Skip to main content

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου: Ἐκφράσεις τῆς ὀρθόδοξης συνείδησης κατά τή δεκαετία τοῦ ’60: π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδης, Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης, Φώτης Κόντογλου (A)

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου

Καθηγητοῦ Δογματικῆς ΑΕΑ Ἀθηνῶν, Prof. of Dogmatic AHOS (CA, USA)

Ὁμιλία στό Θ΄ Θεολογικό Συνέδριο τῆς Μητροπόλεως Ναυπάκτου

1. Σχόλιο εἰσαγωγικό

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου: Ἐκφράσεις τῆς ὀρθόδοξης συνείδησης κατά τή δεκαετία τοῦ ’60: π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδης, Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης, Φώτης ΚόντογλουΕἶναι, θαρρῶ, γνωστή ἡ φράση τοῦ μεσαιωνικοῦ δυτικοῦ στοχαστῆ Βερενγάρου τῆς Τούρ, «Nanos gigantum humeribus insidentes», πού ἀναφέρεται στά μεγαλειώδη ἀναστήματα τῆς ἱστορίας τῆς σκέψης ἐπί τῶν ὤμων τῶν ὁποίων ἐπικάθονται ἀπόγονοι καί ἐπίγονοι γιά νά μπορέσουν ἀπό τό ὕψος τῶν παλαιοτέρων νά ἐποπτεύσουν μακράν.

Κάπως ἔτσι αἰσθάνομαι σήμερα καθώς, προσκληθείς λίαν τιμητικῶς ἀπό τόν Μητροπολίτη μας κ. Ἱερόθεο, προτίθεμαι νά παρουσιάσω, κατ' ἀνάγκην ἐν συντομίᾳ, ἕνα ρετάμπλ πού συντίθεται ἀπό τρεῖς, δίχως ὑπερβολή, γίγαντες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖοι στό κατώφλι τῆς δεκαετίας τοῦ ‘60 καί ἐντός αὐτῆς λειτούργησαν μέ τή διδασκαλία τους, τό ἔργο καί κυρίως τό φλογερό πάθος τους γιά τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση καί τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ἡ θρυαλλίδα, ἡ ὁποία μαζί μέ τόν ἐκδοτικό ὀργασμό πατερικῶν ἔργων πού σημειώθηκε τήν ἴδια δεκαετία μέ κέντρο τή Θεσσαλονίκη, ἀνέταμαν τή θεολογική σκέψη καί ζωή στήν πατρίδα μας: π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδης, Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης καί Φώτης Κόντογλου, ἡ τριανδρία πού προκάλεσε τίς πραγματικά βαθιές ἀναταράξεις στήν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία.

Ὑπάρχουν δύο-τρεῖς τρόποι γιά νά συνοψίσει κανείς τό unicum, ἤ ἀλλιῶς τό «ἐξαίρετον» τοῦ ἔργου τους. Ἐδῶ ἐπέλεξα νά προσεγγίσω τήν τριανδρία τῶν ἀνακαινιστῶν τῆς ὀρθόδοξης συνείδησης μέσα ἀπό τήν ὀπτική γωνία πού ὁρίζει ἡ ὀργανική ἑνότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς βιοτῆς στίς ποικίλες «ἀδιαιρέτως διαιρούμενες» ἐκφάνσεις της. Ἔτσι συνθεωρῶ τόν π. Ἰ. Ρωμανίδη καί τόν Διονυσιάτη μοναχό Θεόκλητο ἑστιάζοντας, κατ' ἀνάγκην ἐλλιπῶς καί ἐξάπαντος ἀφαιρετικῶς, στήν διδασκαλία τους γιά τήν ἄρρηκτη ἑνότητα δόγματος καί ἡσυχαστικοῦ ἤθους. Συναφῶς προσεγγίζω τόν Κόντογλου ἐπικεντρώνοντας τό ἐνδιαφέρον μου στήν ζωντανή ἑνότητα πίστης καί νηπτικῆς ἀγωγῆς πού ἐξέφρασε μέσα ἀπό τή «θεολογία τοῦ χρωστήρα», τήν ρωμαίικη ἁγιογραφία, τήν ὁποία μόνος αὐτός ἐπέβαλε μέ προφητικό ζῆλο ἄσβεστο καί ἔργο ἐπίμοχθο.

Ἄς δοῦμε ὅμως ἀδρομερῶς τίς συντεταγμένες τοῦ θεολογικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ χάρτη πρό τῆς ἐμφανίσεώς τους.

2. Τό θεολογικό καί ἐκκλησιαστικό τοπίο πρό τῆς ἐμφανίσεως τῶν τριῶν

Δέν ἔχω τήν παραμικρή πρόθεση ἀπομείωσης τῆς προσφορᾶς τῶν προρωμανιδικῶν ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων τῆς πατρίδας μας. Ὡστόσο γιά νά περιγράψω ἀδρομερῶς τήν ἐπικρατοῦσα στήν πανεπιστημιακή θεολογία κατάσταση μέχρι καί τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ‘60 καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά γίνει ἀντιληπτή ἡ τομή πού ἐπῆλθε, ἀναφέρομαι στήν ἔννοια καί τή λειτουργία τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, ὅπως τήν ὁρίζουν δύο κλασικά ἀκαδημαϊκά ἐγχειρίδια Δογματικῆς συνταγμένα ἀπό προβεβλημένους πανεπιστημιακούς τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰώνα.

Στό Σύστημα δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου καθολικῆς Ἐκκλησίας ὁ λιπαρῆς παιδείας Ζῆκος Ρώσης (1838-1933) περιγράφει εὐθύς ἐξ ἀρχῆς στόν πρόλογό του τήν ἀποστολή τῆς Δογματικῆς ὡς κλάδου τῆς θεολογίας. Ἡ Δογματική, πληροφορεῖ τούς φοιτητές του, ἔχει ἱστορική ἀποστολή, «κατά τήν ἔννοια πού ἔχουν γι' αὐτή οἱ… φιλοσοφικῶς ἤ θεωρητικῶς ἀναπτύξαντες τά σπουδαιότατα δόγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ σοφοί Πατέρες… ὡς καί οἱ νῦν κράτιστοι τῶν δογματικῶν θεολόγων τῆς σοφῆς Γερμανίας». Ἐδῶ φρονῶ ὅτι τά σχόλια περιττεύουν.

Λίγο ἀργότερα, τό 1907, ὁ πολύς Χρῆστος Ἀνδροῦτσος (1867-1935), ἄνδρας ἐγκρατής φιλοσοφικῆς παιδείας καί προικισμένος μέ ὀξεία διάνοια, θά δημοσιεύσει τή Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θά γνωρίσει τό 1956 μιά δεύτερη πανομοιότυπη ἔκδοση. Γενεές κληρικῶν, καθηγητῶν, δασκάλων καί κατηχητῶν ἀνατράφηκαν θεολογικῶς μέ τό πόνημα τοῦτο, πού ἀπό ἀκαδημαϊκῆς ἀπόψεως ὑπῆρξε φέριστο, ἀλλά ἀπό πατερικῆς τουλάχιστον ἐλλειμματικό. Ἰδού πῶς ὁρίζεται τό δόγμα:

«Πᾶν… δόγμα εἶναι ἔννοια ἀποτελεσθεῖσα ἐκ τῶν παραστάσεων ἤ ἐκφράσεων τῆς Ἀποκαλύψεως περί Θεοῦ… ὅν τρόπον καί λογικῶς ἐκ τῶν παραστάσεων μορφοῦνται αἱ ἔννοιαι δι' ἀποχωρήσεως παντός τυχαίου καί ἐπουσιώδους προσαρτήματος».

Ὁ ἀναγνώστης πληροφορεῖται, ἑπομένως, ὅτι τό δόγμα εἶναι ἐννοιακό μόρφωμα καί παράγεται κατόπιν ἀφαιρέσεως ἀπό τή θεία Ἀποκάλυψη τυχαίων ἤ ἐπουσιωδῶν προσαρτημάτων. Ἐπιπλέον, μαθαίνει γιά τή σχέση δόγματος καί ὀρθολογικῆς γνώσης τά ἑξῆς: α) οἱ δογματικές ἀλήθειες ἐρείδονται ὑπό τῆς θείας αὐθεντίας καί β) ὁ ὀρθός λόγος εἶναι «τό ὄργανον τῆς διατυπώσεως, τῆς οἰκειώσεως καί τῆς δικαιώσεως αὐτῶν». Οἱ δογματικές ἀλήθειες κατανοοῦνται ὡς θεωρητικές προτάσεις, τό κύρος τῶν ὁποίων ἐγγυᾶται ἡ αὐθεντία πού ὁ Θεός προσκύρωσε στήν Ἐκκλησία, ἡ δέ θεολογία ὡς ἀκαδημαϊκή σπουδή ἔρχεται μέ τήν ratio, δηλαδή τήν ὀρθολογική σκευή τοῦ ἀνθρώπου, νά τίς διατυπώσει, οἰκειωθεῖ καί δικαιώσει.

Αὐτό πρακτικά σημαίνει ὅτι τά δόγματα ἔχουν ἀνάγκη τούς θεολόγους καί ὄχι οἱ θεολόγοι τά δόγματα. Μέ τόν τρόπο αὐτό μετατρέπεται σέ ἀντικείμενο διανοητικῆς οἰκείωσης καί δικαίωσης τό «ἁπλοῦν σέβας» τῆς πίστεως τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων, τό ὁποῖο ὑπό τήν μορφή τῶν δογμάτων συγκεκριμενοποιεῖται ἀπό τούς «ἐν θεωρίᾳ προκρίτους» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καί ἐν συνόδῳ ἐξαγγέλλεται (δέν ἀποφασίζεται οὔτε ἐπικυρώνεται) ὑπό τῶν Ἐπισκόπων δοξολογικά. Ὅμως τό δόγμα ὡς ἑρμηνευτική πρόταση τῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ χαρισματικῶς βιούμενης ἀλήθειας δέν εἶναι θεωρητική πρόταση, οὔτε ὑπόκειται σέ ὀρθολογική δικαίωση μέ τή βοήθεια τοῦ στοχασμοῦ τῆς σοφῆς Γερμανίας ἤ τοῦ ὀρθοῦ λόγου τῆς πιστεύουσας διάνοιας, κατά τό πρότυπο τῆς αὐγουστίνειας καί ἀκινάτειας θεολογίας τοῦ δυτικοῦ Μεσαίωνα. Τά δόγματα, ὅπως καί τό ἀποστολικό κήρυγμα, λειτουργοῦν διττῶς, ἀφενός συμπυκνώνουν τήν προφηταποστολική πείρα τοῦ ἐν θεοπτίᾳ δοξασμοῦ καί ἀφετέρου λειτουργοῦν ὡς δεῖκτες γιά τούς πιστούς, θεολόγους καί μή, στήν ὅδευσή τους «διά παςῶν τῶν ἡλικιῶν καί τῶν δυνάμεων τοῦ Χριστοῦ» (Γρηγόριος Θεολόγος), «ἕως οὗ καταντήσωμεν οἱ πάντες… εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4,13).

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου: Ἐκφράσεις τῆς ὀρθόδοξης συνείδησης κατά τή δεκαετία τοῦ ’60: π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδης, Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης, Φώτης Κόντογλου

Ἄν μεταβοῦμε τώρα ἀπό τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία στήν πρακτική εὐσέβεια, θά διαπιστώσουμε ὁμοίως προφανῆ ἀπόκλιση ἀπό τήν ἐκκλησιαστική Παράδοση, ἀλλά πρός ἄλλη κατεύθυνση: Τό δόγμα ἀντί νά μᾶς ἀπασχολεῖ ἔστω καί διανοητικῶς, τίθεται σέ ἕνα στεγανό ὑπερῶο γιά νά μήν μᾶς ἐνοχλεῖ. Ἐδῶ τόν τόνο ἀναλαμβάνουν νά δώσουν οἱ χριστιανικές «ἀδελφότητες». Ἀπό αὐτές ἡ «Ἀνάπλασις» τοῦ φιλολόγου Κωνσταντίνου Διαλησμᾶ ἱδρύεται τό 1886, ἐνῶ ἡ πιό γνωστή, αὐτή τῆς «Ζωῆς», ξεκινᾶ τή λειτουργία της τό 1907 (ἐνῶ ἀπό τό 1911 ἐπονομάζεται «Ζωή» ἐκ τοῦ ὁμωνύμου περιοδικοῦ πού ἐξέδιδε) ὑπό τήν διεύθυνση τοῦ Ἀρχιμ. Εὐσεβίου Ματθοπούλου.

Ἕνα πρῶτο δεδομένο πού διαμόρφωσε ἡ «Ζωή» στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα ἦταν ἡ ἀπαλλαγή τοῦ κηρύγματος ἀπό τά πολιτικά καί ἐθνικά ὁράματα, ὅπως αὐτά πού παρενείρονταν ἔντονα στή διδασκαλία τόσο τοῦ Κ. Φλαμιάτου ὅσο καί τοῦ Ἀπ. Μακράκη παλαιότερα. Στά θετικά της πρέπει νά συγκαταλεγεῖ, -κάτι πού κατ' ἐπανάληψιν ὑπογράμμισε ὁ Θεόκλητος Διονυσιάτης- ἡ ὀργάνωση τῆς κατηχητικῆς δράσης καί τοῦ ἐσωτερικοῦ (ἐπαν)εὐαγγελισμοῦ στήν Ἑλλάδα σέ ἐποχές τεράστιας σπάνεως σχετικῶν μέσων καί ἱκανῶν ἀνθρώπων στό χῶρο τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως ἡ δράση τῶν ἀδελφοτήτων ὑπῆρξε ἀπό μιά ἄλλη ἄποψη ἀρνητική γιά τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, στό μέτρο καί τό βαθμό πού χωρίς νά ἀπορρίπτουν τό δόγμα ὤθησαν τίς δογματικές ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας σέ μιά λυμφατική no man’s land ἀποσυνδέοντας ἔτσι τήν δογματική ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν πρακτική ζωή. Ἡ συνακόλουθη αὐτονόμηση τοῦ ἠθικοῦ βίου ὁδήγησε στήν καλλιέργεια ἑνός ἀδογμάτιστου ἠθικοῦ ἀκτιβισμοῦ παρόμοιου, ἀπό κάποια ἄποψη, μέ αὐτό τῶν Γερμανῶν Πιετιστῶν τοῦ τέλους τοῦ 17ου καί τῶν ἀρχῶν τοῦ 18ου. Ὁ ἀκτιβισμός αὐτός ἐνισχύθηκε ἔτι μᾶλλον ἀπό τίς πραγματικές, εἶναι ἀλήθεια, ἀνάγκες τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἀλλά καί ἀπό τήν ἀναιμική, ἄν ὄχι ἀνύπαρκτη, ὕπαρξη μοναστικῶν κέντρων καλλιέργειας τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς τῆς νήψεως καί τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, πού δέν ἠθικοποιεῖ ἁπλῶς τόν ἄνθρωπο ἀλλά τόν μεταμορφώνει σέ κατά χάριν ζῶσα εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐν αἰσθήσει καί πληροφορίᾳ καρδίας πολλή» (Διάδοχος Φωτικῆς). Ἑπομένως, κατά δίκαιη κρίση θά ἰσχυριζόταν κανείς ὅτι λόγω τῶν τεραστίων ἐλλείψεων τῆς διοικούσας Ἐκκλησίας δέν ἐπιτρέπεται ἡ καταδίκη τοῦ φαινομένου τῶν «ἀδελφοτήτων» ἤ «κινήσεων», παρόλο τόν ἀκτιβιστικό τύπο «εὐσέβειας» πού ἐκ τῶν πραγμάτων καλλιέργησαν. Θά ἦταν, βεβαίως, ἄστοχο νά τίς χαρακτηρίσουμε ὡς ἀναγκαῖο κακό, ἐπειδή τό κακό δέν εἶναι ποτέ ἀναγκαῖο ἀλλά μόνον, ἐνίοτε, ἄφευκτο. Σκοπιμότερο εἶναι νά ἀποφύγουμε ἐν προκειμένῳ ἀξιολογικές κρίσεις καί νά ἐξετάζουμε τό φαινόμενο ἐντός τῶν ἰδιαζουσῶν κοινωνικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν συναφειῶν ὅπου ἀνεφύη. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό θά ἔκανα λόγο γιά ρήξη μέ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογική παράδοση τοῦ νηπτικοῦ-ἀσκητικοῦ συναμφοτέρου «πράξεως καί θεωρίας», ἀσκήσεως καί λειτουργικῆς ζωῆς. Τό κενό «ἀσυνέχειας» πού προέκυψε δέν μπόρεσε νά καλυφθεῖ παρά μόνον μερικῶς ἀπό τίς ἁγνές προθέσεις καί τόν ἔμπυρο ζῆλο «ἐπανευαγγελισμοῦ» μιᾶς κοινωνίας, ἐν μέρει τουλάχιστον, ποιμαντικῶς ἄστεγης.

Κι ἄς μήν νομίσουμε ὅτι ἡ κατάσταση ἐνέπνεε περισσότερη αἰσιοδοξία στή Ρωσία. Ὁ ἀείμνηστος π. Ἰ. Ρωμανίδης δέν κουραζόταν νά ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Ρωσική Ἐκκλησία εἶχε ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ 16ου αἰώνα καταδικάσει μαζί μέ τόν φωτιστή τῶν Ρώσων ἅγιο Μάξιμο τόν Γραικό καί τήν ἡσυχαστική παράδοση. Ἡ ἀπόφανση αὐτή μπορεῖ νά φαίνεται καί, ἀπό μιά ἄποψη, νά εἶναι ὄντως ὑπερβολική, λαμβανομένης ὑπ' ὄψιν τῆς πολύμορφης ἐκκλησιαστικῆς γεωγραφίας τῆς ρωσικῆς γῆς, ἐντούτοις δέν στερεῖται πυρήνα ἀληθείας. Ἀκόμη καί ἡ κοσμογονική γιά τήν φιλοκαλική βιοτή δράση στό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 18ου αἰώνα τῶν ὁσίων Παΐσίου Βελιτσκόφσκυ ((Паисий Величковский, 1722-1794) καί Βασιλείου (Μπασίλε) τῆς Ποϊάνα Μαρούλουι (1692-1767) πού ἐκτυλίχθηκε στίς περί τόν Ἶστρο περιοχές, προκάλεσε κύματα νηπτικῆς αὔρας στίς σλαβικές χῶρες, ὅμως τόν 19ο καί στίς ἀρχές τοῦ 20ου ἡ ἡσυχαστική παράδοση δέν καλλιεργεῖτο συστηματικά στό εὐρύτερο μοναστηριακό δίκτυο τῆς ρωσικῆς γῆς.

Σταχυολογῶ κάποια δεδομένα. Ὁ στάρετς Θεοφάνης Νοβογέζερσκη (Σοκολόφ, 1752-1832), ἰθύνων νοῦς καί ἀκαταπόνητος ἐργάτης τῆς ἀνασύστασης τοῦ μοναστικοῦ βίου στή Ρωσία κατά τίς ἀρχές τοῦ 19ου, ἐξαντλοῦσε τήν αὐστηρή ἀσκητική διαγωγή του στήν σωματική ἄσκηση ἤ τήν «πρακτική ἀρετή»· ἡ νηπτική ἔνδον ἐργασία δέν ἀνῆκε στίς προτεραιότητές του. Μάλιστα συνιστοῦσε στούς μαθητές του τήν μελέτη τοῦ πασίγνωστου δυτικοῦ μεσαιωνικοῦ ἔργου τοῦ Γερμανοῦ μοναχοῦ Θωμᾶ τοῦ Κεμπησίου, Μίμησις Χριστοῦ. Περαιτέρω, γνωρίζουμε ἀπό ἰδιωτικές ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ ὅτι στό σύγχρονό του μοναχισμό εἶχε ἀπωλεσθεῖ ἡ ὀρθή κατανόηση τῆς νοερᾶς καρδιακῆς ἐργασίας, παρότι, ὅπως σημειώνει, παλαιότερα αὐτή ἦταν διαδεδομένη καί στά λαϊκά στρώματα. Μόνον κρυμμένα ἀπομεινάρια αὐτῆς τῆς παράδοσης ἀποσώζονταν, ὅπως στά δάση τοῦ Ροσλάβλ, ὅπου ἡσύχαζαν οἱ ἐρημίτες Μωυσῆς καί Ἀντώνιος Πουτίλοφ, ἤ στά δάση τῆς Σιβηρίας ὅπου ἀσκήτευσαν παλαιότερα οἱ ὅσιοι Ζώσιμος καί Βασιλίσκος. Ἀκόμη καί ἡ διάσημη Μονή τῆς Ὄπτινα, γνωστή γιά τούς ξεχωριστούς στάρετς καί τήν ἔκδοση πατερικῶν κειμένων πού πραγματοποίησε, δέν φημιζόταν ὡς ἡσυχαστικό κέντρο κατά τίς παραδόσεις ἑνός Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, Σεργίου τοῦ Ραντονέζ καί Νείλου τοῦ Σιόρσκ.

Τά πράγματα δέν ἦταν καλύτερα στήν ΙἹ Μονή Βαλαάμ στά βορειοδυτικά τῆς χώρας. Ὁ στάρετς Ἀγάπιος (Μολοντιάσιν), πού ἐγκαταβίωνε ἐκεῖ, καθώς δέν μποροῦσε νά συμβουλευθεῖ κάποιον γιά τήν «εὐχή τοῦ Ἰησοῦ», ἀπηύθυνε ἐπιστολή στόν Θεοφάνη τόν Ἔγκλειστο γιά νά τόν βοηθήσει.

Εἶναι ἀσφαλῶς ἀλήθεια ὅτι τό ἐγχείρημα ἐπανανακάλυψης τοῦ νηπτικοῦ θησαυροῦ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί ἐπανασυνειδητοποίησης τῆς ἀναντικατάστατης σπουδαιότητάς της γιά τήν σωτηρία τοῦ πιστοῦ λαοῦ εἶχε ἀναληφθεῖ μερικῶς ἀπό Ρώσους θεολόγους τῆς διασπορᾶς, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ξεχώρισαν οἱ Γεώργιος Φλωρόφσκι καί Βλ. Λόσκι. Δέν μπορῶ νά μήν σημειώσω ἐδῶ ὅτι στό πολύκροτο γαλλιστί τό πρῶτον ἐκδοθέν βιβλίο τοῦ Λόσκι, Ἡ μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας - δέν ἀποτελεῖ παρά μιά περιεκτική ὀρθόδοξη Δογματική- περιλαμβάνεται, γιά πρώτη φορά καθόσον γνωρίζω, ἀναλυτική ἀναφορά στήν μυστική παράδοση τῶν νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς καί στό ἄκτιστο θεῖο Φῶς ὡς ἐμπειρικό θεμέλιο τῆς δογματικῆς συνείδησης τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἐντούτοις ἡ καθοριστική γιά τίς μέχρι σήμερα ἐξελίξεις στροφή ἔλαβε χώρα στήν Ἑλλάδα τῆς δεκαετίας τοῦ ‘60. Καί ἦταν ἀκριβῶς οἱ προσωπικότητες τοῦ τριπτύχου πού παρουσιάζω σήμερα οἱ κύριοι πρωτεργάτες αὐτῆς τῆς ad fontes (δηλαδή ἐπί τάς πηγάς) στροφῆς ἤ αὐτοῦ πού ἀγγλιστί διεθνῶς ἀποκαλεῖται resourcement. Σέ ἀντίθεση μέ τήν κρατοῦσα στίς μέρες μας πεποίθηση, οἱ πραγματικές ἀναταράξεις πού συγκλόνισαν τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία μας ἀρχικῶς καί ἐν συνεχείᾳ τήν πρακτική λαϊκή εὐσέβεια, δέν προῆλθαν ἀπό τοῦ φιλοσοφοῦντες θεολόγους καί θεολογοῦντες φιλοσόφους, πού ἐδέσποσαν στή θεολογική «showbiz» στίς ἑπόμενες δεκαετίες, ἀλλά πολύ περισσότερο ἀπό αὐτούς τούς τρεῖς τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους ἀνθρώπους ἀλλά αἴφνης ὁμόφρονες ἐν Πνεύματι…

Καιρός εἶναι ὅμως νά ἔλθουμε in medias res.

3. π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης, Θεόκλητος Διονυσιάτης καί Φώτης Κόντογλου ἤ ἡ ὀρθόδοξη ad fontes ἐπιστροφή

α) Δόγμα καί Ἡσυχασμός: τό προφηταποστολικό συναμφότερον

Γιά νά προσεγγίσουμε τή σχέση δόγματος καί φιλοκαλικῆς πνευματικότητας εἶναι ἀνάγκη νά ἀντιδιαστείλουμε τό ἐξωτερικό σχῆμα τοῦ δόγματος, δηλαδή τίς λέξεις, ἔννοιες καί γλωσσικές ἐκφράσεις, ἀπό τό ὑπερφυές μυστήριο ἐκ τοῦ ὁποίου θάλλει ἡ δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί στό ὁποῖο παραπέμπει τό δόγμα. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει τά λεκτικά καί ἐννοιακά σχήματα τοῦ δόγματος, ὅπως ἀκόμη καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τοῦ ὑμνογραφικοῦ πλούτου τῆς Ἐκκλησίας, προορίζονται νά καταργηθοῦν στήν κατάσταση τοῦ ἐσχατολογικοῦ ἐν Χριστῶ δοξασμοῦ. Ἀντιθέτως, τό μυστήριο τοῦ δόγματος θά ψηλαφηθεῖ ἀρρήτως καί ὑπερφυῶς, ἀφοῦ τό μυστήριο τοῦ δόγματος συνίσταται στίς θεοφάνειες τῆς ἄκτιστης δόξας τοῦ Πατρός διά τοῦ ἀκτίστου Λόγου καί Ἀγγέλου Του, πού μετέχεται ἀμεθέκτως, ὁρᾶται ἀοράτως, ψηλαφᾶται ἀψαύστως τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τούς δίκαιους καί φίλους τοῦ Θεοῦ ὅλων τῶν αἰώνων.

Ὁ π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης ἐμφανίστηκε στό στερέωμα τῆς ἑλληνικῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας ὡς φωτεινό μετέωρο πού διαύγασε μέ τήν ὀξυνούστατη πατερική ἑρμηνευτική του καί τήν βαθιά γνώση τόσο τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ὅσο καί τῶν ἑτεροδόξων παραδόσεων τό ἡμίφως πού φωτοσκίαζε σκονισμένες πανεπιστημιακές ἕδρες, πολιούς σχολαστικούς δασκάλους, ἀποπροσανατολισμένους ἤ ἀνίδεους κληρικούς καί εὐσεβιστές ἀγκιτάτορες τῆς «κοσμοκαλογηρικῆς».

Τό 1959 δημοσιεύεται ἡ πολύκροτη διδακτορική διατριβή του, ἡ ὁποία δίχως ὑπερβολή, γιά νά θυμηθῶ τόν ἀείμνηστο διδάσκαλο π. Γ. Μεταλληνό, τέμνει τήν ἑλλαδική θεολογία σέ «πρό καί μετά Ρωμανίδη ἐποχή». Ἡ μελέτη αὐτή ἔκανε δύο πράγματα: Πρῶτον, ἀνέτρεπε ἐκ βάθρων τήν ἀλλοιωμένη ἐξ ὀθνείων ἐπιρροῶν κρατοῦσα ἀκαδημαϊκή ἀλλά καί κατηχητική διδασκαλία γιά τήν ἁμαρτία καί τήν πτώση, καθώς καί τίς συνεπαγωγές της γιά τό μεῖζον ζήτημα τῆς σχέσης Θεοῦ, κόσμου καί ἀνθρώπου, τόν πραγματικό πόλεμο πού διεξάγεται μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν φίλων του κατά τοῦ διαβόλου, τόν τελικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου ὑπό τό πρίσμα τῆς διδασκαλίας γιά τό κατ' εἰκόνα καί τό καθ' ὁμοίωσιν ἰδωμένα μέ βάση τήν ἀρχέγονη χριστιανική γραμματεία καί σέ ἀντιπαραβολή μέ τήν αὐγουστίνεια, ἀνσέλμεια καί θωμική δυτική ἐκδοχή. Δεύτερον, τό ἔργο κατεδείκνυε γιά πρώτη φορά, μέ ἕναν τρόπο ἀκραιφνῶς παραδοσιακό καί ταυτόχρονα δημιουργικά πρωτότυπο, τή θεμελιακή ἑτερότητα τῶν προϋποθέσεων μεταξύ τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας τῆς πατερικῆς Ρωμιοσύνης καί τῆς σχολαστικῆς-ρασιοναλιστικῆς τῆς φραγκολατινικῆς παράδοσης.

Ἐν συνεχείᾳ ὁ ὥριμος πλέον Ρωμανίδης ἐπέμενε στό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δέν προτείνει κανένα ἠθικό σύστημα, ἀλλά συγκεκριμένη ἀσκητική θεραπευτική, πού ἀποκαθιστᾶ τόν ἄνθρωπο διά καθάρσεως καί φωτισμοῦ στήν κατά φύση ἐν Χριστῷ λειτουργία τῆς προσωπικότητάς του (ἀδιάλειπτη νοερά μνήμη Θεοῦ στήν καρδιά) καί τόν ἱκανώνει νά βαδίσει πρός τή μυστική ἕνωση μέ τόν Θεό (θέωση, δοξασμός, τελείωση), προϋπόθεση καί ἐπιστέγασμα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη, δηλαδή ἡ μέθεξη τῆς λυτρωτικῆς, δικαιούσας καί θεουργοῦ δυνάμεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ.

Ἄς ἑστιάσουμε ὅμως τήν προσοχή μας στό ζήτημα τῆς ἑνότητας πίστης καί νηπτικοησυχαστικῆς πείρας πού ἐπιλέξαμε ὡς ἑστιακό κέντρο τῆς εἰσήγησής μας. Στίς προφορικές πανεπιστημιακές Παραδόσεις τοῦ Ρωμανίδη, πού ἐξέδωσε μετά πυκνῶν σχολίων ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος διαβάζουμε:

Οἱ Πατέρες «πάντοτε συζητοῦσαν αὐτό τό συγκεκριμένο Πρόσωπο», τόν Χριστό, «τό ὁποῖο ἐνεφανίζετο στούς Προφῆτες καί ἀπεκάλυπτε μέσα στόν ἑαυτό Του τόν Πατέρα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὁπότε δέν συζητοῦσαν κατά τρόπον ἀφηρημένο τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος… Ἔτσι γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν λέμε δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι οἱ θεοφάνειες… Γιατί ψέλνουμε τήν ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ; Διότι ἀποκαλύφθηκε στόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἄγγελος Κυρίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης», ἑπομένως «βλέποντας τόν Χριστό βλέπουμε τόν Πατέρα, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».

Συναφῶς ὁ Ρωμανίδης ὑπογραμμίζει σέ ἄλλη γραφή του ὅτι ἡ ἐν θεοπτίᾳ μέθεξη τῆς ἄκτιστης δόξας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ δέν συνιστᾶ μόνον τόν ὕψιστο βαθμό θεογνωσίας, ἀλλά καί ἀνθρωπογνωσίας. Γράφει σχετικῶς:

«Ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου τῆς δόξης, ἀπό τούς Προφήτας καί τούς Ἀποστόλους καί Ἁγίους κατέστησε γνωστόν τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐκτίσθη διά τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία διά τούς θεουμένους καί φωτισμένους εἶναι παράδεισος, διά δέ τούς ἄλλους σκότος ἐξώτερον καί πῦρ αἰώνιον… ἡ διαφορά μεταξύ παραδείσου καί κολάσεως ἔγκειται εἰς τήν κατάστασιν τῆς πνευματικῆς ὑγείας τοῦ βλέποντος τήν θείαν δόξαν…».

Εἶναι θαυμαστός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ Ρωμανίδης συμπυκνώνει σέ σύντομες προτάσεις οὐσιώδεις παραμέτρους τῆς ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς διδασκαλίας: θεολογία, Χριστολογία, σωτηριολογία, ἀνθρωπολογία καί ἐσχατολογία συνοψίζονται στίς ἀνωτέρω γραμμές. Καί ὅλα αὐτά ἑδράζονται ἐπί τῆς ἀδιάρρηκτης ὀργανικῆς σχέσης ἀνάμεσα στή δογματική ἔκφραση καί τήν θεραπευτική παράδοση τῶν θεοπτῶν τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἰσραήλ καί τῆς Ρωμιοσύνης.

Τά δόγματα ἀφενός ἐσωτερικεύουν καί συμπυκνώνουν τό πρωτεῦον, τήν πείρα τῶν χαρισματικῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, Προφητῶν, Ἀποστόλων καί θεουμένων, ἀπό τήν δι' ἀποκαλύψεως μέθεξή τους στόν μέλλοντα καί μένοντα αἰώνα τῆς ἄκτιστης καί ἀπερινόητης πατρικῆς δόξης, πού φανερώνεται ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐντός καί διά τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ στήν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ συγκροτούμενη ζωή τῆς διδαχῆς, τῆς προσευχῆς καί τῶν μυστηρίων. Ἀφετέρου, λειτουργοῦν ἀντιστρόφως ὡς ἑρμηνευτικοί δεῖκτες στήν πορεία τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στήν πορεία πληρώσεως «εἰς πᾶν τό πλήρωμα τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. 3, 19).
Αὐτή ἡ ἀλήθεια, πού διήκει τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς Παραδόσεως, ἦλθε ξανά στό φῶς ἀπό τόν «προφήτη τῆς Ρωμηοσύνης» π. Ἰωάννη Σ. Ρωμανίδη (ἡ ἔκφραση τοῦ A. Sopko)· αὐτή ἡ ἀλήθεια ἐμποτίζει ὁμοίως τά γραπτά καί τήν βιοτή τοῦ Ναυπάκτιου μοναχοῦ Θεοκλήτου. Οἱ δύο ἄνδρες γνωρίστηκαν τό 1957, ὅταν ὁ ὑποψήφιος διδάκτωρ π. Ἰωάννης ἔχοντας διαβάσει τό πόνημα τοῦ Διονυσιάτη μοναχοῦ Μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς διέγνωσε σφριγηλή θεολογική πηγή ἀντλοῦσα «ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου». Ἐπισκέφτηκε λοιπόν στόν Ἄθω τόν λόγιο μοναχό γιά νά τοῦ ἐκθέσει τά ἐμπόδια στά ὁποῖα προσέκρουε στό Παναπεστήμιο Ἀθηνῶν ἡ διδακτορική διατριβή του. Ὁ Διονυσιάτης μοναχός ἀφηγεῖται τά διατρέξαντα σέ σύντομο ἄρθρο του καί ὀμολογεῖ τίς ἐκλεκτικές συγγένειες τῆς θεολογίας του μέ αὐτή τοῦ Ρωμανίδη. Ἐνδείκνυται ἡ παράθεση ἑνός περιεκτικοῦ ἀποσπάσματος:

«Ὁ καλός μου φίλος καί εὐλαβέστατος Πρεσβύτερος Ἰ. Ρωμανίδης δέν εἶναι θεολόγος τῆς σειρᾶς. Τήν Ὀρθοδοξίαν τήν ἔμαθε σέ δύο-τρία Πανεπιστήμια καί μέ τήν βοήθεια τῆς ἀσκήσεως πού φωτίζει τήν ψυχή. Κάτοχος τεσσάρων γλωσσῶν μέ βαθυτάτην ἐπιστημονικήν ἀρτίωσιν ἔδωκεν ἀληθινήν μάχην τελευταίως μέ Καθηγητάς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἐπί τοῦ πεδίου τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, διά νά λάβῃ τήν διδακτορίαν του μέ τό περισπούδαστον θεολογικόν του σύγγραμμα ὑπό τόν τίτλον “Τό προπατορικόν ἁμάρτημα”».

Εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ὅτι οἱ δύο ἄνδρες, μολονότι προέρχονταν ἀπό ἑτερογενῆ περιβάλλοντα καί εἶχαν διατρέξει ἀνόμοιο curriculum σπουδῶν, ἀνακάλυπταν ὁ ἕνας στόν ἄλλο κοινή θεολογική ἀντίληψη, ἡ ὁποία τρεφόταν ἀπό τήν νηπτική θεολογική παράδοση καί τή μοναστική ἄσκηση.

Ἀμφότεροι λοιπόν ὁμοφρονοῦν καί διδάσκουν, ὡσάν νά ἦταν ἐκ τῶν προτέρων συνεννοημένοι, ὅτι ἡ δογματική διδασκαλία, καθώς καί ἡ ἐν γένει θεολογία, εἶναι ἀδιανόητη πέρα καί ἔξω ἀπό τό «φυσικό της βιότοπο», τόν «τόπον τοῦ καρπῶσαι», κατά Παπαδιαμάντη. Καί ὁ «φυσικός βιότοπος» τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν νηπτική-ἡσυχαστική βιοτή. Εἶναι ἡ θεραπευτική τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἡσυχαστική ἀγωγή τῶν περίφημων τριῶν σταδίων, πού εἴτε περιγράφονται expressis verbis, εἴτε προϋποτίθενται σέ ὁλόκληρη τήν πατερική Γραμματεία.

Τό ἴδιο διαπιστώνουμε, τηρουμένων ἀσφαλῶς τῶν ἀναλογιῶν, καί στήν θεολογική διδαχή τοῦ μακαριστοῦ Θεοκλήτου. Ὁ Διονυσιάτης μοναχός ἐπέμενε στήν ἑνότητα δόγματος καί πνευματικῆς ζωῆς, θεωρίας καί πράξης, ἀλήθειας καί ἀρετῆς. Τό δόγμα εἶναι ἔκφραση τῆς πείρας τῆς Πεντηκοστῆς. Γι' αὐτό, ὅπως ἐπί λέξει γράφει, στό πρῶτο του πόνημα, τό Μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς: «ὁ Χριστιανισμός εἶναι διακεκριμένος ἀπό πᾶσαν ἄλλην θρησκείαν, καί αἱ ἐν αὐτῷ ἰδέαι ἀποτελοῦν συνισταμένην τῶν θείων ἀπηχημάτων τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς». Ἀργότερα, σέ ἕνα σύντομο κείμενο ὁ ἐκ Ναυπάκτου ὁρμώμενος Διονυσιάτης μοναχός θά γράψει:

«Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει ἐντελῶς ἀσκητικόν περιεχόμενον… Εἶναι βαθύτατα λυπηρόν, ὅταν, ὁμιλοῦντες περί Ὀρθοδοξίας, περιορίζομεν τόν ὅρον εἰς τά γνωστά δογματικά πλαίσια… Διότι οὔτε κάν' ὑποπτευόμεθα ὅτι ἀποκοπέντες ἀπό τήν ἀσκητικήν παράδοσιν τῶν Πατέρων ἐπαύσαμεν νά εἴμεθα ἀληθῶς ὀρθόδοξοι καί μόνον περιάγομεν ἁμαρτωλῶς τήν ἀτροφικήν μορφήν τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ. Εἴχομεν τήν ἀτυχίαν νά κληρονομήσωμεν πατερικούς θησαυρούς θεολογίας καί πνευματικότητας, διά τήν διαφύλαξιν τῶν ὁποίων ἀπαιτεῖται περισσότερον πνεῦμα αὐτοθυσίας τοῦ ὅσον ἡμεῖς διαθέτομεν, ἀφοῦ προτιμῶμεν τήν εὐδαίμονα λεωφόρον, ἥτις ἄγει ἀσφαλῶς εἰς τήν ἀπώλειαν».

Ἐν ἑτέροις ρήμασι ἀκοῦμε τό ἴδιο ἀπό τόν Ρωμανίδη:

Τά δόγματα εἶναι «δεῖκτες πρός τήν φώτιση καί τήν θέωση… Καί ἄν βγοῦν τά δόγματα ἀπό τά πλαίσια τῆς λατρείας καί τῆς ἀσκητικῆς» δέν ἔχουν νόημα. Ἄν ἀποσπάσουμε τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐπί παραδείγματι, «ἀπό τή λατρεία καί τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως» δέν λέει τίποτε, «φιλοσοφικῶς δέν στέκεται καθόλου. Γιατί; Διότι οἱ Πατέρες δέν ξεκινοῦν ἀπό τήν σκέψη. Ξεκινοῦν ἀπό ἐκεῖνο τό συγκεκριμένο Πρόσωπο, πού ἐνεφανίσθη στούς Προφῆτες. Στήν καιόμενη βάτο ἐμφανίζεται ὁ Ἄγγελος, αὐτός πού λέγεται» καί εἶναι «Θεός. Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός».

Καί πάλι ὁ μοναχός Θεόκλητος. Στούς Διαλόγους στόν Ἄθω, ρωμαλέο πόνημα νηπτικῆς θεολογίας γραμμένο, ἡ σχετική διαβεβαίωση εἶναι ἀκόμη πιό κατηγορηματική: «… Ἡ πνευματική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας δέν δύναται νά ἐννοήση θεολογίαν, ἡ ὁποία εἶναι διαζευγμένη ἀπό τήν ἡσυχαστικήν ἀγωγήν καί τήν προσευχήν». Γι' αὐτό τό λόγο: «Ἡ θεολογική σκέψη πρέπει νά μᾶς προετοιμάζη διά τήν δοξολογίαν καί νά ἐκφράζη τήν μυστικήν θεωρίαν. Δέν πρέπει δέ ποτέ… νά ἀντικαθιστᾶ διά διανοητικῶν σχημάτων τήν βίωσιν τοῦ μυστηρίου ἐν τῇ σιωπῇ καί τῇ ἡσυχίᾳ».

Ἡ τελευταία αὐτή πρόταση «βυθοῦ ἀνεκάλυψεν πυθμένα»· ἡ ἀλήθεια αὐτή μᾶς ἔρχεται ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, πορευόμενος πρός τό μαρτύριο στίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰώνα, βεβαίωνε ὅτι τό ὑπερφυές μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ δέν ἐγκλωβίζεται, ἀλλά ὑπερβαίνει τά λεκτικά, ἐννοιολογικά καί διανοητικά σχήματα στό μυστικό χῶρο τῆς ἡσυχίας: «Ὁ κατέχων ἐν ἀληθείᾳ τόν λόγον τοῦ Ἰησοῦ δύναται τῆς ἡσυχίας αὐτοῦ ἀκούειν». Ἑρμηνεύοντας ὁ Λόσκι τό θεόπνευστο αὐτό φθέγμα φρονεῖ ὅτι «δεικνύει ὅτι τό ἀποκαλυφθέν μυστήριον διά νά ληφθεῖ ἀληθῶς ὡς πλήρωμα ἀπαιτεῖ μίαν μεταβολήν εἰς κάθετον πεδίον, διά νά δυνηθῶμεν νά καταλάβωμεν σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις οὐχί μόνον τό πλάτος καί τό μῆκος τῆς Ἀποκαλύψεως, ἀλλά καί τό βάθος καί τό ὕψος αὐτῆς».

Συγκλονιστική παρατήρηση! Ἀλλά δέν εἶναι μεμονωμένη. Στά γραπτά τοῦ μακαριστοῦ Θεοκλήτου πάλιν καί πολλάκις δηλώνεται ἀμέσως καί ἐμμέσως ὅτι «οἱ χριστιανοί μας τότε λέγονται ὀρθόδοξοι, ὅταν οἰκειοποιοῦνται τό πνεῦμα καί τήν ζωήν τῶν ὀρθοδόξων Πατέρων…». Τοῦτο ἀβιάστως μᾶς παραπέμπει στό μόνιμο αἴτημα πού πρόβαλε ὁ δάσκαλος τοῦ Ρωμανίδη, π. Γ. Φλωρόφσκι, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε ἐπίπονα γιά τήν ἀνάγκη ἀναβαπτισμοῦ τῆς σύγχρονης ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας στό «φρόνημα τῶν Πατέρων» ὡς ἀπαράγραπτο ὅρο συγκρότησης τῆς περίφημης «νεοπατερικῆς σύνθεσης». Ἡ φλωροφσκική φράση «the mind of the Fathers» (τό φρόνημα τῶν Πατέρων) διασαφήθηκε ἀπό τόν Ρωμανίδη ἀλλά καί τόν Διονυσιάτη Γέροντα στήν Ἑλλάδα σέ καιρούς πενιχρούς καί θεολογικῶς ἄνικμους: Ἀπόκτηση τοῦ πατερικοῦ φρονήματος δέν σημαίνει αὐτό πού ὁ π. Σ. Μπουλγκάκοφ ἀποκάλεσε «πατερικό ταλμουδισμό» ἤ αὐτό πού νεότεροι «μεταπατερικοί» θεολόγοι ἀποκαλοῦν «πατερικό φονταμενταλισμό». Μέ ἄλλα λόγια δέν πρόκειται γιά ἀναμηρυκασμό τυποποιημένων συνθημάτων, οὔτε γιά τήν τήρηση ἁπλῶς καί μόνον τοῦ «ὁμολογιακοῦ σχήματος» τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας· πολύ περισσότερο σημαίνει ὁλοτελῆ ὑπαρξιακή ἐνσωμάτωση στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ διά τῆς μεθέξεως στήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τοῦ δοξασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ὁποία καί μόνον συνιστᾶ τήν ἄσειστη κρηπίδα τῆς ἀπλανοῦς θεολόγησης καί τῆς ἐν Πνεύματι διά τοῦ Χριστοῦ προσαγωγῆς μας στόν Πατέρα. Τοῦτο προϋποθέτει τήν ἔμπονη διά πίστεως ζώσας, ἀσκήσεως θεραπευτικῆς καί μαρτυρίου ἐν Πνεύματι ὅδευση «διά παςῶν τῶν ἡλικιῶν καί τῶν δυνάμεων τοῦ Χριστοῦ» (Γρηγόριος Θεολόγος). Ἀλλά τό καμίνι τῆς ἄσκησης καί ἡ στενότητα τῆς νοερᾶς ἔνδον ἐργασίας εἶναι «ἐργασία βιαία», ἡ ὁποία ἐκτός τῆς θείας ἀρωγῆς προϋποθέτει πνευματικό ἡρωισμό καί αὐταπάρνηση. Εἶναι ὅμως ἡ ὁδός πρός τήν ἀληθῆ θεολογία ὡς καρπός τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεολογία ὡς πνευματοκίνητο ὑπούργημα δέν μπορεῖ νά εἶναι οὔτε πρωτότυπη οὔτε συντηρητική, ἀλλά μόνον προφητική, ἀποστολική καί πατερική, μέ τήν ἔννοια τῆς μετοχῆς στόν καινό αἰώνα τῆς Bασιλείας καί τῆς δοξολογικῆς διακήρυξής της.

Ὁ μοναχός Θεόκλητος δέν θά μποροῦσε νά εἶναι σαφέστερος: «… χωρίς σύζευξιν ὑπερλόγου μυστικῆς πνευματικῆς πείρας, μετά τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως, ἀγόμεθα ἀναποδράστως εἰς τήν ἑξῆς ἀπόληξιν· εἰς μέν τήν δογματικήν διδασκαλίαν κατέχομεν μόνον τό ὁμολογιακόν σχῆμα, τόν ἄσαρκον σκελετόν, εἰς δέ τό πνευματικόν μέρος, ἐννοοῦμε ὡς ἐν Χριστῷ ζωήν μίαν πνευματικήν ἐπίφασιν, ἕναν ἠθικισμόν».

Ὅταν οἱ δογματικοί ὅροι τῆς Ἐκκλησίας παύουν νά γίνονται ἀντιληπτοί ὡς ἔκφραση τῆς ἄκτιστης Ἀποκάλυψης τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν ἀκατάλυτη μυστική δύναμη τῆς Ἐκκλησίας, τότε χάνουν κάθε νόημα τόσο ὑπαρκτικό ὅσο καί σωτηριολογικό. Ἐάν τά δόγματα δέν χρησιμοποιοῦνται ἀπό κοινοῦ μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ ὡς θεραπευτικά μέσα καί δέν λειτουργοῦν ὡς σηματωροί πρός τήν θέωση διά καθάρσεως καί νηπτικῆς θεωρίας, τότε ἡ θεολογία ἀπό λειτουργικό καί προφητικό χάρισμα πού διακονεῖ τήν σωτηρία μας ἐκφυλίζεται σέ εἶδος τι θρησκευτικῆς φιλοσοφίας, σύστημα, στήν καλύτερη περίπτωση, ἄσαρκων μεταφυσικῶν προτάσεων. Ἀκόμη χειρότερα, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ἀστοχοῦν τοῦ κατ' ἐξοχήν σκοποῦ τους: Ὁ Διονυσιάτης μοναχός εἶναι ἐπώδυνα εἰλικρινής ἀπ' αὐτοῦ ἀπηχώντας τήν προφητική φωνή ἑνός Συμεών Νέου Θεολόγου:

«Ἀλλ' οἱ ἀναρίθμητοι ἐξ ἀξιώματος ποιμένες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἵτινες ἀγνοοῦντες καί θεωρητικῶς τήν Ὀρθόδοξον πνευματικότητα καί ἐστερημένοι πνευματικῆς πείρας, μεταβάλλουν τήν πρός Θαβώριον μεταμόρφωσιν ὁδηγοῦσαν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς ἕν σύνηθες ἠθικοπλαστικόν σύστημα ἤ καί ἐμποδίζουν τήν ἄνοδον πρός τό Ὄρος τῆς μεταμορφώσεως… Πόσον μέγα κακόν διαπράττουν καταβιβάζοντας τόν πρός ἀγγελοποίησιν κληθέντα ἄνθρωπον … εἰς ἕνα ἠθικόν ὄν, ὑποκείμενον εἰς «νομικάς» τινάς διατάξεις, ἄζωον, ἀνέραστον, ἀνελεύθερον, ἄπτερον, ἀφώτιστον, ἀλαμπές, περιδεές, δουλικόν, τρομαλέον, ἔμφοβον, νηπιῶδες, φυσικόν, ἀνυπερφυές».

Ἀπολύτως δικαιολογημένα ἑπομένως ὁ Γέρων γράφει: «Ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, κατά τήν τελευταίαν πεντηκονταετίαν, ἔχομεν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν παράδοσιν τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος, φθάσαντες στό σημεῖο νά ἀγνοοῦμεν καί αὐτό τό βαθύτερον πνεῦμα τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας».

Φρονῶ ὅτι κατανοοῦμε γιατί ὁ Διονυσιάτης μοναχός αἰσθανόταν πνευματική συγγένεια μέ τόν Ρωμανίδη καί ἀντιλαμβανόταν τή διδαχή του ὡς ἀνάπτυξη σέ ἄλλο πεδίο τῆς δογματικῆς θεολογίας τοῦ Ἑλληνοαμερικανοῦ θεολόγου.

Συνέχεια στό ἐπόμενο τεῦχος

  • Προβολές: 516