Πέτρου Πιτσιάκκα: «Κύπρου Κυπριανός: Ὁ Ποιμήν ὁ Καλός»
Πέτρου Πιτσιάκκα Φιλολόγου – M.Ed.
Στά πλαίσια τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν διακοσίων χρόνων ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἡ Ἱερή Βασιλική καί Σταυροπηγιακή Μονή Μαχαιρᾶ ἐξέδωσε τό βιβλίο «Κύπρου Κυπριανός: Ὁ ποιμήν ὁ Καλός», τό ὁποῖο εἶναι μιά ἱστορικολογοτεχνική παρουσίαση τοῦ βίου τοῦ μακαρίου καί ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανοῦ. Τό πόνημα αὐτό ἀποτελεῖ τό ἀπόσταγμα πολύχρονης ἔρευνας τῶν πατέρων τῆς Ἱερῆς Μονῆς Μαχαιρᾶ καί χωρίζεται σέ δύο μέρη.
Στό Μέρος Α΄ παρουσιάζεται ὁ βίος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ. Στό Μέρος Β΄ παρουσιάζονται ἐπιστημονικές μελέτες τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Μαχαιρᾶ, Ἐπισκόπου Λήδρας Ἐπιφανίου, ἀναφερόμενες στόν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό, οἱ ὁποῖες παρουσιάστηκαν σέ συνέδρια, σέ ἡμερίδες, σέ συμπόσια, ἤ δημοσιεύτηκαν σέ περιοδικά, σέ ἱστοσελίδες, σέ ἐπιστημονικούς ἤ σέ ἐπετειακούς τόμους. Μέσα ἀπό τίς σελίδες τοῦ πονήματος τῆς Μονῆς Μαχαιρᾶ, ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά γνωρίσει καί νά κατανοήσει τήν προσωπικότητα, τό χαρακτήρα, τό ἦθος, τίς πνευματικές καί διοικητικές ἱκανότητες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ, ἀλλά καί τό μεγαλεῖο τῆς μαρτυρικῆς του θυσίας, στίς 9 Ἰουλίου 1821.
Γεννιέται στή Λευκωσία (Στρόβολο) τό 1756. Εἰσέρχεται στή Μονή Μαχαιρᾶ, καί σέ ἡλικία 13 ἐτῶν, συνοδευόμενος ἀπό τόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ἰωαννίκιο καί μέ τήν ἔγκριση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Χρύσανθου, ἐγγράφεται στό Ἑλληνομουσεῖο Λευκωσίας, ἕνα τριτάξιο σχολεῖο γιά μελλοντικούς κληρικούς. Σέ ἡλικία 27 ἐτῶν χειροτονεῖται διάκονος, ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χρύσανθο. Μέ τήν παρότρυνση τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς μεταβαίνει στή Μονή Βατοπαιδίου, στό Ἅγιο Ὄρος, καί ἀπό ἐκεῖ στή Μολδοβλαχία, μέ σκοπό τή συγκέντρωση χρημάτων, γιά τίς ἀνάγκες τῆς Μονῆς Μαχαιρᾶ. Κατά τή διάρκεια τῆς παραμονῆς του στή Μολδοβλαχία, διαμένει σέ ἕνα ἀπό τά Μετόχια τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου (στή Μολδοβλαχία, ἡ Μονή Βατοπαιδίου διέθετε ἐννέα μοναστηριακά συγκροτήματα καί 25 σκῆτες, ὅλα μετόχια τῆς Μονῆς). Ὅταν ὁ Κυπριανός ἔγινε Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ἡ Μονή Βατοπαιδίου, λόγῳ οἰκονομικῶν προβλημάτων, ζήτησε τή βοήθειά του. Μέ ἐπιστολή του ἐνημερώνει ὅτι δέν μπορεῖ νά βοηθήσει οἰκονομικά τή Μονή, ὑπόσχεται ὅμως νά συντρέχει τόν ἐκπρόσωπό της κύρ Διονύσιο Βατοπαιδινό, ὅπου καί ὅπως μπορεῖ.
Κατά τήν παραμονή του στή Μολδοβλαχία, ἐγγράφεται στήν Αὐθεντική Ἀκαδημία τοῦ Ἰασίου, μέ τή βοήθεια τοῦ ἡγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου, γιά νά μελετήσει καί τή θύραθεν παιδεία. Ἡ μελέτη καί ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογή τῶν βιβλίων, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τήν προσωπική του βιβλιοθήκη, στήν ὁποία βρίσκουμε βιβλία μουσικά, λειτουργικά καί πατερικά, ὑπῆρξε μία ἀπό τίς πηγές τῆς εὐλάβειας καί τῆς ἔμπνευσής του, γιά τήν πρόσκτηση τῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης, πού τόν ὁδήγησαν στό μαρτύριο τοῦ θανάτου. Κατά τήν παραμονή του στό Ἰάσιο, προάγεται στό δεύτερο βαθμό τῆς ἱερωσύνης καί χειροθετεῖται σέ πνευματικό. Τό 1802 ἐπιστρέφει στήν Κύπρο, ὅπου παραμένει στή Λάρνακα, ἀδυνατώντας νά ἀναχωρήσει καί πάλι γιά τή Μολδοβλαχία, λόγῳ τῆς ἐπιδημίας τῆς πανώλης. Ἐξαιτίας τῆς πανώλης, δέν μπόρεσε νά ἐκτελέσει καί τήν ἀρχιεπισκοπική ἐντολή νά ἀναλάβει ὡς οἰκονόμος τοῦ Μετοχίου τῆς Μονῆς Μαχαιρᾶ στό Φιλάνι. Τό 1804 παρεμβαίνει καί εἰρηνεύει τούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι στασίασαν, λόγῳ τῆς φορολογίας, ἐναντίον τοῦ δραγομάνου Κορνέσιου Χατζηγεωργάκη καί κατ’ ἐπέκταση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χρύσανθου. Μένει στό πλευρό τοῦ γηραιοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρύσανθου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀναθέτει σημαντικές εὐθύνες καί δύσκολες ἀποστολές, ἀναγνωρίζοντας τίς ἱκανότητές του.
Τό Μάϊο τοῦ 1810 ἐξορίζονται, μέ ἀπόφαση τοῦ σουλτάνου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος καί ὁ Μητροπολίτης Κιτίου Χρύσανθος, μέ τήν κατηγορία ὅτι διέδιδαν πώς στό Ρωσοτουρκικό πόλεμο ἡ Ρωσία, σέ συνεργασία μέ τήν Ἀγγλία, θά νικοῦσε τήν Τουρκία καί θά ἐλευθέρωναν τήν Κύπρο. Μέ σουλτανική ἀπόφαση, τό 1810, ὁ Κυπριανός προκρίνεται γιά τήν πλήρωση τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου, ὁ ὁποῖος ἦταν κενός, μετά τήν ἐξορία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Ὁ Πατριάρχης δίνει ἄδεια γιά τή χειροτονία του. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Κυπριανός δέν βιάζεται νά ἀναρριχηθεῖ στό θρόνο. Αὐτό γίνεται μετά ἀπό τό θάνατο τοῦ γηραιοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρύσανθου.
Μία ἀπό τίς πρῶτες ἐνέργειες τοῦ Κυπριανοῦ, ὡς ἀρχιεπίσκοπος, ἦταν ἡ ἵδρυση σχολείου ἑλληνικῶν γραμμάτων (Ἑλληνική Σχολή, τό σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο), σέ γῆ τῆς Μονῆς Μαχαιρᾶ, ἀνατολικά τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, γιά νά διδάσκονται οἱ νέοι «τήν πάτριον πίστιν», μέ στόχο «τή διάσωση τοῦ Ρωμιοῦ, τοῦ ὀρθόδοξου ἐνχριστοποιημένου Ἕλληνα». Παράλληλα, γιά τήν καλύτερη ποιμαντική ὀργάνωση, περιοδεύει σέ ὅλο το νησί, λειτουργώντας, χειροτονώντας καί διδάσκοντας. Μέ ἐγκυκλίους προτρέπει τό ποίμνιό του, τό παρηγορεῖ, τό συμβουλεύει καί τό κατευθύνει. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ποιμαντική ἐγκύκλιος κατά Φαρμασώνων (Μασόνων) στίς 2 Φεβρουαρίου 1815, γιορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἕνα πνευματικό ἐγερτήριο τοῦ λαοῦ καί μιά πνευματική παραγγελία, γιά τήν προσωπική πορεία κάθε λογικοῦ προβάτου τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ. Ἔγνοια του ἡ σωματική καί ἡ πνευματική ὑγεία τοῦ ποιμνίου του. Μυεῖται στή Φιλική Ἑταιρεία καί ὑποστηρίζει τήν ἐπανάσταση μέ τήν προσφορά χρημάτων καί τροφίμων.
Ἀποκορύφωμα τῆς προσφορᾶς του ἡ θυσία του, τήν 9η Ἰουλίου 1821. Οἱ Τοῦρκοι, στήν κληρικολαϊκή συνέλευση πού συγκάλεσαν στή Λευκωσία, κάλεσαν τόν ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανό, ὅπως διηγεῖται ὁ Ἄγγλος περιηγητής John Carne, νά ἀσπαστεῖ τό μωαμεθανισμό καί νά τοῦ χαρίσουν τή ζωή. Ὀ ἀρχιεπίσκοπος δείχνοντας τήν ἄσπρη γενειάδα του ἀπάντησε: «Ὑπηρέτησα τόν Ὕψιστο ὡς ἐπίσκοπός του ποιμνίου τούτου ἐπί 50 ἔτη, δέν μπορῶ νά φανῶ ἀγνώμων καί νά ἀρνηθῶ τό ὄνομα αὐτοῦ». Ζήτησε λίγο χρόνο νά προσευχηθεῖ, ἔκανε τό σταυρό του καί ἀναφώνησε: «Τέκνα, σᾶς ἔδωκα παράδειγμα». Μέχρι νά τελειώσει, οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἀποκεφαλίσει τούς μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθο, Κιτίου Μελέτιο καί Κυρηνείας Λαυρέντιο. Στή συνέχεια ἐκτέλεσαν καί τόν ἴδιο διά ἀπαγχονισμοῦ.
Ἡ θυσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ ὁδήγησε στή δημιουργία ποιημάτων, μέ τά ὁποῖα, ὅπως τονίζει ὁ ἡγούμενος Μαχαιρᾶ, ἀποδίδεται ἡ ἁγιότητά του. Κορυφαία δημιουργία, πού ἀποτελεῖ βασική πηγή γιά τά γεγονότα τῆς 9ης Ἰουλίου 1821, ἦταν τό ποίημα τοῦ Βασίλη Μιχαηλίδη, «Ἡ 9η Ἰουλίου ἐν Λευκωσίᾳ (Κύπρου)» γιά τή συγγραφή τοῦ ὁποίου χρησιμοποιήθηκαν ἱστορικές πηγές, προφορικές καί λογοτεχνικές. Μέ τή θυσία του ὁ Κυπριανός διέσωσε τήν ἀξιοπρέπεια τῆς Ρωμιοσύνης, τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητας τῶν Κυπρίων. Εἶναι χαρακτηριστικά τά λόγια του, ἀπευθυνόμενα, πρός τόν τοῦρκο διοικητή Κιουτσούκ Μεχμέτ, ὅταν ὁ τελευταῖος ἀνακοίνωσε τήν καταδικαστική του ἀπόφαση: «Ἡ Ρωμιοσύνη ἐν φυλή συνότζιαιρη τοῦ κόσμου, κανένας δέν ἐβρέθηκεν γιά νά τήν ἰξηλείψη, κανένας, γιατί σιέπει την πού τάψη ὁ Θεός μου. Ἡ Ρωμιοσύνη ἐν νά χαθῆ ὄντας ὁ κόσμος λείψη».
Ἡ προσωπικότητα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανοῦ διακρίνεται γιά τήν ὑπακοή της, ἀπό τήν ὁποία γεννιέται ἡ προσευχή καί ἀπό τήν προσευχή ἡ ταπείνωση. Διακρίνεται γιά τήν ἀκτημοσύνη της, ἀπό τήν ὁποία γεννιέται ἡ ἐλευθερία τοῦ πνεύματος. Τέλος, διακρίνεται γιά τήν παρθενία της, ἀπό τήν ὁποία γεννιέται ἡ σωφροσύνη καί ἡ καθαρότητα τοῦ νοῦ πού συνεπάγεται τή σύνεση, τή διορατικότητα καί τή διακριτικότητα. Ὅσον ἀφορᾶ τή δογματική συνείδηση, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τή σχέση τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέ τό Θεό καί τόν πλησίον του καί εἶναι ἡ ἐσωτερική καί ἀθέατη ἀπόφαση τῆς καρδίας, ἀλλά καί τό ἐκκλησιαστικό ἦθος, τό ὁποῖο ἀφορᾶ τήν ἐκκλησιοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, σέ σχέση μέ τό Θεό καί τόν πλησίον του καί εἶναι ἡ ἐξωτερική ἔκφανση τῆς ἀπόφασης τῆς καρδίας, στόν Ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανό ἐντοπίζονται στήν ἱδρυτική πράξη τῆς Ἑλληνικῆς Σχολῆς Λευκωσίας (τοῦ μετέπειτα Παγκυπρίου Γυμνασίου), στήν ὁποία ἀναφέρει «διά νά διδάσκονται οἱ παῖδες τῆς πολιτείας….τήν πάτριον πίστιν αὐτῶν, τό μόνο προτιμότατον καί ἀναγκαιότατον καί νά ἐκπαιδεύονται ἐν ταυτῷ καί ἤθη χρηστά». Ὁ Κυπριανός ἀκολουθεῖ τό δρόμο τῶν προγενέστερων αὐτοῦ ἡρώων τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδας καί τούς μιμεῖται ἐπάξια, ἐπισφραγίζοντας διά τοῦ αἵματος καί τοῦ μαρτυρίου του τήν ἀπόφαση τῆς καρδίας του.
Ὁ Κύπρου Κυπριανός ἔχει γαλουχηθεῖ στά πνευματικά νάματα τῆς ὀρθόδοξης πίστης καί πνευματικότητας. Μέσα του ἐνυπάρχει ὁ πόθος τῆς ἀναβίωσης τῆς Ρωμιοσύνης, ὅπως μαρτυρᾶ ὁ μαρτυρικός του θάνατος «ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος» καί ὅπως περιγράφεται σέ ἐπιστολή τοῦ Πατριάρχη Ἱερεμία Δ΄ (27/9/1810), πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο Σιναίου Κωνστάντιο, μετέπειτα Πατριάρχη, μέ τήν ὁποία τοῦ ζητᾶ νά μιλήσει στόν Ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανό «περί τοῦ ἀνήκοντος ἡμῖν» καί νά τόν «εὐαισθητοποιήσει πρεπόντως». Στήν ἴδια ἐπιστολή ὁ Πατριάρχης ἐκφράζει τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Κυπριανό, ἀναγνωρίζει τήν ἱκανότητά του καί ἀναφέρει ὅτι ἔχει τούς ἴδιους πόθους καί ἐπιθυμίες, ὥστε νά βοηθήσει στήν ἐπίτευξη τοῦ ποθούμενου, δηλαδή τήν ἀναβίωση τῆς Ρωμιοσύνης, μέ συντονιστή τόν Πατριάρχη. Μυεῖται στή Φιλική Ἑταιρεία καί προσφέρει στόν Ἀγώνα ὅσα ὑποσχέθηκε. Ταυτόχρονα, μέ τήν προσωπική του θυσία, ἀσφάλισε τό γένος του στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε πρότυπο πρός μίμηση καί διαιώνισε διαχρονικά στό λαό τό ρωμαίϊκό του ἦθος. Χαρακτηρίζεται ὡς «καλός ποιμήν». Στό πρόσωπό του, στό ποιμαντικό του ἔργο καί στήν πατερική του μέριμνα, οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες τῆς Κύπρου ἔβλεπαν τόν ἀνιδιοτελῆ ποιμενάρχη, τό στοργικό τους πατέρα καί, προπάντων, τόν γνήσιο ὀρθόδοξο Ἕλληνα χριστιανό, πού μαρτύρησε γιά τό Χριστό. Τό μαρτύριο καί ἡ μαρτυρία τοῦ Κυπριανοῦ ἔσπασαν τό φράγμα τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου καί μεταλαμπαδεύονται, ἀπό γενιά σέ γενιά, σέ ὅλο τόν ἑλληνισμό. Ἡ πορεία τῆς ζωῆς του καί προπάντων ὁ θάνατος του τόν ἀναδεικνύουν σέ καλό ποιμένα.
Κατά τή διάρκεια τῆς Ἀρχιεπισκοπικῆς του διακονίας ἔχει ἰδιαίτερη σχέση μέ τή Μονή Κύκκου τήν ὁποία στηρίζει, νουθετεῖ καί εἶναι παρών στή ζωή της προσβλέποντας καί ἐπιθυμώντας τήν πνευματική προκοπή τῶν πατέρων. Ἐπισκέπτεται συχνά τή Μονή, φιλοξενεῖται σ’ αὐτήν, χειροτονεῖ διάκονο καί πρεσβύτερο (1818) καθώς καί τό νέο Ἡγούμενο Ἰωσήφ (Φεβρουάριος 1819). Μετά τό θάνατο τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Κύκκου Μελετίου Β΄, τό 1811, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, μέ ἐπιστολή πού ἀποστέλλει στούς μοναχούς τῆς Μονῆς, στίς 10 Ἰανουαρίου 1812, προτείνει, γιά τή θέση τοῦ Ἡγουμένου, τήν ἐκλογή τοῦ πανοσιολογιωτάτου ἱερομονάχου οἰκονόμου Παρθενίου. Ὡστόσο, σέ ἀρχεῖο τῆς Μονῆς, μέ ἡμερομηνία 7 Ἰουνίου 1812, ὡς ἡγούμενος ὑπογράφει ὁ Μελέτιος Γ΄. Ὑπάρχει, λοιπόν, θέμα γιά τό ποιός ἦταν Ἡγούμενος στή Μονή Κύκκου, τήν περίοδο 1812-1819, ὁ Παρθένιος ἤ ὁ Μελέτιος; Ἀπό τήν ἔρευνα ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι τυπικά Ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἦταν ὁ Μελέτιος Γ΄, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μέ τό τυπικό τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης στήν Κύπρο, ἐνθρονίστηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανό, στήν πράξη, ὅμως, χρέη Ἡγουμένου ἐκτελοῦσε ὁ Παρθένιος.
Ἕνα ἀπό τά θέματα πού ἐξετάζονται στό πόνημα «Κύπρου Κυπριανός: Ὁ Ποιμήν ὁ Καλός» εἶναι ὁ ἔλεγχος ἀμφίβολων σημείων ἤ ἀρνητικῶν θέσεων σχετικά μέ τό βίο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι ὅτι ὁ Κυπριανός, ὡς ἀρχιεπίσκοπος, ἐνεργοῦσε σάν ἕνας μικρός σουλτάνος καί ἡ ἐκκλησία, ὡς φορολογική ἀρχή, ἀφαίμασσε οἰκονομικά τούς ἀνθρώπους. Ὡστόσο, μετά τή θανάτωσή του δέν βρέθηκε κανένα περιουσιακό στοιχεῖο στό ὄνομά του, γεγονός πού ἀποδεικνύει τό ἀστήρικτο τῆς κατηγορίας. Ἐπίσης, κατηγορήθηκε ὅτι ἡ μετάβασή του στό Μετόχι τοῦ Κύκκου, στή Λευκωσία, τό 1804 ἔγινε γιατί ἐποφθαλμιοῦσε τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο. Ὡστόσο, τήν περίοδο ἐκείνη ὁ ἴδιος ἔμενε στή Λάρνακα καί μετέβη στή Λευκωσία, ὅταν οἱ Τοῦρκοι στασίασαν ἐναντίον τοῦ δραγομάνου Κορνέσιο Χατζηγεωργάκη καί κατ’ ἐπέκταση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χρύσανθου, ὡς μεσολαβητής. Μέ τίς ἐνέργειές του διέσωσε τήν κατάσταση, ἀναγνωριζόμενος ὡς φύλακας ἄγγελος τῆς κοινότητάς του, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἱσπανός περιηγητής Ἀλῆ Μπέης τό 1806. Ὁ ἴδιος ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, μετά ἀπό αὐτά τά γεγονότα, τόν ἐμπιστεύεται καί τοῦ ἀναθέτει δύσκολες ἀποστολές, ἀναγνωρίζοντας τίς ἱκανότητές του καί ἀποκαλώντας τον «ἡμέτερον οἰκονόμο».
Μιά ἄλλη κατηγορία πού τοῦ προσάπτουν εἶναι ὅτι εὐθύνεται γιά τήν ἔξωση καί ἐξορία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρύσανθου τό 1810. Ἡ κατηγορία αὐτή εἶναι ἄδικη καί δημιουργήθηκε λόγῳ τῆς ἔλλειψης ἐπαρκοῦς πληροφόρησης, ἤ λανθασμένων ἑρμηνειῶν ἤ ἀδιασταύρωτων προφορικῶν στοιχείων, τά ὁποῖα παρείσφρησαν μέσα στίς αὐθεντικές ἱστορικές πηγές. Ὁ ἴδιος ὁ λαός δέν υἱοθέτησε αὐτή τήν κατηγορία, ἀφοῦ δέν ξεσηκώθηκε ἐναντίον τοῦ Κυπριανοῦ, ὅταν ἔγινε ἀρχιεπίσκοπος, ὅπως ἔκανε σέ ἄλλες περιπτώσεις. Ἀντίθετα, μετά τήν ἐξορία τοῦ Χρύσανθου, μέ ἐπιστολή τους, οἱ πιστοί ζήτησαν ἀπό τόν Πατριάρχη νά χειροτονηθεῖ ἀρχιεπίσκοπος ὁ Κυπριανός. Ὡστόσο, παρά τήν ἄδεια τοῦ Πατριάρχη, ἡ χειροτονία τοῦ Κυπριανοῦ ἔλαβε χώρα μετά τό θάνατο τοῦ Χρύσανθου, λόγῳ πιθανῆς διστακτικότητας καί καθυστέρησης τοῦ ἴδιου τοῦ Κυπριανοῦ.
Τέλος, κατηγορήθηκε γιατί δέν ἐνέταξε ἐνεργά τήν Κύπρο στήν ἑλληνική ἐπανάσταση. Ἡ ἀπόφαση αὐτή ὅμως ἦταν ἀποτέλεσμα σύνεσης καί μέ τή σύμφωνη γνώμη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, λόγῳ τῆς γεωγραφικῆς θέσης τῆς Κύπρου, τῆς εὔκολης καί γρήγορης μεταφορᾶς στρατευμάτων, ἀπό τήν Τουρκία, καί προκειμένου νά διασωθεῖ ὁ ἑλληνισμός τοῦ νησιοῦ, ἀπό τήν τούρκικη βαρβαρότητα. Ἐξάλλου, ὁ ἴδιος ὁ Κυπριανός μυήθηκε στή Φιλική Ἑταιρεία τό 1818, ἀπό «ἀνώτερο κληρικό» (μᾶλλον τόν Παπαφλέσα), ὅπως ἀναφέρουν οἱ πηγές, καί ὑποσχέθηκε βοήθεια ὑλική, τήν ὁποία παρέλαβε τό Φεβρουάριο-Μάρτιο ὁ Κανάρης, σύμφωνα μέ τόν Κηπιάδη ἤ ὁ Μιαούλης, σύμφωνα μέ νεότερες μελέτες.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός, σύμφωνα μέ τόν Καθηγούμενο τῆς Μονῆς Μαχαιρᾶ Ἐπιφάνιο εἶναι ἱερομάρτυρας – μεγαλομάρτυρας καί ὄχι ἐθνομάρτυρας, ὅπως χαρακτηρίζεται σήμερα. Ἐθνομάρτυρας καλεῖται ὁ ἥρωας πού ἔπεσε μαχόμενος στό πεδίο τῆς μάχης, πού μαρτύρησε γιά τήν πατρίδα, τό ἔθνος. Ὁ Κυπριανός μαρτύρησε ὑπέρ τῆς πίστεως καί ὑπέρ τοῦ ποιμνίου του, γι’ αὐτό καί εἶναι ἱερομάρτυρας. Εἶναι μεγαλομάρτυρας γιατί, ἐνῶ εἶχε τή δυνατότητα νά φύγει καί νά σώσει τή ζωή του τό ἀπέρριψε, πορευόμενος συνειδητά καί μέ τή θέλησή του στό δρόμο τῆς θυσίας, προνοώντας ταυτόχρονα γιά τή διαφύλαξη τοῦ ποιμνίου του, βιολογικά καί πνευματικά. Ἡ σύζευξη τῆς μαρτυρικῆς του θυσίας καί τοῦ πόθου τῆς ἕνωσης τῆς Κύπρου μέ τήν Ἑλλάδα, ὁδήγησαν στό νά χαρακτηριστεῖ «ἐθνομάρτυρας».
Ἡ Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, κατά τό 1821, καί ὄχι μόνο, προσφέρει τήν ἑκατόμβη τῶν ἁγίων μαρτύρων καί ὁμολογητῶν μέ προεξάρχοντα τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό, τοῦ ὁποίου ἡ θυσία ἦταν μελέτη ζωῆς, ἀπόφαση καρδίας ἔκσταση ἀγάπης Θεοῦ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός, μέ τή θυσία του, διασφάλισε τή διαιώνιση τῆς γνήσιας ταυτότητας τῶν Ἑλλήνων τῆς Κύπρου, τῆς Ρωμιοσύνης.
- Προβολές: 1237