Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Αὐτοκριτική μέ τόν νοῦ στήν κρίση τοῦ Θεοῦ
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἡ αὐτοκριτική, ὡς λέξη καί ὡς αἴτημα, ἀκούγεται πολύ συχνά στίς μέρες μας, συνήθως ἀπό τά στόματα πολιτικῶν, ὅταν βρίσκονται ἀντιμέτωποι μέ δυσχερεῖς καταστάσεις, κυρίως μέ ἀποτυχίες τῶν σχεδιασμῶν τους ἤ μέ τραγικά ἀποτελέσματα ἀπό ἀμέλειες ἤ ἀβελτηρίες τῶν ὀργάνων τοῦ Κράτους ἤ ἄλλων ὀργανισμῶν (χαρακτηριστική περίπτωση τό πολύνεκρο δυστύχημα στά Τέμπη ἤ ἡ πυρκαγιά στό Μάτι).
Συνήθως, ὅμως, ἡ αὐτοκριτική μένει μόνο κενή λέξη, χωρίς πρακτικά ἀποτελέσματα. Κάποιες φορές μάλιστα χρησιμοποιεῖται καί ὡς τρόπος διαφυγῆς ἀπό τήν συζήτηση γιά τόν ἐντοπισμό τῆς εὐθύνης τῶν πραγματικά ὑπευθύνων. Ἀκοῦμε τακτικά: «Κάναμε τήν αὐτοκριτική μας» καί ὅλα τελειώνουν σ’ αὐτόν τόν λόγο, ἀφήνοντας ἀθεράπευτη τήν αἰσθένεια πού παρουσίασε ἀκόμη καί θανατηφόρα συμπτώματα.
Γιά νά μή μένουμε, ὅμως, σέ γενικές διατυπώσεις καί ἄκαρπη καί ἀνέξοδη κριτική, θά ἀναφερθοῦμε σέ μιά καταγραμμένη πρότυπη αὐτοκριτική, πού μᾶς ἔρχεται ἀπό τόν 16ο αἰώνα καί μᾶς παρέδωσε ἡ γραφίδα τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἄρτης, ἡ μνήμη τοῦ ὁποίου ἑορτάζεται στίς 27 Νοεμβρίου.
Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός ἔζησε καί ἔδρασε σέ δύσκολη ἐποχή, στόν πρῶτο αἰώνα τῆς Ὀθωμανοκρατίας καί μέ τίς συγγραφές του προσπάθησε νά περισώση καί νά δώση στόν λαό τῆς Ἐκκλησίας ὅ,τι εἶχε ἐπιβιώσει ἐκεῖνα τά δύσκολα χρόνια ἀπό τήν παράδοση τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου.
Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι, ὅταν ὁ ὅσιος Δαμασκηνός ἐκάρη μοναχός, τό Καθολικό τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου εἶχε ἤδη μετατραπῆ σέ τζαμί (αὐτό ἔγινε ἐπί Βαγιαζίτ Β’, δηλαδή πρίν ἀπό τό 1512), ἡ ἀδελφότητα ὅμως τῶν Στουδιτῶν μοναχῶν συνέχισε νά ὑπάρχη, πιθανῶς μέχρι τό τέλος τοῦ 16ου αἰώνα, χωρίς νά εἶναι γνωστός ὁ τόπος τῆς ἐγκαταβιώσεώς της. Οἱ τελευταῖοι γνωστοί Στουδίτες εἶναι ὁ ὅσιος Δαμασκηνός (+1577) καί ὁ ὅσιος Διονύσιος ὁ Ρήτωρ (+1605).
Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός ἦταν μετριόφρων καί ἤπιος, ὅμως προκειμένου νά ἐνεργοποιήση ἀδρανεῖς συνειδήσεις, ὁ λόγος του γινόταν σέ κάποια κείμενά του ὀξύς. Ἡ μετριοφροσύνη του εἶναι μαρτυρημένη ἀπό τούς συγχρόνους του, ἀκόμη καί ἀπό ἑτερόδοξους. Γιά παράδειγμα, ὁ Στέφαν Γκέρλαχ, Γερμανός Λουθηρανός θεολόγος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει στήν Κωνσταντινούπολη στό πλαίσιο τῶν προσπαθειῶν τῶν Προτεσταντῶν τῆς Τυμβίγκης νά ἔλθουν σέ διάλογο μέ τούς Ὀρθοδόξους, ἄν καί εἶχε μεγάλη ἀντιπάθεια πρός τούς κληρικούς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γιά τόν ὅσιο Δαμασκηνό ἔλεγε: «Ὑπέρ πάντα ἄλλον ἐπαινεῖται ὁ Ἐπίσκοπος Δαμασκηνός τῆς Ρενδίνης [μετέπειτα Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης] λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφροσύνης, ὀλιγαρκείας καί τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».
Ἡ ἀγάπη, ὅμως, τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, ὁρισμένες φορές ἔκαναν τόν λόγο του (ὅπως προαναφέραμε) ὀξύ. Αὐτή ἡ ὀξύτητα εἶναι ἔκδηλη στόν διάλογό του μέ τόν ἡγούμενο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὁ ὁποῖος διαζώζεται σέ ἕνα χειρόγραφο τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων. Τόν «Διάλογο» τόν γνωρίζουμε, ὅπως τόν ἐξέδωσε ἡ καθηγήτρια κ. Ἑλένη Κακουλίδη-Πάνου, μέ σχετική εἰσαγωγή, ἀπό τήν ὁποία παίρνουμε ὁρισμένα στοιχεῖα.
Ὁ «Διάλογος» τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ εἶναι μιά διδακτική συζήτηση. Ὁ «διδάσκων» ἀπαντᾶ στίς ἐρωτήσεις τοῦ συνομιλητῆ του ἐκθέτοντας τίς ἀπόψεις του. Στόν διάλογο τοῦ ὁσίου Δαμασκηνοῦ ὁ Χρ. Φιλητᾶς ἔδωσε τόν τίτλο: «Δαμασκηνοῦ ἐπισκόπου Ρονδίνης διάλογος μετά τοῦ ἡγουμένου τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ἤτοι ταλανισμός κατά τῶν νῦν τῆς Ἑλλάδος ἐπισκόπων». Ὁ Κ. Σάθας δίνει διαφορετικό τίτλο: «Κωμωδοδιάλογος Δαμασκηνοῦ Ρεντίνης κατά Ἀρχιερέων[...]». Αὐτοί οἱ τίτλοι, ὅμως, δέν δόθηκαν ἀπό τόν ὅσιο Δαμασκηνό, καί ἰδιαίτερα τοῦ Σάθα δημιουργεῖ λανθασμένες ἐντυπώσεις γιά τόν σκοπό τῆς καταγραφῆς αὐτοῦ τοῦ διαλόγου. Στό μοναδικό χειρόγραφο πού σώζεται στήν Μονή τῶν Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπιγράφεται: «Διάλογος Δαμασκηνοῦ ἐπισκόπου Ρεντίνης. Τά δέ πρόσωπα ὁ αὐτός ἐπίσκοπος καί ὁ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας ἡγούμενος».
Ὁ «Διάλογος» δέν ἔχει τόν χαρακτήρα κωμωδίας. «Μέ τόν ὅρο κωμωδία χαρακτηρίζεται κάθε ἔργο πού ἔχει ὡς σκοπό νά διασκεδάσει μέσω κάποιου χιουμοριστικοῦ θέματος». Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός δέν ἔχει τέτοιο σκοπό. Ὁ «Διάλογός» του, ἐπίσης, δέν εἶναι σάτιρα, ὅπως ἦταν ἡ κωμωδία στό ἀρχαῖο ἑλληνικό θέατρο, διότι «ἡ σάτιρα ἐπιχειρεῖ τόν ἐμπαιγμό κάποιας ἔννοιας ἤ προσώπου πού ὁ καλλιτέχνης θεωρεῖ ὅτι ἀξίζει τέτοια ἀντιμετώπιση. Γίνεται μέσω μεθόδων ὅπως εἶναι ἡ παρωδία, ἡ ὑπερβολή, ἡ σύγκριση, ἡ ἀναλογία καί ἡ εἰρωνεία».
Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός δέν σατιρίζει, δέν ἐμπαίζει. Μέ τόν διάλογο ἀποβλέπει στό νά δείξη στόν ἡγούμενο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τίς εὐθύνες καί τίς δυσκολίες τῆς Ἀρχιερωσύνης κατά τόν καιρό τους, καί κυρίως τό ἐνδεχόμενο «νά στερηθῇ τινάς», ἄν ἀνέτοιμος ἀναλάβη τέτοια πνευματική εὐθύνη, «τήν βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ καί νά λάβῃ τά κακά καί αἰώνια κολαστήρια». Ἔβλεπε τόν Ἡγούμενο νά ἐπιθυμῆ τοῦ «καλοῦ ἔργου» τῆς Ἀρχιερωσύνης μέ ἀγαθές προθέσεις καί θέλει νά τόν προσγειώση στήν πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς του. Χαρακτηριστικό τῆς πνευματικότητας τῶν δύο συνομιλητῶν εἶναι τό κριτήριο πού βάζει ὁ ὅσιος Δαμασκηνός γιά τήν ἀνάληψη κάποιου ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου. Εἶναι ἡ εἴσοδος στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤ στήν αἰώνια κόλαση. Εἶχε τόν νοῦ του στήν κρίση τοῦ Θεοῦ.
Μέ πολύ αἰχμηρό λόγο περιγράφει τήν πνευματική ὑποβάθμιση τῶν προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ἐποχή του. Ὅμως, ταυτόχρονα δέν ἀφήνει τόν συνομιλητή του νά ἀπελπιστῆ, ὅτι «ἐξέλιπεν ἡ πίστις». Τοῦ λέει:
«Ἔχε θάρρος, ὦ φίλε, μή φοβᾶσαι ἐκεῖ ὁπού δέν εἶναι φόβος, διότι δέν ἀχρειώθη οὐδέ ἐχάθη ἡ πίστις τῶν χριστιανῶν...ἡ πίστις μένει μέσα εἰς ἐκείνους ὁπού ἔχουν φόβον Θεοῦ καί εἰς ἐκείνους ὁπού ἐλπίζουν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ». Καί φέρει ὡς παράδειγμα πολλούς «ὁπού σώνουνται καί φυλάγουν τήν πίστιν». Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἀναφέρεται κυρίως σέ μοναστικά κέντρα: «Καί μέσα εἰς τό περίφημον Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνος καί εἰς τήν μονήν...ὁπού λέγεται Μετέω¬ρον, εἶναι καί τινές [πού φυλάγουν τήν πίστιν καί] εἰς τό ἐδικόν σας μοναστήριον τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας καί εἰς ἄλλα μέρη».
Καί στήν συνέχεια, κάνοντας κριτική καί αὐτοκριτική, ἀναφέρει ἀμέλειες καί παραβάσεις ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί ἱερῶν Κανόνων. Παραθέτουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἐν λόγῳ διάλογο πού ἀφορᾶ τό κήρυγμα, πού εἶναι ἔργο κατεξοχήν τῶν Ἀρχιερέων. Μέ χρήση σχετικοῦ ἱεροῦ Κανόνα προτρέπει ἐλεγκτικά τούς Ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς νά κηρύττουν στίς ἐκκλησίες καί τούς ὑποδεικνύει μάλιστα καί τό πῶς πρέπει νά κηρύττουν. Γράφει:
«Καί τό νθ' (59ον) κεφάλαιον τῆς ἐν Τρούλλῃ ἁγίας συνόδου παραβαίνομεν, ὁπού λέγει ὅτι πρέπει τούς προεστῶτας τῶν ἐκκλησιαστικῶν, ἤγουν τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς καί εἰς ὅλας μέν τάς ἡμέρας, ἀμή ξεχωριστά εἰς τές Κυριακές ὅλου τοῦ χρόνου νά διδάσκουσιν ὅλον τόν κλῆρον καί τόν λαόν τούς λόγους τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐλαβείας, μαζώνοντας ἐκ τῆς θείας Γραφῆς τά νοήματα καί τάς κρίσεις, καί νά μήν ἐβγαίνουν ἀπό τούς ὅρους ὁπού ἔθηκαν οἱ ἅγιοι πατέρες, ἀμή ἄν πέση ὁ λόγος τῆς Γραφῆς εἰς ἐξέτασιν νά μήν τόν ἐξηγᾶ τινας ἄλλης λογῆς, παρά μόνον καθώς ἐπαράφηκαν οἱ τῆς ἐκκλησίας φωστῆρες καί διδάσκαλοι εἰς τά βιβλία αὐτῶν, οἱ ἅγιοι τούς ὁποίους ἑορτάζει καί πανηγυρίζει ἡ ἐκκλησία ἡμῶν, καί περισσότερον νά σπουδάζουν νά διδάσκουν μέ τούς λόγους τῶν ἁγίων παρά νά κάμνουν ἐδικούς τους λόγους, ἐπειδή τυχαίνει καί δέν δύνεται [δέν μπορεῖ] καθένας νά ἑρμηνεύσῃ τήν Γραφήν ὡσάν ἐκείνους, διά νά μήν ἐβγαίνουν ἔξω ἀπό τό πρέπον τῆς διδασκαλίας ἀπό τήν ἀμαθίαν τους, ἐκεῖνοι ὁπού δέν ἠξεύρουν νά ἑρμηνεύσουν τάς θείας Γραφάς ὡσάν τούς ἁγίους καί μεγάλους διδασκάλους τῆς ἐκκλησίας, Βασίλειον τόν Μέγαν, Γρηγόριον τόν Θεολόγον καί Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον καί τούς λοιπούς. Λέγει δέ ὁ κανών καί τοῦτο, ὅτι ἀπό τές διδασκαλίες ὁπού θέλουν γίνεσθαι εἰς τοιοῦτον τρόπον ἐμποροῦσιν οἱ προεστῶτες τῶν ἐκκλησιῶν ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς καί διάκονοι καί οἱ λοιποί κληρικοί καί διδάσκαλοι νά κυβερνοῦσι τήν ἀνθρωπίνην ζωήν κάμνοντες τούς ἀνθρώπους νά γνωρίζουν ποῖα καμώματα εἷναι καλά καί συμφέροντα εἰς τήν ψυχήν καί ποῖα εἶναι βλαβερά καί ἀνωφελῆ, καί μέ τήν γνῶσιν ταύτην γυρίζει καί στρέφεται κάθε ἄνθρωπος ἀπό τό κακόν εἰς τό καλόν. Κάμνοντας ἔτσι οἱ ἐκκλησίας προεστοί καί διδάσκαλοι δέν θέλουν σφάλει ποτέ μηδέ αὐτοί μηδέ ὁ λαός, διότι ἔστοντας νά ’χουσι προσοχήν εἰς τήν διδασκαλίαν καί οἱ λέγοντες καί οἱ ἀκούοντες ἀναγκάζονται καί παρακινοῦνται εἰς ἀγαθοεργία καί κανένα κακόν δέν παθαίνουν, διότι ὁ φόβος τῶν αἰωνίων κολάσεων τούς κάμνει νά γυρεύουν τήν σωτηρίαν τους».
Ὁ ὅσιος Δαμασκηνός, ὡς Ἀρχιερέας, ἔπαιρνε πάνω του τό βάρος ὅλων τῶν παραλείψεων τῶν ἀδελφῶν του Ἀρχιερέων, κάνοντας ποιμαντική αὐτοκριτική μέ τόν νοῦ του στήν κρίση τοῦ Θεοῦ.
- Προβολές: 750