει νά καλλιεργηθῆ καί νά σπαρῆ μέ τόν θεῖο σπόρο, ἤτοι τόν Εὐαγγελικό λόγο. Καί αὐτή ἡ καλλιέργεια γίνεται μέ κόπο, πόνο καί δάκρυα, ἀλλά καί μέ πνευματική ἀγαλλίαση, τήν ὁποία ἐνσταλάζει στήν καρδιά ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο καρποφορεῖ τούς εὐώδεις καρπούς τῶν ἀρετῶν. Αὐτήν τήν ἀλήθεια ἐκφράζει ὁ ἱερός Ψαλμωδός, ὅταν λέγη ὅτι «οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσιν ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσι. Πορευόμενοι ἐπορεύοντο καί ἔκλαιον βάλλοντες τά σπέρματα αὐτῶν· ἐρχόμενοι δέ ἥξουσιν ἐν ἀγαλλιάσει αἴροντες τά δράγματα αὐτῶν».

Ὅλα μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι χαρμολύπη. Λύπη «διά τήν ἁμαρτίαν», χαρά δέ «διά τήν σωτηρίαν».

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 1014