Skip to main content

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ: Ἀναζητώντας τόν Ναό τῆς Πανυμνήτου Θεοτόκου

Χαράλαμπου Δ. Χαραλαμπόπουλου

Ἀχλύς μυστηρίου καλύπτει τή λατρεία τῆς Παναγίας στήν Ναύπακτο κατά τούς βυζαντινούς χρόνους. Ἤδη σύμφωνα μέ τήν περγαμηνή πού βρέθηκε στό Παλέρμο τῆς Σικελίας, ἱδρύθηκε τό 1048 στή Θήβα ἡ Θρησκευτική Ἀδελφότητα τῆς Παναγίας τῆς Ναυπακτιτίσσης, τήν ὁποία ὁ πρῶτος μελετητής της καθηγητής Ν. Βέης τήν κατέγραψε ὡς Ναυπακτιωτίσσης.

Ἡ ἀδελφότητα εἶχε ὡς προστάτιδά της τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ναυπακτίτισσας, πού φυλασσόταν στό ναό τοῦ «πανενδόξου καί ἀρχιστράτηγου Μιχαήλ» τοῦ τιμώμενου στήν μονή τῶν Ναυπακτιτισσῶν στή γειτονιά τοῦ Γυρίου στή Θήβα.

Ἑπομένως, ἡ Παναγία ἡ Ναυπακτίτισσα ἐτιμᾶτο καί σέ περιοχές μακράν τῆς Ναυπάκτου, ὅπως σήμερα ἡ Παναγία ἡ Προυσιώτισσα.

Πῶς ὅμως δικαιολογεῖται ἡ ὕπαρξη μονῆς Ναυπακτιτισσῶν στή Θήβα; Ἴσως μετά τήν καταστολή τῆς στάσης τοῦ 1026 κατά τοῦ στρατηγοῦ τοῦ Θέματος τῆς Ναυπάκτου Μωρογεώργιου καί τήν τύφλωση τοῦ Μητροπολίτη, ὑπῆρξε μαζική ἔξοδος τῶν Ναυπακτίων καί μερικοί ἀπό αὐτούς κατέφυγαν στή Θήβα, ὅπου δέν ἔπαυσαν νά θυμοῦνται τή Ναύπακτο καί τήν Παναγία τήν Ναυπακτίτισσα.

Πολλά χρόνια ἀργότερα πληροφορούμαστε γιά τόν Μητροπολιτικό Ναό τῆς Πανυμνήτου Θεοτόκου. Ὁ διαπρεπής Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰωάννης Ἀπόκαυκος (1199-1232) σέ τέσσερις ἐπιστολές του ἀναφέρεται στό Ναό τῆς Θεοτόκου.

α. Πρός τόν Εὐθύμιον Τορνίκην, ἐξέχουσα προσωπικότητα τοῦ Κράτους τῆς Ἠπείρου : «Ἀλλ’ οὕτω μου ἔχοντος ἡλικίαν γήρους, ἀπό καραδοκίας ἀποβιώσεως, ἔτι ἀτελής ὁ τῆς Πανυμνήτου Ναός». Καί πιό κάτω ζητεῖ ζωγράφον τόν κύρ Νικόλαον «δουλεῦσαι τῇ Πανυμνήτῳ ἐμμίσθως, θεραπευτικῶς, αὐτοφιλοτίμως». Στή συνέχεια ζητεῖ ἑρμογλύφην (μαρμαροτεχνίτην) «χρήζουσι γάρ οἱ πρόναοι τοῦ ναοῦ καί ὅσα ἐκ καινῆς ποιηθήσονται λίθων ξεστῶν εἰς παραστάδας, εἰς ἔδαφος».

β. Πρός τόν Ἐπίσκοπον Βονδίτσης, ὑποκείμενον Ἐπίσκοπον στή Μητρόπολη Ναυπάκτου : «...μέγα μερίμνημα ἡ τῆς ἐκκλησίας δηλονότι καί τῶν ὑπ’ αὐτήν ἀναποίησις..». Τόν βασανίζει ἡ ἰδέα τῆς μετάκλησης τοῦ ἱστοριογράφου (ζωγράφου) Νικολάου «τοῦ ἐξ Εὐρίπου, διότι «δέονται ἱστορίας (ἱστόρησης-ἁγιογράφησης) τά πτερύγια τοῦ ναοῦ καί οἱ νάρθηκες». Αὐτός «ὡς πολιωράσας ἐπισκοπικῶς ἐν Ναυπάκτῳ» θεωρεῖ ὄνειδος νά μή φροντίσει τόν ναό.

γ. Πρός τόν Μητροπολίτη Δυρραχίου Δοκειανόν: «..ἐγώ δέ τούς ἐμούς πόνους ὀφθαλμοῖς οὐκ ἐπέρχομαι, οἷς ἐπί πόλλ’ ἔπαθον καί πόλλ’ ἐμόγησα, χρυσῷ τήν ἐκκλησίαν καταστιλπνώσας καί ὡραΐσας ἐν εἰκονίσμασιν, ὧν πολλά μέν ἠχρείωσεν ὄμβρος, τῆς ὀροφῆς ἀμεληθείσης ἐφ’ ἱκανόν, πολλά δέ δάκρυα λείβω καί ἀποδύρομαι τήν ἀχρείωσιν. Ὤ μοι θεῖε ναέ, ὅτι γέγονας ὡς τό ἀπαρχῆς…».

δ. Πρός τόν Βονδίτσης : «Καταμερίζομαι δέ καί εἰς τήν τοῦ ναοῦ τῆς μητροπόλεως περιποίησιν κατασαρωθρέντος ἐκ χρόνων καί ἐκ σεισμῶν..»

Στίς ἐπιστολές αὐτές πού χρονολογοῦνται στό διάστημα 1818-1822, παρατηροῦμε τόν ἀγώνα καί τήν ἀγωνία τοῦ Μητροπολίτη γιά τήν περιποίηση, ἀνακαίνιση καί τῆς Πανυμνήτου Παναγίας Ναυπάκτου.
Τό 1228 μέ χρυσόβουλο τοῦ αὐτοκράτορα τοῦ Δυτικοῦ βυζαντινοῦ Κράτους Θεοδώρου Δούκα ἀναφέρεται: «Συνεισφέρει δέ τῇ μητροπόλει ταύτῃ καί δι’ αὐτῆς τῇ τιμωμένῃ ἐν ταύτῃ Πανυμνήτῳ τοῦ Κυρίου μητρί…».

Σέ ἐπιστολή πρός τόν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης περιγράφει τήν πόλη καί τά ἀξιοθέατά της.

«Τό φρούριο, λέγει, ὁ διαπρεπής Μητροπολίτης εἶναι δυσανάλωτον ἤ μικροῦ καί ἀνάλωτον (δυσκολοπόρθητον ἤ σχεδόν ἀπόρθητο). Ἐπί μετεώρου τοῦ ἀέρος ἐπωκοδόμηται (κτισμένο κυριολεκτικά στόν ἀέρα). Πόλις αὕτη παρ’ ἐκείνῳ μή ψαύουσα γῆς, ἐν δέ τῷ μανῷ ἀέρι. (Ἡ πόλη εἶναι χτισμένη στά πόδια του σάν νά μήν ἐγγίζει τή γῆ, σάν νά εἶναι ἐναέρινη). Καί τῷ μικροῦ μή ἀναπνευστῷ διηρμένα ἔχουσα τείχη καί τόν περίβολον ἐναέριον. (Τά τείχη της εἶναι ὑπερυψωμένα καί ὁ περίβολος ἐναέριος, πού σου κόβεται ἡ ἀναπνοή).

Τό βασικό στοιχεῖο τῆς πόλης εἶναι ἡ καθαριότητά της ἡ πόλη εἶναι ἄπηλος (καθαρή-ἀλάσπωτη).

Γιά νά εἶναι ὅμως οἱ δρόμοι ἀλάσπωτοι καί ὅταν «οἱ καταρράκται αὖθις τοῦ οὐρανοῦ τῇ ἐμῇ Ναυπάκτῳ ἐπανοιχθῶσι» (ἀκόμα καί ἄν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἀνοιχθοῦν στή Ναύπακτό μας) τότε φαίνεται ὅτι ἦταν πλακόστρωτοι (καλντερίμια).

Τά ὑποδήματα πού φοροῦν οἱ πολίτες μας δέν λασπώνονται σέ περίπτωση βροχῆς «οὐδ’ ἀλληλόκτυπον πάταγον ἐξηχοῦσι περί τό ἔδαφος τοῦ ναοῦ, οὐδέ μολύνουσιν ὁπωσοῦν πατοῦντες αὐτό …» (οὔτε θόρυβο κάνουν ἀπό τόν μεταξύ τους χτύπο γύρω ἀπό τό ἔδαφος τοῦ ναοῦ, οὔτε βρωμίζουν τό ἔδαφος πατώντας το).

Ἄλλο χαρακτηριστικό τῆς Ναυπάκτου εἶναι οἱ πολλές πηγές πού διαθέτει καί ἐντός καί ἐκτός τῶν τειχῶν. Ἡ Ναύπακτος ἔχει τόσες πολλές πηγές, «ὥστε ὀκνήσειεν τάχα ὑδρομέτρης ἀριθμῷ παραδοῦναι τάς ἐν Ναυπάκτῳ πηγάς (ἴσως θά κουραζόταν ὁ ὑδατομέτρης νά καταμετρήσει τίς πηγές τῆς Ναυπάκτου).

Ἡ Ναύπακτος στολίζεται ἀπό τό Ἐπισκοπεῖο της πού εἶναι «καταμάρμαρον ὅλον», «λευκόν ᾖ γάλα», «συνεπτυγμένον παλάτιον» (Ὀλομάρμαρο, κάτασπρο, μικρό παλάτι). Κοντά στό Ἐπισκοπεῖο βρίσκεται ὁ ναός καί μόλις ἠχεῖ «ὁ τοῦ ὄρθρου θυραῖος σημαντήρ», ὁ Μητροπολίτης πηγαίνει κατευθείαν στό ἐκκλησιαστήριο χωρίς νά ἀνεβεῖ σκάλες, χωρίς νά περπατήσει στό δρόμο, χωρίς νά κουραστεῖ καί νά ἱδρώσει. Τά καταλύματα τοῦ Ἐπισκοπείου μέ τούς «μαρμαρίνους ἀναβαθμούς καί τά μαρμαρόστρωτα ὕπαιθρα» εἶναι ὑπερυψωμένα καί ἔχουν θεά «τήν ὑποκειμένην θάλασσαν» καί βρίσκονται σ’ ἕνα κῆπο ἀπό εὐώδη φυτά. Ἐπίσης ὁ φράκτης πού περιβάλλει τό Ἐπισκοπεῖο εἶναι κατασκευασμένος ἀπό μαρμάρινους κιονίσκους μέ κεφαλές στολισμένες μέ ἐγκάρσιες εὐθεῖες ἀπό μάρμαρο.

Ἐπίσης, τό λουτρό τοῦ Ἐπισκοπείου εἶναι «μετατάρσιον» (ψηλά στόν ἀέρα, ὑπερυψωμένο ), «τήν ὄψιν ἕλκει τοῦ βλέποντος» (ἕλκει τό βλέμμα τοῦ παρατηρητῆ), «γραφικοῖς ποικίλλεται χρώμασιν» (εἶναι στολισμένο μέ γραφικά χρώματα), «φωταγωγοῖς ὑέλοις καταπεφώτισται» (εἶναι ὁλοφώτεινο μέ τά φωταγωγά του τζάμια, «καταμάρμαρον ὅλον» (ὁλομάρμαρο), «δεξαμεναί διάλευκοι παρ’ αὐτῷ» (μέ δεξαμενές πλησίον του ἡμίλευκες).

Μετά ἀπό ὅλα αὐτά αὐθορμήτως ἔρχεται τό ἐρώτημα: Ποῦ ἦταν ὁ ναός καί τό Ἐπισκοπεῖο; Ἔχουν διατυπωθεῖ τρεῖς (3) ἀπόψεις. Οἱ δύο (2) πρῶτες τά τοποθετοῦν στήν πόλη καί ἡ τρίτη καί νεότερη στήν κορυφή τοῦ Κάστρου, ὅπου ὁ ναός τοῦ Ἁϊ-Λιᾶ. Ἐκεῖ ἀπό τίς ἀνασκαφές τοῦ 2008 βρέθηκε ὁ βασιλική πού τήν ταυτίζουν μέ τόν ναό τῆς Πανυμνήτου.

Στή συνέχεια θά προσπαθήσουμε μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ Ἀποκαύκου νά ἀποδείξουμε ὅτι τοῦτο δέν φαίνεται πιθανό.

1. Εἴδαμε ἀνωτέρω τήν περιγραφή τοῦ Ἐπισκοπείου καί ἀναφέρεται σέ κῆπο μέ εὐώδη φυτά καί κίτρα. Ἡ πρώτη δεντροφύτευση ἔγινε τό 1912-13 καί μέχρι τότε τό τοπίο ἦταν γυμνό. Πῶς μποροῦσε, λοιπόν, σέ ἕνα τέτοιο ἄνυδρο καί ξηρό ἔδαφος νά ὑπάρχει κῆπος; Ποῦ εἶναι οἱ πηγές γιά τίς ὁποῖες ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόκαυκος; Βέβαια, μόνο μιά δεξαμενή ἔχει ἐπισημανθεῖ καί οἱ πηγές βρίσκονται στήν πόλη.

2 Ἐάν κάποιος ἀξιωματοῦχος ἔπρεπε νά διαμένει στήν κορυφή τοῦ Κάστρου, θά ἦταν ὁ διοικητής τοῦ Θέματος καί ὄχι ὁ Μητροπολίτης. τό μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι θά διέμενε ὁ διοικητής τοῦ Κάστρου, «ὁ μεγαλοδοξότατος καστροφύλαξ».

3 Ἐκεῖ δίπλα στρατωνιζόταν ἡ φρουρά. Αὐτή ἡ συνύπαρξη μεταξύ κληρικῶν καί στρατιωτικῶν εἶναι λειτουργική καί συνήθης;

4 Ὁ Ἀπόκαυκος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἐπίσκοπο Βονδίτζης διηγεῖται τήν ἐπίθεση τῶν Ἰταλῶν κατά τῆς πόλης ἀναφέροντας: «οἱ γάρ ἐν τῇ πόλει ἐπί τά ὄρη ἐφεύγομεν». Ἡ διατύπωση αὐτή σημαίνει ὅτι ἔφευγε καί ἐκεῖνος μαζί μέ τούς ἄλλους. Ἄρα διέμενε στήν πόλη καί ὄχι στό Κάστρο, ὅπου λόγω τῆς φρουρᾶς ὑπῆρχε ἀσφάλεια.

5 Στήν ἐπιστολή τοῦ Ἀπόκαυκου πρός τόν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης περιγράφοντας τήν πόλη, ὅπως κάναμε μνεία παραπάνω, ἀναφέρεται στόν ναό, «ἐξηχοῦσι περί τό ἔδαφος τοῦ ναοῦ, οὐδέ μολύνουσιν ὁπωσοῦν πατοῦντες αὐτό...». Ἄρα ὁ ναός τοποθετεῖται στήν πόλη.

6 Ὁ Ἀπόκαυκος ἦταν γέρος καί ἄρρωστος. Θά ἦταν πολύ δύσκολο νά ἀνεβοκατεβαίνει μέ φορεῖο σέ ἕνα δύσβατο μονοπάτι.

7 Ὁ μητροπολιτικός ναός πρέπει νά εἶναι κοντά στό ποίμνιο καί ὄχι ἀπομονωμένος. Μόνος ὁ Μητροπολίτης θά λειτουργοῦσε μέ μόνο ἐκκλησίασμα τήν φρουρά; Οἱ κληρικοί ποῦ ὑπηρετοῦσαν στή Μητρόπολη θά ἀνεβοκατέβαιναν καθημερινά, γιατί δέν θά μποροῦσαν ὅλοι νά διαμένουν στό Ἐπισκοπεῖο;

8 Σέ ἐπιστολή πρός τόν Ἐπίσκοπο Βονδίτζης Γεώργιο γράφει (1218): «Ἐφύγομεν οὐ λιμόν ἄρτου οὐδέ δίψαν ὕδατος οὐδέ στέρησιν τοῦ ἱλαρύνοντος καρδίαν ἐλαίου, ἀλλά στέρησιν ἡσυχίας καί πληθυσμόν πολυοχλίας καί ταραχῆς».
Θά μποροῦσε νά ὑπάρχει στόν Προφήτη Ἠλία «πληθυσμός πολυοχλίας καί ταραχῆς;».

Μέ ὅλες τίς ἀνωτέρω ἐνστάσεις νομίζω ὅτι ἰσχυροποιεῖται ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ναός τῆς Πανυμνήτου δέν μπορεῖ νά βρίσκεται στήν κορυφή τοῦ Κάστρου. Ὅσοι ὑποστηρίζουν τό ἀντίθετο προβάλλουν τά ἐπιχειρήματα:

1. Ὁ Ἀπόκαυκος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Μητροπολίτη Λαρίσης ἀναφέρει: «Τετάρτην γάρ τοῦ Ἰουνίου μετροῦντος καί τοῦ ἐμοῦ τόν ἀπό τῆς μητροπόλεως βουνόν καταβαίνοντος ἐπί τά δέντρα τά σκιάζοντά μου τήν κεφαλή καί τήν ἡλικιακήν ἀποκρουόμενα φλόγωσιν». Κατά τήν ἄποψη αὐτή ἡ Μητρόπολη ἦταν στό βουνό καί ἑπομένως τό λογικότερο εἶναι νά βρίσκεται στόν λόφο τοῦ Κάστρου. Ὅμως ἡ ἄποψη αὐτή δέν εὐσταθεῖ γιατί ὁ Ἀπόκαυκος γράφοντας «τῆς μητροπόλεως βουνόν», δέν ἐννοεῖ ὅτι ἡ Μητρόπολη (Ἐπισκοπεῖο-ναός) βρισκόταν ἐκεῖ, ἀλλά ὅτι ἀνήκει ἰδιοκτησιακά στή Μητρόπολη. Διαφορετικά θά ἔλεγε ὅτι κατεβαίνει ἀπό τό βουνό τοῦ Ἐπισκοπείου, τό ὁποῖο ἀναφέρει σέ πολλές ἐπιστολές του. Ἄλλωστε εἶναι γνωστό ὅτι ἔκανε περιπάτους στούς γύρω λόφους.

2 Ὁ ναός καί τό Ἐπισκοπεῖο πρέπει νά εἶναι ἐντός των τειχῶν γιά ἀσφάλεια. Ἑπομένως, ἀφοῦ βρέθηκαν ἐρείπια βασιλικῆς στόν Προφήτη Ἠλία στό κάστρο, κατ’ ἀνάγκην, ταυτίζονται μέ τό ναό τῆς Πανυμνήτου.
Ὅμως κατά τόν 13ο αἰώνα δέν γνωρίζουμε τήν διάταξη τῶν τειχῶν καί τοῦ Κάστρου πού ἀσφάλιζαν τήν πόλη. Εἶχε τήν σημερινή μορφή ἤ ὑπῆρχαν καί βραχίονες πού περιέκλειαν περισσότερο τόπο; Πάντως, ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόκαυκος σέ ἐπιστολή του πρός τήν κραταιάν Δούκαινα, σύζυγο τοῦ ἡγεμόνα Θεοδώρου γράφει (1218): «Οἱ φρυγανώδεις καί ὑβρισταί Ἰταλοί» ἐπιτέθηκαν «μετά τειχομαχικῶν ὀργάνων κατά τῶν ἐν ἡμῖν παραλίων κάστρων». Ἄρα ὑπῆρχαν παράλια τείχη καί συνεχίζει: «ἐντεῦθεν τά μέν παρ’ ἡμῖν ἀτείχιστα πάντα, ὅσα τάς αἰγιαλίδας ἀκτάς στεφανοῖ καί τά τοιούτων ἀνώτερα…». Λόγω τῆς τειχομαχικῆς προσβολῆς τά τείχη κατακρημνίσθηκαν καί οἱ ἀκτές ἐκ τῶν πραγμάτων ἔμειναν ἀτείχιστες. Καί συνεχίζει: «Αἱ πόλεις δέ τοῖς τείχεσι μέν θαρροῦσιν, οὖσαι δέ κένανδροι τόν περί ψυχῆς φόβον ἔχουσιν. Οὐδέ γάρ εἰ Σεμιράμεια τείχη περιεῖχον αὐτάς ὅπλων δέ ἐστέρηντο καί ἀνδρῶν, τό μή ἁλώσεσθαι ἔφυγον…».Τό πρόβλημα, λέει ὁ Ἀπόκαυκος, δέν εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχουν τείχη, ἀλλά ὅτι ἡ πόλη εἶναι κένανδρος, κενή ὑπερασπιστῶν, ἀφοῦ ὁ στρατός εἶναι μακριά στήν Ὑπάτη καί οἱ ἐναπομείναντες εἶναι γυναικόπαιδα καί ἀγρότες (ἄγροικοι), ἄπειροι πολέμου καί ἄοπλοι.

Σέ ἄλλη ἐπιστολή (1225) πρός τούς Ἐπισκόπους Βονδίτζης καί Χειμάρας γράφει: «εἰ γάρ τήν ἐλευθερίαν ἔχομεν, ἀλλά φυλακήν τό φρούριον ἔοικε».

Συμπέρασμα: τό Ἐπισκοπεῖο καί ὁ ναός βρίσκονταν ἐντός των τειχῶν. Ποῦ ἀκριβῶς ὅμως ἦταν;

Προτάθηκαν: 1. Α΄ Δημοτικό Σχολεῖο (Γ. Ἀθάνας) 2. Πεντάκλιτος βασιλική (καθηγητής Β. Κατσαρός)

Ἔχουν ἐπισημανθεῖ στήν Ναύπακτο καί ἄλλες βασιλικές πού μπορεῖ νά ὑποκρύπτουν τά ἐρείπια τοῦ ναοῦ τῆς Πανυμνήτου, καθώς καί τοῦ Ἐπισκοπείου. Ἐπίσης, ἡ συνεχής οἴκηση τῆς πόλης δυσχεραίνει τήν ἐπισήμανσή τους καί σέ ἄλλα σημεῖα ἄν καί ἡ πεντάκλιτη ἔχει τίς μεγαλύτερες πιθανότητες.

Ἀφοῦ ὁ ναός πού βρέθηκε στήν κορυφή τοῦ Κάστρου δέν ταυτίζεται μέ τό ναό τῆς Πανυμνήτου σέ ποιόν Ἅγιο ἀνήκει;

Στό ὀθωμανικό Κατάστιχο τοῦ 1521 ἀναφέρονται οἱ ἑξῆς ναοί: Ἅγιος Κωνσταντῖνος, Ἅγιοι Ἀνάργυροι, Ἁη Νικόλας, Ἁη Θανάσης, Ἁη Βασίλης, Ἅγιοι Ἀπόστολοι, Ἅγιος Δημήτριος, Ἁη Λιᾶς, Ἁγία Παρασκευή, Ἁη Σωτήρα, Ἁη Γιώργης. Ἤτοι ἕνδεκα (11) ναοί (Χ.Δ.Χ, Ἡ Ναυπακτία τόν καιρό τῶν Ὀθωμανῶν, 2022, σσ. 184-185).

Λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι οἱ ναοί πού ἀφιερώνονται στόν Ἁη Λιᾶ χτίζονται σέ βουνά καί λόφους, τό πιθανότερο εἶναι ὁ ἀναφερόμενος στό Κατάστιχο ναός νά βρίσκεται στό Κάστρο, ὁπότε οὐδέν μᾶς ἐμποδίζει νά ὑποθέσουμε ὅτι καί στά χρόνια τοῦ Ἀπόκαυκου ἀνῆκε στόν Προφήτη Ἠλία. Ἄλλωστε ὁ σύγχρονος ναός τοῦ Ἁη-Λιᾶ κατά κάποιον τρόπο ἐπιβεβαιώνει τήν ὑπόθεση.

Ἕνα τελευταῖο ἐρώτημα, πού παραμένει ἀναπάντητο καί κάνει ἐντύπωση, εἶναι ἡ ἀνυπαρξία ναοῦ ἀφιερωμένου στήν Παναγία καί ἡ ἀπότομη διακοπή τῆς βυζαντινῆς παράδοσης.

Ὁ ἀρχιμανδρίτης ἰατρός Διονύσιος Πύρρος ὁ Θετταλός πέρασε ἀπό τή Ναύπακτο περί τό 1816. Στά «Ναυπακτιακά» του ἀναφέρει: «Εἰς τήν Ναύπακτον τήν σήμερον σώζεται μόνον μία ἐκκλησία τῆς Παναγίας».Τοῦτο δέν ἐπιβεβαιώνεται ἀπό ἄλλη πηγή. Ἐκτός ἐάν ἀναφέρεται στήν Παλιο-Παναγιά πού βρίσκεται στήν εὐρύτερη περιφέρεια τῆς Ναυπάκτου.

  • Προβολές: 569