Skip to main content

Τό μαρτύριο τῶν ἁγίων ὡς ζωή ἐν Χριστῷ καί ὑπέρβαση τοῦ θανάτου

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα κατά τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου, στό Ἀγρίνιο, τήν 9-5-2024

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κ. Δαμασκηνέ, ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, Τίμιον Πρεσβυτέριον, Χριστοῦ Διακονία, Ἐντιμότατοι ἄρχοντες, Εὐλογημένε καί περιούσιε λαέ τοῦ Κυρίου.

Θά ἤθελα ἐν πρώτοις νά εὐχαριστήσω θερμότατα τόν Σεβασμιώτατο ποιμενάρχη σας καί ἀγαπητό μας ἐν Χριστῷ ἀδελφό, κ. Δαμασκηνό, ὁ ὁποῖος μέ προσεκάλεσε νά ἔρθω σέ αὐτήν τήν πόλη, τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἑορτάζει ὁ πολιοῦχος της, ὁ ἅγιος Χριστοφόρος. Σέ αὐτήν τήν πόλη πού, ὅπως εἶπε καί χθές καί σήμερα ὁ Σεβασμιώτατος, μεγάλωσα καί ἔθεσα τίς βάσεις τῆς περαιτέρω ἐξελίξεώς μου στήν ἐκκλησιαστική ζωή καί, βέβαια, στήν θεολογική μου κατάρτιση.

Εὐγνωμονῶ τόν Θεό διότι σέ αὐτήν τήν πόλη ἐκτός ἀπό τήν περάτωση τῶν γυμνασιακῶν μου σπουδῶν γνώρισα τόν τότε Πρωτοσύγκελλο Ἀρχιμανδρίτη Καλλίνικο Ποῦλο, ὁ ὁποῖος ὅταν ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας μέ προσεκάλεσε καί πῆγα κοντά του καί παρέμεινα 15 χρόνια μαζί του, καί τώρα εἶναι ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, σέ αὐτόν στόν ὁποῖο χρωστῶ πάρα πολλά, ὅλη τήν ἐκκλησιαστική καί θεολογική ζωή τήν ὁποία ὁ Θεός μέ ἀξίωσε νά ζήσω μέσα στήν Ἐκκλησία.

1. Τό μαρτύριο ὡς ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου

Σήμερα ἑορτάζουμε τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου, ἐπα-ναλαμβάνω, πολιούχου αὐτῆς τῆς πόλεως. Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος χθές, κατά τήν διάρκεια τοῦ Ἑσπερινοῦ στό κή-ρυγμά του, μᾶς παρουσίασε ἐν ὀλίγοις τήν ζωή τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου, πού εἶναι πραγματικά θαυμαστή, ὁμίλησε καί γιά τό ἔργο τό ὁποῖο ἐπιτέλεσε καί γιά τό πῶς τόν ἀνέδειξε ὁ Θεός καί, βέβαια, γιά τό εὐλογημένο ὄνομα τό ὁποῖο ἔλαβε.

Ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά ἤθελα νά παρουσιάσω στήν ἀγάπη σας, ἀφοῦ ὁ Σεβασμιώ-τατος ποιμενάρχης σας μοῦ ἔδωσε τήν ἄδεια αὐτοῦ τοῦ εὐχαριστιακοῦ κηρύγματος, εἶναι μία πλευρά τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου, τό μαρτυρικό του τέλος, τόν μαρτυρικό του θά-νατο καί τόν ἀποκεφαλισμό του.

Ὁ ἅγιος Χριστοφόρος ἀνήκει στήν κατηγορία τῶν μεγάλων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, τῶν Μεγαλομαρτύρων. Ὑπέστη ἀφάνταστα μαρτύρια τά ὁποῖα ἀντιμετώπισε μέ μεγάλη ὑπομονή καί καρτερία, καί τελικά ἀποκεφαλίστηκε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Ἐκεῖνο τό ὁποῖο μέ ρωτοῦν πολλοί ἄνθρωποι, ὅταν διαβάζουν τέτοια γεγονότα, ὅπως οἱ μαρτυρικοί θάνατοι τῶν ἁγίων, εἶναι τό τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε τούς ἁγίους αὐτούς νά δώσουν τά πάντα γιά τόν Χριστό, κυρίως τί ἦταν ἐκεῖνο πού τούς ἔκανε νά θυσιάσουν τήν βιολογική τους ζωή, νά μή φοβοῦνται τόν θάνατο καί νά μήν αἰσθά-νονται πόνο κατά τήν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τους.

Ἐμεῖς ξέρουμε ἀπό τήν πείρα μας ὅτι καί μιά μικρή ἐπέμβαση νά γίνη στό σῶμα μας, καί στόν ὀδοντίατρο νά πᾶμε γιά νά κάνουμε μία ἁπλή ἐπέμβαση στό δόντι, χρειάζεται ἀναισθησία, διότι δέν ἀντέχουμε τόν σωματικό πόνο. Γιά φαντασθεῖτε νά προχωρᾶ κάποιος στό μαρτύριο, νά ἐξελίσσεται τό μαρτύριο, νά τόν χτυποῦν, νά τόν βάζουν στόν τροχό, νά τοῦ σχίζουν τίς σάρκες καί ἐκεῖνος νά δοξολογῆ τόν Θεό. Διερωτᾶται κανείς: «Δέν πονάει αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἔχει σῶμα; Ὑπεράνθρωπος εἶναι; Γιατί δέν ἐκδηλώνει αὐτόν τόν πόνο καί γιατί δέν ἐκδηλώνει αὐτήν τήν θλίψη καί γιατί ἔχει αὐτόν τόν πόθο καί τόν ἔρωτα νά μαρτυρήση γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Γιατί δέν φοβᾶται τόν θάνατο;». Ὑπάρχει βέβαια μιά θεολογική ἀπάντηση σέ αὐτό τό ἐρώτημα.

Κατ’ ἀρχάς θέλω νά πῶ ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κάτι τό φοβερό. Τό ξέρουμε ὅλοι μας ἐκ πείρας. Μετά τήν προπατορική ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας εἰσῆλθε μέσα στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, πού σημαίνει ὅτι ὅλα τά κύτταρα, ἀπό τήν ὥρα πού συλληφθήκαμε στήν κοιλία τῆς μητέρας μας, ἀπό τό πρῶτο γονιμοποιημένο ὠάριο τῆς μητρός, τό πρῶτο κύτταρο, μεταξύ τῶν 25.000 γονιδίων πού ἔχει, ὑπάρχουν καί τά γονίδια τῆς γηράνσεως, δηλαδή τά γονίδια τοῦ θανάτου. Καί, ἐπίσης, λένε ὅτι ἀπό τά συνολικά αὐτά γονίδια πού ἔχει κάθε κύτταρο ἕνας ἀριθμός γονιδίων εἶναι τά γονίδια τῶν ἀσθενειῶν.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεώς του, πρίν διαφοροποιηθοῦν τά ἐμβρυϊκα βλαστοκύτταρα γιά νά συγκροτήσουν τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, πρίν σχηματισθοῦν οἱ ἱστοί, πρίν σχηματισθοῦν τά ὄργανα καί πρίν ἀκόμη σχηματισθεῖ τό σῶμα στούς δυόμιση περίπου μῆνες τῆς κυοφορίας, ἤδη μέσα στό ἀνθρώπινο σῶμα, στά κύτταρα, ὑπάρχουν τά γονίδια τοῦ θανάτου πού τά ἔχουμε μέσα μας σέ ὅλη τήν ζωή μας.

Καί, βεβαίως, καθώς μεγαλώνει ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν θάνατο ἐπάνω του, μέ τίς ἀρρώστιες, τήν γήρανση, τά διάφορα σημάδια στό σῶμα του, βλέπει ὅτι αὐξάνεται στήν ἡλικία καί ὁδηγεῖται πρός τίς μεγαλύτερες ἡλικίες καί πρός τό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Καί, βεβαίως, αὐτό αὐξάνει τό ἄγχος τοῦ θανάτου.

Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο πρόβλημα ἀπό τόν φόβο καί τό ἄγχος τοῦ θανάτου. Τρομάζουμε μπροστά στόν θάνατο, τρομάζουμε μπροστά στήν αἴσθηση καί τήν συνείδηση τοῦ θανάτου. Νομίζω ὅτι τό μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα δέν εἶναι αὐτό πού νομίζουμε, δηλαδή οἱ μισθοί, ἡ ἐργασία, ἤ κάτι ἄλλο, ἀλλά τό μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα πού ὑπάρχει μέσα στήν κοινωνία μας εἶναι ὁ φόβος τοῦ θανάτου.

Δεῖτε το αὐτό στήν ζωή σας. Ἀπό τήν μικρή ἡλικία ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή μέσα του ὑποβόσκει ἡ αἴσθηση ὅτι θά μεγαλώση καί θά ἔρθη κάποτε στιγμή πού δέν θά ἔχη δυνάμεις, πρέπει νά ἱκανοποιήση ὅλα τά πάθη, νά ἱκανοποιήση τήν ἡδονή, τό πάθος τῆς δόξας, τήν φιλαργυρία γιά νά συγκεντρώνη χρήματα γιά τά γηρατειά του καί γιά τόν θάνατο.
Μεγάλο πρόβλημα εἶναι τό πρόβλημα τοῦ θανάτου, διότι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταλαβαίνη ὅτι περνᾶνε τά χρόνια καί πλησιάζει στό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς, ἔχει τόν φόβο τοῦ θανάτου, μέ τήν ἔννοια ὅτι καταλαβαίνει ὅτι θά ἀποχωριστῆ τούς ἀγαπητούς του ἀνθρώπους, ἔχει τήν συνείδηση τοῦ θανάτου, διότι μόνον ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν συνείδηση τοῦ θανάτου, ἐνῶ τά ζῶα δέν ἔχουν συνείδηση τοῦ θανάτου.

Ἔπειτα, τόν καταλαμβάνει ἡ ἀγωνία γιά τό πῶς θά εἶναι τίς τελευταῖες ὧρες τῆς βιολογικῆς του ζωῆς, ὅταν θά βρεθῆ στό μεταίχμιο, στά ὁριακά ἐκεῖνα σημεῖα, ὅπως ἔλεγαν καί οἱ ὑπαρξιστές φιλόσοφοι, μεταξύ ζωῆς καί θανάτου. Διακατέχεται ἀπό ἀγωνία γιά τό πῶς θά εἶναι ἐκείνη ἡ ὥρα κατά τήν ὁποία θά φύγη ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Καί ἔπειτα τόν διακατέχει ἡ ἀγωνία γιά τό ἄγνωστο τῆς ζωῆς μετά τόν θάνατον. Διερωτᾶται γιά τό τί θά γίνη τότε. Πρόκειται γιά ἐρωτήματα πού θέτουν διάφοροι καί κυρίως στίς ἐξόδιες ἀκολουθίες: «Ποῦ πάει ἡ ψυχή μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα; Καταλαβαίνει τότε ἡ ψυχή, αἰσθάνεται;». Καί ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνεται ἀπό αὐτό τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ὅταν φέρνη στήν σκέψη του ὅτι τό σῶμα του θά λιώση μέσα στήν γῆ, γιά τό ποῦ θά βρίσκεται ἡ ψυχή.

Δίνονται πολλές ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα αὐτά, ἀνάλογα μέ τά διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, ἀρχαῖα καί νεώτερα. Βλέπετε, λοιπόν, ὅτι ὁ θάνατος καί τό ἄγχος καί ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι ἐκεῖνα πού κυριαρχοῦν στήν ζωή μας.

Οἱ ἅγιοι τά ὑπερβαίνουν αὐτά. Βλέπετε τόν ἅγιο Χριστοφόρο πού δέν διακατέχεται ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου. Τόν ὁδηγοῦν στό μαρτύριο, ξέρει τί θά πῆ μαρτύριο, ξέρει τί θά πῆ νά πληγώνεται ὅλο τό σῶμα χωρίς ἀναισθησία, ξέρει τί θά πῆ ὅτι θά ἔρθη στιγμή κατά τήν ὁποία θά ἀποχωριστῆ ὅλους αὐτούς τούς ὁποίους ἐγνώριζε, ὅμως, δέν ἔχει φόβο θανάτου, ἔχει ὑπερβῆ τόν θάνατο. Γιατί; Διότι ἐνισχύεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ἀλλά καί διότι διακατέχεται ἀπό τήν χαρά τῆς συνάντησής του μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό.

2. Τό ἑρμηνευτικό κλειδί τῆς ὑπέρβασης τοῦ φόβου τοῦ θανάτου

Ὅμως, πῶς ἐξηγεῖται τό γεγονός, ποιό εἶναι τό ἑρμηνευτικό κλειδί πού ὁ ἄνθρω-πος, οἱ ἅγιοι καί Μεγαλομάρτυρες, ἐκείνη τήν ὥρα ὑπερβαίνουν τόν φόβο καί τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου;

Γνωρίζουμε ἀπό τίς μελέτες πού κάνουν οἱ μοριακοί βιολόγοι στά κύτταρα, ὅτι ὑπάρχει ἡ λεγόμενη κυτταρική μνήμη, τό λεγόμενο μνημονικό κυτταρικό σύστημα. Δηλαδή, τά κύτταρα μέχρι τήν 14η μέρα ἀπό τήν σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου διπλασιά-ζονται, ἐνῶ μένουν ἀδιαφοροποίητα, καί τήν 14η ἡμέρα ἀπό τήν σύλληψη, ἀπό τήν γονιμοποίηση, ἀρχίζουν νά διαφοροποιοῦνται. Καί ἄλλα ἀπό τά κύτταρα θά γίνουν καρδιά, ἄλλα νευρικός ἱστός, ἄλλα αἷμα κλπ., γιά νά σχηματισθῆ ὅλο τό ἀνθρώπινο σῶμα.

Ἔτσι, μέσα σέ κάθε κύτταρο ὑπάρχει ἡ λεγόμενη μνήμη καί αὐτό εἶναι τό μνημονικό κυτταρικό σύστημα, ἀφοῦ κάθε κύτταρο ξέρει τί θά γίνη. Καί, βέβαια, ὑπάρχουν καί τά γονίδια τῆς γηράνσεως καί τῶν ἀσθενειῶν, ὅπως εἶπα προηγουμένως. Αὐτή εἶναι ἡ βιολογική ἑρμηνεία τοῦ θέματος.

Ὅμως, ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς γνωρίζουμε ὅτι πέρα ἀπό τήν μνήμη τῶν κυττά-ρων, τήν λεγόμενη κυτταρική μνήμη, ὑπάρχει καί ἡ μνήμη τῆς καρδιᾶς, ἡ μνήμη τοῦ νοῦ, ἀφοῦ συνδέεται ὁ νοῦς μέ τήν καρδιά, καί ἡ μνήμη αὐτή ἀναφέρεται στόν Θεό.

Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, ἔχει δύο μνῆμες: ἀπό πλευρᾶς σωματικῆς ἔχει τήν κυττα-ρική μνήμη καί ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς ἔχει τήν μνήμη τῆς καρδιᾶς. Εἶναι αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». (Ματθ. ε΄, 8). Καί, βεβαίως, στά ἀνθρώπινα πράγματα ἔχουμε τήν μνήμη τῆς λογικῆς καί σκεπτόμαστε καί θυμόμαστε, ἀλλά ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση γνωρίζουμε -καί κυρίως αὐτό τό λένε ὅλοι οἱ ἡσυχαστές Πατέρες- ὅτι ὑπάρχει ἡ μνήμη τῆς νοερᾶς ἐνέργειας, ἡ μνήμη τῆς καρδιᾶς, στήν ὁποία βρίσκεται ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, ὅταν ἀναπτύσσεται αὐτή ἡ νοερά ἐνέργεια, ἡ μνήμη τῆς καρδιᾶς, ἡ μνήμη τοῦ νοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔχει ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ. Τό σῶμα καί τά κύτταρα κάνουν αὐτό γιά τό ὁποῖο εἶναι προγραμματισμένα, πού ξέρουν νά κάνουν, ἀλλά ὁ πνευματικός ἄνθρωπος ἔχει μέσα του καί ἕναν ἄλλον κόσμο, ἕνα ἄλλο κέντρο πού ἔχει μνήμη Θεοῦ. Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. ε΄, 16). Πῶς εἶναι δυνατόν κάποιος νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα, ἐνῶ τό μυαλό του ἀσχολεῖται μέ διάφορα ζητήματα; Εἶναι ἡ μνήμη τοῦ νοῦ, τῆς νοερᾶς ἐνέργειας στήν καρδιά.

Ὅταν καθαρίζεται ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τότε ἀναδεικνύεται αὐτός ὁ νοῦς, αὐτό τό ἰδιαίτερο μνημονικό σύστημα καί μνημονεύει συνέχεια τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν μνημονεύη κανείς τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καί μάλιστα μέ τήν καρδιά του, τότε δέχεται τήν ἄκτιστη ἐνέργεια καί Χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν ἴδιο τόν Θεό, καί ἔχει τόν λεγόμενο φωτισμό τοῦ νοῦ. Καί μερικές φορές αὐτός ὁ φωτισμένος νοῦς -ὄχι ἡ φωτισμένη λογική, πού αὐτό γίνεται μέ τήν κοσμική παιδεία- ἀλλά ὁ φωτισμένος νοῦς ἀνάγεται στήν θεωρία καί βλέπει τόν Θεό.

Ἔτσι ἐξηγεῖται τό πῶς κατά τήν διάρκεια τῶν μαρτυρίων τῶν ἁγίων, ἐνῶ τό σῶμα τους δεχόταν τίς μεγάλες πιέσεις καί τούς βασανισμούς, ὅμως μέ τήν νοερά ἐνέργειά τους εἶχαν ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπαν ἀγγέλους, ἔβλεπαν ἁγίους, ἔβλεπαν τόν ἴδιο τόν Χριστό. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐρχόταν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί αὐτό ἦταν τό καλύτερο ἀναισθητικό, τό πνευματικό ἀναισθητικό, καί, ἐνῶ τό σῶμα πονοῦσε, αὐτοί δέν αἰσθάνονταν τόν πόνο, διότι ἔχει μεγαλύτερη δύναμη ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό τό βλέπουμε στήν ἁγία Περπέτουα πού τήν ἔβαλαν μέσα στό κέντρο τοῦ σταδίου καί ἦρθαν τά θηρία καί τήν ἔριξαν κάτω, αὐτή πληγώθηκε, ἔρρεαν τά αἵματα, ἀλλά ἐκείνη σηκώθηκε καί διερωτᾶτο, γιατί δέν ἦρθαν ἀκόμη τά θηρία νά τήν φᾶνε. Εἶχε θεῖο ἔρωτα, ἦταν μεθυσμένη μέ τήν νηφάλιο μέθη.

Ὑπάρχει μιά μέθη ἀπό τίς ὑλικές τροφές καί τά ποτά καί ὑπάρχει μιά ἄλλη πνευματική μέθη, ἡ ὁποία λέγεται θεία μέθη. Αὐτό συνέβη μέ τόν ἅγιο Χριστοφόρο. Διαβάστε τόν βίο τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου καί θά δεῖτε ὅτι ἐμφανίσθηκε ἄγγελος Κυρίου. Πῶς μπορεῖ κανείς νά δῆ τόν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ; Μέ αὐτήν τήν φωτισμενη νοερά μνήμη.

3. Θεία ἐμπειρία

Γράφεται στό Συναξάριό του: «Τόν κάρφωσαν σέ ἕνα μηχανικό ὄργανο χαλκοῦ καί κάτω ἄναψαν φωτιά καί τότε ζοῦσε μέ ἄνεση καί ἀνάπαυση». Γιατί συνέβη αὐτό; Διότι ἦταν κυριευμένος ἀπό αὐτήν τήν νηφάλιο μέθη, ἦταν μεθυσμένος μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ• καί ὅποιος εἶναι μεθυσμένος μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν καταλαβαίνει τά ἐξωτερικά.

Γράφεται ἀκόμη στό Συναξάριο τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου κάτι ἐκπληκτικό, πού λίγοι τό βλέπουν καί τό ἑρμηνεύουν:

«Ἔλεγε τότε ὁ μακάριος ὅτι ἔβλεπε ἕναν ἄνδρα ὑψηλόν μέν κατά τό μέγεθος τοῦ σώματος, ὡραῖον δέ κατά τό πρόσωπον, ὁ ὁποῖος ἐφόρει λευκά καί μέ τάς ἀκτίνας αἱ ὁποῖαι ἤστραπτον ἀπό τό πρόσωπόν του ἐνίκα καί ἐσκέπαζε τόν λαμπρότατον ἥλιον, ἐπί δέ τῆς κεφαλῆς του ὑπῆρχε λαμπρός στέφανος καί τριγύρω του ἵσταντο στρα-τιῶται πυρίμορφοι -οἱ ἄγγελοι- πρός τούς ὁποίους πολεμήσαντες τινές ἄλλοι μαῦροι καί ἄσχημοι ἐφάνησαν ὅτι ἐνικήθησαν».

Αὐτό, λοιπόν, εἶναι τό ἑρμηνευτικό κλειδί τοῦ μαρτυρίου ὅτι δέν πονοῦσαν καί ὅτι εἶχαν ὑπερβῆ τόν φόβο τοῦ θανάτου καί χαίρονταν. Εἶχε ἐνεργοποιηθῆ αὐτό τό μνη-μονικό σύστημα, αὐτή ἡ νοερά ἐνέργεια. Τό σῶμα τῶν Μαρτύρων ἀντιμετώπιζε τίς δυσκολίες του, ἀλλά οἱ Μάρτυρες ἔβλεπαν τόν Χριστό, τήν Παναγία, τούς Ἀγγέλους καί τούς Ἁγίους. Σέ αὐτό τό κείμενο πού διάβασα φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Χριστοφόρος εἶδε τόν Ἀναστάντα Χριστό. Καί, ὅταν βλέπη κανείς τόν Θεό, τότε μετέχει τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει ὅτι φθάνει στήν κατά χάριν θέωση.

Χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γιά τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό τό παράδειγμα τοῦ πεπυρακτωμένου σιδήρου, ἀφοῦ τό σίδηρο μέσα στήν φωτιά παραμένει σίδηρο δέν χάνει τό ὑλικό του στοιχεῖο, ἀλλά προσλαμβάνει τήν ἐνέργεια τῆς φωτιᾶς. Κατά ἀναλογία αὐτό συμβαίνει καί μέ τούς ἁγίους, ἀφοῦ παραμένει τό σῶμα, ἀλλά φλέγεται ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, καί ὁ ἅγιος Χριστοφόρος ἦταν ἕνας φλεγόμενος ἄνθρωπος τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του, γι’ αὐτό δέν ὑπελόγιζε τίποτε, ἀγαποῦσε τόν Χριστό καί δέν αἰσθα-νόταν τόν πόνο, καί ὁδηγεῖτο μέ χαρά στό μαρτύριο. Ποῦ ὀφείλεται αὐτό; Στόν Ἀνα-στάντα Χριστό καί στήν μέθεξη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ πού τήν βίωνε μέ τήν ἐνεργοποιημένη του νοερά ἐνέργεια.

Αὐτό, λοιπόν, εἶναι τό ἑρμηνευτικό κλειδί μέ τό ὁποῖο ξεπερνᾶμε ὅλα τά προ-βλήματα καί ὅλες τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας, ἀλλά καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν φόβο, τήν ἀγωνία καί τό ἄγχος τοῦ θανάτου.

«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».

  • Προβολές: 64