Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Μὲ καθοδηγὸ τὸ συμφέρον
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Θά χρησιμοποιήσουμε τήν περιγραφή μιᾶς ψυχιατρικῆς διαταραχῆς (τοῦ συνδρόμου Καπγκρά) γιά νά μιλήσουμε γιά κοινωνικές νόσους, οἱ ὁποῖες, μέ περιοδικές ἐξάρσεις, ταλαιπωροῦν τήν κοινωνία, ὄχι μόνον τήν Ἑλληνική. Σέ μιά γενική περιγραφή τῶν νόσων αὐτῶν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι χαρακτηριστικό σύμπτωμά τους εἶναι τό εὐμετάβολο τῶν ἀπόψεων καί τῶν διαθέσεων ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους. Οἱ «ἀσθενεῖς» πού προσβάλλονται ἀπό αὐτά τά κοινωνικά, πολιτικά, θεολογικά καί εἰδικότερα ἐκκλησιαστικά «σύνδρομα» ἀλλάζουν εὔκολα ἀπόψεις καί διαθέσεις ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους. Γιά παράδειγμα, αὐτούς πού προηγουμένως ἀπέρριπταν, κατόπιν τούς ἀποδέχονται ὡς πρότυπα, ὡς καθοδηγητές καί δασκάλους τους καί αὐτούς ἀπ’ τούς ὁποίους προηγουμένως ἐμπνέονταν καί καταρτίζονταν ὡς πολιτικές ἤ ἐκκλησιαστικές ὀντότητες κατόπιν τούς ἀπορρίπτουν, τούς κατηγοροῦν, ἀκόμη καί τούς ὑβρίζουν. Κάποιες φορές μάλιστα προσπαθοῦν νά τούς καθοδηγήσουν σάν νά εἶναι πολύπειροι λαϊκοί γέροντες, ποιμένες τῶν ποιμένων, κάτοχοι τῆς δῆθεν ἀνόθευτης ἀλήθειας, ἐνῶ εἶναι ἔκδηλη ἡ παχυλή ἄγνοιά τους.
Εἶναι συχνό τό σύνδρομο αὐτό στά πολιτικά πράγματα, ἀλλά συχνότατο καί στά ἐκκλησιαστικά. Θά μποροῦσε νά πῆ κανείς ὅτι οἱ διακατεχόμενοι ἀπό αὐτήν τήν ἀστάθεια στίς ἐκτιμήσεις τους, εἶναι σάν νά βλέπουν τούς ἀνθρώπους γύρω τους νά ἀλλάζουν. Τούς ἀντιμετωπίζουν σάν νά εἶναι ἄλλοι ἄνθρωποι. Μπορεῖ σωματικά νά τούς βλέπουν ἴδιους, ἀλλά τούς θεωροῦν μᾶλλον ὡς σωσίες αὐτῶν πού ἤξεραν, μέ διαφορετικές ἀπό ἐκείνους (τούς «πραγματικούς») ἀπόψεις, θεωρίες ἤ, πιό εἰδικά, μέ διαφορετική ἀπό ἐκείνους θεολογία καί μέ νοθευμένο τό ἦθος τους. Τά χρόνια πού περάσαμε εἴχαμε ἐξάρσεις αὐτῆς τῆς νόσου.
Αὐτό συμβαίνει διότι πολλοί ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν ἀξιολογοῦν τούς συνανθρώπους τους μέ τήν νηφαλιότητα τῆς κοινῆς λογικῆς, οὔτε μέ γνώμονα τό πραγματικό τους συμφέρον, οὔτε πρό παντός μέ τήν εὐρυχωρία καί τήν ἀνιδιοτέλεια τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Ἡ κοινή λογική (γιά νά ἀφήσουμε τήν χριστιανική ἀγάπη ὡς δύσκολο γιά τούς πολλούς ἄθλημα) δέν κινεῖται ἀπό τό τυφλό συναίσθημα, τό ὁποῖο εὔκολα μεταβάλλεται καί εὐκολότερα πλανᾶται. Ζυγίζει τά θετικά καί τά πιθανά ἀρνητικά στοιχεῖα σέ κάθε ἄνθρωπο καί δέν ἀφήνει ὅ,τι ἀντιλαμβάνεται ὡς ἀρνητικό νά διαγράψη τά θετικά στοιχεῖα. Καί τό σημαντικότερο, αὐτός πού κινεῖται μέ τήν κοινή λογική, βλέποντας τό πραγματικό του συμφέρον, προσπαθεῖ νά ὠφελεῖται ἀπό ὁτιδήποτε θετικό βρίσκει στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, αὐτός πού κινεῖται μέ τήν κοινή λογική, δέν συγχέει τήν πλάνη μέ τήν ἀλήθεια, δέν θεωρεῖ δογματική ἀλήθεια τίς ἰδιόρρυθμες ἀπόψεις αὐτοχειροτόνητων δασκάλων, δέν σχετικοποιεῖ τά δόγματα τῆς πίστεως, παίρνει ἀπό τούς ἄλλους ὅ,τι τόν ἐμπνέει σέ ὑψηλό βίο, ὅ,τι ζωντανεύει μέσα του τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί τήν πίστη ἐξ ἀκοῆς ἤ μελέτης τήν μεταβάλλει σέ πίστη ἐκ θεωρίας, δηλαδή ἐμπειρίας.
Ἤδη ἀναφερθήκαμε στήν λογική καί τό συναίσθημα. Θά ἀναφερθοῦμε δι’ ὀλίγων στήν φυσιολογία κάποιων δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ δυνάμεις πού ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι στήν ψυχή καί τό σῶμα μας χρειάζονται τήν δική μας συνετή διαχείριση. Τό αὐτεξούσιό μας δέν πρέπει νά δουλώνεται σέ ὁρμέμφυτες κινήσεις καί σέ συναισθηματικές ἀντιδράσεις. Δέν πρέπει νά δουλώνεται σέ ψευδεῖς εἰκόνες τῆς φαντασίας. Δύο ἀπό τίς δυνάμεις πού ἔχουμε χρειάζονται ἰδαίτερη προσοχή καί ἐντατική ἀσκητική μέριμνα. Ἡ μία εἶναι ἡ φαντασία, πού εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς καί ἡ ἄλλη εἶναι τό συναίσθημα, τό ὁποῖο εἶναι βιολογικῆς τάξεως καί σχετίζεται μέ τήν λειτουργία τῆς ἀμυγδαλῆς τοῦ ἐγκεφάλου. Τά συναισθήματα ἐνεργοποιοῦνται ἀπό φανταστικές εἰκόνες, ἀλλά καί συμβάλλουν στήν τροφοδότηση τῆς φαντασίας μέ εἰκόνες ἀνάλογες μέ τήν ποιότητά τους.
Σχετικά μέ τήν ἀμυγδαλή τοῦ ἐγκεφάλου νά σημειώσουμε ὅτι στά μισά τοῦ προηγούμενου αἰώνα τεκμηριώθηκε ὅτι ἡ βλάβη της «εἶναι ὑπεύθυνη γιά τίς παρατηρούμενες ἀλλαγές στίς συναισθηματικές διαδικασίες». Ἐπίσης, διαπιστώθηκε ὅτι «ἡ ἀμυγδαλή συμμετέχει καί στήν ρύθμιση ἤ διαμόρφωση μιᾶς ποικιλίας γνωστικῶν λειτουργιῶν, ὅπως εἶναι ἡ προσοχή, ἡ ἀντίληψη καί ἡ ἔκδηλη μνήμη». Εἶναι, λοιπόν, σημαντικός ὁ βιολογικός ρόλος τῆς ἀμυγδαλῆς γιά τήν ψυχική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό βέβαια πού πρέπει νά προσεχθῆ εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά εἶναι ἕρμαιο τῆς φαντασίας καί τῶν συναισθημάτων του, ἀλλά κυβερνήτης, διαχειριστής τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν δυνάμεων πού τοῦ δόθηκαν, πάντα πρός τό συμφέρον του. Καί τό πραγματικό συμφέρον του εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀνιδιοτέλεια, δηλαδή τήν ἀγάπη σέ ὅ,τι εἶναι ἀληθινό, σέ ὅ,τι εἶναι ὁδός πρός τήν ἀθάνατη ζωή καί τήν ἐνυπόστατη ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός.
Ἄς περάσουνε ὅμως στήν ψυχιατρική διαταραχή πού προαναφέραμε, δηλαδή στό σύνδρομο Καπγκρά (Capgras). Μᾶς ἐνδιαφέρει πρωτίστως μιά ἀπό τίς πιθανές αἰτίες τοῦ συνδρόμου καί δευτερευόντως τά συμπτώματά του. Οἱ πληροφορίες μας ἀντλοῦνται ἀπό τό βιβλίο «Ψυχιατρική», ἐπιμέλεια Χ. Ἱεροδιακόνου, Χ. Φωτιάδη, Ε. Δημητρίου σ. 333 καί τήν Βικιπαίδεια.
Τό Σύνδρομο Καπγκρά (Capgras) εἶναι σπάνια ψυχική διαταραχή, κατά τήν ὁποία ὁ ἀσθενής βιώνει τήν παραίσθηση πώς ἕνας φίλος, σύντροφος, γονιός ἤ ἄλλο μέλος τοῦ στενοῦ οἰκογενειακοῦ ἤ κοινωνικοῦ του περίγυρου ἔχει ἀπαχθῆ καί ἔχει ἀντικατασταθῆ ἀπό ἕναν πανομοιότυπο σωσία. Συνοδεύεται ἀπό καχυποψία τοῦ ἀσθενοῦς πρός τά οἰκεῖα του πρόσωπα καί τήν ἐσφαλμένη πεποίθηση πώς ἐπιδιώκουν τό κακό του. Τό ὄνομα τοῦ συνδρόμου ὀφείλεται στόν Γάλλο ψυχίατρο Ζοζέφ Καπγκρά, ὁ ὁποῖος πρῶτος περιέγραψε τήν συγκεκριμένη διαταραχή. Ἡ ἀρχική ὀνομασία πού δόθηκε στήν νόσο ἀπό τούς πρώτους μελετητές της ἦταν «σύνδρομο τοῦ σωσία».
Τό σύνδρομο Καπγκρά ταξινομεῖται ὡς σύνδρομο ἐσφαλμένης ταυτοποίησης, μιά κατηγορία παραισθήσεων πού περιλαμβάνουν ἐσφαλμένη ἀναγνώριση ἀνθρώπων, τόπων ἤ αντικειμένων. Μπορεῖ νά ἐκδηλωθῆ σέ ὀξεία, παροδική ἤ χρόνια μορφή. Σπανιότερα μπορεῖ νά συνοδεύεται ἀπό τήν ψευδαίσθηση πώς ὁ χρόνος ἔχει συμπυκνωθῆ ἤ διαστρεβλωθῆ.
Θά πρέπει νά παρατηρηθῆ ὅτι ὁ ἀσθενής, ἐνῶ παρουσιάζει τά συμπτώματα τῆς ἀσθένειάς του, δέν βρίσκεται ἐκτός ἑαυτοῦ· βρίσκεται σέ πλήρη ἐγρήγορση καί εἶναι καλά προσανατολισμένος. Ὑπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις ἀσθενῶν πού διαθέτουν ὄχι τυχαία ἐξυπνάδα καί ἔχουν σκέψη διεισδυτική, καθώς καί βαθιές πνευματικές ἀναζητἠσεις. Συζητοῦν μέ ἰσχυρά λογικά ἐπιχειρήματα καί ἔχουν αἰσθητικές εὐαισθησίες καί καλλιτεχνικές ἐπιδόσεις. Τήν ψευδαίσθηση ὅμως τῆς ἀλλαγῆς οἰκείων τους ἀνθρώπων μέ σωσίες τους, τήν ἀποδέχονται πλήρως. Τήν θεωροῦν μάλιστα πλεκτάνη ἤ συνομωσία πού ὀργανώνουν καί ἐνεργοῦν, ὅπως νομίζουν, κάποιες σκοτεινές δυνάμεις καί θέλουν αὐτήν τήν συνομωσία νά τήν ἀποκαλύψουν. Αὐτό τό αἰσθάνονται ὡς ἱερό καθῆκον. Τό αἰσθάνονται ὡς κλήση γιά ἱεραποστολική δράση. Καί ἐπειδή δέν μποροῦν νά τήν πραγματοποιήσουν, λόγῳ τοῦ ὅτι δέν γίνονται πιστευτοί ἀπό ἄλλους, πνίγονται στίς ἐνοχές πού τούς καταθλίβουν.
Στίς περισσότερες περιπτώσεις ἡ ἐν λόγῳ αὐταπάτη παρατηρεῖται σέ ἀσθενεῖς μέ διαγνωσμένη σχιζοφρένεια, ἐνῶ ἐπίσης ἐντοπίζεται σέ περιπτώσεις ἐγκεφαλικῆς βλάβης ἤ διαφόρων τύπων ἄνοιας. Ἐμφανίζεται συχνότερα σέ ἄτομα μέ νευροεκφυλιστική νόσο καί ἰδιαίτερα σέ μεγάλες ἡλικίες. Ἐντοπίζεται ὅμως καί σέ νεαρότερες ἡλικίες καί μάλιστα σέ ἄτομα μέ δυνατή καί βαθιά σκέψη. Πιστεύεται ὅτι ἡ νόσος σχετίζεται μέ τήν ἀδυναμία φυσιολογικῆς ἀντίληψης τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων, πού μπορεῖ νά ὀφείλεται σέ βλάβη στήν ἀμυγδαλή, ἡ ὁποία ταυτίζει τά ἐξωτερικά ὀπτικά ἐρεθίσματα μέ συναισθήματα. Ἡ τελευταία διαπίστωση εἶναι πολύ σημαντική. Ὅταν ταυτίζονται τά ἐξωτερικά ὀπτικά ἐρεθίσματα μέ συναισθήματα, τότε δέν βλέπουμε τήν πραγματικότητα, διότι τότε ἡ πραγματικότητα μεταβάλλεται, ὅπως μεταβάλλονται τά συναισθήματα.
Στό σημεῖο αὐτό κλείνουμε μέ δύο ἐπισημάνσεις. Ἡ πρώτη: Ὅσοι ἀφήνουν τά συναισθήματά τους νά πλεονεκτοῦν ἀπέναντι στήν λογική, τότε τό πῶς βλέπουν τόν κόσμο, τό πῶς ἀντιμετωπίζουν τούς ἀνθρώπους, τό τί θεωροῦν γνήσιο μέσα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται ἀπό τά συναισθήματά τους. Τότε τά ὀπτικά ἐρεθίσματα, ἀλλά καἰ οἱ θεσμοί τῆς κοινωνίας, οἱ νόμοι, ἀλλά καί οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ὑποτάσσονται στά συναισθήματά τους. Ὅλα τά ἀντιλαμβάνονται, ὅπως ἀτομικά τό ἐπιθυμοῦν. Ἔτσι ἔχουμε πολλές θεολογικές καί ποιμαντικές ἰδιορρυθμίες.
Ἡ δεύτερη: Ὅσοι κινοῦνται «μέ τήν καρδιά στά χέρια», μέ ἔκδηλη, δηλαδή, τήν κυριαρχία τῶν συναισθημάτων, τά ὁποῖα καταπνίγουν τήν λογική, «ἐξαερώνουν» τήν ὑπακοή στούς θεσμούς καί τήν παραδοχή τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἀποτελοῦν εὔκολο θήραμα γι’ αὐτούς πού διψοῦν «πνευματική ἐξουσία» πάνω σέ ἀνθρώπους.
Χρειαζόμαστε «σύνεσιν ἐν πᾶσι», ἰσορροπία ἀνάμεσα στό συναίσθημα καί τήν λογική, ἐπιδιώκοντας μέ νηφαλιότητα καί ψυχρό ὑπολογισμό «τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν». Τότε δέν θά εἴμαστε εὐμετάβολοι στίς ἀπόψεις μας γιά τούς ἀνθρώπους, οὔτε θηράματα ἐξουσιομανῶν, οὔτε θά μεταβάλλουμε σέ προδότες τούς ὁμολογητές τῆς πίστης, ἐπειδή ἐρεθίστηκε τό ἀντιεμβολιαστικό μας συναίσθημα. Τότε τό συμφέρον μας θά μᾶς καθοδηγῆ νά παίρνουμε ἀπό παντοῦ ὅ,τι ἀγαθό ἔδωσε ὁ Θεός στόν κόσμο.
- Προβολές: 1007