Πηνελόπης Βουτσινᾶ: Ἡ πνευματικὴ αὐτοβιογραφία τοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτη
Πηνελόπης Βουτσινᾶ, θεολόγου
Σέ αὐτή τήν αἴθουσα εἶχε τήν ὁμιλία του ὁ Θεόκλητος καί θυμᾶμαι ὅτι ἦταν ὁ πρῶτος καί μοναδικός ὁμιλητής πού ἔχω δεῖ στή ζωή μου νά συγκλονίζεται, ὅταν μιλοῦσε γιά τό Χριστό, νά κλαίει, νά κομπιάζει ἀπό τό δέος πού ἔνιωθε στήν ἐκφορά καί μόνο τῆς λέξης. Ἀπό ὅλες τίς στιγμές καί τίς μέρες καί μῆνες πού ἔχουμε ζήσει μαζί του, ὅταν ἐρχόταν στήν Ἀθήνα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὡς ἀδερφός τοῦ παπποῦ μου, αὐτό πού μαρτυρῶ καί μαρτυροῦμε εἶναι ὅτι εἶχε μιά ἀδιάλειπτη σχέση μέ τόν Χριστό.
Σέ αὐτή τήν ὁμιλία ἡ Πηνελόπη Βουτσινᾶ ἀποπειρᾶται μία διεξοδική προσέγγιση τῆς αὐτοβιογραφίας τοῦ μ. Θεοκλήτου Διονυσιάτη μέ τίς ἀφετηρίες καί τά ζητούμενα τῆς πνευματικότητάς του σέ ἀναφορά μέ κομβικές στιγμές τῆς θεολογικῆς σκέψης.
Ἡ λειτουργία τῆς αὐτοβιογραφίας ἀπό τόν 20ό αἰώνα ἀρχίζει νά ἀλλάζει: ἔχουμε ἀνάδειξη τῶν αὐτοβιογραφιῶν πού δημοσιεύονται καθώς ἡ ἀνάπτυξη τῆς κοινωνιολογίας καί τῆς ψυχανάλυσης προσφέρει νέους τρόπους προσέγγισης τῆς ἱστορίας, ὅπου τό προσωπικό στοιχεῖο ἐπιγίγνεται στά συμβάντα καί τά γεγονότα.
Γι’ αὐτό ἡ αὐτοβιογραφία ἑστιάζει στό νά κατανοήσει ὁ ἀναγνώστης καί ἡ ἀναγνώστρια πῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἐν προκειμένῳ ὁ Θεόδωρος Βουτσινᾶς, ὁ μοναχός Θεόκλητος, βλέπει τόν ἑαυτό του καί τό κοινωνικό καί πολιτισμικό πλαίσιο στό ὁποῖο ζεῖ.
Κατά συνέπεια θά λέγαμε ὅτι ὁ Θεόκλητος, λοιπόν, μέ τήν αὐτοβιογραφία του «Ἀπό τήν νοερά προσευχή στίς χριστοκεντρικές ἐμπειρίες», φωτίζει καί τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἐκ νέου ἱστορικά συμβάντα καί θεολογικές διενέξεις, διότι στό πρόσωπό του ἀποτυπώνεται ἡ πνευματική πορεία καί ὁ ἀναστοχασμός ἑνός ὑποκειμένου πού λατρεύει τό Χριστό καί ταυτόχρονα στό πρόσωπό του ἀναβιώνει καί ξαναγράφεται μία κομβική θεολογική στιγμή, τοῦ λεγόμενου Παλαμισμοῦ πού θά μιλήσω παρακάτω, ἀλλά καί ὁ ἡσυχασμός ὡς τρόπος καί θεσμός δοξολογίας στό Χριστό.
Παρόλο πού ὁ Θεόκλητος ἐπισημαίνει ὅτι τό εἶδος τῆς αὐτοβιογραφίας στό πλαίσιο τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης εἶναι ἀντίθετο στό ἦθος τῆς ταπείνωσης καί τῆς σεμνότητας, ἡ δική του αὐτοβιογραφία ὑπερβαίνει τήν κατάσταση τῆς αὐτοδικαίωσης. Στήν αὐτοβιογραφία του τό προσωπικό στοιχεῖο γίνεται δρόμος γιά νά περάσουν καί νά ἀναπτυχθοῦν οἱ ἄνθρωποι πού ἀγαποῦν τό Χριστό ἤ βρίσκουν νόημα στήν ἀγάπη τους γιά τό Χριστό.
Πρίν περάσω στήν δομή τῆς πνευματικῆς του αὐτοβιογραφίας θά ἤθελα νά σκιαγραφήσω συνοπτικά τήν ἐργογραφία του, ὥστε νά κατανοήσουμε τό ποῦ στρέφεται ἡ σκέψη του:
Ὁ Θεόκλητος Διονυσιάτης εἶναι γνωστός στό πλήρωμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς ὁ ἀρθρογράφος καί συγγραφέας πού συνετέλεσε σημαντικά στό νά ἀνασυρθῆ ἀπό τήν λήθη τό περιεχόμενο τοῦ ὀρθόδοξου ἀσκητισμοῦ.
Ἐνταγμένος στήν παράδοση τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση καί παρότρυνση τοῦ Γέροντά του Γαβριήλ Διονυσιάτη, ἐντρύφησε, ὡς βιβλιοθηκάριος τῆς Μονῆς Διονυσίου, στά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, κυρίως τῶν φιλοκαλικῶν, καί κατόπιν μέ τήν ἐμπειρία πού ἀπό ἐκεῖ ἀπέκτησε, προσπάθησε νά παρέμβη ἀποτελεσματικά, ὥστε νά ἀλλάξει τό ἀντιμοναχικό κλίμα, πού πήγαινε νά γίνη καθεστώς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἡ θεολογική συγγραφική του δραστηριότητα ἀρχίζει τό 1951, μέ ἀρθρογραφία στά περιοδικά μέ ἡσυχαστικό περιεχόμενο.
Μέ τό ἄρθρο του «Μοναχισμός καί Κατηχητικά», τό 1951, ἀρχίζει τόν ἀγώνα γιά τήν ἀναζωογόνηση τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ –καί ἰδιαίτερα τοῦ ἁγιορειτικοῦ– μέ τήν κριτική τοῦ ἀντιμοναχικοῦ, ἀντιησυχαστικοῦ πνεύματος πού πήγαινε νά ἐπικρατήση «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» στό κατηχητικό ἔργο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀρθρογραφία τοῦ μ. Θεοκλήτου, συνεχίστηκε μέ θεολογική νηφαλιότητα καί διεισδυτικότητα, μέχρι τά βαθιά του γεράματα, εἶναι συγκεντρωμένη σέ δέκα τόμους μέ τίτλο «Ἀθωνικά ἄνθη».
Τό πρῶτο του βιβλίο, πού τόν καθιέρωσε ὡς ἕνα γνήσιο ἐκφραστή τοῦ ὀρθόδοξου ἀσκητισμοῦ, εἶναι τό «Μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς», τό ὁποῖο κυκλοφόρησε ἀπό τίς ἐκδόσεις Παπαδημητρίου τό 1956 καί γνώρισε πολλές ἐκδόσεις καί μεταφράσεις καί βραβεύτηκε ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.
Στό βιβλίο αὐτό, μέ τήν μορφή διαλόγου, πού εἶναι ἕνας προσφιλής τρόπος ἐκφράσεως τοῦ μ. Θεοκλήτου, γίνεται μιά εἰσαγωγή στά θεολογικά καί ἀσκητικά θεμέλια τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ.
Στό βιβλίο «Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ» συντελεῖται ἕνας ὕμνος στήν Παναγία.
Στά φιλοκαλικά μέ εἰσαγωγές φιλοκαλικῶν πατερικῶν κειμένων, γιά τόν βίο, τήν ἀσκητική καί τήν θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀνήκουν «Τά ἑκατόν γνωστικά κεφάλαια, τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς», «Τά 400 κεφάλαια περί ἀγάπης καί ἑρμηνεία εἰς τό Πάτερ ἡμῶν, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ καί τά «153 κεφάλαια περί προσευχῆς» τοῦ Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ.
Τά βιβλία πού ἀναφέρονται σέ πρόσωπα τῆς ἐθνικῆς πνευματικῆς μας ἱστορίας. Τά βιβλία αὐτά εἶναι: «Ὁ Στρατηγός Μακρυγιάννης, πατέρας καί δάσκαλος τοῦ γένους» καί «Ὁ κοσμοκαλόγηρος Παπαδιαμάντης».
Στά βιογραφικά ἔργα παρουσιάζει τόν βίο καί τά ἔργα μεγάλων πατερικῶν μορφῶν, ἀλλά καί συγχρόνων ἁγίων πού ὁ ἴδιος συνάντησε στόν Ἅγιον Ὄρος ἀνήκουν τά πολύ σημαντικά βιβλία του: «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ βίος καί ἡ θεολογία του», «Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ θαυματουργός», «Ὁ ἅγιος Ἄνθιμος τῆς Χίου», ἀλλά καί τά βιβλία «Ὁ ὅσιος Φιλόθεος τῆς Πάρου, «Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης» καί «Ὁ Γέροντάς μου ἡγούμενος Γαβριήλ Διονυσιάτης».
Κοινός παρονομαστής ὅλων των ἔργων τοῦ μ. Θεοκλήτου εἶναι ἡ προβολή τοῦ πνεύματος τῆς Φιλοκαλίας καί ἡ ἐσωτερική διάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Ἡ πνευματική αὐτοβιογραφία τοῦ Θεοκλήτου ξεκινᾶ κατευθείαν ἀπό μία θέση ἀναστοχασμοῦ. Ἀναστοχάζεται τίς προκαταλήψεις του, τούς λογισμούς του, τίς πεποιθήσεις του μέσα ἀπό λογική ἀνάλυση. Ἡ λογική ἀνάλυση γίνεται ἡ ὁδός τῆς μετάνοιας, δηλαδή τῆς μετακίνησης ἀπό τήν ἀρχική θέση. Ἀναλύει τά συναισθήματα, τίς προκαταλήψεις, τίς φιλοσοφικές του πεποιθήσεις γιά τή ζωή, τό θάνατο, τούς ἀνθρώπους, γενικά τό φάσμα τοῦ μυστηρίου τῆς ὕπαρξης, ὥσπου, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, νά γίνεται μωρός διά τόν Κύριον, δηλαδή ὥσπου νά φτάνει στό σημεῖο τῆς συνείδησης τῆς μερικότητας τῆς ὀπτικῆς του. Μιά συνεχής καί ἐπώδυνη διαδικασία καθώς βλέπει διάφανα τό ἀναπόφευκτο ψεῦδος τῆς ψυχικῆς καί νοητικῆς κατάστασης πού συνεχῶς πρέπει νά ἀνασυγκροτεῖται καί νά ἐπανατοποθετεῖται. Ἀγώνας συνεχής, ἐργασία συνεχής καί ἐσωτερικά διαλεκτική.
Κάθε φορά πού ἀναστοχάζεται σέ μία πορεία κάθαρσης, ἐκκινεῖ τή διαδικασία τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἡ νοερά προσευχή πού, ὅπως λέει, κάνει τήν ψυχή νά κινεῖται σέ εὐρύτατες περιοχές καί συλλέγει πνευματικά νοήματα, θεολογικές ἔννοιες καί φλόγα ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Σέ αὐτήν τήν κατάσταση, ἡ ἡσυχία δέν ἀποτελεῖ τό διακοσμητικό πλαίσιο τῆς προσευχῆς. Εἶναι τό ἀναγκαῖο περιβάλλον της. Ἡ διάσπαση τῆς ψυχῆς καθιστᾶ ἀδύνατη τήν ἀληθῆ προσευχή.
Ἡ Μεθοδολογία του ἦταν ἡ παρακαταθήκη ὅλων τῶν ἁγίων. Ἡ νοερά προσευχή καί ἡ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, ἡ συναντίληψη καί ἡ ἔκταση τῶν ὁρίων τῆς φύσης πρός ὠφέλεια τοῦ ἄλλου, ἦταν γι’ αὐτόν τό πλεόνασμα τῶν μυστικῶν ἐμπειριῶν εἴτε ὡς δόγμα εἴτε ὡς πνευματικότητα. Καταλάβαινε ὅτι ἡ ἐπίτευξη τῶν ἀρετῶν συνέβαινε ἀναλόγως τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἄρα, γιά τόν Θεόκλητο ἡ πνευματική αὐτή μεθοδολογία δέν ἐξαντλεῖται σέ ὑποκειμενικά, ἰδιοσυγκρασιακά καί ἀρεταϊκά στοιχεῖα καί κριτήρια, ἀλλά τρέφεται ἀπό τή θεωρητική πλαισίωση τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας. Ὁ Θεόκλητος ἐσωτερικοποιεῖ τήν Θεολογία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τήν καθιστᾶ πνευματικότητα. Ἡ θεολογία τοῦ Παλαμᾶ ἀναπτύσσεται μέσα ἀπό τή διένεξη μέ τόν ἀντιπαλαμικό Βαρλαάμ. Ὁ Βαρλαάμ θεωροῦσε τή γνώση ὡς ἀρχή καί τέλος τῆς θεογνωσίας καί ψυχικῆς καθάρσεως.
Γι’ αὐτόν μόνο ἡ παιδεία καί ἡ φιλοσοφία συνιστοῦν προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας. Ἡ προτεραιότητα δίνεται στή διάνοια καί τή λογική σύλληψη τῆς ἀποκαλύψεως. Στόν φυσιοκρατικό ἀγνωστικισμό τῆς ἀριστοτελικῆς θεολογίας, οὐδέν ἐν τῷ νῷ ὅ μή πρότερον τῇ αἰσθήσει.
Τό πρόβλημα πού τέθηκε μέ τήν παρέμβαση τοῦ Βαρλαάμ, ἦταν ἄν ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ (κάθαρση) γίνεται μέσω τῆς ἀσκήσεως καί τῆς νοερᾶς εὐχῆς (φωτισμοῦ) ἤ μέσω τῆς φιλοσοφίας (διανοητικοῦ στοχασμοῦ). Ἔτσι ὅμως ἐτέθη στήν πράξη τό πρόβλημα τῆς σχέσεως τῆς «θείας» πρός τήν «θύραθεν» σοφία. Μάλιστα κατονόμαζε τήν μέσω τοῦ Θαβωρείου φωτός ἀποκάλυψη «χείρω νοήσεως», κατώτερη νόηση καί ἀναξιόπιστη.
Σέ αὐτό τό πλαίσιο ὁ ἁγιορείτης μοναχός Γρηγόριος Παλαμᾶς τόν 14ο αἰώνα ἀνέλαβε τήν ὑπεράσπιση τῶν Ἡσυχαστῶν καί τῆς ἀσκητικῆς μεθόδου τους ἡ ὁποία προτάσσει τήν ἐν Χριστῷ μέθεξη τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἴδιο βιώνει καί ὁ Θεόκλητος. Γιά τόν Παλαμᾶ καί τούς Ἡσυχαστές, ἡ «ἔξωθεν» σοφία εἶναι μέγεθος ἀδιάφορο γιά τή Θεογνωσία. Γιά τόν Παλαμᾶ ἡ κλασσική παιδεία δέν εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή θέωση.
Ἄλλο εἶναι τό φῶς τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο τό φῶς τῆς γνώσεως. Γι’ αὐτό ὁ Παλαμᾶς θεωρεῖ τή θέωση ὑπόθεση κοινή καί τῶν ἐγγράμματων καί τῶν ἀγράμματων. Ἐνῶ ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀπρόσιτη καί ἀμέθεκτη, ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι προσιτή καί μεθεκτή. Ὡς ἐπακριβώσεις αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ἀνέφερε τή θεοπτία τοῦ Μωϋσῆ στό Σινά, τήν ἐμπειρία τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ στό Θαβώρ (Μεταμόρφωση) καί τήν Πεντηκοστή.
Ἡ ἀληθινή φύση τοῦ Θαβωρείου φωτός βρέθηκε στό ἐπίκεντρο τοῦ θεολογικοῦ προβληματισμοῦ στή διένεξη Βαρλαάμ-Παλαμᾶ.
Ἀπαντώντας σέ αὐτή τήν κριτική, ὁ Παλαμᾶς ἀνέπτυξε τό δόγμα τῆς διάκρισης τῶν θείων ἐνεργειῶν ἀπό τή θεϊκή οὐσία. Ἡ διάκριση ἐπέτρεψε στόν Παλαμᾶ νά ὑπερασπιστεῖ τόν ἡσυχασμό, τόν μοναχισμό, ἐπιβεβαιώνοντάς τον καί ἔδωσε τή δυνατότητα στούς πιστούς νά μιλοῦν γιά τίς θεϊκές ἐνέργειες. Οἱ πιστοί δέν μποροῦν νά συμμετέχουν ἄμεσα στή θεία οὐσία. Ὡστόσο, εἶναι σέ θέση νά μετέχουν στίς ἐνέργειες πού εἶναι ὁ τρόπος τοῦ Θεοῦ τῆς ἕνωσης μέ τούς πιστούς.
Γιά τόν Θεόκλητο ὁ μοναχισμός δίνει ἔμφαση στήν ἰδέα τῆς «ἐσωτερικῆς ἡσυχίας» ὡς μέσο γιά τήν ἐπίτευξη ἑνός ἄμεσου ἐσωτερικοῦ ὁράματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ μυστική θεολογία τῶν Πατέρων ἦταν ὁμόφωνος στή μέθοδο τῆς ἐσωστρέφειας καί ἐνδοσκόπησης ὡς βοηθητικοῦ μέσου πρός αὐτοσυγκέντρωση. Ἡ μυστική γνώση ἀπό τήν ἡσυχαστική ἐμπειρία καί τίς θεῖες ἐλλάμψεις τῆς ψυχῆς, χαρακτηρίζει τήν πρός ἑαυτόν στροφήν τοῦ νοῦ ὡς «ἑαυτοῦ τήρηση».
Γιά τόν Θεόκλητο πολλοί στοχαστές ἀναμιγνύονται σέ θεολογικές συζητήσεις στηριζόμενοι μόνο ἐπί φιλοσοφικῶν ἀρχῶν καί ἀξιωμάτων γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί κινοῦνται στό ἴδιο πνεῦμα μέ αὐτό τοῦ Καλαβρίας Βαρλαάμ τόν 14ο αἰώνα, ἐξοικειωμένοι μέ τή διδασκαλία τοῦ Ἀριστοτελισμοῦ καί τῆς σχολαστικῆς θεολογίας οἱ ὁποῖοι ὑποτιμοῦν τους μυστικούς Πατέρες γιά τήν πρακτική τῆς μυστικῆς θεολογίας.
Γιά τόν Θεόκλητο αὐτή ἡ σχολαστική θεολογία συνήθως ὁδηγεῖ σέ ἕναν φυσιοκρατικό ἀγνωστικισμό, ὁ ὁποῖος πρῶτον ὑποτιμᾶ τήν νοερά προσευχή ὡς ἀρχή μετοχῆς στό Χριστό, ἀλλά ὑποτιμᾶ ἐπίσης τήν ἔννοια τῆς ἐσωτερικῆς ἡσυχίας, τοῦ ἐσωτερικοῦ ὁράματος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὑποτιμήθηκε τόν δέκατο τέταρτο αἰώνα, δηλαδή τήν ἐποχή ὅταν ἀνακινήθηκε τό θέμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τό ζήτημα ἐάν ὁ ἀνθρώπινος νοῦς πρέπει νά κινεῖται πρός τά ἔξω ἤ πρός ἑαυτόν.
Ὁ Παλαμᾶς ἔγραφε περί τῶν ἐν Θαβωρίῳ ἰδόντων τήν ἄκτιστη δόξα, καί ὁ Θεόκλητος ὁραματιζόταν τή θέα τοῦ Θεοῦ. Τό συνεχές πνευματικό ζητούμενο τοῦ Θεοκλήτου ἦταν ΑΝΑΛΟΓΟ τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ: ἡ διέγερση τοῦ ἔρωτα περί τοῦ ἀκτίστου φωτός. Ζοῦσε καί μετέδιδε μήνυμα ἁγίας ἐρήμου, τοῦ θείου ἔρωτα καί τῆς λατρείας ὡς ἐνέργειας συγκρατητικῆς, ἑνοποιητικῆς τῆς προσωπικότητας πού κινεῖται πρός τό Θεό. Γι’ αὐτό καί ἡ πνευματικότητα τοῦ Θεοκλήτου στρέφεται στό πνεῦμα τῶν ἁγίων Πατέρων σέ θεολογία θεμελιωμένη στήν ἐμπειρία τῶν μυστικῶν Πατέρων, θεοκεντρική καί χριστοκεντρική, ὅπου ἡ θεία χάρις καινώνει τόν ἄνθρωπο.
Αὐτή ἡ πνευματικότητα προσέφερε στό Θεόκλητο πνευματική ἐλευθερία καί παρρησία ἀπό δεσμεύσεις πού ἐργαλειοποιοῦν τή θεολογία καί τή θρησκεία. Δέν εἶναι τυχαῖο πού ἡ πνευματικότητά του ἔγινε ἡ φωνή τῆς συνείδησης γιά τήν Ἐκκλησία. Ἔβλεπε τή θεολογική σκέψη νά ἐγκλωβίζεται σέ ἀναγκαστικά σχήματα ἤ νά καθηλώνεται σέ μόνιμα ἐθνικοχριστιανικά σχήματα καί τήν πνευματικότητα νά ἐξαντλεῖται σέ ἠθικές τυπολατρίες καί σχέσεις ἐξουσιαστικές, τίς ὁποῖες ἀποκαλοῦσε δῆθεν θεολογίες καί θεολογίες τῶν παθῶν. Γιά ἐκεῖνον ἡ μόνη ἀναγκαιότητα ἦταν ὁ πνευματικός νόμος, ὅπως τόν ἀποκαλοῦσε. Ὅλοι οἱ ἄλλοι συσχετισμοί ἦταν ἐνδεχομενικοί καί σχετικοί. Συνεπῶς, ἡ ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ παρέπεμπε σέ μία ἐξελιγμένη καί ὑπόρρητη εἰδωλολατρεία.
Κλείνοντας, διαπιστώνουμε ὅτι μέσα ἀπό τήν πνευματική πορεία τοῦ Θεοκλήτου ἐπηρέασε μία ἀναθεώρηση τῶν προσανατολισμῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀνάλογη τοῦ μεγέθους τοῦ Lossky μέ τή «Μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας» καί τοῦ Meyendorff μέ τή μελέτη τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ.
Ἐπιπλέον, ἐπηρέασε πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἐπανεκτίμησης τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, ὅπου οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές φωτίζουν τό γνωσιακό μέρος τῆς ψυχῆς ἀκολουθώντας τήν Παλαμική παράδοση. Ὁ Θεόκλητος θά λέγαμε ὅτι σέ μιά ζωή τίμησε καί ἀνέδειξε τήν παλαμική παράδοση ὡς ἀξιόπιστη καί αὐθεντική πνευματική διαδρομή.
Ἡ πνευματική αὐτοβιογραφία τοῦ Θεοκλήτου, σύμφωνα μέ τήν δική μου ἀνάγνωση καί ἔμφαση, ἀναπτύσσεται μέ ἄξονα τή θεολογία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ, μόνο πού στή ζωή του δέν εἶχε τόν Βαρλαάμ ὡς ἀντίλογο, ἀλλά μία ὁλόκληρη νοοτροπία ἐντός καί ἐκτός θεολογικοῦ λόγου, ὅπως τήν ἀνέπτυξα στήν ὁμιλία μου.
- Προβολές: 366