Skip to main content

Χαράλαμπου Δ. Χαραλαμπόπουλου: Ἐπισκοπές τῆς Μητροπόλεως Ναυπάκτου

Ἀναδημοσίευση ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ ἡμερολογίου-ἀτζέντα τῆς Μητροπόλεως Ναυπάκτου γιά τό 2023 πού εἶναι ἀφιερωμένο στίς πάλαι ποτέ ἐπισκοπές της

Ἡ Ναύπακτος ὡς Ἐπισκοπή ἐμφανίζεται κατά τὴν κρατοῦσα ἄποψη περί τὸ 300 μ.Χ. Στὸ διάστημα 896 – 900 μ.Χ. μετά τὴν παρακμή τῆς Νικοπόλεως ἡ Ναύπακτος ἀναδείχτηκε πρωτεύουσα τοῦ θέματος Νικοπόλεως καὶ Μητρόπολη. Ὁ Μητροπολίτης της ἔφερε τὸν τίτλο τοῦ Ὑπερτίμου καὶ Ἐξάρχου Αἰτωλίας.

Ἡ Ναύπακτος στὰ Τακτικά τοῦ Λέοντος ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ (886 – 912), Νικολάου Πατριάρχου (901 – 907) καὶ Κων. Πορφυρογέννητου βρισκόταν στὴν 35η θέση στὸν κατάλογο τῶν Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μὲ ὀκτώ (8) Ἐπισκοπές.

α. Βουνδίτζης (Βόνιτσας) Ὅποιος εἰσέρχεται στὸν Ἀμβρακικό Κόλπο ἔχει στὰ δεξιά του τὴν Βόνιτσα ποὺ βρίσκεται στὸ κέντρο ἑνός μεγάλου πετάλου. Ὁ Ἀπόκαυκος θεωρεῖ ὅτι ἡ λέξη εἶναι σλαβική καὶ σημαίνει ἄγκιστρον. Ὡς κέντρον τῆς περιοχῆς μὲ τὸ κάστρο της ἡ Βόνιτσα εἶχε πρωτόθρονη Ἐπισκοπή τῆς Μητροπόλεως Ναυπάκτου. Διασώζονται ἀρκετά ὀνόματα Ἐπισκόπων στὶς ἐπιστολές τοῦ Μητροπολίτη Ἰωάννη Ἀποκαύκου καὶ σ’ ἄλλες πηγές. Στὰ 1708 σὲ γράμμα τοῦ Πατριάρχη Κυπριανοῦ ἀναφέρεται ὅτι ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης «ἔχει τὸ δικαίωμα τοῦ χειροτονεῖν τοὺς ὑπ’ αὐτόν Ἐπισκόπου Βονδίτζης, Ἀετοῦ, Ἀχελώου καὶ Φωτικῆς ὧν αἱ Ἐπισκοπαί ἦσαν τέως ἔρημοι». Τελευταῖος Ἐπίσκοπος ποὺ ἔφερε τὸν τίτλο Βονδίτζης ἦταν ὁ Δανιήλ ὁ Λευκάδιος, ποὺ χειροτονήθηκε τὸ 1817 ἀπό τὸν Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης Πορφύριο καὶ ἦταν στὴν οὐσία τιτουλάριος καὶ βοηθός τοῦ Μητροπολίτη.

β. Ἐπισκοπή Ἀετοῦ Ὁ Ἀετός εἶναι χωριό τῆς Ἐπαρχίας Βονίτσης καὶ Ξηρομέρου, κτισμένο στοὺς πρόποδες τῆς ἀνατολικῆς πλαγιᾶς τοῦ βουνοῦ Μπούμιστος. Κατά τοὺς βυζαντινούς χρόνους πλησίον τοῦ χωριοῦ ἐπί αἰχμηροῦ λόφου ἦταν τὸ Κάστρο Ἀετός. Ἡ Ἐπισκοπή Ἀετοῦ φέρει τὴν δεύτερη θέση στὰ Τακτικά μετά τὸν Βονδίτσης. Ἡ ἵδρυση Ἐπισκοπῆς σημαίνει ὅτι ὁ Ἀετός ἦταν ὀργανωμένη κάστρο–πολίχνη μὲ πολυάνθρωπο πληθυσμό στὴν περιοχή τῆς ἐπισκοπικῆς δικαιοδοσίας. Κατά τὸν 17ο αι. ὁ Ἐπίσκοπος Ἀετοῦ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ἔφερε τὸν τίτλο Ἀετοῦ καὶ Ἀγγελοκάστρου (πρώην Ἀχελώου). Τὸν Νοέμβρη τοῦ 1227 ὁ Μητροπολίτης Ἀπόκαυκος στέλνει ἐπιστολή στοὺς ὑπ’ αὐτόν Ἐπισκόπους Ἀετοῦ, Ἀχελώου, Βοθρωτοῦ καὶ Ἀδραγαμέστου νὰ χειροτονήσουν τοὺς ὑποψηφίους Ἐπισκόπους Βονδίτσης καὶ Βελλᾶς. Ἐπειδή ὁ ἴδιος ἀσθενοῦσε ὅρισε τὸν Ἐπίσκοπο Ἀετοῦ «τὸν ἐμόν ἀναπληρωσάτω τόπον ὁ Ἱερώτατος Ἀετοῦ ὡς καὶ τοῦ τόπου Ἐπίσκοπος καὶ θρόνον λαχών ὑψηλότερον». Καὶ ἡ Ἐπισκοπή Ἀετοῦ ἀναφέρεται στὴν πράξη τοῦ Πατριάρχη Κυπριανοῦ τοῦ ἔτους 1708.

γ. Ἐπισκοπή Ἀχελώου Τρίτη στὴ σειρά Ἐπισκοπή ὑπό τὸν Ναυπάκτου. Ἡ βυζαντινή πόλη Ἀχελῶος ταυτίζεται μὲ τὴ θέση Ἐπισκοπή τῆς Κοινότητας Μάστρου Παραχελωΐτιδας, ὅπου μοναχικός λοφίσκος στὴν κορυφή τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται ἡ διαλυμένη Μονή τοῦ Προδρόμου. Περί τὸν λόφον ἁπλωνόταν ἡ βυζαντινή πόλη Ἀχελῶος. Τὸ χωριό Ἀχελῶος περιέχεται στὸν κώδικα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καταφυγίου Τριχωνίδας, ποὺ χρονολογεῖται περί τὸ 1650. Μὲ τὴν παρακμή τῆς πόλης Ἀχελῶος ἡ ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς μεταφέρθηκε στὸ Ἀγγελόκαστρο, περί τὰ μέσα τοῦ 17 αἰ. ὁ Ἐπίσκοπος μετέφερε τὴν ἕδρα του στὸ Ἀγγελόκαστρο κρατώντας τὸν ἀρχαῖο τίτλο του. Στὴ δικαιοδοσία του ἦταν τὸ Ζαπάντι, τὸ Μεσολόγγι καὶ τὸ Αἰτωλικό κατά τοὺς περιηγητές Σπὸν καὶ Χουήλερ. Ἡ τελευταία ἀναφορά στὴν Ἐπισκοπή Ἀχελώου εἶναι ἡ πράξη τοῦ Πατριάρχη Κυπριανοῦ. Ἀπό τὸ 1968 – ὁ Ἀγρινιώτης Εὐθύμιος Στύλιος ἔφερε τὸν τίτλο τοῦ Ἐπισκόπου Ἀχελώου ὡς βοηθός τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν.

δ. Ἐπισκοπή Ρωγῶν Οἱ Ρωγοί ἤ Ρηγοί ἤ Ἀρωγοί ὑπῆρξαν ἀξιόλογη βυζαντινή πόλη μὲ ἰσχυρό φρούριο. Τὰ ἐρείπιά τους βρίσκονται ΝΔ τῆς Ἄρτας στὴν ὄχθη τοῦ Λούρου, μεταξύ τῶν χωρίων Πέτρας καὶ Κερασοῦντος. Ὀνομάσθηκε ἔτσι «διά τὸ προσδέχεσθαι τοὺς κινδυνεύοντας ὁμοφύλους ἐντός τῶν ὀχυρῶν αὐτῆς». Μνεία τῆς Ἐπισκοπῆς Ρηγῶν, ὅπως τὴν ἀναφέρει, γίνεται μὲ τὴν πράξη τοῦ Πατριάρχη Κυπριανοῦ, μὲ τὴν ὁποία ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης «ἔχει τὸ δικαίωμα τοῦ χειροτονεῖν τοὺς ὑπ’ αὐτόν Ἐπισκόπους Βονδίτζης, Ἀετοῦ, Ἀχελώου, Ρηγῶν καὶ Φωτικῆς». Τελευταῖος Ἐπίσκοπος Ρωγῶν ἦταν ὁ ἐθνομάρτυρας Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἀνατινάχθηκε στὸν Ἀνεμόμυλο στὸ Μεσολόγγι τὸ 1826.

ε. Ἐπισκοπή Ἰωαννίνων Τὰ Ἰωάννινα εἶναι ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἠπείρου. Ἡ πέμπτη στὴ σειρά Ἐπισκοπή τῆς Μητροπόλεως Ναυπάκτου ἀναδείχτηκε σὲ Μητρόπολη κατά τὴν ἐπικρατοῦσα ἄποψη τὸ 1318. Στὴ νέα Μητρόπολη περιῆλθαν καὶ τέσσερις Ἐπισκοπές ποὺ μέχρι τότε ἀνῆκαν στὸν Ναυπάκτου. Δὲν ἀναφέρονται ὀνομαστικά, ἀλλά πιθανολογεῖται ὅτι ἦσαν οἱ: Βελλᾶς, Βουθρωτοῦ, Δρυινουπόλεως καὶ Χειμάρρας.

στ. Ἐπισκοπή Φωτικῆς – Βελλᾶς Στὸν Συνέκδημο τοῦ Ἱεροκλέους ἡ Φωτική ἀναφέρεται ὡς μία ἀπό τὶς δώδεκα (12) πόλεις τῆς παλαιᾶς Ἠπείρου. Λόγω τῆς θέσης της μέσα σὲ λιμνάζοντα νερά δὲν ἦταν δυνατόν ἡ περιτείχισή της καὶ γι’ αὐτό ὁ Ἰουστινιανός ἵδρυσε ἀκροπόλεις, ὅπου θὰ κατέφευγαν οἱ κάτοικοι σὲ περιπτώσεις βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν. Ἀλλά ποῦ βρισκόταν ἡ Φωτική; Ἦταν ἄγνωστη ἡ θέση της γιὰ πολύ καιρό. Δύο ἐπιγραφές ποὺ βρέθηκαν τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὰ ἐρείπια τῆς ἐκκλησίας τῆς Λαμποβήθρας στὸ Λιμπόνι τῆς Παραμυθίας, κοντά στὶς πηγές τοῦ Κωκυτοῦ ποταμοῦ, ἔλυσαν τὸ πρόβλημα. Τελευταία μνεία τῆς Φωτικῆς ἦταν ἡ πράξη τοῦ Πατριάρχη Κυπριανοῦ τὸ 1708. Ὅμως στὰ Τακτικά τῶν ἐτῶν 940, 971 παρατίθεται ὁ Φωτικῆς ὡς Βελλᾶς ἔχοντας τὴν ἔκτη θέση μεταξύ τῶν ὀκτώ (8) Ἐπισκόπων τῶν ὑποκειμένων στὴ Μητρόπολη Ναυπάκτου. Ὅμως τὰ ἔτη 972 – 976 καὶ στὸ διάταγμα τοῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου μνημονεύεται μόνον ὁ Φωτικῆς χωρίς τὴν προσθήκη Βελλᾶς. Γιὰ πρώτη φορά ἡ Ἐπισκοπή Βελλᾶς ἀναφέρεται στὸ Τακτικό τοῦ Μιχαήλ Παλαιολόγου (1261 – 1282). Μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Μητροπόλεως Ἰωαννίνων ἐντάχθηκε σ’ αὐτή καὶ ἡ Βελ(λ)ᾶς. Ἡ Βελλᾶ ἦταν πόλη ἀρχαία καὶ σημαντική στὰ ΒΔ τῶν Ἰωαννίνων κοντά στὴν ἱστορική Μονή. Μὴ γνωρίζοντας πού ἦταν ἡ Φωτική τὴν ἀντικατέστησαν μὲ τὴ Βελλᾶς.

ζ. Ἐπισκοπή Ἀδριανουπόλεως ἤ Δρυϊνουπόλεως Ἡ Δρυϊνούπολις βρίσκεται στή Β. Ἤπειρο καὶ ἦταν μία ἀπό τὶς 12 πόλεις τῆς π. Ἠπείρου κατά τὸν Συνέκδημο τοῦ Ἱεροκλέους. Ἀπό ἐπιστολή τοῦ Ἀπόκαυκου, ποὺ χρονολογεῖται τὸ 1221, πληροφορούμαστε ὅτι Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Θωμᾶς, ὑποκείμενος στὸν Ναυπάκτου. Ὡς Ἐπισκοπή κατεῖχε τὴν ἔβδομη θέση.

η. Ἐπισκοπή Βουθρωτοῦ Βρίσκεται στὰ νότια τῶν Ἁγίων Σαράντα, ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τὸν πορθμό τῆς Κέρκυρας, ὅπου ἀρχαία Ἑλληνική πόλη τῆς Χαονίας. Τὸ 1153 ἀναφέρεται ὡς πολυάνθρωπη ἐμπορική πόλη. Διασώζονται ἐπιστολές τοῦ Ἀποκαύκου πρὸς τὸν Βουθρωτοῦ Δημήτριον ποὺ χρονολογοῦνται τὸ 1220.

θ. Ἐπισκοπή Χειμάρρας Βρίσκεται στὴν Β. Ἤπειρο καὶ ἐμφανίζεται στὸ Τακτικό Ἰ. Τσιμισκῆ 972 – 976. Ἀναφέρεται ἡ Ἐπισκοπή σὲ ἐπιστολές τοῦ Ἀποκαύκου, ὡς ὑποκείμενη σ’ αὐτόν. Μὲ τὴν προαγωγή τῆς Ἐπισκοπῆς Ἰωαννίνων σὲ Μητρόπολη περί τὰ 318 ἡ Ἐπισκοπή περιῆλθε σ’ αὐτή.

ι. Ἐπισκοπή Ἄρτης Ἡ Ἄρτα ἦταν πρωτεύουσα τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου καὶ ἕδρα Ἐπισκοπῆς ὑποκείμενης στὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου. Γιὰ πρώτη φορά ἀναφέρεται ὡς Ἐπισκοπή στὸ Τακτικό τοῦ Μανουήλ Κομνηνοῦ (1143 – 1184) καὶ κατεῖχε τὴν τέταρτη θέση. Λόγω τῆς ἀδυναμίας τοῦ Ναυπάκτου νὰ ἑδρεύει σ’ αὐτή, ποὺ βρισκόταν ὑπό Ἀνδηγαβική κυριαρχία δοθεῖσα ὡς προῖκα, τὸ 1307 μεταφέρθηκε ἡ ἕδρα προσωρινά στὴν Ἄρτα. Τοῦτο εἶχε ὡς συνέπεια ἡ Μητρόπολη ν’ ἀπορροφήσει, ὅσο τουλάχιστον ὁ Μητροπολίτης ἕδρευε στὴν Ἄρτα, τὴν Ἐπισκοπή, γιατί δὲν ἦταν σύμφωνο μὲ τοὺς κανόνες δύο Ἐπίσκοποι κυρίαρχοι νὰ ἔχουν ἕδρα τὴν αὐτή πόλη. Ἡ προσάρτηση καὶ τοῦ τίτλου «Ἄρτης» στὴν Ναύπακτο ἔγινε μερικές ἑκατονταετίες ἀργότερα. Τὸ 1507 συναντᾶμε τὸν Μητροπολίτη Εὐθύμιο ὡς Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης. Ὁ τελευταῖος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης ἦταν ὁ Πορφύριος, ὁ ὁποῖος τὸ 1830 – 33 ἔφερε τὸν τίτλο Ναυπάκτου καὶ Μεσολογγίου γιὰ ν’ ἀποδώσει τὴν μετεπαναστατική πραγματικότητα.

ια. Ἐπισκοπή Ἀνδραγαμέστου Τὸ Ἀνδραγαμέστον (Ἀνδραγαμεστός, Δραγαμεστόν) εἶναι τὰ ἐρείπια ποὺ βρίσκονται μεταξύ τῆς νέας κωμόπολης Ἀστακός καὶ τοῦ νέου χωρίου Δραγαμέστον (Καραϊσκάκης) καὶ ταυτίζονται μὲ τὸν ἀρχαῖο Ἀστακό. Σὲ δύο ἐπιστολές τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἰωάννου Ἀποκαύκου συναντᾶμε τὴν Ἐπισκοπή Ἀδραγαμέστου.  Στὴν πρώτη τοῦ 1217 ἀναφέρεται: «Ψηφιοῦνται δέ τινες, ὅτι ἐγνωματεύσατε ἤ τάχα μόνος ὁ Δραγαμέστου• ἀλλ’ οἱ κανόνες κωλύουσι, μονοψήφιον ἀρχιερέα προβάλλεσθαι….». Στὴ δεύτερη (1227) πρὸς τοὺς ὑπ’ αὐτόν Ἐπισκόπους γράφει: «Ἅγιοί μου δεσπόται … Ἀετοῦ, Ἀχελώου, Βοθρωτοῦ, καὶ Ἀδραγαμέστου … τὰς χειροτονίας ποιῆσαι τῶν ὑποψηφίων Βονδίτζης καὶ Βελᾶς…».

ιβ. Ἐπισκοπή Κοζύλης (ἔτ. 1283 Γρηγορᾶς Α΄, σ. 104) Ἡ Κοζύλη ἦταν σημαντική πολίχνη στὴν περιοχή τῆς Λάμαρης καὶ πλησίον τῆς Νικοπόλεως. Τὸ ὄνομα διατηρεῖται στὴ φερώνυμη Μονή Κοζύλης, ὅπου ἐμόνασε ὡς ἁπλός μοναχός ὁ πολύς Ἰωάννης Ἀπόκαυκος μὲ τὸ μοναστικό ὄνομα Ἰωαννίκιος. Στὴν ἀρχή ὑπαγόταν ὑπό τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρῖδος (Διάταγμα Βασιλείου Βουλγαροκτόνου ἔτος 1020). Ἀργότερα περιῆλθε ὑπό τὸν Ναυπάκτου γιὰ νὰ τεθεῖ στὴ συνέχεια ὑπό λατινική κυριαρχία φέρουσα τὸν τίτλο «Ρωγῶν καὶ Κοζύλης». Τὸ 1363 ὁ Λατῖνος Ἐπίσκοπος φρα Νικόλαος Ἐπίσκοπος «Χιμάρρας καὶ Κοζίλης» προσχωρεῖ στὸ Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Κατά τὸ μακρό διάστημα τῆς ὕπαρξης τῆς Μητρόπολης Ναυπάκτου ὑπῆρξε αὐξομείωση τῶν Ἐπισκοπῶν, ἀλλά πάντοτε ἦταν μία ἀπό τὶς σημαντικές Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

  • Προβολές: 734