Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, 2 Δεκεμβρίου
Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Πορφύριος γεννήθηκε στήν Εὔβοια, καί συγκεκριμένα στό χωριό ἅγιος Ἰωάννης, τῆς Ἐπαρχίας Καρυστίας. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Εὐάγγελος, καί οἱ γονεῖς του, Λεωνίδας καί Ἑλένη, ἦταν εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι. Ὁ πατέρας του ἦταν καί ψάλτης. Μετανάστευσε, ὅμως, στήν Ἀμερική, λόγῳ οἰκονομικῶν δυσκολιῶν, ἀλλά καί ὁ Εὐάγγελος ἀναγκάσθηκε νά ἐργασθῆ ἀπό τήν ἡλικία τῶν ἑπτά ἐτῶν, γι’ αὐτό καί τελείωσε μόνο στήν Α΄ Τάξη τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου. Στήν ἡλικία τῶν δώδεκα ἐτῶν ἔφυγε κρυφά γιά τό Ἅγιον Ὄρος, μέ τόν πόθο νά μιμηθῆ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Καλυβίτη, τόν ὁποῖον ἀγάπησε, ὅταν διάβασε τόν βίο του. Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τόν ὁδήγησε στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων καί στήν ὑποταγή δύο Γερόντων, τοῦ Παντελεήμονος, ὁ ὁποῖος ἦταν καί πνευματικός, καί τοῦ κατά σάρκα ἀδελφοῦ του Ἰωαννικίου. Ἀφοσιώθηκε στούς δύο αὐτούς Γέροντες μέ μεγάλη ἀγάπη καί ἀπόλυτη ὑπακοή.
Δεκατεσσάρων ἐτῶν ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Νικήτας. Μετά ἀπό δύο χρόνια ἔγινε μεγαλόσχημος. Λίγο ἀργότερα ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό διορατικό χάρισμα. Στά δεκαεννέα του χρόνια ἀρρώστησε σοβαρά καί ἀναγκάσθηκε νά ἐγκαταλείψη τό Ἅγιον Ὄρος. Ἐπέστρεψε στήν Εὔβοια καί ἐγκαταβίωσε στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους Λευκῶν. Εἴκοσι ἐτῶν χειροτονήθηκε ἱερέας στόν Ἅγιο Χαράλαμπο Κύμης ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Σινᾶ Πορφύριο Γ΄, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Πορφύριος. Mετά ἀπό δύο χρόνια χειροθετήθηκε πνευματικός καί λίγο ἀργότερα ἔλαβε τό ὀφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη.
Τό 1940 ἀνέλαβε καθήκοντα ἐφημερίου καί πνευματικοῦ στήν Πολυκλινική Ἀθηνῶν, καί ἄσκησε τήν διακονία του αὐτή μέ μεγάλο ζῆλο. Τό 1955 ἐγκαταστάθηκε στά Καλλίσια, ὅπου εἶχε μισθώσει ἀπό τήν Ἱερά Μονή Πεντέλης τό ἐκεῖ εὑρισκόμενο μονύδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου μέ τήν ἀγροτική περιοχή πού τό περιέβαλλε, τήν ὁποία καλλιεργοῦσε μέ ἐπιμέλεια. Τό 1979 ἐγκαταστάθηκε στό Μήλεσι, ἐπιθυμώντας νά ἱδρύση Μοναστήρι. Στήν ἀρχή ἔμενε σέ ἕνα τροχόσπιτο καί μετά σέ ἕνα ἀπέριττο κελλί ἀπό τσιμεντόλιθους, ἄν καί ἡ ὑγεία του ἦταν κλονισμένη. Τό 1984 μετακόμισε σέ κτίσμα τῆς ὑπό ἀνέγερση Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, γιά τήν ἵδρυση τῆς ὁποίας ἐργάσθηκε ἀκαταπόνητα, παρά τά σοβαρά προβλήματα τῆς ὑγείας του, καί τόν Φεβρουάριο τοῦ 1990 ἀξιώθηκε νά ἰδῆ τήν θεμελίωση τοῦ Καθολικοῦ της. Τόν Ἰούνιο τοῦ 1991, προαισθανόμενος τό τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του, ἀνεχώρησε γιά τό Καλύβι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου εἶχε καρῆ μοναχός πρίν ἀπό 70 περίπου χρόνια.
Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ τήν 2α Δεκεμβρίου 1991.
Τήν 27η Νοεμβρίου 2013 ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τόν ἐνέγραψε στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν συνέχεια θά παρατεθοῦν ἀποσπάσματα ἀπό ὁμιλίες του, γιά νά ὀσφρανοῦμε τήν εὐωδία, καί νά γευθοῦμε τήν γλυκύτητα τοῦ ζωντανοῦ, ἐμπειρικοῦ καί παρακλητικοῦ λόγου του.
Ἡ Ἐκκλησία «εἶναι θεῖο καθίδρυμα ἄναρχο, ἀτελεύτητο, αἰώνιο, ὅπως ὁ ἱδρυτής της, ὁ Τριαδικός Θεός, εἶναι ἄναρχος, ἀτελεύτητος, αἰώνιος». «Ὑπῆρχε πρό τῶν αἰώνων, πρό τῶν ἀγγέλων, πρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου». «Εἶναι ἔκφραση τῆς πολυποίκιλης σοφίας τοῦ Θεοῦ». «Μπαίνοντας στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία, ἐρχόμαστε στόν Χριστό, μπαίνουμε στό ἄκτιστο», «ἑνωνόμαστε μέ τούς συνανθρώπους μας καί γευόμαστε τίς χαρές καί τίς λύπες τους, καί τούς νιώθουμε δικούς μας, ὅταν προσευχόμαστε γιά ὅλους, ὅταν πονᾶμε γιά τήν σωτηρία τους».
«Μέσα στήν Ἐκκλησία γινόμαστε ἕνα μέ κάθε δυστυχισμένο καί πονεμένο ἁμαρτωλό». Ἀκόμα, «εἴμαστε ἕνα καί μέ τούς συνανθρώπους μας πού δέν εἶναι κοντά στήν Ἐκκλησία», ἀλλά «εἶναι μακριά ἀπό ἄγνοια». Προσευχόμαστε καί γι’ αὐτούς, «γιά νά τούς φωτίσει ὁ Θεός καί νά τούς ἀλλάξει».
«Γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει ἀπόσταση, ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε εἴμαστε ὅλοι μαζί», ἐπειδή «ὅταν μᾶς συνδέει ὁ Χριστός οἱ ἀποστάσεις δέν ὑπάρχουν». «Δέν μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει οὔτε ὁ θάνατος», γι’ αὐτό «ὅταν φύγω ἀπό τήν ζωή αὐτή θά εἶναι πιό καλά, διότι θά εἶμαι πιό κοντά σας».
«Ἀγαπῆστε τήν προσευχή». «Γιά νά μή ζῆτε στό σκοτάδι, γυρίστε τόν διακόπτη τῆς προσευχῆς, ὥστε νά ἔλθει τό θεῖο Φῶς στήν ψυχή σας». «Στήν προσευχή μπαίνουμε χωρίς νά τό καταλάβουμε». «Ἡ ἀναστροφή μέ τόν Χριστό, ἡ συζήτηση, ἡ μελέτη, ἡ ψαλτική, τό καντηλάκι, τό θυμίαμα γίνονται τό κατάλληλο κλίμα, ὥστε ὅλα νά γίνουν ἁπλά».
Ἔλεγε ὅτι ἡ ἀγωγή τῶν παιδιῶν ἀρχίζει ἀπό τήν ὥρα τῆς συλλήψεώς τους. Γι’ αὐτό «πρέπει ἡ μητέρα νά προσεύχεται πολύ κατά τήν περίοδο τῆς κυήσεως καί νά ἀγαπάει τό ἔμβρυο, νά διαβάζει ψαλμούς, νά ψάλλει τροπάρια, νά ζῆ ζωή ἁγία».
Ἔλεγε, ἐπίσης, ὅτι τά παιδιά δέν τά σώζουν οὔτε οἱ συμβουλές, οὔτε ἡ πειθαρχία, οὔτε ἡ αὐστηρότητα, ἀλλά ἐπηρεάζονται θετικά ἀπό τό φωτεινό παράδειγμα τῶν γονέων τους. Καί ὅτι «ἄν οἱ γονεῖς δέν ζοῦν ζωή ἁγία, ἄν δέν μιλοῦν μέ ἀγάπη, ὁ διάβολος τούς ταλαιπωρεῖ μέ τίς ἀντιδράσεις τῶν παιδιῶν».
«Ἡ βασκανία εἶναι πολύ ἄσχημο πράγμα. Εἶναι ἡ κακή ἐπίδραση πού γίνεται, ὅταν κανείς ζηλέψει κάτι ἤ κάποιον. Θέλει μεγάλη προσοχή». Ὅταν, ὅμως, εἶναι κανείς «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί ἐξομολογεῖται καί μεταλαμβάνει καί ἔχει πάνω του τόν Σταυρό, δέν τόν πιάνει τίποτε. Ὅλοι οἱ δαίμονες νά πέσουν πάνω του δέν καταφέρνουν τίποτε».
«Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού μοῦ ἔδωσε πολλές ἀρρώστιες». «Ἔχω καί καρκίνο στήν ὑπόφυση. Δημιουργήθηκε ἐκεῖ ὄγκος πού μεγαλώνει καί πιέζει τό ὀπτικό νεῦρο. Γι’ αὐτό τώρα πιά δέν βλέπω. Πονάω φοβερά. Προσεύχομαι, ὅμως, σηκώνοντας τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ μέ ὑπομονή». «Εἶναι πολύ ὡραία ἡ ἀρρώστια μου, τήν αἰσθάνομαι ὡς ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ». «Δέν παρακαλῶ τόν Θεό νά μέ κάνη καλά, ἀλλά νά μέ κάνη καλό».
«Νά μάθετε νά ἐγκαταλείπετε τόν ἑαυτό σας στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Τότε Ἐκεῖνος θά ἔρχεται στίς ψυχές σας καί θά τίς χαριτώνει».
«Ὁ θάνατος εἶναι μιά γέφυρα πού θά μᾶς πάει στόν Χριστό. Μόλις κλείσουμε τά μάτια μας, θά τά ἀνοίξουμε στήν αἰωνιότητα. Θά παρουσιαστοῦμε μπροστά στόν Χριστό. Στήν ἄλλη ζωή θά ζοῦμε "ἐκτυπότερον" τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ».
«Νά ἀγαπᾶμε νά θυσιαζόμαστε γιά ὅλους ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Τότε ἰσορροπεῖ ὁ ἄνθρωπος». Διότι «χωρίς τήν ἀγάπη ἡ προσευχή δέν ὡφελεῖ, ἡ συμβουλή πληγώνει, ἡ ὑπόδειξη βλάπτει καί καταστρέφει τόν ἄλλον».
Ἐπίσης τόνιζε, ὅτι «ὅταν θέλουμε νά μᾶς ἀγαποῦν οἱ ἄλλοι, τότε θά ὑποφέρουμε διότι κανένας δέν θά μᾶς ἀγαπήσει». Ἀντίθετα, «ὅταν ἀγαπᾶμε χωρίς νά ἐπιδιώκουμε νά μᾶς ἀγαποῦν, θά μαζεύονται ὅλοι κοντά μας σάν τίς μέλισσες».
- Προβολές: 457