Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Δείγματα τῆς μητρικῆς μας γλώσσας
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Μελετώντας τά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μαθαίνουμε τήν γλώσσα της, τήν γλώσσα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Δέν ἀναφερόμαστε στίς λέξεις καί τό συντακτικό, ἀλλά στό Πνεῦμα πού κινεῖ τόν λόγο, στήν ζωή πού ἐκφράζεται μέ λέξεις καί προτάσεις, μέ πεζό ἤ ποιητικό λόγο. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τό λέει σαφέστατα: «οὐ γὰρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτὲ προφητεία, ἀλλ᾿ ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Α΄Πέτρ. 1, 21). Τό ἅγιο Πνεῦμα κινεῖ τόν Προφήτη. Ὁ Προφήτης δέν ἀνακάλυπτε ἀλήθειες, οὔτε κατασκεύαζε μυθιστορήματα. Καθάριζε τόν νοῦ του ἀπό ψευδεῖς ἀντιλήψεις καί ἀπό ρύπους τῶν παθῶν καί γινόταν ἱκανός νά δέχεται τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (ἤ κατ’ ἄλλους Ἰωάννης ὁ Ἀρκλᾶς) στό πρῶτο τροπάριο τοῦ ἰαμβικοῦ Κανόνα τῆς Πεντηκοστῆς ἐκφράζει αὐτή τήν ἀλήθεια· γράφει γιά τόν «βραδύγλωσσο» Προφήτη Μωϋσῆ, πού ἔλαβε στό Σινᾶ τόν «θεόγραφο νόμο»: «Ἰλὺν γὰρ ἐκτινάξας ὄμματος νόου, ὁρᾷ τὸν ὄντα, καὶ μυεῖται Πνεύματος γνῶσιν, γεραίρων ἐνθέοις τοῖς ᾄσμασιν». Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύοντας τό τροπάριο σημειώνει: «Ἐπειδή δέ ἐτίναξεν ἀπό τόν νοῦν του, ὅστις εἶναι τό ὀμμάτι τῆς ψυχῆς, κάθε ἰλύν (ἀκαθαρσίαν) τῶν παθῶν καί κάθε γήϊνον φρόνημα, διά τοῦτο ἠξιώθη [ὁ Μωϋςῆς] νά ἰδῇ τόν ὄντως Ὄντα Θεόν, καθώς εἶναι δυνατόν εἰς τόν ἄνθρωπον· “Εἶπε, φησίν, ὁ Θεός πρός Μωϋσῆν· ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν· καί εἶπεν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς Υἱοῖς Ἰσραήλ· ὁ Ὤν ἀπέσταλκέ με”(Ἔξ. 3,14)· εἰς τούς καθαρούς γάρ τήν καρδίαν καί τόν νοῦν ὁ Θεός μυστικῶς ἐποπτάνεται». Σέ αὐτούς πού ἐμφανίζει ὁ Θεός μυστικῶς τόν Ἑαυτό Του τούς ἀποστέλλει στόν κόσμο νά Τόν κηρύξουν.
Θά χρησιμοποιήσουμε στήν συνέχεια ἕνα Κοντάκιο τοῦ ὁσίου Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, πού ἐπιγράφεται: «Τῶν ἁγίων Ἀποστόλων», γιά νά μαθητεύσουμε στἠν γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἁπλή, τήν ἀσυμβίβαστη, ἀλλά ταυτόχρονα ἐπιεικῆ καί φιλάνθρωπη﮲ τήν γλώσσα πού ξέχασε ὁ σύγχρονος ἀνθρωπος, ἀκόμη καἰ ὁ Χριστιανός.
Αὐτό λέγεται γιατί πολλοί στίς μέρες μας θέλουν τόν Χριστιανισμό συμβιβασμένο μέ τίς νοοτροπίες τοῦ κόσμου τούτου, τόν ἑρμηνεύουν μάλιστα ἀναλόγως. Ἄλλοι τόν βλέπουν σύμφωνο μέ τόν φιλελευθερισμό καί τόν δικαιωματισμό, πού ἔχουν διαλύσει τίς κοινωνίες τοῦ δυτικοῦ κυρίως κόσμου, ἄλλοι τόν συνδέουν μέ ποικίλους κοινωνισμούς ἤ ἀκτιβιστικά κινήματα καί ἄλλοι τόν ὑποκαθιστοῦν μέ νέες ψυχοθεραπευτικές θεωρίες καί πρακτικές, χωρίς θεολογική ὑποδομή, ἄσχετες μέ τήν εὐαγγελική ἄσκηση καί ξένες πρός τήν φιλοκαλική θεραπεία τῶν παθῶν.
Σέ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις ἔχει χαθῆ ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔχει ἀγνοηθῆ ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Θεός πού μπῆκε στήν ἱστορία μας καί μᾶς ἔδειξε τόν τέλειο ἄνθρωπο· καί τό σημαντικότερο, μᾶς ὑπέδειξε τρόπους καί μᾶς ἔδωσε δυνάμεις (στήν Ἐκκλησία μέ τά Μυστήριά της), ὥστε νά κινηθοῦμε αὐτεξούσια, μεταμορφώνοντας τήν ζωή μας, ὁμοιούμενοι πρός τό πρότυπό μας, πού εἶναι ὁ Ἴδιος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε καί Υἱός ἀνθρώπου.
Ἀπό τήν ποίηση τοῦ ὁσίου Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ διδασκόμαστε καί τήν γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν θεολογία της, ἀλλά καί τήν ποιμαντική της. Στό Κοντάκιό του γιά τούς ἁγίους Ἀποστόλους παρουσιάζει τόν Χριστό μετά τήν Ἀνάσταση, νά μιλᾶ στούς Μαθητές Του, ἀποστέλλοντάς τους στό κήρυγμα. Ἀπό τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ποιητικά τούς ἐκφράζει ὁ ὅσιος Ρωμανός, θά ἐπικεντρωθοῦμε σέ τέσσερα σημεῖα:
Πρῶτον, ἡ ποίησή του εἶναι ἐκκλησιαστική καί κινεῖται μέσα στό πλαίσιο τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, τήν ὁποία, μέ θεμέλιο τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν ἐκφράζει μέ πολύ σαφῆ τρόπο. Γιά παράδειγμα, παρουσιάζει τόν Χριστό νά ἀπευθύνεται στόν ἀπόστολο Φίλιππο, ὁποῖος τοῦ εἶχε πεῖ πρίν ἀπό τό πάθος Του, «δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα καί ἀρκεῖ ἡμῖν» (Ἰω. 14,8), τώρα νά τοῦ λέη: «κήρυξόν με ὡς βλέπεις καί ἀκούεις μου νῦν· μή τοῦ πατρός μου χωρίσῃς με·. «Μή πῆς», τοῦ λέει, «γνωρίζω τόν Υἱό, δέν γνωρίζω ὅμως τόν Πατέρα. Σοῦ φανέρωσα μέσα σέ μένα τόν Πατέρα καί Ἐμένα μέσα σ’ Αὐτόν. Δέν ἦλθα χωρισμένος ἀπό Ἐκεῖνον. Αὐτά πού θέλει ἐκτελῶ καί αὐτά θέλω ἐκτελεῖ. Εἴμαστε μέσα στό ἴδιο Πνεῦμα. Αὐτῆς τῆς ἀλήθειας σέ στέλνω κήρυκα» (οἶκος ι΄). Πολύ συνοπτική ἔκφραση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.
Δεύτερον, τό κήρυγμα δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος λόγος πού προσπαθεῖ νά πείση λογικά τούς ἀκροατές του. Στήν ἔκφραση τῆς ἀδυναμίας τῶν Μαθητῶν, ὁ ὅσιος Ρωμανός παρουσιάζει τόν Χριστό νά τούς λέη: «...μή θολώσῃ τάς φρένας ὑμῶν ὁ δυσμενής· ὡς νήπιοι μή λογίζεσθε» καί μετά ἀπό ἐνθαρρυντικές συμβουλές, τούς ἐπισημαίνει: «...οἱ λαλοῦντες ὑμεῖς, καί ὁ πείθων ἐγώ» (οἶκος ις΄). Ἐσεῖς θά λέτε τόν λόγο, ἀλλά ἐγώ θά πείθω τούς ἀκροατές σας. Τήν πίστη μεταδίδει μέσω τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Τρίτον, ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται στήν ἀπόφαση μιᾶς μόνο στιγμῆς. Χρειάζεται καλλιέργεια ἀπό διδάσκαλο ταπεινό καί ἐπιεικῆ. Ὁ ὅσιος Ρωμανός παρουσιάζει τόν Χριστό νά στέλνη τούς Μαθητές Του στό κήρυγμα λέγοντάς τους: «Ἄπιτε οὖν (πηγαίνετε λοιπόν) εἰς πάντα τά ἔθνη· μετανοίας τόν σπόρον ἐμβαλόντες τῇ γῇ διδασκαλίαις ἀρδεύσατε». Δέν ἀρκεῖ ὁ σπόρος τῆς μετάνοιας νά μπῆ μέσα στήν γῆ, (γῆ εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου), πρέπει νά ἀρδευθῆ μέ διδασκαλίες. Ὁ στίχος αὐτός συμπυκνώνει μεγάλη ποιμαντική πείρα. Ἡ ἀφύπνιση τῆς συνείδησης, ὥστε νά αἰσθανθῆ ὁ ἄνθρωπος τόν πόνο τῶν τύψεων καί νά κατηγορήση τόν ἑαυτό του γιά τά πεπραγμένα του, δέν ἀρκεῖ γιά τήν διόρθωση καί ἀνακαίνισή του. Ἀπό τήν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας πρέπει νά περάση στήν διόρθωση, στήν θεραπεία. Σέ αὐτή τήν πορεία ἔχει ἀνάγκη τόν λόγο τῆς ἀληθείας, πού θά τοῦ ἀνοίξη τούς ὁρίζοντες τῆς ζωῆς, θά τοῦ διδάξη τόν κατ’ ἀρετήν βίο, τήν «μέθοδο» τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Σέ αὐτήν τήν ἀλήθεια ἐπανέρχεται ὁ ὅσιος Ρωμανός κι ἄλλες φορές μέσα στό Κοντάκιό του, δείχνοντας ὅτι εἶναι μιά βασική διδασκαλία του. Τήν πρώτη φορά, μετά ἀπό αὐτόν τόν στίχο, παρουσιάζει τόν Χριστό νά ἀπευθύνεται στό Ἀπόστολο Πέτρο καί νά τοῦ λέη: «βλέπε μοι, Πέτρε, πῶς ἐκπαιδεύεις· συναισθανόμενος τό σφάλμα σου ὅλους νά τούς συμπαθῆς. Μήν εἶσαι αὐστηρός, νά θυμᾶσαι ἐκείνη τήν κόρη πού σέ κλόνισε. Ἄν σοῦ ἔρθει ὑπερηφάνεια, θυμήσου τό λάλημα τοῦ πετεινοῦ, θυμήσου καί τά δάκρυα μέ τῶν ὁποίων τά ρεῖθρα Ἐγώ σέ καθάρισα»(οἶκος ε΄). Εἶναι πολύ σημαντικός ὁ στίχος: «τῶν δακρύων μνημόνευε ὧν ἐγώ σε τοῖς ῥείθροις ἀπέπλυνα». Ὑπάρχουν δάκρυα ἀπελπισίας, δάκρυα νοσηρῶν συναισθημάτων· δέν καθαρίζουν τήν ψυχή ὅλα τά δάκρυα. Καθαρίζουν αὐτά πού γεννιοῦνται ἀπό τόν πόνο τῆς ἐπίγνωσης τῆς ἁμαρτίας, ὁ ὁποῖος συνδέεται μέ τήν πίστη στό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μέσω αὐτῶν τῶν δακρύων ὁ Θεός καθαρίζει τόν ἄνθρωπο.
Τονίζοντας τήν ἐπιείκεια πού πρέπει νά χαρακτηρίζη τόν διδάσκαλο τῆς πίστης, ὡς ἀπόρροια τῆς αὐτογνωσίας του, ἐπεκτείνει τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ πρός τόν Ἀπόστολο Πέτρο:«...ποίμαινέ μου τήν ποίμνην καί φίλει οὕς φιλῶ συμπάσχων τοῖς ἁμαρτάνουσιν... ἔχεις λῃστήν θυρωρόν παραδείσου θαρρύνοντάς σε· ἐκείνῳ πέμπε οὕς θέλεις». Στήν συνέχεια παρουσιάζει ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος ἐκπροσωπούμενο ἀπό τόν Ἀδάμ νά λέη: «Ὁ Πλάστης μοῦ χάρισε τόν Ληστή θυρωρό [τοῦ Παραδείσου] καί κλειδοκράτορα τόν Πέτρο».
Τέταρτο, ἡ μετάνοια δέν ὁδηγεῖ ὅλους στήν Ἐκκλησία. Κάποιους ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας τούς ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία καί τήν αὐτοκαταστροφή καί ἄλλους σέ ἀνθρωποκεντρικές θεραπεῖες πού χαρακτηρίζουν τίς ἁμαρτίες φυσικές ἤ σέ τεχνικές ἀνατολικῶν θρησκειῶν πού ναρκώνουν τήν συνείδηση. Ὁ ὅσιος Ρωμανός ἐπανερχόμενος στόν στίχο «Ἄπιτε οὖν ..... μετανοίας τόν σπόρον ἐμβαλόντες τῇ γῇ...» συνεχίζει μέ τήν ἐπισήμανση πού κάνει ὁ Χριστός στούς Μαθητές Του: «βλέπετε μή τις μετανοήσας ἔξω τῆς ὑμετέρας σαγήνης μείνῃ» (οἶκος κ΄). Ἡ «σαγήνη», τό δίχτυ τῶν Μαθητῶν εἶναι ἡ διδασκαλία τους καί κατ’ ἐπέκταση ἡ Ἐκκλησία μέσα στήν ὁποία καλοῦσαν τόν κόσμο νά ἐνταχθῆ. Κανείς δέν πρέπει νά μείνη, μετανοώντας, ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, πνιγμένος ἀπό τήν ἀπελπισία ἤ ζητώντας ἀνακούφιση σέ δρόμους μακριά ἀπό τόν ἀληθινό Θεό. Τούς θυμίζει ὅτι χαίρεται μέ τήν ἐπιστροφή σ’ Αὐτόν ὅσων εἶχαν ἀπομακρυνθῆ, καί τούς λέει ἀκόμη ὅτι καί ὁ «προδούς με» (ὁ Ἰούδας) ἄν ἐπέστρεφε σέ Ἐμένα μετά τήν πράξη του, ἐξαλείφοντας τό ἁμάρτημά του θά τόν ἕνωνα μαζί σας.
Γι’ αὐτό τονίζει ὁ ὅσιος Ρωμανός μέσω τοῦ στόματος τοῦ Χριστοῦ: «Λύπην μισήσατε καί δειλίαν· αὕτη γάρ παραπέμπει τῷ θανάτῳ πολλούς, ὡς τόν Ἰούδαν» (οἶκος κα΄). Αὐτά εἶναι κάποια δείγματα ἀπό τήν γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, τήν μητρική μας γλώσσα, πού δέν πρέπει νά ξεχάσουμε.
- Προβολές: 478