Ἡ θεολογία τοῦ «ὅλου» καί ἡ θεολογία τοῦ «ἐπί μέρους»
( Ἡσυχαστική καί ἀντιησυχαστική θεολογία)
Στό σύντομο αὐτό κείμενο θά ὑποστηρίξω ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ὡς ἡ ταυτότητα τῆς ἐμπειρίας καί θεολογίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἐκφράζειτό «ὅλον» τῆςθεολογίας, ἐνῶ ἡ θεολογία πού ἀναπτύχθηκε στήν Δύση πού ἐκφράζει «τό ἐπί μέρους τῆς θεολογίας», κινεῖται στόν ἀντίποδα τῆς θεολογίας τῶνΟἰκουμενικῶν Συνόδων.
Στήν πραγματικότητα τό «ὅλον» τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας κινεῖται καί ἐκφράζεται ὡς ἡσυχαστική καί ἐμπειρική θεολογία πού εἶναι ἡ βάση τῆς θεολογίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐνῶ τό «ἐπί μέρους» τῆς θεολογίας, πού διακρίνεται ἀπό τήν ἀντιησυχαστική νοοτροπία καί τήν φιλοσοφοῦσα διάνοια εἶναι ἡ θεολογία τῶν αἱρετικῶν πού καταδικάστηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ὁπότε, ὁ ἱερός ἡσυχασμός εἶνα ιτά «ἑρμηνευτικά κλειδιά» τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἡ ὁποία ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν φιλοσοφοῦσα θεολογία.
1. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί οἱ ἀντιησυχαστές
Ὁ ἱερός ἡσυχασμός ὡς ἰδιαίτερη κίνηση ἐκδηλώθηκε τόν 14οαἰώνα ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τούς ὁμόφρονές του, ὅπως εἶναι ὁ μεγάλος ἡσυχαστής Πατέρας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος μετέφερε καί ἀναζωπύρως ετήν θεολογία τοῦ ἡσυχασμοῦ ἀπό τό Σινᾶ καί τήν Κρήτη στό Ἅγιον Ὄρος τήν ἐποχή ἐκείνη.
Πρόκειται γιά τήν θεολογία ἐκείνη πού προϋποθέτει τήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καθώρισε τήν μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἱερά ἡσυχία. Ὁ ἄνθρωπος τηρεῖ τίς ἐντολέςτοῦ Χριστοῦ, ὅπως διατυπώνονται στούς Μακαρισμούς τοῦ Χριστοῦ καί φθάνει στήν ἐμπειρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στό ὄρος Θαβώρ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στό κλασσικό ἔργο του «ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», τίς λεγόμενες τρεῖς τριάδες, καθόρισε τό περιεχόμενο τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ καί τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων. Σέ αὐτό τό βιβλίο θίγει τρία θέματα, πού προῆλθαν ἀπό τίς τρεῖς ἀντίστοιχες διδασκαλίες τοῦ Βαρλαάμ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά φθάση ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση πού γίνεται μέ τήν ἰδιαίτερη ἄσκηση πού προβλέπουν οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ∙ ὅτι σημαντικό ρόλο στόν σκοπό αὐτό ἔχει ἡ νοερά προσευχή, ὅταν, δηλαδή, ὁ νοῦς κατέρχεται στήν καρδιά καί ἔτσι ἁγιάζεται καί τό σῶμα πού δέν εἶναι κακό∙ καί ὅτι οἱ καρποί τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός πού προσφέρει τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἡ θεολογία εἶναι ἡ θεοπτία.
Πολύ καθοριστικό κείμενο πού δείχνει τό τί εἶναι ἱερά ἡσυχία πού συνδέεται μέ τήν ἐμπειρική θεολογία εἶναι ὁ «ἁγιορειτικός Τόμος», πού γράφηκε ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί χρησιμοποιήθηκε σέ ὅλες τίς Συνόδους τοῦ 14ουαἰῶνος πού συνῆλθαν καί ἀποφάσισαν γιά τό θέμα αὐτό. Στόν «ἁγιορειτικό Τόμο» ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔχει ἕνα ἐκπληκτικό χωρίο τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ στό ὁποῖο φαίνεται τό «ὅλον» τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας. Γράφει:
«Ἀρετή μέν γάρ πᾶσα καί ἡ ἐφ’ ἡμῖν τοῦ Θεοῦ μίμησις πρός τήν θείαν ἕνωσιν ἐπιτήδειον ποιεῖται τόν κεκτημένον, ἡ δέ Χάρις αὐτήν τελεσιουργεῖ τήν ἀπόρρητον ἕνωσιν∙ δι’ αὐτῆς γάρ "ὅλος μέν ὅλοις τοῖς ἀξίοις ὁ Θεός περιχωρεῖ, ὅλῳ δέ ὅλοι περιχωροῦσιν ὁλικῶς οἱ ἅγιοι τῷ Θεῷ, ὅλον ἀντιλαβόντες ἑαυτῶν τόν Θεόν, καί τήν πρός αὐτόν ἀναβάσεως, οἷον ἔπαθλον, αὐτόν μόνον κτησάμενοι τόν Θεόν", "ψυχῆς πρός σῶμα περιφύντα τρόπον" ὡς οἰκείοις καί ἐν αὐτῷ εἶναι καταξιώσαντα».
Εἶναι ἐκπληκτική αὐτή ἡ θεολογία τοῦ «ὅλου» πού κάνει λόγο γιά περιχώρηση τοῦ «ὅλου» τῶν ἁγίων ἀπό τόν «ὅλον» Θεό, μετέχοντες τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἀντίθετα, οἱ ἀντιησυχαστές, ὅπως ὁ δυτικός Βαρλαάμ καί οἱ ἀνατολικοί Γρηγόριος Ἀκίνδυνος καί Νικηφόρος Γρηγορᾶς, ἀναιροῦν τό «ὅλον» τῆς περιχωρήσεως Θεοῦ καί ἁγίων ἐν ἐμπειρίᾳ, καί παραμένουν στά «ἐπί μέρους», δηλαδή στήν φιλοσοφική γνώση τοῦ Θεοῦ, τήν λογικοκρατική πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν γνώση πού συνιστᾶ τήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Βαρλαάμ διακρινόταν ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ὅπως τίς ἐξέφρασε ἕνα μέρος τῶν σχολαστικῶν θεολόγων τῆς Δύσεως, πού βασίζονταν στήν γνωστική ἀρχή «credo ut intelligam», δηλαδή «πιστεύω ἵνα καταλάβω», θέτοντας ὡς βάση τῆς θεολογίας τήν λογική καί ἀντικρούοντας ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τήν νοερά προσευχή καί τήν θέα τοῦ Θεοῦ, γιατί δεχόταν τήν πλατωνική θεωρία γιά τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί τήν αὐγουστίνεια θεωρία γιάτό «γίνεται καί ἀπογίνεται» τοῦ θείου Φωτός στό Θαβώρ, τό ὁποῖο θεωροῦσε ὡς κτίσμα καί δαιμονικό «χείρω τῆς ἡμετέρας νοήσεως».
Οἱ ἄλλοι ἀντιησυχαστές, Γρηγόριος Ἀκίνδυνος καί Νικηφόρος Γρηγορᾶς, καίτοι διαφοροποιοῦνταν, σέ μερικά σημεῖα, ἀπό τόν Βαρλαάμ, ἐν τούτοις δέν μποροῦσαν νά ἀποδεσμευθοῦν ἀπό τήν φιλοσοφική ἀντίληψη περί Θεοῦ, ὁπότε ἀντέκρουαν, ὅπως ἔκανε ὁ Ἀκίνδυνος, τό «ὅλον» τῆς θεολογίας, δηλαδή δέν μποροῦσε νά ἀποδεχθῆ τήν διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, ἐν ὀνόματι τῆς ἁπλότητος τοῦ Θεοῦ.
Οἱ Σύνοδοι τοῦ 14ουαἰῶνος, τῶν ἐτῶν 1341, 1347, 1351, 1368, κατοχύρωσαν τήν θεολογία πού ἐξέφραζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς ὀρθόδοξη θεολογία πού ἀναφέρεται στό «ὅλον», δηλαδή στήν ἱερά ἡσυχία-νοερά προσευχή ὡς μεθόδου γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καί στήν Θεοπτία ὡς ὄντως θεολογίας, καί κατεδίκασε τήν ἀντιησυχαστική καί φιλοσοφική θεολογία τῶν ἀντιπάλων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
2. Ἡ ταυτότητα τῆς θεολογίας τῶν Προφητῶν-Ἀποστόλων-Πατέρων, καί ἡ φιλοσοφία τῶν αἱρετικῶν θεολόγων
Ἀπό πολλούς θεολόγους θεωρεῖται ὅτι ὁ ἡσυχασμός εἶναι μιά κίνηση πού ἐκδηλώθηκετ όν 14ο αἰώνα στήν Θεσσαλονίκη-Κωνσταντινούπολη, καί εἶναι μιά ὑπερβολική παρουσίαση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας.
Ὅμως αὐτό δέν ἰσχύει, γιατί ἄν καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χρειάσθηκε νά ἀντικρούση τήν ἀντιησυχαστική «θεολογία» τῆς ἐποχῆς του, ἐν τούτοις τά ἐπιχειρήματα τά ἀντλοῦσε ἀπό τήν ἐμπειρική θεολογία τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Ἀποστόλων τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῶν θεουμένων ἁγίων.
Ἡ ἱερά ἡσυχία, ὅπως ἀναλύθηκε μέ συντομία προηγουμένως, ὡς μεθόδου γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καί ὡς καρποῦ θεοπτίας ὑπῆρχε σέ ὅλη τήν παράδοση τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ἔβλεπαν τόν Ἄσαρκο Λόγο, τόν Κύριο τῆς Δόξης καί τῶν Ἀποστόλων καί Πατέρων πού ἔβλεπαν τόν σεσαρκωμένο Λόγο ἐν τῇ δόξῃ Αὐτοῦ.
Πράγματι, ἄν μελετήσουμε προσεκτικά τήν ἀποστολική παράδοση πού διατυπώνεται στήν Καινή Διαθήκη, παρατηροῦμε ὅτι εἶναι συνέχεια τῆς προφητικῆς παραδόσεως, μέ μόνη τήν διαφορά ὅτι οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τόν Κύριο τῆς Δόξης ἀσάρκως, εὑρισκόμενοι στήν προοπτική τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, καθάρσεως καί νοερᾶς προσευχῆς, ἀλλά ἦταν ὑπό τήν κυριαρχία τοῦ θανάτου, ὄχι ὅμως τοῦ διαβόλου, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι καί Πατέρες ἔβλεπαν τόν Χριστόν ἐν τῇ δόξῃ Αὐτοῦ ἐν σαρκί.
Περί τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ κάνουν λόγο οἱ Ἀπόστολοι στίς Ἐπιστολές τους, ὅταν ὁμιλοῦν γιά τόν «ἔσω ἄνθρωπον» γιά τόν «κρυπτόν ἐν τῇ καρδίᾳ ἄνθρωπον», γιά τήν νοερά προσευχή στήν καρδιά, γιά τόν Χριστό πού φανερώνεται ἐν τῷ Φωτί. Ἀντίθετα, οἱ πρῶτοι γνωστικοί φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ὁμιλοῦσαν γιά τόν Θεό χρησιμοποιώντας τίς ἀρχές τῆς φιλοσοφικῆς θεολογίας.
Ἔτσι, ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκδηλώθηκαν δύο ρεύματα θεολογήσεως. Τό ἕνα στηριζόταν στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ δόξῃ Αὐτοῦ, ὕστερα ἀπό τήν ἡσυχαστική μέθοδο στούς θεουμένους, τό ἄλλο ρεῦμα στηριζόταν στήν προσπάθεια φιλοσοφικῆς κατανοήσεως τοῦ ἑνός Τριαδικοῦ Θεοῦ, μέ βάση τίς Ἀριστοτελικές ἀρχές «πᾶν ἐκ φύσεως εἶναι καί ἠναγκασμένον», «κάθε φύση ἔχει τήν δική της ὑπόσταση», «δύο τέλεια δέν μποροῦν νά ἑνωθοῦν σέ ἕνα», καί ἐκφραζόταν ἀπό τούς αἱρετικούς.
Ὅταν μελετήσουμε προσεκτικά τίς συζητήσεις τῶν ἁγίων Πατερων μέ τούς αἱρετικούς, ἀρειανούς, νεστοριανούς, μονοφυσίτες, μονοθελῆτες, θά διαπιστώσουμε ἐμφανῶς, ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεολόγησαν θεοπνεύστως, γιατί ἦταν θεούμενοι, δηλαδή ἐμυήθησαν στά θεῖα μέσα ἀπό τήν ἱερά ἡσυχία, ἐνῶ οἱ αἱρετικοί θεολογοῦσαν μέσα ἀπό τήν φιλοσοφία καί τόν στοχασμό. Αὐτό τό βλέπει κανείς στήν διαφορά μεταξύ Μεγάλου Ἀθανασίου καί Ἀρειανῶν, μεταξύ Μεγάλου Βασιλείου, ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου καί Εὐνομιανῶν, μεταξύ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων καί Νεστοριανῶν, μεταξύ Πάπα Ρώμης Λέοντος - Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατολίου καί τῶν Μονοφυσιτῶν, μεταξύ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Σωφρονίου - ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καί Μονοθελητῶν, μεταξύ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί Εἰκονομάχων.
Οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού συνῆλθαν γιά νά ἀντιμετωπίσουν τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς τους στά Πρακτικά δηλώνουν ὅτι ἀποδέχονται τό «ὅλον» τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, δηλαδή τήν ἡσυχαστική μέθοδο καί θεοπτία καί καταδικάζουν τό «ἐπί μέρους» τῆς θεολογίας, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς φιλοσοφοῦντας θεολόγους-αἱρετικούς. Μάλιστα, ἡ Σύνοδος ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐκφράζει τό «ὅλον» τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας μέ τήν φράση ὅτι ἀποδεχόμαστε «τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα».
3. Ἡ Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν καί τά μετασχολαστικά ρεύματα
Μετά τίς θεολογικές συζητήσεις τοῦ 14ουαἰῶνος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν ἀντιησυχαστῶν θεολόγων, οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι κατάλαβαν ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά γίνη μιά συλλογή Πατερικῶν κειμένων, τά ὁποῖα θά κατοχυρώνουν τήν «μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας», πού ὁδηγεῖ στήν θεοπτία, δηλαδή στό «ὅλον» τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, πού εἶναι ἡ βάση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γιά νά ἀντιμετωπισθῆ ἡ «στοχαστική θεολογία» καί ἡ φιλοσοφοῦσα θεολογία πού καταδικάστηκε ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Καί τό ἔκαναν αὐτό, γιατί καταλάβαιναν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἀφοῦ ὅταν κανείς ἀπορρίπτη ἤ δέν ἀποδέχεται τόν ἱερό ἡσυχασμό καταλήγει σέ ἐσφαλμένα θεολογικά συμπεράσματα.
Ἔτσι, ὁ Μακάριος Νοταρᾶς πρώην Ἐπίσκοπος Κορίνθου καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης βρῆκαν κάποια κείμενα πού εἶχαν ἤδη συγκεντρωθῆ ἀπό τήν ἐποχή πού ἔληξαν οἱ συζητήσεις γιά τά ἡσυχαστικά θέματα καί τά ἐπεξεργάσθηκαν ἀκόμη περισσότερο. Ἔπρεπε νά σχηματισθῆ μιά σειρά ἁγιοπατερικῶν κειμένων στά ὁποῖα θά γίνεται λόγος γιά τόν ἡσυχασμό, δηλαδή τήν ταπείνωση, τήν ὑπακοή, τήν καθαρότητα τῆς λογικῆς καί τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, γιά τήν νοερά προσευχή, πού θά εἶναι τά ἑρμηνευτικά κλειδιά τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, καί θά τήν διακρίνουν ἀπό τήν ἑτερόδοξη θεολογία. Ἄλλωστε, ἡ ἡσυχαστική θεολογία πού ἐκφράσθηκε τόν 14ον αἰώνα συνοδικά εἶναι ἡ βάση τῆς θεολογίας καί οἱ προϋποθέσεις ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἔτσι, ἀπαρτίσθηκε τό ἔργο μέ τίτλο «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, συνερανισθεῖσα παρά τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων» καί ὑπότιτλο «ἐν ᾗ διά τῆς κατά τήν πρᾶξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται». Εἶναι σημαντικό βιβλίο πού περιγράφει τήν βάση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας.
Κατ’ ἀρχάς χαρακτηρίζεται ὡς «Φιλοκαλία» πού δηλώνει τήν ἀγάπη τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ, ἀναφέρεται στήν διδασκαλία τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας καί τῆς νήψεως, ὅπως παρουσιάζεται ἀπό τούς ἁγίους καί Θεοφόρους Πατέρας. «Ἠθική φιλοσοφία» εἶναι ἡ θεολογία πού διαφέρει ἀπό τήν φιλοσοφική ὀντολογία. «Πράξη» εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ὁποία ὁ νοῦς καθαίρεται, καί «θεωρία» εἶναι ἡ μέθεξη τῆς θείας Χάριτος μέ τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θεοπτία.
Ἡ Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν μεταφράσθηκε στά σλαβονικά ἀπό τόν ὅσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ καί συνετέλεσε στήν ἀναγέννηση τῶν Σλαβικῶν πληθυσμῶν, καί τῶν Ρώσων πού ζοῦσαν τήν «Βαβυλώνεια αἰχμαλωσία» τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας στόν σχολαστικισμό καί τόν Προτεσταντισμό, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ.
Ἑπομένως, ἱερός ἡσυχασμός εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς (πράξη), καί ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ πού ὁδηγεῖ στήν ὅραση τῆς ἀκτίστου Θεοποιοῦ Χάριτος τοῦ Θεοῦ (θεωρία). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ βάση καί τό ἑρμηνευτικό κλειδί τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ θέωση. Αὐτός εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός καί ἡ ἱερά νηπτική θεολογία. Θεολογία χωρίς κάθαρση, φωτισμό καί θέωση εἶναι φιλοσοφικός στοχασμός, πού εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν αἱρέσεων.
Ἡ πεμπτουσία τῆς διδασκαλίας τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων μᾶς βοηθᾶ νά ἀντιμετωπίσουμε τά ποικίλα φιλοσοφικά ρεύματα πού προέκυψαν στήν Δύση ἀπό τά ποικίλα ρεύματα τῆς μετασχολαστικῆς θεολογίας-φιλοσοφίας. Πρόκειται γιά τόν νομιναλισμό (14οςαἰώνας), τήν Ἀναγέννηση (15οςαἰώνας), τήν Μεταρρύθμιση (16οςαἰώνας), τόν Διαφωτισμό (17ος-18οςαἰώνας), τόν Γερμανικό ἰδεαλισμό (19οςαἰώνας), τόν ὑπαρξισμό (20όςαἰώνας).
Αὐτά τά φιλοσοφικά ρεύματα κατά ποικίλους βαθμούς ἐπηρέασαν τήν δυτική θεολογία, ἀλλά ἐν πολλοῖς καί ὀρθοδόξους θεολόγους πού δέν ἔθεσαν ὡς βάση τήν ἡσυχαστική θεολογία τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως.
Σέ ἀντίδραση πρός τά δυτικά φιλοσοφικά καί θεολογικά αὐτά ρεύματα ἐμφανίσθηκε στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα μεταξύ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ὁ Νεοθωμισμός ἤ νεοσχολαστική θεολογία γιά νά ἀντιμετωπίση τόν Διαφωτισμό, καί ὡς συνέχεια τοῦ Νεοθωμισμοῦ-Νεοσχολαστικισμοῦ ἐμφανίσθηκε τό θεολογικό ρεῦμα, μεταξύ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί Προτεσταντῶν, τῆς «ὀντολογίας τῆς σχέσης», πού ἀλλοιώνει τήν ὀρθόδοξη θεολογία, γιατί μέ τήν σχολαστική ἀναλογία εἰσέρχονται μερικοί θεολόγοι στά ἐνδότερα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καταργώντας τόσο τόν θεολογικό ἀποφατισμό ὅσο καί τήν θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Τό θέμα αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο, ἐδῶ ἁπλῶς ἔθιξα μέ συντομία τήν βάση του.
4. «Ἱερά ἡσυχία» καί «στοχαστική ἀναλογία»
Ἡ οὐσία τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας φαίνεται ἀνάγλυφα στήν ὁμιλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, πού ἑρμηνεύει τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὡς πρότυπο τοῦ ἡσυχασμοῦ, ἀφοῦ ἡ ἱερά ἡσυχία τήν πρετοίμασε γιά νά δώση τήν σάρκα της στόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ γιά νά ἐνανθρωπήση. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ἀξίας τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ ὡς μεθόδου γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Στήν ὁμιλία αὐτή ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἑρμηνεύει ὅτι ἡ ἱερά ἡσυχία εἶναι ἡ στάση τοῦ νοῦ καί τοῦ κόσμου, ἡ λήθη τῶν κάτω καί μνήμη τῶν ἄνω, ἡ ἀπόθεση τῶν νοημάτων γιά τό καλύτερο. Αὐτό γίνεται μέ τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ. «Αὕτη πρᾶξις ὡς ἀληθῶς, ἐπίβασις τῆς ὡς ἀληθῶς θεωρία ἤ θεοπτίας, εἰπεῖν οἰκειότερον, ἥ μόνη δεῖγμα τῆς ὡς ἀληθῶς εὐεκτούσης ψυχῆς». Κάθε ἀρετή εἶναι ὡς ἕνα ἀλεξιτήριο φάρμακο γιά τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς καί τά ριζωμένα σέ αὐτήν πονηρά παθήματα ἀπό τήν ραθυμία, ἀλλά ἡ θεωρία εἶναι καρπός τῆς ὑγιοῦς ψυχῆς. Καί συνεχίζει: «Δι’ αὐτῆς (τῆς θεωρίας) θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος, οὐ τῆς ἀπό τῶν λόγων ἤ τῆς τῶν ὁρωμένων στοχαστικῆς ἀναλογίας», διότι αὐτή «ἡ στοχαστική ἀναλογία» εἶναι «χαμαίζηλος καί ἀνθρωπίνη». Θεοποιεῖται, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος διά τῆς θεωρίας, πού εἶναι καρπός «τῆς καθ’ ἡσυχίαν ἀγωγῆς».
Μέ τόν ὅρο «στοχαστική ἀναλογία» ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐννοεῖ τήν θεολογία πού σήμερα τήν χαρακτηρίζουμε σχολαστική, τίς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, τοῦ Ἀκινδύνου καί τοῦ Γρηγορᾶ, δηλαδή τῶν ἀντιησυχαστῶν αἱρετικῶν, πού χρησιμοποιοῦσαν τόν φιλοσοφικό στοχασμό καί εὕρισκαν συνεχῶς ἀναλογίες μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου, πράγμα πού ἔκαναν οἱ αἱρετικοί καί δυστυχῶς κάνουν πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι.
Ἑπομένως, ἡ θεολογία τοῦ «ὅλου» εἶναι ἡ ἡσυχαστική καί ἡ ἐμπειρική θεοπτική θεολογία τῶν θεουμένων Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, πού εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί ἡ θεολογία τοῦ «ἐπί μέρους» εἶναι ἡ θεολογία τῶν φιλοσοφούντων στοχαζομένων θεολόγων, πού καταδικάστηκαν ἀπό τούς Πατέρας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Σεπτέμβριος 2021
- Προβολές: 1258