Skip to main content

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰωάννης Ἀπόκαυκος

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ

Χαράλαμπου Δ. Χαραλαμπόπουλου

 Ἀπό τίς διαπρεπέστερες πνευματικές μορφές τοῦ Βυζαντίου κατά τόν 13ο αἰ.
 
 
Τήν Μητρόπολη Ναυπάκτου, πού εἶχε στήν δικαιοδοσία της μέχρι δώδεκα (12) ἐπισκοπές, ἀπό τήν Αἰτωλοακαρνανία μέχρι τή Χιμάρα, ἐκλέϊσαν ἀρκετοί λόγιοι μητροπολίτες, ἀλλά ὁ ἐπιφανέστερος τούτων ἦταν ὁ Ἰωάννης Ἀπόκαυκος.
 
Γιά τά πρῶτα χρόνια τοῦ βίου του δέν γνωρίζουμε πολλά. Εἶναι βέβαιο ὅτι σπούδασε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀπόκτησε μεγάλες γνώσεις γιά τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί γιά τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς, ὅπως συμπεραίνεται ἀπό τό συγγραφικό του ἔργο.
 
Τό μόνο πού γνωρίζουμε γιά τίς οἰκογενειακές του ρίζες εἶναι ἡ συγγενική του σχέση μέ τόν λόγιο μητροπολίτη Ναυπάκτου Κωνσταντῖνο Μανασσῆ. «… Ἡνίκα νεάζων μέν ἦν ἐν διακόνοις, ἐγώ, ὑπεδρήστευον δέ ἐν γραφαῖς τῷ θείω μου ἐκείνῳ τῷ Ναυπάκτῳ, τῷ Μανασσῆ». (Ὅταν ἤμουνα νεαρός διάκονος, ὑπηρετοῦσα ὡς γραφέας στόν θεῖο μου ἐκεῖνο τόν Ναυπάκτου, τόν Μανασσῆ…) ἀναφέρει ὁ ἴδιος σέ ἐπιστολή του πρός τόν μητροπολίτη Κερκύρας Βαρδάνη. Ἡ ἀρχιερατεία τοῦ Μανασσῆ στή Ναύπακτο τοποθετεῖται μέ ἐπιφύλαξη στά ἔτη 1175 – 1187. Κατά τό δωδεκαετές αὐτό διάστημα ὁ Ἀπόκαυκος χειροτονήθηκε διάκονος, ἐφόσον εἶχε συμπληρώσει τήν νόμιμη κατά τούς κανόνες ἡλικία τῶν εἴκοσι πέντε (25) ἐτῶν. Ἄρα γεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1150 καί 1162.
 
Τό 1187 ὁ Ἀπόκαυκος ἀναλαμβάνει πατριαρχικός νοτάριος στήν Κωνσταντινούπολη, πού σημαίνει ὅτι ὁ Μανασσῆς ἀποχώρησε ἀπό τή Ναύπακτο εἴτε λόγω θανάτου ἤ γιά ἄλλη αἰτία.
 
Τό 1199 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Ναυπάκτου ὁ Ἀπόκαυκος καί ἐγκαθίσταται στήν γνώριμή του πόλη, πού τήν ἐποίμανε μέχρι τό 1232.
 
Ἀπό τό 896 μέχρι τό 900 μ.Χ. ἡ Ναύπακτος ἔγινε μετά τήν παρακμή τῆς Νικοπόλεως πρωτεύουσα τοῦ ὁμώνυμου Θέματος καί ἕδρα μητροπολίτη. Μέ τήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης στίς 13 Ἀπριλίου 2004 ἀπό τούς Σταυροφόρους, ἄλλαξαν τά δεδομένα γιά τό Βυζάντιο. Τό Θέμα τῆς Νικοπόλεως μέ τήν συνθήκη διανομῆς μεταξύ τῶν σφετεριστῶν περιῆλθε στούς Βενετούς. Ἡ διανομή ὅμως ἔμεινε «στά χαρτιά». Ἐναντίον τοῦ διοικητῆ τοῦ Θέματος Σεναχερείμ ἔγινε στάση. Ὁ συγγενής τοῦ διοικητῆ Μιχαήλ Ἄγγελος Κομνηνός Δούκας σπεύδει σέ βοήθειά του καί ἐπιβάλλει τήν τάξη, ὅμως ὁ Σεναχερείμ εἶχε φονευθεῖ καί ὁ Μιχαήλ ἐπιβλήθηκε ὡς «δυναστεύων τῆς τοιαύτης χώρας Ἰωαννίνων γάρ ἦρχε καί Ἄρτης μέχρι Ναυπάκτου». Ἔτσι ξεκίνησε ἡ Ἑλληνική Ἡγεμονία, τό λεγόμενο Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου, πού ἦταν ὁ κορμός τοῦ Δυτικοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους.
 
Τόν Ἰούνιο τοῦ 1210 ἡ Βενετία ἀναγνωρίζει μέ συνθήκη τό λεγόμενο Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου, πού ἄρχιζε ἀπό τόν ποταμό Οὔρεσο (Σκούμπη) τῆς Ἀλβανίας μέχρι τή Ναύπακτο, μέ πρωτεύουσα τήν Ἄρτα.
 
Στό κέντρο τῆς πνευματικῆς καί πολιτιστικῆς ζωῆς τοῦ Δεσποτάτου, λόγω τοῦ ὑψηλοῦ του κύρους καί τῆς πολύπλευρης μόρφωσής του, κινεῖται ὁ Ἀπόκαυκος, ὁ ὁποῖος διαδραματίζει σπουδαῖο ρόλο στά ἐσωτερικά τοῦ Δεσποτάτου, στήν ἀρχή ὡς Πρόεδρος τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου καί στήν συνέχεια μέ τήν ἐπέκταση καί διεύρυνση τῆς Ἡγεμονίας σέ Βασίλειο οὐσιαστικά ἐξελίχθηκε σέ Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δυτικοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους.
 
Τό 1215 μετά τόν θάνατο τοῦ Μιχαήλ ἀνέλαβε τήν ἡγεμονία τῆς Ἠπείρου ὁ ἀδελφός του Θεόδωρος, ὁ ὁποῖος εἶχε αὐτοκρατορικές βλέψεις καί ἔγινε τελικά βασιλιάς στή Θεσσαλονίκη, χωρίς νά κρύψει τίς βλέψεις του γιά τήν ἀνάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης καί τήν ἐπανένωση τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας στό πρόσωπό του.
 
Στά αὐτοκρατορικά του σχέδια εἶχε ὡς ἐμψυχωτή καί συμπαραστάτη τόν Ἀπόκαυκο.
 
Ὁ Θεόδωρος κυνηγώντας τά αὐτοκρατορικά του ὄνειρα ἔδωσε περισσότερες ἐξουσίες στά ἀδέλφια του. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔλαβε τόν τίτλο τοῦ Δεσπότη καί συνέχιζε νά διοικεῖ τό Θέμα Νικοπόλεως ἤ τήν ἐξέλιξή του, μέ ἕδρα τή Ναύπακτο.
Μεταξύ τοῦ Δεσπότη Κωνσταντίνου, τοῦ κατάρχοντος τῆς Ναυπάκτου, ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ Ἀπόκαυκος, καί τοῦ μητροπολίτη ἀναπτύσσονται σχέσεις ἀγάπης καί μίσους.
 
Ὁ ἡγεμόνας Θεόδωρος ἀναζητεῖ χρήματα γιά τίς ἐκστρατεῖες του καί φορολογεῖ ἐπαχθῶς τούς πολίτες, ἀκόμα καί τήν Μητρόπολη, ἡ ὁποία μέ αὐτοκρατορικό διάταγμα τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Α΄ εἶχε ἀπαλλαγεῖ. Ὁ Κωνσταντῖνος, βασιλικότερος τοῦ βασιλέως, θέτει τήν μητρόπολη σέ διωγμό. Ὁ Ἀπόκαυκος ἐκδιώκεται ἀπό τό Ἐπισκοπεῖο καί τελικά ἐξορίζεται στή Βελλᾶ.
 
Τό 1222 ὁ Ἀπόκαυκος ἀσθενεῖ βαριά καί περιθάλπεται ἀπό τόν Κωνσταντῖνο. Ἡ Σύνοδος μετά τήν στέψη τοῦ Θεοδώρου ὡς αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων στή Θεσσαλονίκη ἐκδίδει «Σημείωμα καταλλαγῆς» καί τά δύο μέρη συμφωνοῦν νά λύσουν τίς διαφορές τους εἰρηνικά.
 
Τό 1228 ὁ αὐτοκράτορας Θεόδωρος ἐκδίδει χρυσόβουλο ἀπαλλαγῆς τῆς Μητρόπολης ἀπό τή φορολογία καί ἀπαγορεύει στόν Δεσπότη Κωνσταντῖνο νά συμπεριφέρεται τυραννικά στή Μητρόπολη καί τούς κατοίκους τοῦ Θέματος.
Πέραν ὅμως τῶν σχέσεων μέ τήν ἐξουσία καί ἡ γενικότερη κατάσταση στήν Ναύπακτο δέν ἦταν ἡ καλύτερη. 
 
Κατά τό 1217 μέ 1218 ἡ Ναύπακτος δέχεται συνεχεῖς ἐπιθέσεις ἀπό τούς Λατίνους «μετά τειχομαχικῶν ὀργάνων» καί οἱ κάτοικοι ἀναγκάζονται νά καταφεύγουν στά βουνά τή νύκτα καί νά ἐπιστρέφουν τήν ἡμέρα.
 
Ὁ Ἀπόκαυκος ζητεῖ τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε στά λιμάνια τῆς Βαράσοβας μέ τόν στόλο του καί κατατρόπωσε τούς «ἐμφωλεύοντας δράκοντας».
 
Μέ τήν διεύρυνση τοῦ Δεσποτάτου «ἐπέλεξεν ἤ συνέτεινεν εἰς τό νά ἐπιλεγοῦν ἄνδρες λόγιοι εἰς ποιμαντορίαν τῶν ἑλληνικῶν μητροπόλεων καί ἐπισκοπῶν». Ἐκ τῶν πραγμάτων ὡς ὁ ἀρχαιότερος τῶν μητροπολιτῶν καί λόγω τοῦ ἀδιαμφισβήτητου κύρους του καί τῆς ἠθικῆς ἐπιβολῆς του διεδραμάτιζε τόν ρόλο τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δυτικοῦ βυζαντινοῦ κράτους.
 
Τά δύο κράτη, τῆς Ἠπείρου καί τῆς Νίκαιας, ἦταν ἀνταγωνιστικά καί τό καθένα ἐπεδίωκε τήν ἀνακατάληψη τῆς Πόλης καί τήν ἐπανένωση τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας γιά δικό του τό καθένα ὄφελος. Ἑπομένως, ἡ θέση τοῦ Ἀπόκαυκου ὡς de facto Προκαθημένου ἦταν ἰδιότυπη. Ἔπρεπε νά ἰσορροπεῖ μεταξύ τῆς ἐπεκτατικῆς πολιτικῆς τοῦ Δεσπότη καί κατοπινοῦ αὐτοκράτορα τοῦ Δυτικοῦ Βυζαντινοῦ κράτους Θεοδώρου καί τῆς διασφάλισης χαλαρῆς ἔστω σχέσης μέ τό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο προωθοῦσε τά συμφέροντα τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας, πρός ἀποφυγή ἑνός ἀνοικτοῦ σχίσματος. Οἱ πιέσεις ἀπό τό Πατριαρχεῖο ἦταν ἰσχυρές, ἀλλά ὁ Ἀπόκαυκος τίς ἀντιμετώπιζε μέ μετριοπάθεια καί παρρησία.
Τόν Ἀπρίλη τοῦ 1230 στή μάχη τῆς Κλοκότνιτσας ὁ Θεόδωρος νικήθηκε κατά κράτος ἀπό τούς Βουλγάρους καί ἡ κατάσταση γιά τό δυτικό κράτος καί τόν Ἀπόκαυκο ἄλλαξε δραματικά.
 
Τό 1232 ὁ Ἀπόκαυκος ἀποσύρθηκε στό μοναστήρι τῆς Κοζύλης, ὡς μοναχός Ἰωαννίκιος, καί ἀπέθανε τό 1233/34. Ὁ Ἀπόκαυκος κατέλιπε πολύτιμο συγγραφικό ἔργο, τό ὁποῖο ἔχει καταγραφεῖ σέ διαφόρους κώδικες, ἀλλά μέχρι σήμερα δέν ἔγινε φιλολογική ἔκδοση τούτου. Τέτοια ἐπιστημονική ἔκδοση ἔχει ἀναγγείλει ὁ καθηγητής Βασίλης Κατσαρός πού ἀναμένεται μέ ἀνυπομονησία. Στό ἔργο τοῦ Ἀπόκαυκου περιλαμβάνονται:
 
α. Ἐπιστολές.
 
Εἶναι γνωστές ἑκατόν πενήντα ἕξι (156) σέ κρατικούς ἀξιωματούχους, μητροπολίτες, ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχούς καί διαφόρους λογίους.
 
Κατά τόν καθηγητή Ν. Τωμαδάκη οἱ ἐπιστολές του «χαρακτηρίζονται ἀπό δύναμιν ὕφους, ἐνάργειαν, καθαρότητα σκέψεως, ἀνάμειξιν λογίων στοιχείων τῆς θύραθεν καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, μέ μετρημένην παρεμβολήν μυθολογικῶν ὑπαινιγμῶν καί ἀναφορῶν εἰς κλασσικούς συγγραφεῖς, ζωηρότητα ἀφηγήσεως καί εἰλικρίνειαν…»
 
Ὁ καθηγητής Β. Κατσαρός θεωρεῖ ὅτι «ὁ Ἀπόκαυκος εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους λογοτέχνες τοῦ Βυζαντίου». Ἡ ἀφηγηματική τεχνική του εἶναι ἀπαράμιλλη, χρησιμοποιώντας «ἕνα ἰδιαίτερο σύστημα λεκτικῶν τρόπων» πού ἀποτελοῦνται ἀπό εἰκόνες, σχήματα λόγου καί ἀλληγορίες.
 
Ἀλλά οἱ ἐπιστολές πέραν τῆς λογοτεχνικῆς τους ἀξίας ἔχουν καί ἱστορική σημασία, γιατί ἀναφέρονται σέ γεγονότα καί καταστάσεις τῆς ἐποχῆς. Μᾶς δίνουν πολλές πληροφορίες γιά τή Ναύπακτο καί τήν σχέση τοῦ μητροπολίτη μέ τόν διοικητή της καί τίς ἐπιθέσεις Λατίνων πειρατῶν. Περιγράφει μέ δύναμη τό φρούριο τῆς Ναυπάκτου, τό ἐπισκοπεῖο, τόν ναό, πού εἶναι κοντά στό ἐπισκοπεῖο, τό λουτρό κ.λπ.
 
Καί διερωτᾶται κάποιος ποῦ βρίσκεται τό ἐπισκοπεῖο καί ὁ ναός τῆς Πανυμνήτου Θεοτόκου, στόν ὁποῖο ἀναφέρεται μερικές φορές;
 
Ὁ Γ. Ἀθάνας ὑποστήριξε τήν ἄποψη ὅτι βρίσκονται στό Α΄ Δημοτικό Σχολεῖο, ὁ καθηγητής Β. Κατσαρός ὑποστηρίζει ὅτι βρίσκεται στά ἐρείπια τῆς παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς πού ἦταν τεράστια. Ἐσχάτως, νέοι ἐπιστήμονες ὑποστηρίζουν ὅτι βρίσκονται στήν Ἀκρόπολη κοντά στόν Προφήτη Ἠλία, ὅπου βρέθηκαν ἴχνη βυζαντινοῦ ναοῦ καί βυζαντινά κτίρια. Ὅτι ὑπῆρχε βυζαντινός ναός στήν κορυφή τοῦ κάστρου δέν εἶναι περίεργο. Πάντοτε στά κάστρα ὑπῆρχαν ναοί. Ὅμως αὐτός ἦταν ὁ μητροπολιτικός ναός; Νομίζω ὅτι ἡ ἴδια ἡ περιγραφή τοῦ Ἀπόκαυκου τό ἀποκλείει. Ἐάν σκεφθεῖ κάποιος ὅτι μέχρι τούς βαλκανικούς πολέμους τό κάστρο ἦταν γυμνό, πῶς μποροῦσε νά ὑπάρχει αὐλή μέ «εὐώδη φυτά καί κίτρα», πού χρειάζονται ἄφθονο νερό καί εὔφορο ἔδαφος; Ἡ δεύτερη ἔνσταση, πού μπορεῖ νά προβληθεῖ, εἶναι ὅτι ὁ Ἀπόκαυκος ἦταν γέροντας καί ἀσθενής. Ἡ πρόσβαση στήν κορυφή τοῦ κάστρου θά ἦταν πολύ δύσκολη. Χρειαζόταν φορεῖο σ’ ἕνα δύσβατο μονοπάτι νά τόν κατεβάζουν καί νά τόν ἀνεβάζουν βαστάζοι, καί τοῦτο δέν θά ἦταν καθόλου λειτουργικό. Ἄρα τό ἐπισκοπεῖο μέ τόν ναό πρέπει νά ἦταν στήν πόλη. Ἄλλωστε, ὁ μητροπολιτικός ναός πρέπει νά εἶναι κοντά στό ποίμνιο καί ὄχι ἀπομονωμένος σέ βουνό.
 
β. Συνοδικές πράξεις, νομοκανονικές ἀποφάσεις καί ποιμαντικά κείμενα.
 
Σ’ αὐτόν τόν τομέα σώζονται σαράντα πέντε (45) κείμενα, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν νομοκανονική κατάρτιση τοῦ Ἀπόκαυκου. Πέραν τῆς πλήρους γνώσης τοῦ νομοθετικοῦ πλαισίου τοῦ κράτους καί τοῦ κανονικοῦ δικαίου ὁ μητροπολίτης μέ ἰσχυρό φιλοσοφικό καί θεολογικό ἐξοπλισμό καί ψυχολογικές γνώσεις λειτουργοῦσε ὡς πατέρας πού ἐπιθυμεῖ νά φέρει τά τέκνα του στόν σωστό δρόμο. Γι’ αὐτό οἱ ἀποφάσεις του εἶναι εὐφυεῖς καί σκοπεύουν στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
 
γ. Ἐπιγράμματα
 
Πρόκειται γιά δεκαέξι (16) θρησκευτικά ἐπιγράμματα. Κατά τόν καθηγητή Τωμαδάκη «τά ποιήματα τοῦ Ἀποκαύκου δεικνύουν εὐαισθησίαν καί πλαστικήν ἱκανότητα οὐ τήν τυχοῦσαν». Ἐπίσης κατά τόν Ἀθ. Κομίνη ὁ Ἀπόκαυκος «διακρίνεται διά τήν πολυμάθειαν καί τήν ἄνετον χρησιμοποίησιν τῆς γλώσσας. Ἔχει ποιητικήν εὐαισθησίαν καί καλαισθησίαν σπανίως ἀπαντωμένην κατά τήν ἐποχή του».
 
Ὁ Ἀπόκαυκος χρησιμοποιεῖ τόν βυζαντινό δωδεκασύλλαβο ἰαμβικό τρίμετρο, τροποποίηση τοῦ ἀρχαίου ἰαμβικοῦ τριμέτρου.
 
Στά ποιήματά του διαφαίνεται ἡ εὐαίσθητη φύση του, καθώς καί ἡ ἑλληνομάθεια καί ἡ χριστιανική παιδεία του, οἱ ὁποῖες χρησιμοποιοῦνται ἰσόρροπα, χωρίς ὑπερβολές.
 
Ἡ ἀττικίζουσα γλώσσα τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ στά κείμενά του εἶναι πλούσια σέ ἐκφράσεις, ἀντλώντας λεξιλόγιο ἀπό ὅλη τήν προηγούμενη Ἑλληνική Γραμματεία. Οἱ γλωσσοπλαστικές ἱκανότητες εἶναι ὁρατές καί ἄξιες θαυμασμοῦ.
 
Τό συγγραφικό ἔργο του δέν εἶναι μόνο λογοτεχνικό, ἀλλά καί ἀξιόπιστη ἱστορική πηγή γιά τά δρώμενα τῆς ἐποχῆς του. Γι’ αὐτό ὁ Μητροπολίτης Ἰωάννης Ἀπόκαυκος λογίζεται ὡς μεγάλη πνευματική προσωπικότητα τοῦ 13ου αἱ.

 

  • Προβολές: 540