Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ Οἰκονομία δείκτης ἠθικῆς καί πνευματικῆς ποιότητας

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Μιά συνέντευξη τοῦ Ντόιν Φάρμερ, καθηγητῆ τῶν Μαθηματικῶν στό πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης, στόν δημοσιογράφο Ἀλέξανδρο Καψύλη (Βῆμα, 26.05.2024), μᾶς ἔδωσε ὑλικό γιά νά περιγράψουμε τήν ὀξεία ἀντίθεση, ἀπό τήν μιά μεριά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων καί ἀπό τήν ἄλλη τῆς ζωῆς καί τῆς νοοτροπίας τοῦ κόσμου, μέ τήν ἁγιογραφική ἔννοια τῆς λέξης «κόσμος».

Μιά συνοπική περιγραφή τῆς ἀντίθεσης εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τούς ἀνθρώπους σέ μετάνοια, σέ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτιῶν τους, σέ ἀλλαγή ζωῆς, σέ μεταμόρφωση τοῦ ἑαυτοῦ τους μέ πρότυπο τόν Χριστό. Δέν συμβιβάζεται μέ τό σχῆμα τοῦ παρόντος κόσμου, πού εἶναι ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς. Προοπτική καί προσδοκία της εἶναι οἱ καινούργιοι οὐρανοί καὶ ἡ καινούργια γῆ, κατά τήν ἐπαγγελία τοῦ Χριστοῦ, «ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β΄Πέτρ. 3.13).

Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἡ κρατοῦσα νοοτροπία, ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας, εἶναι ἡ χωρίς ἀναστολές καί ἐνοχές ἀπόλαυση τοῦ κόσμου, ἡ ἀποδοχή ὅλων τῶν παθῶν ὡς φυσικῶν καί ἡ παράχρηση τῆς δωρεᾶς τοῦ αὐτεξουσίου. Βρισκόμαστε στήν κατάσταση τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅπως τήν περιγράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος γράφει: ἡ ψυχή τους μέ τό αὐτεξούσιο νομίζει ὅτι «ἅπαξ κινουμένη σῴζει τήν ἑαυτῆς ἀξίαν καί οὐχ ἁμαρτάνει ποιοῦσα ὅ δύναται». Δέν γνωρίζει ἤ δέν θέλει (στίς μέρες μας) νά γνωρίζη, «ὅτι οὐχ ἁπλῶς κινεῖσθαι ἀλλ’ εἰς ἅ δεῖ κινεῖσθαι γέγονε» (Κατά εἰδώλων). Τό αὐτεξούσιο μᾶς δόθηκε ὥστε ἑκουσίως νά ἐπιλέγουμε τό ἀγαθό. Ἡ ἐπιλογή τοῦ κακοῦ εἶναι δυνατότητα, δέν εἶναι ὅμως δόξα τοῦ αὐτεξουσίου· εἶναι καταστροφή τοῦ ἀνθρώπου. Στίς μέρες μας κάποιοι ἀποφάσισαν ὅτι δέν ὑπάρχει καλό ἤ κακό, ὁπότε δέν γίνεται λόγος γιά ἁμαρτία καί κατά συνέπεια εἶναι ἀκατανόητο τό κήρυγμα τῆς μετανοίας. Τά πάντα ρυθμίζονται μέ δεδομένη τήν φιλαυτία καί τήν ἰδιοτέλεια τῶν ἀνθρώπων.

Ἄς ἔλθουμε ὅμως στήν συνέντευξη πού ἔγινε ἀφορμή γιά τίς παραπάνω διατυπώσεις. Δόθηκε μέ ἀφορμή τήν ἔκδοση ἑνός βιβλίου τοῦ καθηγητῆ Ντόιν Φάρμερ, πού ἔχει τίτλο: «Δίνοντας νόημα στό χάος: Καλύτερα οἰκονομικά γιά ἕναν καλύτερο κόσμο». Βρισκόμαστε μέσα στόν κοσμικό χῶρο πού κυβερνᾶται ἀπό τήν ἐπιθυμία τοῦ πλούτου.

Ἀπό τό βιογραφικό τοῦ Ντ. Φάρμερ μαθαίνουμε ὅτι εἶναι Ἀμερικανὸς ἐπιστήμονας σύνθετων συστημάτων, μὲ ἐνδιαφέροντα στὴν θεωρία τοῦ χάους. Ἡ τρέχουσα ἔρευνά του εἶναι στὰ οἰκονομικὰ τῆς πολυπλοκότητας, μὲ ἐπίκεντρο τὸν συστημικὸ κίνδυνο στὶς χρηματοπιστωτικὲς ἀγορὲς καὶ τὴν τεχνολογικὴ πρόοδο. Πεδίο ἔρευνάς του, δηλαδή, εἶναι σύγχρονα προβλήματα, πού ἀπασχολοῦν συχνά τίς εἰδήσεις, ἀλλά πού ἔχουν καί πολλές ἄγνωστες λέξεις, γιά ὅσους δέν εἴμαστε ἐξοικειωμένοι μέ τήν ἐπιστήμη τῆς οἰκονομίας.

Πάντως, ἡ ἐξέλιξη τῆς οἰκονομίας εἶναι ἱκανή νά στρέφη τούς ἀνθρώπους, λόγω τῶν κινδύνων πού ἐγκυμονεῖ, στήν ἀναζήτηση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Εἰσάγοντας στήν συνέντευξη ὁ δημοσιογράφος σημειώνει: «Ἡ οἰκονομία εἶναι τόσο χαοτική ὅσο καί ἡ ἴδια ἡ ζωή. Γι’ αὐτό καί οἱ παραδοσιακοί τρόποι κατανόησης καί ἐπιρροῆς τοῦ οἰκονομικοῦ φαινομένου καταλήγουν σέ ὑπερβατικές ἐπικλήσεις τοῦ στύλ “ὁ Θεός νά βάλει τό χέρι του” ἤ “βοήθα Παναγιά”».

Ἡ οἰκονομία εἶναι χαοτική, διότι κάθε οἰκονομική θεωρία ξεκινᾶ ἀπό ἀφετηρίες πού δέν μποροῦν πλήρως νά ἐξακριβωθοῦν, γι’ αὐτό τά συμπεράσματά τους εἶναι ἀβέβαια καί οἱ προβλέψεις τους πολλές φορές διαψεύδονται. Ὁ Ντόιν Φάρμερ προτείνει χρησιμοποίηση τῶν οἰκονομικῶν τῆς πολυπλοκότητας γιά «καλύτερες προβλέψεις», ἐπειδή μποροῦν μέ περισσότερο ρεαλισμό νά ἐνσωματώσουν στίς προϋποθέσεις τους τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους «οἱ ἄνθρωποι λαμβάνουν ἀποφάσεις καί μέ τόν τρόπο πού λειτουργεῖ πραγματικά ἡ οἰκονομία».

Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ ἀκόλουθη παρατήρηση τοῦ Ντόιν Φάρμερ:

«Ἡ τυπική οἰκονομική θεωρία στηρίζεται στήν ὑπόθεση ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἐγωϊστές καί ὠφελιμιστές, πού σημαίνει ὅτι ὅλοι πασχίζουμε νά πάρουμε τίς καλύτερες δυνατές ἀποφάσεις γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους. Αὐτή ἡ ἐγωϊστική μεγιστοποίηση τοῦ ὀφέλους ἔχει σημαντικές ἠθικές συνέπειες. Ἀντίθετα, τά οἰκονομικά τῆς πολυπλοκότητας εἶναι “ἀγνωστικιστικά”. Ὑποστηρίζουν ὅτι πρέπει νά δοῦμε τή συμπεριφορική ψυχολογία γιά νά μετρήσουμε πῶς οἱ ἄνθρωποι λαμβάνουν πραγματικά ἀποφάσεις καί τά συμπεράσματα νά τά ἐνσωματώσουμε στά μοντέλα μας. Τά κυρίαρχα οἰκονομικά περιορίζονται στή χρήση μαθηματικῶν ἐξισώσεων. Ἀλλά ὑπάρχουν πολλές πτυχές τῆς οἰκονομίας πού δέν ἐξηγοῦνται ἔτσι».

Καί παρακάτω ἐπισημαίνει: «διαφορετικοί ἄνθρωποι παίρνουν διαφορετικές ἀποφάσεις... Ἄν θέλουμε νά ἐπιτύχουμε συλλογικά τήν εὐδαιμονία, χρειαζόμαστε τή συλλογική σοφία γιά νά κατανοήσουμε πῶς οἱ ἀποφάσεις μας θά διαμορφώσουν ἕνα καλύτερο μέλλον, ὥστε νά δράσουμε ἀναλόγως. Αὐτή τή στιγμή ἀντιμετωπίζουμε δύο ἐμπόδια: τά διαθέσιμα μοντέλα πού δέν μᾶς βοηθοῦν νά καταλάβουμε τό αἴτιο καί τό αἰτιατό τῶν ἀποφάσεών μας, [καί] τήν πολιτική· διότι οἱ πολιτικοί τείνουν νά λαμβάνουν ἀποφάσεις πού ὠφελοῦν κυρίως τούς ἴδιους, τήν διαιώνισή τους στήν ἐξουσία καί ὄχι τό βέλτιστο συμφέρον ὅσων ἐκπροσωποῦν. Τά οἰκονομικά τῆς πολυπλοκότητας ἔχουν τήν δυνατότητα νά μᾶς δώσουν καλύτερα μοντέλα, τά ὁποῖα θά ἄρουν τουλάχιστον τό πρῶτο πρόβλημα».

Στό ἐρώτημα, ἄν ἡ οἰκονομική ἐπιστήμη εἶναι μιά ψευδοεπιστήμη, ἀπάντησε:

«Δέν θέλω νά κάνω ἕνα τέτοιο ἀφορισμό. Τά κυρίαρχα οἰκονομικά εἶναι ἐν μέρει ἐπιστήμη καί ἐν μέρει συλλογικά συμφωνημένα δόγματα. Τά μέρη τῆς ἐπιστήμης εἶναι καλά, πρέπει ἁπλῶς νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά δόγματα. Ἕνα παράδειγμα δόγματος εἶναι τό τυπικό πλαίσιο, στό ὁποῖο ὅλες οἱ θεωρίες βασίζονται σέ μεγάλο βαθμό· [βασίζονται] στήν ἐγωιστική μεγιστοποίηση τοῦ ὀφέλους. Αὐτό τό δόγμα εἶναι τόσο ἰσχυρό, ὥστε οἱ θεωρίες πού τό ἀγνοοῦν θεωρεῖται ὅτι στεροῦνται“οἰκονομικοῦ περιεχομένου”».

Δόγμα τῆς οἰκονομίας: ἡ ἐγωιστική μεγιστοποίηση τοῦ ὀφέλους. Ὑπόθεση στήν ὁποία θεμελιώνεται: ἡ παραδοχή ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἐγωιστές καί ὠφελιμιστές. Θεωρεῖ, δηλαδή, δεδομένη (καί θεμέλιό της) τήν πλεονεξία στόν πλοῦτο «ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία» (Κολ. 3,5). Δέχεται τήν κοινωνία ὅπως εἶναι, φίλαυτη, ἠθικά καί πνευματικά ἀνεξέλικτη, ἄσχετη μέ τό πνεῦμα τῆς μετανοίας, τήν μεταμόρφωση τῶν παθῶν. Ἔτσι μπορεῖ νά σχεδιάζη μοντέλα πού νά ἀνταποκρίνονται στά πράγματα. Εἶναι, ὅμως, καί ἕνας δείκτης πού μᾶς ἐνημερώνει γιά τήν ἠθική καί πνευματική ποιότητα τῆς σύγχρονης κοινωνίας.

Μᾶς δείχνει τό πόσο ὀξεία εἶναι ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία καί τόν κόσμο. Ὁ κόσμος δέν θέλει ἀλλαγή, δέν θέλει νά ἀκούη κηρύγματα σάν τοῦ Προδρόμου, τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων. Δέν μπορεῖ νά ἀκούη τό «Μετανοεῖτε».

Οἱ πιστοί διαβάζουν μέ πνευματική ἐπιθυμία στόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο: «παραγίνεται ᾿Ιωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ λέγων· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (3,1-2). Καί στόν Εὐγγελιστή Λουκᾶ: «ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπὶ ᾿Ιωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ ᾿Ιορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (3,3).

Καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύουν γιά τόν λαό τίς εὐαγγελικές διηγήσεις. Ρωτοῦν: Τί σημαίνει ἡ φράση· «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»; Καί ἀπαντοῦν: Οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν ἀχάριστοι καί δέν εἶχαν ποτέ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν τους, “ἀλλά τοῖς ἐσχάτοις ὄντες ὑπεύθυνοι κακοῖς, ἐδικαίουν ἑαυτούς πανταχοῦ”, τό ὁποῖο τούς ὁδήγησε στήν ἀπώλεια καί τούς ἀπομάκρυνε ἀπό τήν πίστη. Γι’ αὐτό ἐξ’ ἄλλου κατηγορώντας τους ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: “Ἀγνοοῦντες τήν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην καί τήν ἰδίαν ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν” (Α΄ Κορ. 6,11)». Κατ’ ἐξοχήν ὁ σημερινός αὐτοδικαιούμενος κόσμος ζητᾶ «στῆσαι τήν ἰδίαν δικαιοσύνην». Γι’ αὐτό ἦλθε ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης “οὐδέν ἕτερον ποιῶν ἤ εἰς ἔννοιαν αὐτούς ἄγων τῶν οἰκείων ἁμαρτημάτων”. Αὐτό ἦταν τό νόημα τοῦ κηρύγματός του. Τίποτε ἄλλο δέν ἔλεγε παρά μόνον· “ποιήσατε καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας”.

Παρόμοιες προτροπές διατυπώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολ. 3, 8-10). Καρπός ἄξιος τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπάρνηση τῆς ἁμαρτωλῆς κινήσεως τῶν παθῶν καί ἡ ἔνδυση, μέ τό Βάπτισμα, τοῦ νέου ἀνθρώπου, πού πρέπει νά εἶναι διαρκῶς «ἀνακαινούμενος», διαρκῶς νά ὁμοιώνεται πρός τό πρότυπό του, τόν «κτίσαντα αὐτόν» Θεό Λόγο, τόν Χριστό.

Αὐτή ἡ ζωή ἐνεργοποιεῖ τήν χάρη τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος καί καθιστᾶ τούς πιστούς ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό τούς χαρίζεται ἡ δυνατότητα νά ζοῦν τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, «ὅπου οὐκ ἔνι ῞Ελλην καὶ ᾿Ιουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (3,11). Αὐτή εἶναι ἡ ἀδιατάρακτη ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων καί ἡ ὁδός τῆς πρόοδου πού εἶναι «ἀτέλεστη».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 377