Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἔργα, φύλακες τῆς μνήμης

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης ἔλεγε ὅτι δέν τοῦ ἄρεσε νά διαβάζη ἐφημερίδες καί νά μαθαίνη τά νέα τους, γιατί αὐτά πού γράφουν συγχύζουν τόν νοῦ καί δυσκολεύουν τήν καθαρή προσευχή. Ἔλεγε: «Ἡ ψυχή, ὅταν προσεύχεται γιά τόν κόσμο χωρίς ἐφημερίδες, γνωρίζει καλύτερα πῶς θλίβεται ὅλη ἡ γῆ, γνωρίζει ἐπίσης ποιές ἀνάγκες ἔχουν οἱ ἄνθρωποι καί λυπᾶται γι΄ αὐτούς[...] Οἱ ἐφημερίδες δέν γράφουν γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά γιά τά γεγονότα καί πολλές φορές ὄχι τήν ἀλήθεια[...] Ἡ προσευχή ὅμως καθαρίζει τό νοῦ καί διακρίνει καλύτερα τά πάντα»(ὁσίου Σωφρονίου, Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, σ.87-88).

Ὁ ὅσιος Σιλουανός εἶχε πεῖρα καθαρῆς προσευχῆς καί προσευχῆς γιά ὅλον τόν κόσμο, γνώριζε τούς καρπούς της, ἀλλά καί αὐτά πού τῆς δημιουργοῦν προσκόμματα. Εἶναι πολύ σημαντική ἡ παρατήρησή του, ὅτι οἱ ἐφημερίδες «δέν γράφουν γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά γιά τά γεγονότα». Μέσα στά γεγονότα τίς πιό πολλές φορές χάνεται ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος. Γιά παράδειγμα, στίς εἰδήσεις γιά τίς μάχες πού γίνονται στήν Οὐκρανία, δέν καταγράφεται ὁ κόπος, οἱ φόβοι, οἱ ἀγωνίες, οἱ ἀνασφάλειες, τά πιθανά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα καί τά ἀδιέξοδα πού δημιουργοῦνται στούς στρατιῶτες πού μάχονται, ἀλλά καί στούς δικούς τους ἀνθρώπους πού τούς περιμένουν νά γυρίσουν πίσω. Συνήθως δείχνονται χάρτες μέ τά ἐδάφη πού κατακτήθηκαν καί κάποιες εἰκόνες καταστροφῶν ἤ καί μέ θόλωση τῶν εἰκόνων ὁρισμένοι ἀνώνυμοι νεκροί.

Βέβαια, ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός πού ζῆ μέσα στόν κόσμο, δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἐνημερώνεται γιά τό τί συμβαίνει γύρω του. Αὐτή ἡ ἀνάγκη ὅμως εἶναι καί ἕνας πειρασμός, κυρίως στίς μέρες μας, μέ τήν πληθωρική διαδικτυακή ἐνημέρωση. Ἄν λοιπόν κανείς δώση τό ἑαυτό του μόνο σ’ αὐτήν τήν ἐνημέρωση, εἶναι σχεδόν βέβαιη ἡ ἐρήμωση τοῦ νοῦ του. Θά χάση κάθε ἰκμάδα πνευματικῆς ἐμπνεύσεως καί θά θολώση στήν συνείδησή του τό νόημα τῆς ζωῆς.

Γράφουμε αὐτά τά πράγματα ἔχοντας στόν νοῦ μας δύο πηγές εἰδησεογραφικῶν πειρασμῶν γιά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Ἡ μιά εἶναι ὁ πόλεμος πού ἄνοιξε ἡ Ρωσία ἐναντίον τῆς Οὐκρανίας. Ἡ ἄλλη εἶναι ἡ πνευματική καί πολιτιστική κατάσταση τῆς Εὐρώπης.

Θά παρακάμψουμε τούς ρωσικούς πειρασμούς πού γεννιοῦνται ἀπό τίς ἀποφάσεις τοῦ Ρώσου ἡγέτη μέ τίς ὁποῖες θυσιάζονται ζωές ἀνθρώπων, μέ τήν ὑποστήριξη μάλιστα τοῦ ἐπιχώριου ποιμένα, ὁ ὁποῖος, παπικῷ τῷ τρόπῳ, ὑπόσχεται ἄφεση ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν σέ ὅσους δέχονται νά ἐπιστρατευθοῦν γιά νά συμμετάσχουν στόν παράλογο καί ἄδικο πόλεμο πού ἄναψε ὁ ἡγέτης τους.

Θά ἐπικεντρωθοῦμε στήν Εὐρωπαϊκή Δύση, ἡ ὁποία βρίσκεται σέ μεγάλη πνευματική καί πολιτιστική κρίση, τήν ὁποία μπορεῖ νά διαπιστώση καθαρά κανείς σέ δηλώσεις κάποιων ἡγετῶν της. Εἶναι, πράγματι, πειρασμός οἱ δηλώσεις καί ἡ συλλογιστική ὁρισμένων ἡγετῶν τῆς Εὐρώπης, ἀπό τούς ὁποίους ἄλλοι καπηλεύονται τίς παραδοσιακές ἀρχές μέ τίς ὁποῖες εἶναι ζυμωμένα τά λαϊκά στρώματα τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κρατῶν καί ἄλλοι, ὑπερήφανοι γιά τόν «δυτικό πολιτισμό» τους, τόν κοινωνικό φιλελευθερισμό καί τόν δικαιωματισμό τους, προβάλλουν ὡς πολιτιστική κατάκτηση τό «δικαίωμα στήν ἄμβλωση». Αὐτή εἶναι ἡ τραγικότητα καί ἡ ἀγριότητα τοῦ σημερινοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ νά συνδέση τήν ἐλευθερία μέ τήν ἀλήθεια καί τήν ἀλήθεια μέ τήν φύση πού μᾶς δώρισε ὁ Θεός

Σωστική ὁδός ἐξόδου ἀπό τήν πολυθόρυβη καί κακοτράχαλη καθημερινότητα δέν εἶναι ἡ ἀπομόνωση στήν ρέουσα εἰδησεογραφία. Ἡ ἔξοδος ἀπό τόν τόπο τοῦ πνευματικοῦ θανάτου βρίσκεται στήν ἀνάγνωση καί μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας, αὐτῶν πού μᾶς ἄφησαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, αὐτοί πού γνώρισαν τήν αὐθεντική ζωή.

Γιά νά κάνουμε, λοιπόν, πράξη αὐτό πού εἴπαμε, ἐπιλέγουμε γιά τήν συνέχεια, πρός μελέτη καί φωτισμό τῆς διάνοιας, ὁρισμένα ἀποσπάσματα ἀπό τόν τρίτο τόμο τῆς Φιλοκαλίας καί συγκεκριμένα ἀπό τό Προοίμιο τοῦ κειμένου τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τό ὁποῖο οἱ ἅγιοι Μακάριος Νοταράς καί Νικόδημος Ἁγιορείτης περιέλαβαν στήν Φιλοκαλία ὡς συγγραφή «καρπῶν πνευματικῶν σωρείαν οὖσαν». Θά δοῦμε συνοπτικά σέ αὐτά τήν ὑπέρβαση τοῦ δικαιωματισμοῦ, τήν συνετή κίνηση τοῦ αὐτεξουσίου, τήν φυσική δύναμη τῆς θέλησης πού ὁδηγεῖ σέ ἔργα «ἐν Θεῷ εἰργασμένα».

Πρῶτα ὅμως θά παραθέσουμε ὀλίγα γιά τόν ἴδιο τόν ὅσιο Πέτρο παίρνοντάς τα ἀπό τήν εἰσαγωγή στό φιλοκαλικό ἔργο του, τήν ὁποία συνέταξε ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σέ ἑλληνικά πού τέρπουν καί τούς γλωσσικά ἀπαιδεύτους.

Ὁ ὅσιος Πέτρος χρημάτισε Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ ἐπί τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου, κατά τό ἔτος 775 μ.Χ., «πρότερον τόν μονήρη καί ἀναχωρητικόν μετερχόμενος βίον, τοσαύτῃ ἀκτημοσύνῃ συνέζη, ὥστε μηδέ βίβλον ἰδίαν κεκτῆσθαι...· παρ’ ἑτέρων δέ τάς βίβλους λαμβάνων τῆς τε Παλαιᾶς... καί Νέας Γραφῆς, τῶν μεγάλων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας... ἐπί τοσοῦτον φιλόπονος ἐγένετο, ὥστε, νυκτός καί ἡμέρας ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου μελετῶντα καί τοῖς ἐκεῖθεν ζωηρρύτοις ρεύμασιν ἀρδευόμενον, δένδρον κατά τό ψαλμικόν, ὑψίκομον καί οὐράνιον τοῦτον καθοραθῆναι».

Δέν ἦταν φιλόπονος μόνο στήν μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων, ἀλλά «ἀρδευόμενος», ἐμπνεόμενος ἀπό αὐτά, χωρίς καταναγκασμούς, ἐλεύθερα, αὐτεξούσια μεταμόρφωσε ὅλη τήν ζωή του, ὥστε νά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἐγκατάλειψη τῆς ἰδιοτέλειας καί τήν ἀφομοίωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ψυχή καί τό σῶμα του, ὥστε, ὅσο εἶναι ἐφικτό στόν ἄνθρωπο, νά προοδεύση στήν ὁμοίωση μέ τόν Χριστό. Καρπός αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶναι τό φιλοκαλικό κείμενό του.

Ἐκφράζει μιά εὐαγγελική ἀσκητική βιωμένη, δοκιμασμένη, πού εἶναι ὑπέρβαση κάθε σκοταδιστικοῦ δικαιωματισμοῦ καί φίλαυτου φιλελευθερισμοῦ, κι αὐτή ἡ ὑπέρβαση γίνεται μέ τήν ἐπιδίωξη τοῦ ὕψιστου «δικαιώματος» τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ἡ ἀποκάθαρση τοῦ κατ’ εἰκόνα καί ἡ ὕψωσή του στό καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἡ «πάγκαλος καί πανάρετος βίβλος» του χαρακτηρίζεται ἐγκωμιαστικά ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο, ὡς «τῶν θεωριῶν τό Γαζοφυλάκιον, τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων ἡ συστοιχία, ὁ Ἑλικών τῶν θείων μακαρισμῶν, τῶν σωματικῶν πράξεων ἡ ἑστία, τῶν κατά μέρος παθῶν λεπτοτάτη ἀνατομία, τῆς ἀσκητικῆς Ἀμαλθίας τό κέρας, τῆς θείας γνώσεως καί σοφίας τό ταμεῖον [...], ἡ τῆς ἱερᾶς Νήψεως ἀνακεφαλαίωσις».

Μέ τήν λεπτοτάτη ἀνατομία τῶν παθῶν ἐπισημαίνει στούς ἀναγνῶστες του ὅτι «...ἐγένοντο ἡμῖν τά μίσους ἄξια, ποθητά ἐξ ἀγνοίας». Καί διδάσκει ὅτι, γιά νά ἀνατραπῆ αὐτή ἡ ἀρρωστημένη κατάσταση, πρίν ἀπό ὅλα χρειάζεται διάκριση, «εἴτε διά ταπεινοφροσύνης διά Θεοῦ δεδομένης, εἴτε διά ἐρωτήσεως τῶν ἐχόντων τά χαρίσματα τῆς διακρίσεως». «Γιατί», ὅπως γράφει, «χωρίς τήν διάκριση δέν εἶναι καλά τά ἔργα μας, καί ἄν ἀκόμη ἀπό ἄγνοιά μας νομίζουμε ὅτι εἶναι καλά. Κι' ἀφοῦ κανείς μάθει μέ τήν διάκριση γιά τήν δύναμή του σχετικά μέ αὐτό πού θέλει νά κάνει, τότε κάνει ἀρχή νά εὐαρεστῆ τόν Θεό». Ὁ Θεός εὐαρεστεῖται ἀπό τήν σύνεσή μας, ὅταν δέν ἐπιδιώκουμε ὑπερήφανα (ἀδιάκριτα) νά κάνουμε πράγματα γιά τά ὁποῖα δέν ἔχουμε δυνάμεις.

Ἀκουμπᾶ, ὅμως, καί τήν πληγή τῆς ἔπαρσης καί τοῦ ἰδίου θελήματος. Πρέπει, γράφει, νά ἀρνηθῆ κανείς τά δικά του θελήματα «ἵνα τοῦ θείου σκοποῦ ἐπιτύχῃ». «Ἄν δεν κάνει έτσι, δεν μπορεῖ μέ τίποτε νά σωθεῖ. Τοῦτο γιατί ἀπό τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ, συνηθίσαμε ὅλοι στά πάθη καί κυριευτήκαμε ἀπό αυτά καί “οὐ θέλομεν τό ἀγαθόν μετά χαρᾶς, οὐδέ τήν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ ἐφιέμεθα (ἐπιθυμοῦμε), οὐδέ ἐξ ἀγάπης τοῦτο ποιοῦμεν, [...] εἰ μή κατ’ ἀνάγκην ἀπό τοῦ φόβου τῶν κολάσεων. Καί ταῦτα οἱ πίστει βεβαίᾳ καί προθέσει δεχόμενοι τόν λόγον”».

Ἐπισημαίνουμε τό «πίστει βεβαίᾳ καί προθέσει». Τό «κατ’ ἀνάγκην ἀπό τοῦ φόβου» εἶναι γέννημα τῆς προθέσεως. Τόν φόβο πού τιθασεύει τό κακό, τόν καλλιεργεῖ ἐλεύθερα αὐτός πού ἔχει βέβαιη πίστη. Διότι «ὁ Θεός δέν ἀναγκάζει κανέναν ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά εἶναι ὅπως ὁ ἥλιος πού στέλνει τίς ἀκτίνες του καί φωτίζει ὅλον τόν κόσμο. Ἐκεῖνος πού θέλει νά τόν βλέπει, φωτίζεται ἀπό αὐτόν, ἐνῶ ἐκεῖνος πού δέν θέλει νά τόν βλέπει, δέν ἐξαναγκάζεται ἀπ’ αὐτόν. [...] Γιατί ὁ Θεός ἔκανε τόν ἥλιο καί τά μάτια, κι' ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐξουσία νά δῆ. Ἔτσι κι' ἐδῶ. Ὁ Θεός ὅλους τούς καταφωτίζει μέ τίς γνώσεις σάν ἀκτίνες, καί μετά τήν γνώση ἔδωσε καί τήν πίστη σάν μάτι.

Ἐκεῖνος λοιπόν πού θέλει νά λάβη βέβαιη τήν γνώση διά μέσου τῆς πίστεως φυλάγει μέ τά ἔργα τήν μνήμη. Σ’ αὐτόν ὁ Θεός δίνει μεγαλύτερη προθυμία, γνώση καί δύναμη».

Ἡ Εὐρώπη εἶναι ἀνόρεκτη γιά τά πνευματικά καί ξεχνᾶ τόν Χριστό, ὡς Θεό, γιατί δέν φυλάγει μέ ἔργα τήν μνήμη Του. Τά ἔργα τῆς δικαιοσύνης, τά «ἐν Θεῷ εἰργασμένα», εἶναι φύλακες τῆς φωτιστικῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 968