Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Δέν εἴμαστε σάν τά ἀποδημητικά πουλιά
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Δύο ποιήματα τοῦ Γεωργίου Ἀθανασιάδη Νόβα, τά ὁποῖα ἀκούστηκαν σέ ἐκδήλωση πού ὀργάνωσε ὁ Σύνδεσμος Ἀγάπης τῆς Ἐνορίας τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῆς Ναυπάκτου, στό πλαίσιο τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, μᾶς προκάλεσαν νά δοῦμε τό περιεχόμενό τους μέ κριτήριο κάποιες πατερικές διδασκαλίες, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν τήν ἀποκαλυπτική θεολογική καί ἀσκητική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Διδασκαλίες πού ἀνατέμνουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί μιλοῦν γιά τό αὐτεξούσιο, τήν θέληση, τίς γνῶμες καί τίς προαιρέσεις του, ἡ κακή χρήση τῶν ὁποίων γίνεται αἰτία νά διαφθείρεται ἡ φύση του, νά διχάζεται ἡ κοινωνία του καί νά «συστενάζη καί συνωδίνη» ὅλη ἡ κτίση πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό γιά αὐτόν.
Ἡ ἐκδήλωση ἦταν ἀφιερωμένη στήν ἐπέτειο τῶν 100 χρόνων ἀπό τήν Μικρασιατική Καταστροφή. Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ ἔμπνευση τοῦ ποιητῆ δέν εἶχε θεολογική ἀφετηρία καί προοπτική, πολύ περισσότερο δέν εἶχε ρίζες μέσα στήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅπως τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι μιλοῦν γιά τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, τό φυσικό καί τό γνωμικό του θέλημα καί τό πῶς, ὅταν οἱ ἄνθρωποι αὐτεξούσια ἐπιλέγουμε τό κακό, διαφθείρουμε τήν φύση.
Εἶναι χρήσιμο πάντως, πρίν δοῦμε τά ποιήματα τοῦ Γ. Ἀθάνα, νά ἔχουμε στό νοῦ μας τό περιεχόμενο πού δίνει στίς ἔννοιες «γνώμη» καί «προαίρεση» ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Ὁ ἄνθρωπος, ὡς αὐτεξούσιος μέ φυσικό θέλημα, ἔχει μέσα στήν ψυχή του τήν ὄρεξη, τήν ἔφεση νά «βουλεύεται», νά σκέφτεται μέ τήν δύναμη τῆς διάνοιάς του καί νά ἀποφασίζη τί θά πράξη καί πῶς θά τό πράξη. Κι ὅταν αὐτή ἡ «βουλευτική ὄρεξη» φθάση σέ ἀποτέλεσμα, ἀποκρυσταλλώνει ὁ ἄνθρωπος «γνώμη». «Διατεθεῖσα γάρ ἡ ὄρεξις τοῖς κριθεῖσιν ἐκ τῆς βουλῆς, γνώμη γέγονε». Ἡ γνώμη μπορεῖ νά μείνη μόνο γνώμη χωρίς νά ἀποφασισθῆ ἡ ἐνεργοποίησή της σέ πράξη, ὅπως ἡ ἕξη (ἡ ἱκανότητα) πού ἔχει κάποιος στήν ζωγραφική μπορεῖ νά μείνη ἀνενεργός καί ὁ ἱκανός στήν ζωγραφική νά μή ζωγραφίση ποτέ πίνακες. Τήν σχέση πού ἔχει ἡ ἕξη μέ τήν ἐνέργειά της, ἔχει ἡ γνώμη μέ τήν προαίρεση. «Βουλευόμεθα, καί κρίνομεν», ἀποκρυσταλλώνουμε δηλαδή γνώμη, «καί προαιρούμεθα», καί κατόπιν «ὁρμῶμεν» στήν πραγματοποίηση τῶν ἐνεργειῶν πού ἀποφασίσαμε καί εἶναι μέσα στίς δυνατότητές μας.
Ἡ προαίρεσή μας μπορεῖ νά ἐπιλέξη τό καλό (τό θέλημα τοῦ Θεοῦ) ἤ τό κακό (τό θέλημα τοῦ διαβόλου). Τό τελευταῖο εἶναι καταστροφικό. Διαφθείρει τήν φύση, διχάζει καί διαλύει τήν κοινωνία. «Ὅλα τά ὄντα δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Θεό καί εἶναι ἀδελφά μεταξύ τους. “Μία μέν πᾶσίν ἐστι τοῖς οὖσιν, οἷόν τι μήτηρ, ἡ τῶν ὄντων αἰτία”. Ἡ διαφορά τους, ὅμως, εἶναι ἡ προαίρεση. “Ἡ δέ τῆς προαιρέσεως διαφορά πρός τό φίλιόν τε καί πολέμιον τήν φύσιν διέσχισεν”». (Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Μεταπατερική θεολογία καί Ἐκκλησιαστική ἐμπειρία, σ. 333).
Τά δύο ποιήματα τοῦ Γεωργίου Ἀθάνα στά ὁποῖα θά ἀναφερθοῦμε, ἀλλά καί ὅσα περιλαμβάνονται στήν ποιητική συλλογή του «Αἶνος καί θρῆνος», εἶναι μιά ποιητική φιλοσόφηση ἤ ἀκριβέστερα διεκτραγώδηση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς, τῶν συνεπειῶν, δηλαδή, σκοτεινῶν διαλογισμῶν καί κακῶν προαιρέσεων, πού «τήν φύσιν διέσχισ[α]ν» σέ φίλους καί ἐχθρούς, καί εἶχαν ὡς συνέπεια τόν ξεριζωμό τῶν Ρωμηῶν ἀπό τά πατρικά τους ἐδάφη. Δέν εἶναι στίχοι μέ ἀκραιφνές θεολογικό βάθος. Ἐκφράζουν βαθύ ἀνθρώπινο συναίσθημα, τό ὁποῖο τροφοδοτεῖται ἀπό τήν αἴσθηση τῆς ἀπώλειας ἐδαφῶν στά ὁποῖα οἱ πρόγονοί μας καλλιέργησαν καί καρποφόρησαν πολιτισμό καί ἔγραψαν ἱστορία. Γι’ αὐτό σ’ ἕνα ποίημά του, ἀπευθυνόμενος στούς εἰσβολεῖς καί κατακτητές τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γράφει: «Δικά σας ἄν τά Χώματα, δική μας ἡ Ἱστορία!». Καί ὅπως ἐπεξηγεῖ στόν πρόλογο τῆς συλλογῆς του: «Τά χώματα», τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, «μπορεῖ νά ἔμειναν δικά τους [τῶν ὀθωμανῶν], ἀλλά ἡ Ἱστορία τους μένει δική μας». Καί ἐμφαντικά συμπληρώνει: «Ἡ Ἔφεσος, ἡ Μίλητος, ἡ Πέργαμος, ἡ Ἁγιά Σοφιά δέν ἀλλάζουν ἀρχιτέκτονα». Μέ τήν ἀπώλεια, λοιπόν, τῶν ἐδαφῶν δέν ἀπωλέσαμε τήν ἱστορία. Εἶναι δική μας. Αὐτό, βέβαια, ἰσχύει γιά ὅσους ἔχουν τήν αἴσθηση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας πού εἶχε ὁ ποιητής.
Ἡ συναισθηματική σύνδεση τοῦ ποιητῆ μέ τήν Μικρά Ἀσία περιγράφεται ζωντανά στόν πρόλογο τῆς συλλογῆς του «Αἶνος καί θρῆνος». Γράφει: «Πόνεσα τότε πολύ. Ὅσο σέ καμμιάν ἄλλη περίσταση τῆς ζωῆς μου. Γιά τήν καταστροφή. Γιά τόν ξεριζωμό. Χτυπήθηκα καί δάρθηκα. Λίγους μῆνες εἶχα ζήσει ἐκεῖ [ὡς ἀνταποκριτής, ἀπεσταλμένος ἐφημερίδας]. Κι ὅμως, ὡσάν νά εἶχα ρίξει κ’ ἐγώ δικές μου ρίζες, ἄκουγα τήν ψυχή μου νά ὀλοφύρεται σπαραχτικά τίς μέρες τοῦ ξεριζωμοῦ».
Ἡ πληγή αὐτή ἔμενε μέσα του ἀθεράπευτη, ὅσο κι ἄν καλυπτόταν πρόσκαιρα ἀπό ἄλλα γεγονότα. Στό παραμικρό ἄγγιγμα τῆς μνήμης πονοῦσε. Κι ὅταν «στήν καμπή τῶν πενήντα χρόνων» ἀπό τήν καταστροφή ἔστρεψε νά δῆ πίσω, «ὁ σπαραγμός ἀνανεώθηκε». Γράφει στόν πρόλογό του: «Ἀνάβλυσαν ἀπό τά ἐνδόμυχά μου ἐφιαλτικά βιώματα. Μέ παρασῦραν. Ἔκαμα μόνος μου, καταμόναχος, μιά νέα δική μου πνευματική ἐκστρατεία. Κι ἄφησα νά τρέξουν τά ἀναμνηστικά μου δάκρυα ἐλεύθερα. Γιά τό πού αὐτά ἔγιναν στίχοι δέν ξέρω ἄν εἶμαι ὑπεύθυνος. Ἄν ἡττήθηκα κ’ ἐγώ σ’ αὑτή μου τή νοερή ἐκστρατεία, ἔχω βέβαια τήν εὐθύνη. Ἀλλά καί τήν παρηγόρηση. Κάτι ὑπενθυμίζω. Ἄν δέν ἱκανοποιῶ, προκαλῶ τουλάχιστο τή Μνήμη τοῦ Ἔθνους».
Τά ποιήματά του εἶναι λογική καί ἔμμετρη μετασκευή τῶν «ἀναμνηστικῶν δακρύων» του, ἀλλά ἔχουν καί στόχο τήν πρόκληση τῆς «Μνήμης τοῦ Ἔθνους». Τό πικρό συναίσθημά του ἐκλογικεύεται καί ἐπιδιώκει νά ἐμπνεύση ἐλπίδα ἤ πιό σωστά νά ἀποτρέψη τήν ἀπογοήτευση καί τήν ἡττοπάθεια. Ἡ ποίησή του, γιά νά πετύχη τόν ἐθνικό στόχο, βρίσκει ἀποκούμπι στήν ἄλογη φύση, στά χελιδόνια, στό χῶμα, τόν ἀέρα, τόν οὐρανό. Αὐτήν τή φύση, στήν Μικρά Ἀσία μετά τόν ξεριζωμό, τήν βλέπει ἀπαράλλαχτη, ὅπως ἦταν πρίν τό 1922, ὅμως χωρίς τούς ἀνθρώπους της, τούς Ἕλληνες Ρωμηούς. Καί μεταφράζοντας σέ ἔμμετρη ἀνθρώπινη λαλιά τό τερέτισμα τῶν χελιδονιῶν τῆς Ἰωνίας καί καταγράφοντας τά λόγια ἑνός τρελοῦ, πού δέν ἀκολούθησε τούς πρόσφυγες στόν ξεριζωμό τους, μιλᾶ γιά τόν φυσικό νόμο πού ἀκολουθοῦν τά ἀποδημητικά πουλιά πού ἐπιστρέφουν στίς φωλιές τους. Καί βάζει στό στόμα τοῦ τρελοῦ τήν δική του ἐπιθυμία· λέγοντας ὅτι τό χῶμα, ὁ ἀέρας, ὁ οὐρανός ἔχουν μείνει ἀπαράλλαχτα καί περιμένουν τήν ἐπιστροφή τῶν προσφύγων.
Ἄς δοῦμε χαρακτηριστικούς στίχους τῶν δύο ποιημάτων.
Στό ἕνα ποίημα βάζει τά χελιδόνια τῆς Ἰωνίας νά στοχάζονται, ὅταν τόν ἑπόμενο ἀπό τόν ξεριζωμό χρόνο ξαναγύρισαν στίς φωλιές τους. Γράφει: «—Τό περσινό φθινόπωρο κ’ έμεῖς εἴχαμε φύγει / ὅμως σάν ἦρθε ἡ ἄνοιξη γυρίσαμε — καί νά μας! / Ἐκεῖνοι πώφυγαν μαζί μ’ ἐμᾶς πῶς δέν ξανάρθαν; / [...]/ Τῆς Φύσης νόμος στήν παλιά φωλιά μᾶς ξαναφέρνει.../ Μήν τάχα ἡ ἴδια Δύναμη δέν κυβερνάει κ’ ἐκείνους; /[...] / Ἐδῶ τούς περιμένουμε νά ξαναρθοῦν — καί θά ’ρθουν !»
Γνωρίζει προφανῶς ὁ ποιητής ὅτι δέν κυβερνᾶ τούς ἀνθρώπους ἡ ἴδια δύναμη τοῦ ἐνστίκτου, πού ὡς φυσικός νόμος ξαναφέρνει τά ἀποδημητικά πουλιά στήν παλιά φωλιά τους. Εἶναι αὐτεξούσιοι, μέ ἐλευθερία γνώμης καί ἀδέσμευτη προαίρεση. Θά ἤθελε ὅμως ἡ καλή φύση, στούς ὀθωμανούς καί στούς πρόσφυγες, νά λειτουργῆ ἁπλά, ὅπως στά χελιδόνια, χωρίς νά διαστρέφεται ἀπό κακοπροαίρετους ἀνθρώπους.
Στό ἄλλο ποίημα ὁ Γ. Ἀθάνας μιλᾶ γιά ἕναν τρελό, ὁ ὁποῖος, ὅταν «ξεριζώθηκε ἡ Φυλή», ἔμεινε μόνος πίσω. Ζοῦσε γυρνώντας σέ ὅλες τίς πατρίδες τῶν προσφύγων, «ἀπό τή Μαύρη Θάλασσα ὡς τό γαλάζιο Αἰγαῖο». Πονοῦσε βλέποντας τά «γονικά μας χνάρια» καί «κοιτάζοντας τόν οὐρανό, χαϊδεύοντας τό χῶμα, / ἀχόρταστα ἀνασαίνοντας τόν ἄπιαστον ἀέρα», ἔλεγε: «Δέν ἔχει ἀλλάξει ὁ οὐρανός! Δέν ἄλλαξε τό χῶμα! / Οὔτε ὁ ἀέρας ἄλλαξεν ! Ἔ, σεῖς, πώχετε φύγει, / σᾶς λέω πώς ἄν ξανάρθετε παρόμοια θά τά βρῆτε! / Δέ θά ξανάρθετε; Ὁ Τρελός σᾶς περιμένει ὡστόσο...».
Καταλαβαίνει ὁ ποιητής ὅτι δέν ἀρκεῖ νά μήν ἔχη ἀλλάξει ὁ οὐρανός, τό χῶμα κι ὁ ἀέρας γιά νά ἐπιστρέψουν οἱ πρόσφυγες πίσω στά χώματά τους. Αὐτό, ἀκόμα καί μέσα σ’ ἕνα ποίημα, μόνον ἕνας τρελός μπορεῖ νά τό περιμένη.
Οἱ ἄνθρωποι δέν κυβερνῶνται ἀπό τόν νόμο τῶν ἀποδημητικῶν πουλιῶν. Πηγαίνουν ὅπου μποροῦν καί «βούλονται». Ἔχουν τό πλεονέκτημα ἤ τό τραγικό προνόμιο νά μήν ὑπακοῦνε, ἄν τό θελήσουν, σέ κανέναν ἀπό τούς νόμους τῆς φύσεως, καί εἴτε νά τούς ὑπερβαίνουν ἐν Χριστῷ, εἴτε νά τούς παραβαίνουν, προκαλώντας, μέ τήν παράβαση, ἔχθρες, πολέμους, ξεριζωμούς, ἀκαταστασίες, φθορά τῆς φύσεως.
- Προβολές: 886