Skip to main content

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου: Ἐκφράσεις τῆς ὀρθόδοξης συνείδησης κατά τή δεκαετία τοῦ ’60: π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδης, Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης, Φώτης Κόντογλου (Β)

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου

Καθηγητοῦ Δογματικῆς ΑΕΑ Ἀθηνῶν, Prof. of Dogmatic, AHOS (Α, USA)

Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο τεῦχος

 Ὁμιλία στό Θ΄ Θεολογικό Συνέδριο τῆς Μητροπόλεως Ναυπάκτου

β) Ἡ ἐπαλήθευση τοῦ δόγματος στήν μυστική ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό ἐν Χριστῷ δι’ Ἁγίου Πνεύματος.

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου: Ἐκφράσεις τῆς ὀρθόδοξης συνείδησης κατά τή δεκαετία τοῦ ’60: π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδης, Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης, Φώτης Κόντογλου (Β)Εἶναι σαφές ὅτι τό ὀρθοδόξως πιστεύειν καί ζῆν ἔγκειται στή σύζευξη ἀσκητικῆς πράξης καί ἁγιοπνευματικῆς ὅρασης ἤ ἀλλιῶς «θεωρίας»: Πράξη καί θεωρία, ἀλήθεια καί ἀρετή, δόγμα καί ἀσκητικό ἦθος ἀποτελοῦν δύο ὄψεις μιᾶς ἀξεδιάλυτης πραγματικότητας. Καθοριστικό ρόλο ἀναλαμβάνει ἐδῶ ἡ ἐν ἱερᾷ ἡσυχίᾳ τελούμενη νοερά ἐργασία σέ συνδυασμό μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, πού λειτουργοῦν ὡς πρακτικά θεραπευτικά μέσα τοῦ λογιστικοῦ, τοῦ θυμοειδοῦς καί τοῦ ἐπιθυμητικοῦ τῆς ψυχῆς, δηλ. τῶν τριῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Ὅταν ἡ ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι ἑνιαία, γίνει τρισσή, παραμένοντας ἑνιαία, (δηλαδή ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέψει στόν ἑαυτό του διά τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ νοῦ στήν καρδιά καί τήν ἑνοποίηση ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς ἀπό τήν χάρη τοῦ Παρακλήτου), τότε τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ μεταβαίνει στό καθ’ ὁμοίωσιν Θεῷ: Ἡ τρισσῶς ἑνιζομένη ψυχή τοῦ θεούμενου ἑνώνεται μέ τήν τριαδική Μονάδα, τόν Κύριο τῆς δόξης, ἀποκλείοντας κάθε δίοδο πλάνης.

«Ἐντεῦθεν ὁ νοῦς, ἡ βούλησις τό λογιστικόν τῆς ψυχῆς», γράφει ὁ Θεόκλητος, «λόγω τῆς ἐλευθερίας της ἐκ τῶν παθῶν καθαρότητος, γίνονται ἕν. Αὐτό τό ἕν παραμένει ὡς τρία. Τῆς οὕτω καταφαίνεται… ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐκτίσθη κατ’ εἰκόνα τῆς καθ’ ὁμοίωσιν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἥτις εἶναι ἕν καί τρία».

Ἀρκετοί Πατέρες, ἀπό τόν Ἀρεοπαγίτη καί τόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή μέχρι τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ καί τόν Νικόδημο Ἁγιορείτη κάνουν λόγο γιά τό ἑνικῶς τρισσούμενον καί τρισσῶς ἑνιζόμενον τῆς ψυχῆς, καθώς ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται ὑπερφυῶς μέ τήν Ἁγία Τριάδα. Βλέπουν δηλαδή τήν ψυχή ὡς νοῦ, ἐνδιάθετο λόγο καί θέληση, στήν ἐν χάριτι διά καθάρσεως καί ἑνοειδοῦς συνελίξεως τρισσή ἑνικότητά της, ἡ ὁποία «τήν κυρίαν ὁμοίωσιν παρέχεται ἡμῖν τῆς Τρισυποστάτου μιᾶς Θεότητος» (Κάλλιστος Καταφυγιώτης). Ἡ κλασική διατύπωση εἶναι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τήν ὁποία ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιό του:

«Ὅταν τό ἑνιαῖον τοῦ νοῦ γένηται τρισσόν, μένον ἑνιαῖον, τότε συνάπτεται τῇ Θεαρχικῇ Μονάδι πᾶσαν ἀποκλεῖσαν πλάνης εἴσοδον».

Ἡ θεολογική προϊστορία τῆς διδασκαλίας ἀνατρέχει στά Ἀρεοπαγιτικά καί τόν ὅσιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Ὁ Ἀρεοπαγίτης γράφει:

«Ὅθεν… τήν θεαρχίαν ὁρῶμεν ἱερῶς ὑμνουμένην ὡς μονάδα μέν καί ἑνάδα διά τήν ἑνότητα καί ἁπλότητα τῆς ὑπερφυοῦς ἀμερείας, ἐξ ἧς ὡς ἑνοποιοῦ δυνάμεως ἑνιζόμεθα καί τῶν μεριστῶν ἡμῶν ἑτεροτήτων ὑπερκοσμίως συμπτυσσομένων εἰς θεοειδῆ μονάδα συναγόμεθα καί θεομίμητον ἕνωσιν, ὡς τριάδα δέ διά τήν τρισυπόστατον τῆς ὑπερουσίου γονιμότητος ἔκφανσιν…».

Καί ὁ ὅσιος Μάξιμος:

«Ἐκάστῳ κατά τήν ὑποκειμένην αὐτῷ περί Θεοῦ δόξαν ὁ Θεός ἐμφανίζεται• τοῖς μέν κατ’ ἔφεσιν τήν ὑλικήν περάσασιν σύνθεσιν καί τάς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἰσοδυναμούσας ἀλλήλαις κεκτημένοις κατά μίαν καί τήν αὐτήν ἀεικινησίαν περί Θεόν, ὡς Μονάς ἐκφαίνεται καί Τριάς, ἵνα καί τήν οἰκείαν ὕπαρξιν παραδείξειε καί τόν αὐτῆς τρόπον μυστικῶς ἐκδιδάξειε».

Γιά νά τό διατυπώσουμε μέ τρόπο διαφορετικό: Μέ τήν θεραπεία τοῦ θυμοειδοῦς καί τοῦ ἐπιθυμητικοῦ δι’ ἀσκήσεως, τήν ἄρση τοῦ κατακερματισμοῦ τῶν ψυχικῶν δυνάμεων, τήν ἐπιστροφή καί προσοχή τοῦ νοῦ στόν ἑαυτό του καί τήν δι’ ἐαυτοῦ ἄνοδό του στό Θεό ὁ ἀγγελομιμήτως ἑνωθείς κατά χάρη μέ τόν τριαδικό Θεό θεᾶται τήν «κατά νοῦν λόγον καί πνεῦμα» ψυχή του νά ἔχει «ὡς ἐφικτόν καθ’ ὁμοίωσιν τό ἐμφερές» της τό θεῖο. Μέ τόν τρόπο αὐτό διδάσκεται μυστικῶς «τήν ἐν Τριάδι νοουμένην ἑνότητα», ἐπειδή ἔχει γίνει ἁπλός καί μονοειδής• ταυτόχρονα «δέχεται» ὑπεραγνώστως «καί τήν θείαν καί ἀπόρρητον γονιμότητα» τῆς θεότητος, ὁπότε μυεῖται ὑπερφυῶς στό μυστήριο τῆς τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εὐδοκεῖ νά ἀποκαλυφθεῖ στήν καθαρμένη καί ἐν χάριτι ἑνοποιημένη ψυχή ὡς Μονάδα ἐν Τριάδι.

Ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἐν Πνεύματι διάδοχοί της ὅλων τῶν αἰώνων γνώριζαν διά πείρας ἐν μυστηρίῳ ὄχι μόνον τόν ἐν Τριάδι Θεό ἀλλά καί τόν ἄνθρωπο στό μέτρο τῆς ὑπερφυοῦς θεογνωσίας της! Αὐτό κατ’ ὀρθόδοξη κατανόηση σημαίνει ὅτι ἡ φιλοκαλική βιωτή προϋποθέτει καί κυρώνει ἕναν ἀνθρωπολογικό ἀποφατισμό σύστοιχο τοῦ θεολογικοῦ ἀποφατισμοῦ: «νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καί οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα» (Α΄ Ἰωάν. 3, 2), ὁπότε «ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῆ, ἡ ζωή ἡμῶν, τότε καί ὑμεῖς φανερωθήσεσθε ἐν δόξει» (Κολ. 3, 4). Ἀρνούμαστε νά ἐγκλείσουμε τό ἀνθρώπινο μυστήριο σέ στεγανές θρησκευτικές, λογικές, κοινωνικές ἤ οἰκονομικές κατηγορίες• γνωρίζουμε τόν ἄνθρωπο καί διδάσκουμε γι’ αὐτόν καταφατικῶς μόνον στό μέτρο τῆς γνώσης αὐτοῦ πού ὁ Θεός ἐπιτέλεσε γιά τῆς ἐν Χριστῷ, δηλαδή μόνον στό μέτρο βιωματικῆς οἰκείωσης τῆς ἐνσάρκου διά Σταυροῦ οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ καί τῆς δόξας πού ὡς «ἐν ἀρραβῶνος μέρει» οἰκειώνονται οἱ ἅγιοι. Ἄρα παραμένει πάντοτε ἕνα ἀποφατικό ὑπόλοιπο ἀνθρωπογνωσίας, πού ἀναμένει τήν ἐν δόξει τελική φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως πέρα καί ἔξω ἀπό τήν ἡσυχαστική βιωτή τῆς ἀποφατικῆς ἀνόδου τοῦ νοῦ στό Θεό καί τῆς ἐν Χριστῷ θέας τῆς πατρικῆς δόξας ἡ ἀνθρωπολογία στερεῖται νοήματος, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ θεολογία• ἀμφότερες δηλαδή ἐκφυλίζονται σέ ἕνα μεταφυσικό ἀφήγημα. Νά τό διατυπώσω παραφράζοντας τόν πλατωνικό Μενέξενο: «Πᾶσα ἀνθρωπολογία τε καί θεολογία χωριζομένη τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως τῆς πατρικῆς δόξης ὡς καθ’ ὑπόστασιν δόξης τοῦ κυριακοῦ ἀνθρώπου καί κατά χάριν δόξης τῶν ἁγίων πανουργία οὐ σοφία φαίνεται»…

Ὁ μακαριστός Θεόκλητος Διονυσιάτης γνωρίζει καλά καί προβάλλει αὐτή τήν διδασκαλία σέ μιά ἐποχή εἴτε ἀπόλυτης λήθης τοῦ δόγματος ἀπό τόν ἀκτιβιστικό εὐσεβισμό εἴτε μτάλλαξης τοῦ δόγματος σέ θεωρητική πρόταση προσεγγιζόμενη μέσω διανοητικῆς θεωρίας… Γερμανικοῦ τύπου, ὅπως φαντάζονταν οἱ ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι.

Γράφει ὁ Γέρων: «Τί εἶμαι ἐγώ διά νά ἐπιτρέψω εἰς τόν ἑαυτό μου τήν κρίσιν, κατά τά ὑποκειμενικά κριτήρια, τῆς παράδοσιν τῆς Μυστικῆς Θεολογίας… Ἐκεῖνο πού ὀφείλω εἶναι ἡ διά τῆς βιώσεως ἐπαλήθευσις εἰς τή ψυχήν μου τῆς θεοφωτίστου πατερικῆς ἐμπειρίας»• καί πάλι: Ἐπί θεμάτων πνευματικῆς ζωῆς «δέν δικαιούμεθα νά εἰσάγωμεν προσωπικάς γνώμας. Ἐκεῖνον τό ὁποῖον ὀφείλομεν, εἶναι ἡ ἐπαλήθευσις εἰς ἑαυτούς, διά προσωπικῆς μόνον πείρας τῆς ἐμπειρικῆς γνώσης τῶν Πατέρων.

Αὐτό σημαίνει ὅτι στήν ὑπερφυῆ ἕνωση μέ τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ ἐπαληθεύονται τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας: Τοῦτο δέν ὑποδηλώνει ἐπ’ οὐδενί ὅτι τά δόγματα χρήζουν ἐπιβεβαιώσεως, ὡσάν νά ἦταν ὑποθετικές προτάσεις πού διά τῆς λογικῆς ἐπαληθεύουμε παραμερίζοντας κάθε ἀρχική ἀμφιβολία, ὅπως φανταζόταν ὁ διαλεκτικός Ἀβαιλάρδος στή Γαλλία (12ος αἰώνας)… Ἐπαλήθευση τοῦ δόγματος σημαίνει ὅραση τοῦ μυστηρίου τοῦ δόγματος, δηλ. τοῦ Θεοῦ, καθ’ ὑπεροχικῇ ἀορασίᾳ, ἐνσωμάτωσή της στόν καινό καί ἐρχόμενο αἰώνα, ὅταν ὁ Θεός εὐδοκήσει νά ἀποκαλύψει ἐν Χριστῷ στήν ἐν «νοερᾷ σιγῇ» τελοῦσα καθαρή καρδιά τά μυστήρια τῆς Βασιλείας Του.

Ἡ πίστη ἀπό εἰσαγωγική καί ἐξ ἀκοῆς μετασχηματίζεται σέ χαρισματική πίστη ἐκ θεωρίας, «ἀληθῆ γνῶσιν τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν ἀποδεικτική» (Μάξιμος Ὁμολογητής)• δηλαδή ἡ πίστη ἀποβαίνει μέθεξη ἀπό τοῦ νῦν στήν βασιλεία τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀνόμματος θέα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ «ἐν τῷ φωτί τοῦ προσώπου» τοῦ σαρκωμένου Ἀγγέλου τοῦ Γιαχβέ καί Κυρίου τῆς δόξης Χριστοῦ, γιά νά ἐκφραστοῦμε μέ τό ρωμανίδειο ἰδιόλεκτο, πού ριζώνει στήν ἰουδαιοβιβλική πείρα καί μαρτυρία.

«Ὁ μέν θεῖος καί μέγας Ἀπόστολος, τί ἐστι πίστις ὁρίζων, φησί• “Πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, καί πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων”. Εἰ δέ τις καί ἐνδιάθετον ἀγαθόν αὐτήν ὁρίσαιτο, καί γνῶσιν ἀληθῆ τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν ἀποδεικτικήν, τῆς ἀληθείας οὐ διήμαρτεν. Ὁ δέ Κύριος διδάσκων περί τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν, καί τῶν ἐλπιζομένων, καί οὐχ ὁρωμένων, φησίν• Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν. Ἀκούων ταυτόν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ ἥ τοῦ Θεοῦ πίστις ἐστίν, κατά μόνην ἐπίνοιαν διαιρουμένη πρός τήν βασιλείαν. Ἡ μέν γάρ πίστις ἀνείδεος Θεοῦ βασιλεία ἐστίν• ἡ δέ βασιλεία, πίστις θεοειδῶς εἰδοπεποιημένη».

Τά δόγματα «θεωροῦνται τηλαυγῶς», γιά νά τό ποῦμε μέ τά λόγια τοῦ ἠσυχαστικότατου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, «παρά τῶν κτησαμένων διά τῆς χάριτος πολλήν νοός καθαρότητα». Οἱ θεούμενοι ἀναδεικνύονται ἔτσι σέ συμμύστες τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων θεολογώντας ἀπλανῶς. Αὐτό ἀσφαλῶς καί δέν σημαίνει ὅτι διαχωρίζονται ὡς μιά ἰδιαίτερη ἐλιτιστική κάστα ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα, ἀλλά ὅτι ἐντός τοῦ σώματος καί ὑπέρ τῆς οἰκοδομῆς τῆς Ἐκκλησίας λειτουργοῦν ὡς ἀληθεῖς διδάσκαλοι καί ποιμένες θεολογώντας ἐξ αὐτοπτικῆς πείρας καί θεοδίδακτης διάκρισης τῶν πνευμάτων.

Ἐξάλλου τό ἐκκλησιαστικό σῶμα, πάντοτε χαρισματικά ἱεραρχημένο, εἶναι ὁ «φυσικός χῶρος» τῆς κοινωνίας τῶν χαρισμάτων τοῦ καί αὐτοῦ Πνεύματος (Α΄ Κορ. 12, 11). Ἑπομένως ἅπαντα τά χαρίσματα δωρίζονται ἐν Ἐκκλησίᾳ ὑπό τοῦ Παρακλήτου, ἐνῶ οἱ «ἐν θεωρίᾳ διαβεβηκότες» πιστοί ἀποτελοῦν τήν πνευματική «πρωτοπορία» ἤ «ἐμπροσθοφυλακή» τῆς κοινότητας καί ὄχι μιά αὐτοκλειστή νομενκλατούρα ἐπιβαλλόμενη ἄνωθεν. Αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἰδιότητα τοῦ πιστοῦ, τοῦ μέλους τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, συνιστᾶ μέθεξη στήν προφητική, βασιλική καί ἱερατική λειτουργία τοῦ Χριστοῦ, μολονότι ὁ βαθμός μετοχῆς τοῦ χαρίσματος ποικίλει ἀνάλογα μέ τή δεκτικότητα τοῦ καθενός «κατά τό μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4, 7) καί τό μέτρο τῆς καθάρσεώς του. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀντιδιαστέλλει τούς κατηχουμένους ἀπό τούς πιστούς στή βάση τοῦ «προφητικοῦ χαρίσματος»: Οἱ κατηχούμενοι δέν ἔχουν ἀκόμη τήν ἐσωτερική ἀκοή καί τήν σύνεση πού ἀπαιτεῖται «ὥστε ἀκοῦσαι ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσεν καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη». Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερέας ἐν λειτουργικῇ συνάξει μετά τῶν πιστῶν «προφητικόν αὐτοῖς ἐπεύχεται χάρισμα». Εἶναι πρόδηλο λοιπόν ὅτι οἱ χαρισματοῦχοι ἀναδεικνύονται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὑπό τῆς ἄνωθεν χάριτος μεταξύ χαρισματούχων. Αὐτό προϋποθέτει ὅτι κάθε πιστός ἐπιτρέπει δι’ ἀσκήσεως καί μαρτυρίου στή βαπτισματική χάρη νά τόν μεταμορφώνει κατά τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου Νυμφίου «ἀπό δόξης εἰς δόξαν».

γ) Ἡ ἔνδον ἐργασία (νοερά καρδιακή προσευχή καί πορεία πρός τόν ἐν Χριστῷ δοξασμό)

Γιά νά ἀντιληφθοῦμε καλύτερα τή λειτουργία τῆς νηπτικῆς ἐργασίας πρέπει νά τήν ἐντάξουμε ἐντός τοῦ εὐρύτερου πλαισίου τῆς θεραπευτικῆς ἐν Χριστῷ ἀποκατάστασης τοῦ ἀνθρώπου. Συνοψίζω τό πατερικό μοντέλο τῶν τριῶν σταδίων, πού ἦταν τόσο ἀγαπητό στό Ρωμανίδη καί τόν μοναχό Θεόκλητο: Τό πρῶτο στάδιο ἔγκειται στήν ἐν μετανοίᾳ ἀσκητική κάθαρση ψυχῆς καί σώματος (καρπός τῆς ὁποίας εἶναι ἡ «πρώτη ἀπάθεια» καί ἡ ἐσωτερική ἑνοποίηση τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς). Τό δεύτερο στάδιο εἶναι αὐτό τοῦ φωτισμοῦ ἤ ἀλλιῶς τῆς φυσικῆς ἐν Πνεύματι θεωρίας, ἀναβαθμός ἁγιοπνευματικῆς γνώσης, δηλαδή «θεωρίας», πού ἰσοδυναμεῖ μέ τήν εἴσοδο τοῦ πιστοῦ στήν ἱερή ἀτμόσφαιρα τῆς πνευματοκίνητης νοερᾶς μνήμης τοῦ Θεοῦ. Στό τρίτο τέλος στάδιο ὁ ἀσκητής ἀξιώνεται θείᾳ συνάρσει καί εὐδοκίᾳ νά εἰσέλθει στόν ὑπέρφωτο γνόφο τῆς μυστικῆς ἐν θεοπτίᾳ θεολογίας, δηλαδή τήν ὑπερφυῆ ἕνωση μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ καί τήν πρόγευση τῆς ἀρρήτων ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἀπό τοῦτο τό βίο σέ μιά ἔνθεη καί ὑπερφυῆ ἀγνωσία πού εἶναι ὑπέρτερη καί ἕτερη ἀπό κάθε γνώση, νόηση καί αἴσθηση.

Ἡ νοερά ἤ ἔνδον ἐργασία, τώρα, ἡ ὁποία πατᾶ στόν ἀναβαθμό τῆς ἀσκητικῆς πράξης, ἔγκειται παράλληλα πρός τήν θεραπεία τοῦ ἐπιθυμητικοῦ τῆς ψυχῆς μέσω τῆς περιεκτικῆς ἐγκράτειας, τοῦ θυμοειδοῦς μέσω τῆς ἄσκησης τῆς ἀγάπης καί τοῦ λογιστικοῦ μέσω τῆς μελέτης καί τῆς προσευχῆς στήν ἐπανένωση τῶν δυνάμεων τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Πρωταρχικό ρόλο ἐδῶ παίζει ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπό τήν βαβυλώνια αἰχμαλωσία του στήν λογική καί τά αἰσθητά πράγματα, ἡ ἐπιστροφή στόν ἑαυτό του καί ἡ κατ’ ἀκολουθίαν κάθοδος καί ἕνωσή του μέ τήν οὐσία του, πού βρίσκεται στήν καρδιά, τό ἀπόλυτο φυσικό ἀλλά καί ὑπερφυσικό κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.

Στήν ἀρεοπαγιτική ὁρολογία γίνεται σχετικά λόγος γιά «ἑνοειδῆ συνέλιξη τοῦ νοῦ» στήν καρδιά ἤ γιά τήν «κατά κύκλον» κίνηση τοῦ νοῦ• ἡ μέθοδος εἶναι σαφῶς ἀνιχνεύσιμη στόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν Μ. Βασίλειο καί τούς λοιπούς Καππαδόκες, στόν Διάδοχο Φωτικῆς καί ἀσφαλῶς σέ ὅλους τούς μεταγενέστερους Πατέρες πού ἔζησαν καί δίδαξαν μέσα στήν ἡσυχαστική ἀτμόσφαιρα τῆς ἀέναης καρδιακῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, κατ’ ἐξοχήν δέ τούς μεγάλους δασκάλους τῆς νοερᾶς ἐργασίας Νικηφόρο Μονάζοντα, Γρηγόριο Σιναΐτη, Θεόληπτο Φιλαδελφείας, Γρηγόριο Παλαμᾶ καί τόν μεγάλο νεοπατέρα της Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη. Στήν ἀρχικῶς ἐξαιρετικά ἔμπονη προσπάθεια παραμονῆς τῆς νοερᾶς ἐνέργειας στήν καρδιά (κάτι πού ὀφείλεται στό «στενόν ἄγαν καί περισταλμένον τῆς εὐκτικῆς ἀρετῆς»• ἐνίοτε συνιστᾶται ὡς καθαρά ἐπιβοηθητικό μέσο ἡ χρήση ψυχοσωματικῶν τεχνικῶν, ἐνῶ κομβικῆς σπουδαιότητας εἶναι ἡ ἀδολεσχία τοῦ νοῦ σέ μιά σύντομη εὐχή, ἡ ὁποία ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν 5ο αἰώνα, ὅπως μαρτυροῦν οἱ γραπτές πηγές, ἔχει ὡς κέντρο της τό ἅγιο καί προσκυνητό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ.

Ὁ ὅσιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος συνοψίζει τήν νοερά ἐργασία ὡς οὐσία τῆς ἐν Χριστῷ μετανοίας:

«Νοῦ προσοχήν ἀρξάμενοι πολιτεύεσθαι, εἰ μέν ἁρμόττομεν νήψει ταπείνωσιν καί ἀντιρρήσει εὐχήν συγκολλῶμεν, τήν ὁδόν τῆς μετανοίας καλῶς ὁδεύομεν, ὥσπερ μετά λαμπάδος φωτός τοῦ προσκυνητοῦ καί ἁγίου ὀνόματος Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν οἶκον ἡμῶν τῆς καρδίας ἐκ πονηρίας φιλοκαλοῦντες».

Στήν πνευματική αὐτή κατάσταση ὁ νοῦς βρίσκεται καθαρμένος τόσο ἀπό τά ἐμπαθῆ νοήματα καί φαντάσματα ὅσο καί ἀπό ἀγαθούς ἀκόμα λογισμούς• ἔχει μέ ἄλλα λόγια ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν τυραννία τοῦ περιβάλλοντος, ὅπως ἔλεγε ὁ Ρωμανίδης ἤ ἀπό τή στενή φυλακή τοῦ κόσμου τούτου, ὅπως δίδασκε ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ἡ ἀπαλλαγή αὐτή, πιό συγκεκριμένα, εἶναι ὄχι μόνον ἀπό τήν τυραννία τῶν αἰσθήσεων ἀλλά καί τῆς λογικῆς-διάνοιας. Τοιουτοτρόπως φανερώνεται στήν κατ’ ἐξοχήν εὐγενῆ ἐνέργειά του, τήν νοερά αἴσθηση («τήν κρείττονα καί ὑψηλοτέραν ἐνέργεια τοῦ νοῦ», κατά Γρηγόριο Παλαμᾶ, πού ἀκολουθεῖ τόν Ἀρεοπαγίτη). Μέσω τῆς πνευματοκίνητης νοερᾶς αἰσθήσεως καί μνήμης τοῦ Θεοῦ ὁ ἀσκητής ἀξιώνεται, ἐάν καί ὅποτε ὁ Θεός εὐδοκήσει, νά ὑπερβεῖ καί τόν ἑαυτό του στήν ὑπέρ νοῦν ἕνωση, κατά τά Ἀρεοπαγιτικά:

«Δέον εἰδέναι τόν καθ’ ἡμᾶς νοῦν, τήν μέν ἔχειν δύναμιν εἰς τό νοεῖν, δι’ ἧς τά νοητά βλέπει• τήν δέ ἕνωσιν ὑπεραίρουσαν τοῦ νοῦ τήν φύσιν, δι’ ἧς συνάπτεται πρός τά ἐπέκεινα ἑαυτοῦ. Κατά ταύτην οὖν τά θεῖα νοητέον, οὐ καθ’ ἡμᾶς• ἀλλ’ ὅλους ἑαυτούς, ὅλων ἑαυτῶν ἐξισταμένους, καί ὅλους Θεοῦ γινομένους. Κρεῖττον γάρ εἶναι Θεοῦ, καί μή ἑαυτῶν. Οὕτω γάρ ἔσται τά θεῖα δοτά τοῖς μετά Θεοῦ γινομένοις».

Στόν ὑπερφωτο γνόφο τοῦ δοξασμοῦ ὁ θεούμενος εἰσέρχεται ἀφοῦ λάβει πείρα τῆς νοερᾶς σιγῆς (κατ’ ἀπόπαυση κάθε νοερᾶς λογικῆς καί αἰσθητηριακῆς λειτουργίας). Ἀξιώνεται ἔτσι νά προγευθεῖ τοῦ ἀϊδίου σαββατισμοῦ καί τῆς κρυφιομύστου σιγῆς τοῦ θείου καί ὑπέρφωτου γνόφου, ἡ ὁποία, κατά Ἰσαάκ Σύρο εἶναι μυστήριο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἔτσι θεωρεῖ ἀνομμάτως κατά πρόληψη ὡς «ἐν ἐσόπτρῳ» τήν ἄκτιστη δόξα τῆς ἐσχατολογικῆς φανέρωσης τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, «θεοειδής γενομένη δι’ ἑνώσεως ἀγνώστου ταῖς τοῦ ἀπροσίτου φωτός ἀκτίσι ἐπιβάλλη ταῖς ἀνομμάτοις ἐπιβολαῖς», γιά νά χρησιμοποιήσω τή θαυμάσια ἔκφραση τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς περιγράφει μέ ἀριστοτεχνικό τρόπο τήν πορεία αὐτή συνοψίζοντας τήν ἡσυχαστική παράδοση αἰώνων:

«Καί νοῦς τοίνυν, εἰ καί μή ὅλος ἀεί περί τά κάτω στρέφοιτο, γένοιτ’ ἄν καί τῆς κρείττονος καί ὑψηλοτέρας ἐνεργείας… τῆς οὖν καθ’ ἑαυτόν ἐνεργείας γενόμενος ὁ νοῦς, ἥτις ἐστίν ἡ πρός ἑαυτόν στροφή καί τήρησις, καί Θεῷ συγγένοιτ’ ἄν».

Ὁ ὥριμος Ρωμανίδης ἀποδίδει κεφαλαιώδη σημασία στήν ἐδῶ περιγραφεῖσα στροφή τοῦ νοῦ πρός ἑαυτόν καί τήν ἑνοειδῆ συνέλιξή του μέ πρός τίς ψυχικές ἐνέργειες στήν καρδία, τό ἀπόλυτο κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ Διονυσιάτης μοναχός Θεόκλητος ἔχει ἤδη μέ τά δύο πρῶτα πονήματά του προβάλει τήν ἀνάγκη στροφῆς τοῦ νοῦ εἰς ἑαυτόν καί δι’ αὐτοῦ πρός τό Θεό, μυστική ὁδός πού διανύεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέσα στήν φιλοκαλούμενη μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καρδιά.

Κεντρική θέση στά βιβλία τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ Θεοκλήτου πού βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητας λίγο μετά τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’50 καί κατά τήν ἀμέσως ἑπόμενη, τήν κομβική γιά τήν ὀρθόδοξη θεολογική ἀφύπνιση δεκαετία τοῦ 60, καταλαμβάνει ἡ μυστική ἐργασία τῆς λεγόμενης «νοερᾶς, καρδιακῆς προσευχῆς», ἡ ὁποία συνίσταται στήν περίφημη «εἰς ἑαυτόν στροφή καί ἐπιστροφή τοῦ νοῦ», ἤ τήν ἕνωση τῆς ἐνέργειας τοῦ νοῦ μέ τήν οὐσία του στήν κεκαθαρμένη καρδιά. Πρόκειται γιά τήν ἀποδέσμευση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας τοῦ νοῦ ἀπό τίς αἰσθήσεις καί τά αἰσθητά ἀλλά καί ἀπό τούς λογισμούς τῆς διάνοιας (πού λειτουργεῖ στόν ἐγκέφαλο) προκειμένου νά κατέλθει καί νά παραμείνει φυσικῶς ἐνεργοῦσα καί ἀδολεσχοῦσα στό ἅγιο καί προσκυνητό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μέσα στό ἀνθρώπινο ὑπαρξιακό κέντρο, δηλαδή τήν καρδιά, ὅπου καί βρίσκεται ἡ οὐσία τοῦ νοῦ. Τόσο στήν ἀπαρχή τῶν συγγραφικῶν καμάτων του, τό πόνημα Μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς ὅσο καί στό ἑπόμενο, πλέον ὥριμο καί αὐστηρά δομημένο, τό Διάλογοι τοῦ Ἄθω ὁ ἐκ Ναυπάκτου ὁρμώμενος Ἁγιορείτης μοναχός συνοψίζει μέ ἐκπλήσσουσα ἁπλότητα τή νηπτική πείρα αἰώνων σχετικά μέ τήν ἐπιστροφή τοῦ νοῦ εἰς ἑαυτόν καί τήν κάθοδό του στήν καρδιά ὡς τήν ἁγιοπνευματικά παραδεδομένη καί διά πείρας κυρωμένη θεραπευτική ὁδό, ἡ ὁποία μέσω καθάρσεως τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς καί φωτισμοῦ τοῦ νοῦ ἄγει μέ τήν θεία ἐπίπνοια στήν ὑπερφυῆ καί μυστική ἕνωση τοῦ νοῦ καί δι’ αὐτοῦ ὅλου τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄Κορ. 4,6).

Ἁπλούστερα αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ καρδιά ἤ ὁ ἔσω ἄνθρωπος ἐνεργεῖται ὑπό τῆς χάρης τοῦ Πνεύματος. Ἡ νοερά ἐνέργεια ἑνωμένη στήν καρδιά μέ τήν οὐσία τοῦ νοῦ καί ἀνεπιθόλωτη ἀπό λογισμούς, φαντασιώδεις παραστάσεις καί ἐφάμαρτα πάθη κινεῖται μυστικῶς καί ἀενάως ἀπό τήν «συλλαλοῦσα» ἔνδον τῆς καρδίας χάρης τοῦ Πνεύματος. Ἡ κατάσταση αὐτή περιγράφεται ἀπό τοῦ ἱερούς Νηπτικούς ὡς «εὕρεσις τῆς καρδίας», δεδομένο ἐξόχως ἀποκαλυπτικό στό μέτρο πού ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ ἔσω ἄνθρωπος ἤ ἡ «καρδία» εἶναι μυστήριο ψηλαφούμενο μόνον νηπτικῶς καί χαρισματικῶς.

Ἡ θεραπευτική αὐτή μέθοδος ἔχει τίς ρίζες της στήν ἰουδαιοβιβλική πείρα τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων. Μάλιστα ὁ π. Θεόκλητος, ὅπως καί ἀργότερα ὁ Ναυπάκτου Ἱερόθεος, ἀρέσκονται δικαίως νά παραπέμπουν στό προσευχητικό παράδειγμα Ἠλιοῦ τοῦ προφήτου, ὅπως αὐτό περιγράφεται στήν Δ΄ βίβλο τῶν Βασιλειῶν στήν ΠΔ, ἀκολουθώντας ἔτσι τόν ἐν ἁγίοις Γρηγόριο Παλαμᾶ καί τούς νηπτικούς συμπλωτῆρες του. Ἀλλά καί οἱ Ψαλμοί τοῦ Δαβίδ ἑρμηνεύονται ἀπό τούς ἱερούς Νηπτικούς ὡς ἀποτέλεσμα καί ἔκφραση τῆς «εὑρέσεως τῆς καρδίας» τοῦ Ψαλμωδοῦ. Διόλου τυχαῖα ἡ ἐκκλησιαστική Παράδοση ἀντιλαμβάνεται τούς δαβιδικούς ψαλμούς ὡς καρπό τῆς νοερᾶς καρδιακῆς προσευχῆς τοῦ Προφητάνακτος καί τούς χρησιμοποιεῖ τόσο στήν λατρεία της ὅσο καί στήν νοερά μελέτη καί ἐργασία.

Ὅπως στά γραπτά μνημεῖα τῆς παραδόσεώς της ἡ νοερά ἐργασία ἀρχίζει σταδιακά νά συγκεκριμενοποιεῖται ὁλοένα καί περισσότερο: Τοῦτο συμβαίνει, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν 4ο αἰώνα, μέ τή νηπτική διδασκαλία τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ Θεολόγου Γρηγορίου ἀλλά καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, (τοῦ ὁποίου ἡ σχετική διδασκαλία μᾶλλον ἐπισκιάζεται ἀπό τόν μονομερῆ τονισμό τῆς κοινωνικῆς δράσης του), ἡ στροφή τοῦ νοῦ πρός τόν ἑαυτό του, δηλαδή ἡ κάθοδος στήν καρδιά, σέ συνδυασμό μέ τήν ἀσκητική ἀγωγή τῆς καθάρσεως σώματος καί ψυχῆς ἀπό τά ποικιλώνυμα παρά φύσιν πάθη μέ στόχο νά καταστεῖ ὁ ἔσω ἄνθρωπος, «ἔσοπτρον διειδέστατον» πού ἀντανακλᾶ ἀμιγῶς τίς «θεῖες ἐμφάσεις».

Κατά τόν 7ο αἰώνα ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θά ἀναπτύξει ἐμπνευσμένα τή σχετική διδασκαλία βασιζόμενος σέ διδάγματα τοῦ Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ γιά τό ρόλο τοῦ νοῦ στήν πορεία θεογνωσίας, κυρίως ἀξιοποιώντας τό ἀρεοπαγιτικό corpus, τό ὁποῖο γονιμοποίησε τή μυστική θεολογία καί πράξη τῶν μετέπειτα ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων ὅσο ἐλάχιστα ἄλλα κειμενικά μνημεῖα. Μέσω τοῦ ἐκρηκτικοῦ Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου καί κυρίως τοῦ μαθητῆ του, τοῦ Νικήτα Στηθάτου, ἡ ἀρεοπαγιτική παράδοση τῆς ἡσυχαστικῆς ἀγωγῆς τῆς «θεοειεδοῦς ἑνοποίησης τῶν μεριστῶν ἡμῶν ἑτεροτήτων» θά γνωρίσει τό ἀποκορύφωμά της κατά τόν 13ο καί 14ο αἰώνα χάρη σέ μία θαυμαστή πληθύ ἀσκητῶν νηπτικῶν Πατέρων. Κορυφαῖος ἀνάμεσά τους ἀναδείχθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μαθητής τοῦ νηπτικοῦ Μητροπολίτη Θεολήπτου Φιλαδελφείας, ἐνῶ στόν συνονόματό του, τόν Γρηγόριο Σιναΐτη προσγράφεται ἡ τιμή τῆς ἀναρρίπισης τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἀσκητῶν γιά τό «θεωρητικό» βίο περί τίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰώνα.

Ὁ ἀμέσως ἑπόμενος σταθμός σηματοδοτεῖται ἀπό τήν φιλοκαλική νεοησυχαστική ἀναγέννηση τοῦ 18ου αἰώνα στήν ὁποία θά πρωτοστατήσει ὁ ἐκπληκτικά προικισμένος καί πρωτοφανῶς χαλκέντερος μοναχός Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Πρόκειται γιά τό περίφημο κολλυβαδικό κίνημα, στό ὁποῖο ἐντάσσονται μεγάλοι διδάσκαλοι, ὅπως οἱ Μακάριος πρώην Κορίνθου, Ἀθανάσιος Πάριος, Ἰάκωβος Πελοποννήσιος, Ἀγάπιος Κύπριος, Χριστόφορος Προδρομίτης. Τό κολλυβαδικό κίνημα διασταυρώθηκε μέ τήν προδρομική ἐργασία δύο γιγάντων τῆς νοερᾶς ἐργασίας, πού ἔδρασαν στή Βλαχία, τοῦ Οὐκρανοῦ ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσι καί τοῦ περίφημου Βασιλείου τῆς Πολιάνα Μαρούλουι. Στήν συνέχεια, «κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος» ἡ παράδοση θά ἀποκρυβεῖ στά μοναστήρια καί τά ἀσκηταριά (καί ὄχι σέ ὅλα), ἀφοῦ μέ τή δημιουργία τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους καί τήν ἵδρυση τῶν ἐκπαιδευτικῶν, ἐκκλησιαστικῶν καί λοιπῶν δομῶν του ἄνεμος ὀθνείων ἐπιδράσεων θά ἀποκόψει πλήρως τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία ἀλλά καί τήν πρακτική εὐσέβεια ἀπό τίς ρίζες τῆς προφηταποστολικῆς βιωτῆς τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ καί τοῦ θεόσδοτου προφητικοῦ χαρίσματος τῆς ἀπλανοῦς θεολογίας, στήν μέθεξη τοῦ ὁποίου φτάνει ὁ ἐν ἀσκήσει καί μαρτυρίῳ αὐξανόμενος πιστός, «ἕως οὗ καταντήσωμεν πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4, 13).

Εἶναι ἑπομένως ἀπαραγνώριστη ἡ συμβολή τοῦ μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτη στήν ἀνάδειξη, περί τά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα, τῆς οὐσίας τῆς ὀρθόδοξης Παραδόσεως μέ ἐφαλτήριο τήν ἐμπειρική οἰκείωση μέ τήν νοερά ἔνδον ἐργασία καί τούς ζῶντες φορεῖς της στά ἀσκηταριά τοῦ Ἄθω. Ἐξίσου ἀδιαμφισβήτητη ἀποβαίνει ἡ συμβολή τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη στήν ἀποκάθαρση τῆς ἑλλαδικῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολόγησης ἀπό τή σχολαστική νοησιαρχία, τήν εὐσεβιστική ἠθική καί τόν ἰδεαλιστικό ἀκτιβισμό, καθώς καί στό μπόλιασμά της μέ τούς ἁγιοπνευματικούς καρπούς τῆς «ἱερᾶς ἡσυχίας».

Συνέχεια στό ἑπόμενο τεῦχος

  • Προβολές: 161