Skip to main content

«Τόν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα Μεγάλη Παρασκευή Ἱερός Ναός
Ἁγίας Παρασκευῆς Ναυπάκτου, 3-5-2024

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Παρασκευή εἶναι πάρα πολύ σημαντική ἡμέρα γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί γενικότερα γιά τόν Χριστιανισμό, διότι τήν ἡμέρα αὐτή ἀπέθανε ὁ Χριστός (ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ) στόν Σταυρό καί ἔγινε ἡ Ἀποκαθήλωση τοῦ Σώματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν Σταυρό, ὅπως εἴδατε προηγουμένως.

Ἡ ἱερά ἀκολουθία, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπό τό πρωί, εἶναι ἡ ἀκολουθία τῶν Βασιλικῶν Ὡρῶν, διότι κατά τήν διάρκεια τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς, στήν Κωνσταντινούπολη, κατερχόταν καί ὁ Βασιλεύς-Αὐτοκράτωρ ἀπό τά Ἀνάκτορα στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἐξ οὗ καί λέγονται Βασιλικές Ὧρες, καί παρακολουθοῦσε αὐτό τό μεγάλο γεγονός. Καί, βεβαίως, μετά τίς Μεγάλες Ὧρες ἀκολουθεῖ ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, στήν ὁποία βρισκόμαστε τώρα, κατά τήν ὁποία διαβάζεται τό Εὐαγγέλιο καί γίνεται ἡ Ἀποκαθήλωση τοῦ Σώματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν Σταυρό καί ἡ περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου ἐντός τοῦ Ναοῦ.

1. Ἀναγνώσματα ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη

Ὅταν διαβάζη κανείς προσεκτικά τήν ἀκολουθία τῶν Μεγάλων Ὡρῶν καί τοῦ Ἑσπερινοῦ, πού εἶναι ὁ Ἑσπερινός τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, θά διαπιστώση ὅτι συμπλέκονται πάρα πολύ στενά διάφορα ἀναγνώσματα ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Διαβάζονται κείμενα ἀπό τό Βιβλίο τῆς Γενέσεως, τούς Ψαλμούς τοῦ Δαυΐδ καί τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως τόν Ζαχαρία, τόν Ἡσαΐα, τόν Ἱερεμία, τό βιβλίο τοῦ Ἰώβ, πού ἀναφέρονται ὅλα στόν Χριστό. Ἐπίσης, ἀκούσατε προηγουμένως καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ἀκολούθησε καί τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Φαίνεται, δηλαδή, μιά ἑνότητα μεταξύ τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ὁ συνεκτικός δεσμός μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ἐσταυρωμένος, Αὐτός πού ἦταν μέχρι τώρα ἐπάνω στόν Σταυρό καί τώρα ἔγινε ἡ Ἀποκαθήλωση καί εἶναι μπροστά μας. Δηλαδή, ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖνος πού ἑνώνει τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ Διαθήκη τήν ὁποία συνῆψε ὁ Θεός μέ τόν λαό Του, τόν Ἑβραϊκό, καί ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι ἡ Διαθήκη πού ἔκανε ὁ Ἴδιος μέ τόν νέο λαό Του, τόν Χριστιανικό. Ἔχουμε, λοιπόν, Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶναι πραγματικά «ὁ Κύριος τῆς δόξης», ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστός.

Καί ὅταν λέγω ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό κέντρο τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ συνεκτικός δεσμός μεταξύ τῶν δύο Διαθηκῶν, ἀναφέρομαι σέ ἕνα χωρίο τό ὁποῖο γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του, ὅτι κανείς ἀπό τούς ἄρχοντες τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ δέν γνώρισε «τήν σοφίαν τοῦ Θεοῦ» καί Σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, διότι «εἰ γάρ ἔγνωσαν, οὐκ ἄν τόν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν» (Α’ Κορ. β΄, 7-8).

Αὐτό εἶναι τό ἑρμηνευτικό κλειδί ὅλης τῆς Ἁγίας Γραφῆς μέ τό ὁποῖο μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, ὅτι «τόν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν». Μέ ποιά ἔννοια λέγεται αὐτό; Μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός ὁ Ὁποῖος ἀποκαλυπτόταν στήν Παλαιά Διαθήκη δέν ἦταν ὁ Πατήρ καί στήν Καινή Διαθήκη ὁ Υἱός, ὅπως ψευδῶς καί ἀνυποστάτως μερικοί διδάσκουν, ἀλλά στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀσάρκως καί στήν Καινή Διαθήκη ἐμφανίζεται ὁ ἴδιος ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ σάρκα καί ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε.

Στήν Παλαιά Διαθήκη ὅλοι ὅσοι ἔβλεπαν τόν Θεό, ἔβλεπαν τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα στήν δόξα Του, καί ὅταν λέγω μέσα στήν δόξα, ἐννοῶ μέσα στό φῶς, ὅπως ἔγινε μέ τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰακώβ, ἀργότερα μέ τόν Δαυίδ· ὅλοι ἔβλεπαν «τόν Κύριον τῆς δόξης». Καί τόν ὀνόμαζαν «Κύριον τῆς δόξης» ἐπειδή ἐμφανιζόταν ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί φαινόταν ἀμέσως ἡ διαφορά μεταξύ Αὐτοῦ καί τῶν κτιστῶν ἀγγέλων, γι’ αὐτό καί λέγεται καί «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος». Καί ἐπειδή ἐμφανιζόταν ὁ Λόγος, ὁ Θεός στούς Προφῆτες καί τούς ἁγίους μέσα στήν δόξα Του, τήν θεότητα Του, γι’ αὐτό καί λεγόταν «Κύριος τῆς δόξης». Καί Αὐτός «ὁ Κύριος τῆς δόξης», ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐνηνθρώπησε, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε.

Αὐτό εἶναι τό ἑρμηνευτικό κλειδί τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Οἱ Ἑβραῖοι δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν τό πῶς «ὁ Κύριος τῆς δόξης», πού ἐμφα¬νι-ζόταν στούς Προφῆτες, τώρα προσέλαβε σῶμα καί σταυρώθηκε. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, τό ὁποῖο ἀκούσαμε προηγουμένως, γράφει ὅτι ὁ Σταυρός εἶναι τό μεγάλο μυστήριο, τό ὁποῖο γιά τούς μέν Ἑβραίους εἶναι σκάνδαλον, γιά δέ τούς Ἕλληνες εἶναι μωρία, ἐνῶ γιά μᾶς ὁ Χριστός πού κηρύσσουμε εἶναι δύναμη καί Σοφία τοῦ Θεοῦ (Α΄Κορ. β΄, 18-24).

Εἶναι σκάνδαλο ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστός γιά τούς Ἑβραίους, ἐπειδή τόν γνώ-ριζαν ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὡς «Κύριον τῆς δόξης», τόν ἔβλεπαν μέσα στό φῶς, μέσα στήν δόξα καί δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν τό πῶς «ὁ Κύριος τῆς δόξης» ἔγινε ἄνθρωπος καί σταυρώθηκε. Ἄρα, ὁ Σταυρός ἦταν σκάνδαλο γιά τούς Ἑβραίους. Ἐπί πλέον, ὁ Σταυρός ἦταν μωρία γιά τούς Ἕλληνες, διότι κατά τήν ἑλληνική φιλοσοφία, τόν Πλάτωνα, τόν Ἀριστοτέλη καί τούς ἄλλους φιλοσόφους, εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νά πῆ κάποιος ὅτι ὁ Θεός, πού εἶναι τό ἀνώτατο Ὄν, ὁ κόσμος τῶν ἰδεῶν, τό πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον, «ὁ συμπαντικός λόγος» καί κατά τήν προσωκρατική φιλοσοφία, ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος καί σταυρώθηκε· γι’ αὐτό καί ὁ Ἐσταυρωμένος Θεός εἶναι μωρία.

Αὐτό τό γνώριζε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γι' αὐτό στήν ἀρχή ἐδίωκε τόν Χριστιανισμό, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά καταλάβη τό πῶς «τόν Κύριον τῆς δόξης» ὁ Ὁποῖος ἐμφανιζόταν στούς Προφῆτες καί τούς Δικαίους, τούς φίλους Του, στήν Παλαιά Διαθήκη, τώρα τόν κήρυτταν Ἐσταυρωμένο. Γι’ αὐτό καί ἐδίωκε τόν Χριστιανισμό.

Ὅταν, ὅμως, ἐπήγαινε πρός τήν Δαμασκό καί εἶδε «τόν Κύριο τῆς δόξης» πού τοῦ εἶπε: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί μέ διώκεις;», ἀπόρησε, ἐπειδή ἐγνώριζε πολύ καλά τήν Παλαιά Διαθήκη, καί ἀπάντησε: «Ποιός εἶσαι, Κύριε, πού σέ διώκω;». Τόν εἶδε τώρα μέ σῶμα. Ὁ Χριστός μέσα στήν δόξα Του τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς τόν ὁποῖο ἐσύ διώκεις». Καί τότε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κατάλαβε ὅτι Αὐτός «ὁ Κύριος τῆς δόξης» τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός πού ἐνηνθρώπησε καί σταυρώθηκε. Καί τότε ἑρμήνευσε ὅλα τά προφητικά κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τά ὁποῖα γνώριζε ἀπό τήν ἀνάγνωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική. Γι’ αὐτό καί ἔλεγε: «Ἡμεῖς κηρύσσομεν Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α’ Κορ. α΄, 23).

Ἔτσι, κατάλαβε μέσα ἀπό τήν θεοπτική ἐμπειρία πού εἶχε ὅτι τελείωσε ἡ Παλαιά Διαθήκη καί ἀρχίζει ἡ Καινή Διαθήκη, ὅτι «ὁ Κύριος τῆς δόξης» τῶν Προφητῶν, τῶν Βασιλέων καί τῶν Ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι Τόν εἶδαν στήν Παλαιά Διαθήκη, Αὐτός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος ἐκήρυττε τρία χρόνια, ἔκανε θαύματα καί μετά σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε. Ἑπομένως, τό κλειδί τῆς ἑρμηνείας τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ συνδετικός κρίκος μεταξύ τους εἶναι τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι «τόν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν».

2. Προφητική, Βασιλική καί Ἀρχιερατική Χάρη

Μιλώντας γιά τήν Παλαιά Διαθήκη, ξέρουμε ὅτι πολλοί ἦταν οἱ φίλοι «τοῦ Κυρίου τῆς δόξης» στήν περίοδο αὐτή. Μεταξύ αὐτῶν, κυρίως τά ὄργανα τά ὁποῖα βοηθοῦσαν τόν λαό, ἦταν οἱ Προφῆτες, οἱ Βασιλεῖς, ὅπως ὁ Δαυΐδ καί ὁ Σολομών καί ἄλλοι Βασιλεῖς, οἱ Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς. Ἄρα, στόν λαό ὑπῆρχαν τρεῖς μεγάλες ἐξουσίες, τρία ὄργανα θά λέγαμε, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦσε «ὁ Κύριος τῆς δόξης» γιά νά καθοδηγῆ τόν λαό Του. Ἦταν οἱ Προφῆτες πού ἔβλεπαν τόν ἄσαρκο Λόγο, «τόν Κύριο τῆς δόξης», ἦταν οἱ Βασιλεῖς καί κυρίως ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶχαν πνεῦμα Θεοῦ, ὅπως ὁ Δαυΐδ πού ἔβλεπε «τόν Κύριο τῆς δόξης», καί εἶναι καί οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι τελοῦσαν τίς θυσίες πού προβλεπόταν ἀπό τόν νόμο τόν ὁποῖον ἔδωσε ὁ Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη.

Ἔχουμε, λοιπόν, τρία μεγάλα χαρισματικά ἀξιώματα στήν Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή τούς Προφήτας, τούς Βασιλεῖς καί τούς Ἀρχιερεῖς - Ἱερεῖς. Καί ἔρχεται τώρα «ὁ Κύριος τῆς δόξης» καί λαμβάνει ἀνθρώπινο σῶμα, ἀνθρώπινη φύση, καί σταυρώνεται, καί μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐκπληρώνονται ὅλες οἱ προφητεῖες πού ἀκούσαμε καί προηγουμένως, πού μιλοῦσαν γιά τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, πού θά σταυρωθῆ.

Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνσάρκωσή Του διαμορφώνει ἕναν νέο λαό. Καί ἐνῶ στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπῆρχαν οἱ Προφῆτες, οἱ Βασιλεῖς καί οἱ Ἀρχιερεῖς, τώρα ὁ Ἴδιος γίνεται Προφήτης, Βασιλεύς καί Μέγας Ἀρχιερεύς. Τά παίρνει ὅλα ἐπάνω στόν ἑαυτό Του. Καί τό βλέπουμε καθαρά σέ ὅλο τό ἔργο τό ὁποῖο ἐπετέλεσε τρία χρόνια.

Ἰδιαιτέρως αὐτό φαίνεται τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, διότι ὡς Μέγας Ἀρχιερεύς τέλεσε γιά πρώτη φορά τόν Μυστικό Δεῖπνο, παρέδωκε τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, καί ἔχει μιά νέα σχέση μέ τόν νέο λαό Του. Καί ἀμέσως μετά ἀπό τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ἐξῆλθε μέ τούς Μαθητές Του στήν Γεθσημανῆ καί ἔκανε ἐκείνη τήν περίφημη, τήν ὑπερφυῆ προσευχή: «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο• πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ» (Ματθ. κστ΄ 39) καί ἐκφράζει ὅτι εἶναι Προφήτης, ὁ ὁποῖος καί δίδαξε τούς Μαθητές Του, ἀλλά καί προσευχήθηκε στόν Πατέρα Του γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Καί μετά, ἀνεβαίνοντας στόν Σταυρό ἑκουσίως -διότι, ἄν ἤθελε, θά μποροῦσε νά ἀποφύγη τόν Σταυρό- νίκησε τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο γιά νά δείξη ἕναν ἄλλο τύπο βασιλείας, ὅτι εἶναι Βασιλεύς πού κυριαρχεῖ μέ τήν ταπείνωση, μέ τήν θυσία, μέ τήν προσφορά• ἤθελε νά δείξη ἕναν ἄλλον τρόπο ἐξουσίας, πού δέν κυριαρχεῖ μέ τήν δύναμη, ἀλλά μέ τήν ἀγάπη, μέ τήν ἐλευθερία καί τήν ταπείνωση.

Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Ἴδιος τώρα, ὁ Ἐσταυρωμένος καί Ἀναστάς Χριστός, εἶναι ὁ μέγας Ἀρχιερεύς, εἶναι ὁ μέγας Προφήτης, εἶναι ὁ μέγας Βασιλεύς πού ἄλλαξε τά πάντα καί ἔδειξε ἕναν ἄλλον τρόπο μέ τόν ὁποῖο μποροῦμε νά πλησιάζουμε τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Καί δέν εἶναι τώρα ἁπλῶς μόνον «ὁ Κύριος τῆς δόξης», ἀλλά εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος καί Ἀναστάς Χριστός πού θυσιάστηκε καί θυσιάζεται κάθε φορά πού τελοῦμε τήν ἀναίμακτη θυσία, τήν θεία Εὐχαριστία, καί μποροῦμε νά πλησιάσουμε καί ἐμεῖς αὐτόν τόν Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστάντα Χριστό καί νά Τόν δοῦμε ὡς Προφήτη, ὡς Βασιλέα καί Ἀρχιερέα. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά ὅσοι συνδέονται μαζί Του μέ τό Βάπτισμα καί τήν μυστηριακή ζωή -διότι τό Βάπτισμα εἶναι συσταύρωση μέ τόν Χριστό καί συνδεόμα-στε μαζί Του- τότε μέ μιά γενική ἔννοια γίνονται καί ἐκεῖνοι χαρισματοῦχοι καί ὁ Χριστός τούς δίδει τά τρία αὐτά χαρίσματα.

Κάθε εὐλογημένος Χριστιανός, πού ζῆ πραγματικά στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί συνδέεται μέ τόν Προφήτη, τόν Βασιλέα, τόν Μέγα Ἀρχιερέα Χριστό, λαμβάνει καί αὐτός αὐτά τά τρία μεγάλα χαρίσματα. Λαμβάνει τό χάρισμα τῆς προφητείας μέ τό νά γίνεται διδάσκαλος καί νά προσεύχεται, τό προφητικό χάρισμα τῆς προσευχῆς. Λαμβάνει ἀπό τόν Χριστό τό χάρισμα τοῦ νά εἶναι βασιλεύς, νά κυριαρχῆ ἐπάνω στά πάθη του καί νά μήν ἀφήνη ἀνεξέλεγκτο τόν ἑαυτό του, νά μήν ἀφήνη τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς νά κάνουν ὅ,τι θελουν, ἀλλά νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος βασιλεύς τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν παθῶν του. Καί, ἐπίσης, ἔδωσε στόν ἄνθρωπο, πού συνδέεται μαζί Του, τό χάρισμα νά γίνεται καί ἐκεῖνος Ἱερεύς, δηλαδή νά προσφέρη τόν ἑαυτό του «θυσίαν ἄμωμον», ἔχοντας «καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην», στόν Θεό καί στούς ἀδελφούς του.

Ἑπομένως, ὁ Χριστός, «ὁ Κύριος τῆς δόξης», ὁ Ἐσταυρωμένος καί Ἀναστάς Χριστός, ἔχει σχηματίσει τόν δικό Του λαό καί μάλιστα ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι φίλοι Του καί συνδέονται μαζί Του καί ἔχουν λάβει αὐτά τά γενικά χαρίσματα, διότι τά εἰδικότερα χαρίσματα τά ἔχει ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος εἶναι, ὅπως λέγεται στά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, διάδοχος τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί εἰς τύπον καί τόπον τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί ἔχει τό προφητικό, τό βασιλικό καί τό ἀρχιερατικό χάρισμα.

Πάντως, σέ μία γενικότερη μορφή κάθε Χριστιανός, ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται «τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως», μέ τήν προσευχή του ἐκφράζει τό προφητικό χάρισμα πού ἔχει, μέ τόν ἀγώνα του πάνω στά πάθη του δείχνει ὅτι εἶναι βασιλεύς καί συνδέεται μέ τήν βασιλική Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ, καί μέ τήν προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ του ὡς θυσία ἄμωμη στόν Θεό καί τούς ἀδελφούς του ἐκφράζει αὐτό τό προφητικό, βασιλικό καί ἱερατικό χάρισμα, αὐτήν τήν ἐσωτερική μορφή, θά ἔλεγα, ἐξουσίας, πού συνδέεται μέ τήν ἀγάπη, τήν ταπείνωση καί τήν ἐλευθερία.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Αὐτήν τήν Μεγάλη ἡμέρα πού βρισκόμαστε μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο Χριστό καί στόν Σταυρό Του, γνωρίζοντας ὅλα αὐτά, ὅτι ὁ Σταυρός καί ὁ Ἐσταυρωμένος εἶναι ὁ σύνδεσμος, ὁ συνεκτικός δεσμός μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, ἄς γίνουμε, ὅσο μποροῦμε καλύτεροι φίλοι τοῦ Ἐσταυρωμένου «Κυρίου τῆς δόξης», γιά νά δοξαστοῦμε καί ἐμεῖς ἀπό Αὐτόν.

  • Προβολές: 170