Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή στό Ἅγιον Ὄρος
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἕνας ἐκκλησιαστικός χῶρος, πού ὑπάγεται πνευματικά στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καί σέ αὐτό ζοῦν μοναχοί πού ἀφιερώνονται ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Ὁ ἐκκλησιαστικός αὐτός χῶρος ἐκφράζει τίς πρῶτες Χριστιανικές Κοινότητες στά Ἱεροσόλυμα καί τήν ζωή τῶν πρώτων Ἐκκλησιῶν πού ἵδρυσαν οἱ Ἀπόστολοι, καί ἐπικρατεῖ ἡ ἴδια ἡ ζωή πού ἐκφράζεται στίς Ἐπιστολές τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.
Αὐτό σημαίνει ὅτι κέντρο καί ἀναφορά ὅλης τῆς ζωῆς τους εἶναι ὁ Χριστός, ἡ θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία στίς Ἱερές Μονές τελεῖται καθημερινά, καθώς ἐπίσης γίνεται ἡ λατρεία καί ἡ προσευχή, ἀλλά καί οἱ προϋποθέσεις μέ τίς ὁποῖες πρέπει κανείς νά συμμετέχη σέ αὐτές, ὅπως ὁ ἱερός ἡσυχασμός, πού ἐκφράζεται μέ τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τήν προσευχή στήν καρδιά. Εἶναι ὁ συνδυασμός μεταξύ τοῦ lex credendi (πίστη), lex orandi (προσευχή) καί lex vivendi (τρόπος ζωῆς).
Ὅταν κάποιος πηγαίνη στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά μονάση, ἀποφασίζει νά κάνη ὑπακοή σέ Γέροντα, πού σημαίνει ἀρχίζει νά μαθαίνη τό πῶς τό γνωμικό θέλημα θά γίνη φυσικό θέλημα, μαθαίνει νά ἀσκῆ τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, ἀποφασίζει νά κάνη ἐξαγόρευση λογισμῶν, νά συμμετέχη στίς συνεχεῖς ἱερές ἀκολουθίες καί, βεβαίως, νά κοινωνῆ τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ εὐαγγελική ζωή καί ὁ εὐαγγελικός μοναχισμός.
Στήν συνέχεια θά τονισθῆ τό πῶς αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ ζωή ἐκφράζεται στό βιβλίο τοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη «Διάλογοι στόν Ἄθω», καί ὑπότιτλο «Ἡ θεολογία τῆς νοερᾶς προσευχῆς». Εἶναι σημαντικό τό ὅτι ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ὡς γνήσιος μοναχός ζοῦσε καί ἐξέφραζε μέ ὅλα τά κείμενά του αὐτήν τήν «ἐν Χριστῷ ζωή», ἰδιαίτερα στό βιβλίο αὐτό.
1. Τά πλαίσια τοῦ διαλόγου
Τό βιβλίο ἐξεδόθη τό 1975 μέ ἕναν εὐσύνοπτο καί ἐξαιρετικό πρόλογο, στόν ὁποῖο φαίνεται ὅτι «ἡ σύγχυσις, ἡ νοθεία, ἡ αἵρεσις εἰσέρχονται καί εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας ὑπό ποικίλας μορφάς». Ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς εὐαγγελίζεται τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, διδάσκει καί χορηγεῖ «τήν Χάριν διά τῶν ἀκηράτων Μυστηρίων», ἀλλά, βεβαίως, «χρειάζεται νά συνεργήσῃ καί ὁ ἄνθρωπος». Αὐτό γίνεται μέ τόν ἱερό ἡσυχασμό μέ τόν ὁποῖο ἀποφεύγεται ἡ «ναυτία» ἀπό τόν «τάραχον τῶν παθῶν». Ἔκφραση τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι καί ἡ μονολόγιστη προσευχή. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο ἐντάσσει ὁ π. Θεόκλητος τούς διαλόγους γιά τήν νοερά καρδιακή προσευχή πού πραγματεύεται στό βιβλίο αὐτό πού θά μελετηθῆ.
Πρόκειται γιά διαλόγους πού γίνονται ἀπό μιά ὁμάδα προσκυνητῶν οἱ ὁποῖοι ἀνεχώρησαν ἀπό τήν Ἱερά Μονή Διονυσίου γιά νά μεταβοῦν στήν κορυφή τοῦ ὄρους Ἄθω, προκειμένου νά συμμετάσχουν στήν ἀγρυπνία στόν Ναό τῆς Μεταμορφώσεως. Ἡ ὁμάδα ἀνεχώρησε ἀπό τήν Ἱερά Μονή Διονυσίου τήν 4 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1962. Σέ αὐτήν συμμετέχει ὁ π. Θεόκλητος, ἕνας ἱερομόναχος, τρεῖς μοναχοί, ἕνας ὑφηγητής τῆς θεολογίας, ἕνας φιλόλογος καί ἕνας ἰατρός.
Ὕστερα ἀπό κοπιαστική πεζοπορία τριῶν ὡρῶν ἔφθασαν σέ μιά ἀσκητική καλύβη ἐρημίτου, στήν ὁποία ἀσκήτευαν τρεῖς μοναχοί, ὁ Γέρων, ἕνας μεσήλικας καί ἕνας νεώτερος, οἱ ὁποῖοι ἠσκοῦντο στήν νοερά προσευχή. Στήν συζήτηση παρενέβη καί ἕνας ἐρημίτης, παλαιός φίλος τοῦ Γέροντος τῆς Καλύβης, ὁ ὁποῖος ἦταν «γνήσιος ἐργάτης τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί μύστης τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», πού συνέχιζε «ἀνδρείως τήν ἁγορειτικήν πνευματικήν παράδοσιν, τήν ὁποίαν καί ἐνσαρκώνει κατά πληρέστερον τρόπον, ὁ ἄσαρκος αὐτός», ὅπως εἶπε στούς φιλοξενουμένους ὁ Γέροντας τῆς Καλύβης.
Μετά τήν πολύωρη συζήτηση καί τήν σχετική ἀνάπαυση, τήν ἑπομένη ἡμέρα «ὄρθρου βαθέος» ξεκίνησαν τήν ἀνάβαση στόν Ἄθωνα
Ὁ διάλογος συνεχίστηκε κατά τήν ἄνοδο «στό Ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως» μέ τόν νεώτερο μοναχό τῆς συνοδείας τοῦ Γέροντος τῆς ἀσκητικῆς Καλύβης, καί προχωροῦσαν ὡσάν νά ἀνέρχονταν στό ὄρος Θαβώρ γιά νά συμμετάσχουν μαζί μέ τούς Προφῆτες Μωϋσῆ καί Ἠλία καί τούς τρεῖς προκρίτους Μαθητές τῆς θείας ἐλλάμψεως.
Μετά ἀπό μιά ὥρα ἔφθασαν στήν κορυφή, κατά τήν ὥρα τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, σέ ὕψος 2.000 μέτρων. Ἄρχισε ἡ ἀγρυπνία γιά τήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ. Περίπου εἴκοσι ἑορταστές μπόρεσαν νά παρευρεθοῦν στόν Ἱερό Ναό καί «ἀρκετοί μοναχοί καί λαϊκοί» παρακολουθοῦσαν προσευχόμενοι ἔξω ἀπό αὐτόν, ὅπου ἄναψαν καί φωτιά γιά «τό νυκτερινόν ψύχος».
Τελέστηκε ὅλη τήν νύκτα ἡ ἀγρυπνία, μετά τόν Ἑσπερινό καί τόν Ὄρθρο εἰσῆλθαν στήν θεία Εὐχαριστία-Λειτουργία, ὅπως γράφει: «Οὕτω, λοιπόν, εἰσήλθομεν ἀπό τῆς περιοχῆς τῆς μυστηριώδους προσευχῆς καί τῆς ἐν ἀγάπῃ ψαλμωδίας εἰς τόν χῶρον τῆς καθ’ αὐτό μυστηριακῆς λατρείας, εἰς τήν Λειτουργίαν, τό ὑπερφυέστατον Μυστήριον. Ἄλλο, βεβαίως, προσευχαί καί ψαλμωδίαι καί αἶνοι πρός Κύριον καί ἄλλο κοινωνία τοῦ τεθεωμένου Αἵματος καί Σώματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετά καθαροῦ συνειδότος. Ἀγωγοί Χάριτος καί ἑνώσεως μέ τόν Θεόν ὑπάρχουν πολλοί. "Ἐγνώρισάς μοι ὁδούς ζωῆς" ψάλλει ὁ προφητάναξ. Ἡ θειοτάτη προσευχή καί τά δάκρυα, δέν ἐνεργοῦνται εἰμή διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως βλέπομεν εἰς τάς ἐν Πνεύματι ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων. Ἀλλά ἡ θεία Κοινωνία εἶναι μετοχή αὐτοῦ τούτου τοῦ Θεανθρώπου, διά τήν κατάκτησιν τοῦ Ὁποίου γίνονται δι’ Ἁγίου Πνεύματος ὅλα τ’ ἄλλα».
Ἔπειτα, συνεχίσθηκε ἡ συζήτηση γιά «τήν ἑορταστική ἀγρυπνία», «κατά τάς ἐμπειρίας ἑκάστου», ὅπως γιά τόν «θεῖον ἡσυχαστήν» τοῦ Γέροντα τῆς Συνοδείας τῆς Καλύβης στήν ὁποία εἶχαν φιλοξενηθῆ, γιά τήν εὐχή καί τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν θεία Εὐχαριστία καί γιά ἄλλα ζητήματα.
Συνέχισαν τήν πορεία τους καί ἔφθασαν στήν θέση «Παναγία», ὅπου τούς παρέθεσαν «ἀγάπην», δηλαδή γεῦμα, μετά οἱ λαϊκοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί προσκυνητές ἔφυγαν σέ ἄλλη κατεύθυνση καί ἔμειναν μόνοι οἱ μοναχοί μέ τόν «ἀγγελοειδῆ Μοναχόν».
Μετά ἀπό «καταπονητικόν κατωφερές βάδισμα μιᾶς περίπου ὥρας» ἔφθασαν σέ ἕνα «Θεόκτιστον» σπήλαιο, ὅπου ἐκάθισαν νά συνεχίσουν τήν θεολογική συζήτηση.
Ἔπειτα, ὅπως γράφει, «ἀσπασθέντες μέ τόν ἀγγελικόν ἡσυχαστήν, καί δακρύοντες ἀπό χαράν καί εὐγνωμοσύνην, ἐχωρίσθημεν• αὐτός διά τήν ἱεράν ἡσυχίαν του καί ἡμεῖς διά τό ἅγιον Κοινόβιόν μας καί ὅλοι διά τήν "ἀκροτάτην κορυφήν...", ἐκεῖ ὅπου τό φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀμήν».
Ἡ ὅλη θεολογική συζήτηση θυμίζει πορεία ἀπό τήν νοερά προσευχή στήν θεία Εὐχαριστία καί κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἴματος τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί τήν θέωση, ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ἡσυχίας καί τῆς «μονολόγιστης» εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ στίς Χριστολογικές θεοπτικές ἐμπειρίες.
2. Τά θέματα τῶν διαλόγων
Τό βασικό θέμα τῶν συζητήσεων ἦταν ἡ ἐν Χριστῷ ζωή πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἄσκηση, τόν ἡσυχασμό, τήν νοερά προσευχή καί τήν θεία Λειτουργία στήν ὁποία κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Τό κεντρικό πρόσωπο φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ «ἀγγελικός μοναχός Ν.», ἀφοῦ «ἰσάγγελος γίνεται ὁ Μοναχός διά τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς» (Εὐάγριος Ποντικός) πού χαρακτηρίζεται «ἀγγελοειδής Μοναχός», ὁ ὁποῖος ἦταν ὑποτακτικός τοῦ «θείου ἡσυχαστοῦ». Ὅμως, φαίνεται ὅτι τό κεντρικό πρόσωπο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεύς τοῦ βιβλίου, δηλαδή ὁ π. Θεόκλητος, ἀφοῦ τά θέματα πού θίγονται τά ἔχω συζητήσει πολλές φορές μαζί του καί πρίν τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου καί μετά ἀπό αὐτήν. Ἔθεσε τά θέματα μέ τήν μορφή διαλόγου, συνδέοντάς τα μέ τόν Ναό τῆς Μεταμορφώσεως στήν κορυφή τοῦ Ἄθωνα, μέ ἐρημίτες μοναχούς καί ἐκπροσώπους τῶν συγχρόνων τάσεων πού παρατηροῦνται στήν κοινωνία.
Στόν διάλογο τίθενται σοβαρά ἀνθρωπολογικά θέματα καί σωτηριολογικά ζητήματα μέ κέντρο τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί τήν θεία Εὐχαριστία, ἀφοῦ συνδέονται στενά αὐτά τά δύο.
Τό θέμα τῆς συζητήσεως ἀρχίζει ἀπό τήν προπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου σέ σχέση μέ τήν προσευχή. Αὐτό εἶναι βασικό σημεῖο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας πού δείχνει τό πῶς λειτουργοῦσε ὁ ἄνθρωπος πρό τῆς πτώσεως καί μετά ἀπό αὐτήν, ἔχοντας ὡς βάση τήν «ἔνσαρκον οἰκονομίαν» τήν «νέαν υἱοθεσίαν διά τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ» καί τά «βρεφοπρεπῆ σκιρτήματα» τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔπειτα, ἡ συζήτηση συνεχίζεται πάνω σέ ἀνθρωπολογικά ζητήματα γιά τόν νοῦ καί τήν καρδιά, γιά τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς, μέ τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό, ὅπως καί γιά τό λογιστικό τῆς ψυχῆς, γιά τό ὅτι ἡ καρδιά εἶναι κέντρο, φυσικό, παραφυσικό καί ὑπερφυσικό. Στόν διάλογο ἀναλύεται ὅτι, κατά τίς Γραφές καί τούς ἁγίους Πατέρας, ὡς καρδιά ἐννοεῖται «ὁλόκληρος ὁ ψυχοπνευματικός δυναμισμός τοῦ ἀνθρώπου», δηλαδή «ὁ νοῦς, ἡ βούληση, τό συναίσθημα ἤ μέ ἄλλη ὁρολογία, τό θυμικόν, τό ἐπιθυμητικόν καί τό λογιστικόν», πού παρά τό διακεκριμένον τῶν λειτουργιῶν τους «εἶναι ἀδιαίρετοι τῆς ψυχῆς δυνάμεις». Γι’ αὐτό στήν ἀσκητική ἀνθρωπολογία, ὅπως ἐκφράζεται στήν Ἁγία Γραφή ἐναλλάσσονται οἱ ὅροι καρδιά, νοῦς ἐπιθυμία, ψυχή, βούληση «μέ τήν ἰδίαν σημασίαν». Ἔτσι, ἡ καρδιά εἶναι «ἡ ἐντός ἡμῶν βασιλεία», «ὁ οὐρανός ἔσωθεν», «ἄβυσσος, ἀκατάληπτον χάος».
Γίνεται λόγος γιά τό ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τῆς πραγματικῆς προσευχῆς, γιά τόν συνδυασμό «τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ καί τῆς ἀσκήσεως» πού εἶναι ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, γιά τούς κινδύνους τῶν παρεκκλίσεων, γιά τήν «ψυχοτεχνικήν μέθοδον», γιά τήν «ἀφάνταστον προσευχήν», γιά τήν «δογματικήν τῆς ἐνδοστρέφειας», γιά τήν «θεολογία καί τήν καθαρά προσευχή», γιά τόν «ἱερόν ἡσυχασμόν», γιά τίς «ἀποφατικές ἀναβάσεις», ἀφοῦ «διά τῆς σταδιακῆς ἀνόδου πρός τόν Θεόν» ἡ ὀρθόδοξη πνευματική ζωή «καταλήγει εἰς τάς ἀκροτάτας ὑψώσεις ἤ τά ἀπύθμενα βάθη τῆς ἀπό πάντων ἀφαιρέσεως, εἰς τό μή βλέπειν, εἰς τό μή ἀκούειν, εἰς τό μή νοεῖν», γιά «τό κτιστόν καί ἄκτιστον φῶς», γιά τόν θεῖο ἔρωτα κ.ἄ.
Οἱ διάλογοι πού ἀκολούθησαν μετά τήν συμμετοχή τους στήν θεία Λειτουργία κατέληξαν γιά τίς τρεῖς κινήσεις, κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τήν κυκλική κίνηση, πού εἶναι ἡ στροφή τοῦ νοῦ πρός ἑαυτόν, τήν ἐλικοειδῆ κίνηση πού εἶναι ὁ συλλογισμός, ἡ διαλεκτική -θέση, ἀντίθεση, σύνθεση- πού διασπᾶ τό ἑνιαῖον τοῦ νοῦ καί τήν εὐθεία κίνηση πού εἶναι ἡ κίνηση πρός τά ἔξω, δηλαδή ἐξέρχεται ὁ νοῦς ἀπό τά ἔσω καί κινεῖται στήν κτίση. Καί ὁλοκληρώθηκαν μέ τήν σάρκωση πού εἶναι «ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἰησοῦ θεοπλασία», καί τό μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ πού εἶναι καί μέ τόν λόγο ἄρρητο καί μέ τόν νοῦ ἀσύλληπτο, ἀφοῦ «ὁ Ἰησοῦς παραμένει κρυμμένος ὄχι μόνον μετά τήν σάρκωσιν, ἀλλά, τό καί θειότερον, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι κρυμμένος παρ’ ὅλην τήν φανέρωσίν Του».
Καί ἀφοῦ τονίσθηκε ὅτι ἡ Δύση ἀκρωτηρίασε τόν ἄνθρωπο, ἐπειδή τοῦ στέρησε τήν δυνατότητα νά ἀνυψωθῆ στά «ὑπερ-νόησιν διά τῆς ἐν ἡσυχίᾳ θεωρίας», καθώς ἐπίσης «ἐκλογικεύει τά πάντα καί χωρίς λογικήν οὐδέν ἀποδέχεται - τήν Σάρκωσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου» κατέληξαν ὅτι «ἡ καταφατική κίνησις ἀνεπαρκής, ὡς ἐκ τῆς φύσεώς της διά νά γεμίσῃ ὅλην τήν ἔφεσιν τῆς ψυχῆς πρός γνῶσιν, προσλαμβάνει καί τήν ἀποφατικήν», πού εἶναι ἡ ὑπέρτατη γνώση. Ὁπότε, «οὔτε ἡ καταφατική μόνη, οὔτε ἡ ἀποφατική, ἀλλά ἀμφότεραι ὡς "γλυκυτάτη συνάφεια"».
Συνεπῶς, «οἱ διάλογοι στόν Ἄθω» δέν ἦταν ἁπλῶς «ἡ θεολογία τῆς νοερᾶς προσευχῆς», ὅπως δηλώνεται στόν ὑπότιτλο τοῦ βιβλίου, ἀλλά ἡ θεολογία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή, ἀρχίζουν οἱ διάλογοι ἀπό τό συνταρακτικό γεγονός τῆς πτώσεως καί διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, φθάνουν στήν ὑπέρλογη θεοπτία, στήν γνώση τοῦ Θεοῦ πού εἶναι πάνω ἀπό ἄλλη γνώση.
3. Ἡ θεολογική ὑποδομή τῶν διαλόγων
Ἡ βάση τῶν διαλόγων αὐτῶν, ὅπως γίνονται στό βιβλίο αὐτό, στηρίζονται σέ ὅλη τήν βιβλικοπατερική παράδοση, δηλαδή στήν ταυτότητα τῶν ἐμπειριῶν καί τῶν Ἀποκαλύψεων τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ λαϊκοί συνομιλητές ἔχουν διάφορες ἀντιλήψεις ἀπό τά γνωστικά ἀντικείμενα μέ τά ὁποῖα ἀσχολοῦνταν, ἀλλά οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοί δίνουν ἀπαντήσεις σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Τό σημαντικό τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἔγκειται στό ὅτι δίνονται ἀπαντήσεις σέ σύγχρονα φιλοσοφικά, κοινωνικά, θεολογικά καί ἠθικά ρεύματα, μέσα ἀπό τήν διαχρονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὡς πρός τό σημεῖο αὐτό ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης συνέχισε τόν διάλογο πού ἔγινε τόν 14ο αἰώνα μεταξύ τοῦ Βαρλαάμ καί τῶν ἀντιησυχαστῶν, καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τηρουμένων, φυσικά, τῶν ἀναλογιῶν.
Τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στό Ἅγιον Ὄρος εἰσήχθη ὁ ἱερός ἡσυχασμός, ὡς μέθοδος προσευχῆς ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη καί ἐφαρμόζονταν στήν πρακτική της μορφή ἀπό πολλούς ἁγιορεῖτες. Ὅταν, ὅμως, ὁ τρόπος αὐτός ἀμφισβητήθηκε ἀπό τόν Βαρλαάμ καί τούς ἀντιησυχαστές, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πλατωνικές καί νεοπλατωνικές ἀφετηρίες σκέψεως γιά τήν ψυχή καί τό σῶμα, τότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήριξε καί κατοχύρωσε τόν ἡσυχασμό μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή, τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν δέν ἔκανε αὐτό τό ἔργο, τότε πολλοί, ἀκόμη καί Ὀρθόδοξοι, ὄχι μόνον θά ἀμφισβητοῦσαν τόν ἱερό ἡσυχασμό, τήν νοερά προσευχή καί τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἀλλά καί θά τά ἐκλάμβαναν ὡς αἱρετικές ἀπόψεις, ὡς δῆθεν Μασσαλιανιστικές ἰδέες πού ἔχουν καταδικαστῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Νομίζω ὅτι αὐτόν τόν ρόλο, μέ μιά ἄλλη μορφή, ἔπαιξε ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης στήν ἐποχή μας. Ὑπῆρχαν καί στήν ἐποχή του στό Ἅγιον Ὄρος ἡσυχαστές μοναχοί πού ἠσχολοῦντο μέ τήν πράξη καί θεωρία, ἀλλά ἐμφανίσθηκαν ἄλλα ρεύματα φιλοσοφικά, θεολογικά, ἠθικά, κοινωνιολογικά, τά ὁποῖα ἀμφισβητοῦσαν αὐτόν τόν τρόπο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Ἔτσι, ὁ π. Θεόκλητος κατοχύρωσε θεολογικά ὅλη αὐτήν τήν κίνηση καί δέν ἐπέτρεψε, αὐτός ὁ θεολογικός ὀγκόλιθος, νά ἀμφισβητηθῆ ὅλη αὐτή ἡ φωτιστική κίνηση πού λειτουργοῦσε ὡς ἀνάχωμα τῆς διαφωτιστικῆς κίνησης. Ἄλλωστε, αὐτή ἦταν ἡ ἔννοια τῆς παρουσίας στόν διάλογο ἐκπροσώπων τῆς θεολογίας, τῆς νομικῆς καί τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης. Γι’ αὐτό ἡ προσφορά του εἶναι ἀνεκτίμητη. Ἔκανε ὅλους τούς συγχρόνους μορφωμένους ἀνθρώπους νά προσέξουν τόν ἡσυχαστικό μοναχισμό καί νά ἀποκλίνουν ἀπό τόν ἀκτιβισμό, ἀλλά καί νά δώση θεολογική βάση στήν σύγχρονη ἡσυχαστική παράδοση.
Ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης στηρίχθηκε κυρίως στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί στά ἔργα τῶν Πατέρων. Πέραν τοῦ ὅτι ἑρμήνευσε σωστά τά ἁγιογραφικά χωρία, συγχρόνως ἑρμήνευσε καί ὀρθά τά πατερικά κείμενα. Θά περιοριστῶ σέ μερικούς Πατέρες πού χρησιμοποιεῖ.
Στηρίζεται πολύ στόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τόν ὁποῖο θεωρεῖ ὡς συγγραφέα τῶν συγγραμμάτων πού διασώθηκαν μέ τό ὄνομά του, παρά τήν ἀμφισβήτησή του ἀπό τούς συγχρόνους θεολόγους. Ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Διονυσίου δεσπόζει σέ ὅλους τούς διαλόγους. Ὁ π. Θεόκλητος ἀποδέχεται τόν ἅγιο Διονύσιο ὡς συγγραφέα τῶν κειμένων αὐτῶν λέγοντας: «Ἡμεῖς οἱ μοναχοί ἀποκλίνομεν σταθερῶς εἰς τήν ἀποδοχήν τοῦ ἁγίου Διονυσίου ὡς συγγραφέως των - καί δέον νά ἀρκεσθῶμεν εἰς τό Ἐκκλησιαστκόν κῦρος, ὅπερ προσέλαβον τά βιβλία ὡς ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξα. Διότι περί τούτου συμφωνοῦν θεολογικαί κορυφαί μέχρι σήμερον». Ἑπομένως, στά συγγράμματα αὐτά ἀναζητῶνται οἱ ἱστορικές, ἀνθρωπολογικές καί θεολογικές ρίζες «τῆς πρός ἑαυτόν στροφῆς τοῦ νοῦ θεωρίας καί τῶν συναφῶν προβλημάτων, ἅτινα ἀνακύπτουν ἐξ αὐτῆς». Καί ἀπό πλευρᾶς ὁρολογίας καί τρόπου συγγραφῆς ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Πρόκλος ἀντέγραψε τόν ἅγιο Διονύσιο.
Ἔπειτα, ἡ γνώση τῆς «Φιλοκαλίας καί τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν» διατρέχει σέ ὅλες τίς σελίδες τοῦ βιβλίου. Ὁ π. Θεόκλητος ἦταν γνώστης τῆς «Φιλοκαλίας» καί, φυσικά, ἀπολύτως γνώστης τοῦ ἁπαρτίσαντος τήν «Φιλοκαλία» ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ὀνόματα Πατέρων τῶν ὁποίων ἔργα συμπεριελήφθησαν στήν «Φιλοκαλία» παρατάσσονται συχνά στούς «διαλόγους».
Γιά τήν ἱερά ἡσυχία καί τήν ἔννοια τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας στηρίζεται στά ἔργα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Αὐτό τό βλέπουμε καί στήν χρησιμοποίηση τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου.
Γιά τήν ἀνθρωπολογική θεολογία, δηλαδή τόν νοῦ, τήν καρδιά, τό λογιστικό, ἐπιθυμητικό καί θυμικό τῆς ψυχῆς, τήν φαντασία, στηρίχθηκε στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ἀφοῦ πρῶτος αὐτός φαίνεται νά ἔκανε διάκριση μεταξύ νοερᾶς καί λογικῆς ἐνέργειας, στόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, καί φυσικά στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Γιά τήν «Μασσαλιανή αἵρεση», τῆς συνύπαρξης στόν ἴδιο τόπο, στήν καρδιά, τοῦ Θεοῦ καί τοῦ σατανᾶ, καί τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅτι μετά τό Βάπτισμα ἡ Χάρη ἐνεργεῖ στά μύχια τῆς καρδίας, ἐνῶ ὁ σατανᾶς ἐνεργεῖ στήν ἐπιφάνειά της, στηρίχθηκε στόν ἅγιο Διάδοχο τόν Φωτικῆς.
Φυσικά, σέ ὅλες τίς συζητήσεις διατρέχει ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Γιά παράδειγμα, ἐκεῖ κυρίως στηρίζεται ὅτι ὁ νοῦς γιά νά ἑνωθῆ μέ τόν Θεό «πρέπει νά εἶναι ἀσχημάτιστος, ἄμορφος, ἀφάνταστος, ἀνείδεος» καί «ὅταν τό ἑνιαῖον τοῦ νοῦ γένηται τρισσόν, μένον ἑνιαῖον, τότε συνάπτεται τῇ Θεαρχικῇ Τριαδικῇ μονάδι, πᾶσαν ἀποκλεῖσαν πλάνης εἴσοδον καί ὑπεράνω καθεστός σαρκός καί κόσμου καί κοσμοκράτορος».
Γενικά, ὅλη ἡ θεολογική ἐπιχειρηματολογία στηρίζεται στήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
4. Ὁ π. Θεόκλητος ὡς Πατέρας καί μοναχός
Ἔγινε φανερό ὅτι ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης δέν κατέγραψε ἁπλῶς τόν διάλογο στόν ὁποῖο παρευρισκόταν, καί ἔστω ἐλάμβανε τόν λόγο, κατά καιρούς, ἀλλά τόν στοιχειοθέτησε μέ μορφή διαλόγου, ὅπως ἔκαναν καί οἱ θύραθεν φιλόσοφοι καί ψυχολόγοι, γνωρίζοντας σαφέστατα τά θέματα αὐτά καί ἀπό πλευρᾶς μελέτης καί ἀπό πλευρᾶς ἐμπειρίας.
Ὁ ἴδιος γνώριζε σαφῶς τήν «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν», καί μάλιστα ἔκανε εἰσαγωγή καί σχόλια στήν ἔκδοσή της στήν δημοτική γλώσσα, ἀπό τίς ἐκδόσεις «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας».
Ἔπειτα, συνέγραψε τό ἔργο καί τήν πολιτεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Φιλοκαλικοῦ Πατέρα τοῦ 18ου αἰῶνος, ὁ ὁποῖος συνόψισε ὅλη τήν βιβλιοκοπατερική παράδοση μέ τά θαυμαστά κείμενά του.
Ἀκόμη, ἐξέδωσε μέ βιβλίο κείμενο, ἑρμηνεία καί σχόλια «Τά 400 κεφάλαια περί τῆς Ἀγάπης» τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, στό ὁποῖο ἀναλύονται ὅλα τά ἀνθρωπολογικά θέματα πού ἀναφέρονται στήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀκολουθεῖ τήν ὅλη πατερική παράδοση τῆς καθάρσεως τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς μέ τήν πρακτική φιλοσοφία, τήν φυσική θεωρία καί τήν μυστική θεολογία. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐπιμένει στούς ὅρους φύση, γνώμη, γνωμικό θέλημα, αἴσθηση, κατά λόγο, γένεση κατά φύση, φυσική θεωρία, ὑπέρ φύση, αἴτιον, πρόνοια, κρίση, λόγοι τῶν ὄντων.
Ἐπί πλέον ὁ π. Θεόκλητος ἐξέδωσε τά «ἑκατόν γνωστικά κεφάλαια» τοῦ ἁγίου Διαδόχου τοῦ Φωτικῆς, μέ κείμενο, μετάφραση, σχόλια καί, βέβαια, τά χώρισε, θέτοντας χαρακτηριστικούς τίτλους, ὅπως «αὐτεξουσιότης», «φῶς γνώσεως», «τεκμήριο καθάρσεως», «συνείδησις», «διάσπασις - ἑνοποίησις τῆς ψυχικῆς αἰσθήσεως», «οἱ δύο παρακλήσεις», «τά δύο φῶτα», «εὐχή τοῦ Ἰησοῦ», «ὁ θυμός», «ὁ σατανᾶς, τό βάπτισμα, δύο γένη δαιμόνων», «ἀντιμασσαλιανά κεφάλαια», «τό κατ’ εἰκόνα πρός τό καθ’ ὁμοίωση», «Ἀγάπη καί θεολογία» κ.ἄ.
Φυσικά, ἀσχολήθηκε καί μέ τήν συγγραφή τοῦ βίου καί τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ μεγάλου ἡσυχαστοῦ καί πολεμίου τῆς ὀρθολογιστικῆς θεωρίας τῆς Δύσεως καί τοῦ ἀντιησυχασμοῦ.
Ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης ἔχοντας ὅλα αὐτά τά προσόντα ἦταν ἱκανός νά γράψη γιά τήν νοερά προσευχή.
Βεβαίως, ὁ π. Θεόκλητος δέν ἦταν ἁπλῶς γνώστης τῶν ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν κειμένων, ἀλλά ἦταν καί καλός μοναχός καί ἡσυχαστής, ζώντας μιά κοινοβιακή ζωή στό Ἅγιον Ὄρος, καί μάλιστα σέ ἕνα αὐστηρό Κοινόβιο.
Αὐτό φαίνεται, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί σέ μερικά σημεῖα τοῦ βιβλίου πού μελετᾶμε «Διάλογοι στόν Ἄθω», γιά «τήν θεολογία τῆς νοερᾶς προσευχῆς». Ἐνῶ στόν διάλογο αὐτόν ἔθεσε τόν ἑαυτό του ὡς ἕναν ἀπό τούς συνομιλητές καί ὡς κεντρικά πρόσωπα ἔθεσε τόν Γέροντα τῆς ἐρημικῆς Καλύβης καί τόν νεώτερο μοναχό τῆς συνοδείας του, πού εἶχε ἐμπειρία τῆς ἡσυχίας καί τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἐν τούτοις ἀφήνει μερικά «παράθυρα» γιά νά δοῦμε τόν ἐσωτερικό του κόσμο καί τήν ἐμπειρική γνώση τῶν θεμάτων.
Θά ἀναφέρω τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα, μέ τήν σειρά πού παρατίθενται στό βιβλίο.
Πρῶτον παράδειγμα: Μετά τό τέλος τοῦ πρώτου διαλόγου μέ τούς ἡσυχαστές μοναχούς πού ἀποσύρθησαν γιά νά ξεκουραστοῦν ἐν ὄψει τῆς ἀναβάσεώς τους τήν ἑπομένη ἡμέρα στόν Ἄθωνα, ἔγραψε στό σημειωματάριό του γιά τό τί εἶναι «ὁ θεῖος Μοναχισμός μας». Καί ἀμέσως μετά τό τέλος τοῦ σημειώματος γράφει:
«Ἄπειρος χαρά καί εὐγνωμοσύνη κατέκλυσε τήν ταλαίπωρον ψυχήν μου, ἀπό τήν μελέτην καί τήν μνήμην τῶν ἀπείρων δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καί δι’ αὐτήν τήν κλῆσιν μου εἰς τήν ἁγίαν καί φιλόσοφον ζωήν τῶν Μοναχῶν καί ἀπηύθυνα εἰς τόν Κύριον, μέσα εἰς τήν σιωπήν τῆς ἐν Ἐρήμῳ νυκτός μυστικάς πνευματικάς ὠδάς εὐχαριστίας.
Τότε ἤρχισα νά κλαίω καί νά χύνω γλυκύτατα δάκρυα ἀπό ἀνέκφραστον εὐτυχίαν... διά τήν τόσην δόξαν μας. Διότι ὁ Θεός εἶναι Θεός δόξης καί δοξάζει τά τέλεια καί λογικά πλάσματά του... Καί μέ ἐπῆρεν ἐλαφρός ὕπνος».
Αὐτή εἶναι μιά ἐμπειρία του ἀπό τήν βίωση τοῦ μοναχισμοῦ στό Κοινόβιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου.
Δεύτερον παράδειγμα: Γράφοντας γιά τό ἄκτιστο φῶς, κατά τήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἐπιλέγει:
«Πράγματι, ἐσκεπτόμουν, αὐτό τό θεῖον φῶς, ὡς ὑπερφυσικόν, γίνεται καταληπτόν μόνον ἀπό τάς καθαράς ψυχάς καί τούς ἡγιασμένους νόας. Καί ἄν ἡμεῖς, οἱ πολλοί, τό στερούμεθα καί τό ἀγνοοῦμεν καί ἀκριβῶς δι’ αὐτό οὔτε τό ἐπιζητοῦμεν, ἀλλ’ οὔτε καί θεωροῦμε τήν στέρησίν του ὡς συμφοράν καί μέτρον τῆς ἀκαθαρσίας μας, εἶναι διότι δέν τό ἐγεύθημεν. Γι’ αὐτό οὔτε τό ἀγαπῶμεν, οὔτε τό νοσταλγοῦμεν, ἐν ἀντιθέσει πρός τούς ἁγίους, πού ὅταν ἀνεχώρει μετά τήν ἔλλαμψίν του, "ἀφόρητον τοῦ πόθου τό κέντρον αὐτοῖς ἐγκατέλειπεν". Διά τοῦτο καί ἐπένθουν καί ἔκλαιον ἀπαρηγόρητα».
Τρίτον παράδειγμα: Σέ μιά φάση τοῦ διαλόγου ἔγινε λόγος γιά τόν νοῦ πού ἀνέρχεται στήν θεωρία, καί ἐλλάμπεται. Καί μετά γράφει ὁ π. Θεόκλητος.
«Σιωπή, σιωπή, σιωπή βαθειά κυριαρχοῦσε παντοῦ καί εἰς τάς ψυχάς μας, σιωπή πού εἶναι ὁ τύπος τῆς αἰωνιότητος. Κι’ ἐγώ ξένος μέσα σέ ξένους περισσότερον ἀπό ἄλλην φοράν, εἶχα τήν αἴσθησιν τῆς ξενιτείας στήν καρδίαν μου, πού ἀποτελεῖ τήν βασικήν προϋπόθεσιν τοῦ Μοναχικοῦ βίου καί τήν κλίμακα ἀναβάσεως πρός τά ξένα καί ὑπερκόσμια θεάματα».
Ὕστερα ἀπό τά ἀνωτέρω φαίνεται ὅτι ὁ π. Θεόκλητος ἦταν ἕνας εὐλογημένος μοναχός πού γνώριζε ὅλη τήν μέθοδο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, καί τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, εἶχε μυστικές εὐλογημένες ἐμπειρίες πού τίς ἔκρυβε κάτω ἀπό τό φιλολογικό εἶδος τοῦ διαλόγου, ἦταν ἕνας φιλοκαλικός Πατέρας τῆς ἐποχῆς μας, πού ἔκανε τήν θαυμαστή σύζευξη μεταξύ πράξεως καί θεωρίας, ἀσκήσεως καί μυστηρίων, καθάρσεως καί φωτισμοῦ, ἐκφραστής καί ἐμπειρικός θεολόγος τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
- Προβολές: 637