Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός:Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, 12 Ἰουλίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός:Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, 12 ἸουλίουὉ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης γεννήθηκε στά Φάρασα τῆς Καππαδοκίας στίς 25 Ἰουλίου 1924. Κατά τήν βάπτισή του ἔλαβε τό ὄνομα Ἀρσένιος, τό ὁποῖο τοῦ εἶχε δώσει ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, ἐπειδή ἤθελε, ὅπως εἶπε, νά ἀφήση καί αὐτός «ἕναν καλόγερο στό πόδι του». Ἀπό μικρός εἶχε μεγάλη ἀγάπη στόν Χριστό καί γιά τήν ἀγάπη Του αὐτή «ὑπέμεινεν ὁδούς σκληράς». Στόν στρατό ὑπηρέτησε ὡς ἀσυρματιστής, ἀλλά καί σέ ὅλο τόν ἐπίγειο βίο του ὑπῆρξε «ἀσυρματιστής τοῦ Θεοῦ», ὅπως εὔστοχα τόν ὀνόμασαν. Συχνά ἀνέφερε παραδείγματα ἀπό τήν ζωή του ὡς ἀσυρματιστής στόν στρατό, προκειμένου νά διδάξη τήν προσευχή, πού εἶναι ὁ πνευματικός ἀσύρματος ἐπικοινωνίας μέ τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους.

Τό 1954 ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Ἀβέρκιος καί ἀργότερα ὀνομάστηκε Παΐσιος. Μόνασε κατ’ ἀρχάς στήν Ἱερά Μονή Ἐσφιγμένου καί κατόπιν στήν Ἱερά Μονή Φιλοθέου. Ἀργότερα πῆγε στήν Ἱερά Μονή Στομίου, στήν Κόνιτσα, τήν ὁποία ἀνακαίνισε, καί στήν συνέχεια ἀσκήθηκε στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ, στό κελλί τῶν ἁγίων Γαλακτίωνος καί Ἐπιστήμης. Τό 1964 ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος, καί συγκεκριμένα στά Κατουνάκια, ἀργότερα στό κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα, καί ἀπό τό 1979 μέχρι τό τέλος τοῦ ἐπιγείου βίου του (12 Ἰουλίου 1994) ἀσκήθηκε στό κελλί τῆς Παναγούδας, πού βρίσκεται κοντά στήν πρωτεύουσα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τίς Καρυές. Παρά τίς ἀσθένειες πού κατά καιρούς ἀντιμετώπιζε, καί τίς ὑπέμενε μέ θαυμαστή ἠρεμία καί ὑπομονή, ἐδόθη σέ ὑπερβολική ἄσκηση. Ἔλεγε ὅτι ἡ ὑπομονή στίς ἀσθένειες καί τούς πειρασμούς εἶναι «ἀποταμίευση στήν Τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ». Ἐκεῖ, ὅμως, πού δοκιμάσθηκε περισσότερο ἡ ὑπομονή του, ἦταν στήν ἀσθένεια τοῦ καρκίνου, ὅπου δοκίμασε φρικτούς πόνους.

Ἀγάπησε ἀληθινά τόν Θεό, ἀλλά καί τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους διακόνησε μέ αὐταπάρνηση καί ἐξακολουθεῖ νά διακονῆ καί νά εὐεργετῆ, ἀφοῦ ὁ τάφος του στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Σουρωτή, κοντά στήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, ἀποτελεῖ ἰατρεῖον ἀδάπανον, πού θεραπεύει ψυχικές καί σωματικές ἀσθένειες. Ἐξωτερικά εἶναι ἕνας ἁπλός καί ἀπέριττος τάφος, ἀλλά ἐσωτερικά εἶναι ἕνα ἡφαίστειο, πού, ὅμως, ὅταν ἐκρήγνυται ἡ λάβα του, δέν καταφλέγει, ἀλλά δροσίζει, παρηγορεῖ, ἀλλοιώνει καί ἀναγεννᾶ τούς ἀνθρώπους.
Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἄλλο εἶναι τό νά ἀνοίγης ἕνα Συναξάριο καί νά διαβάζης τόν βίο ἑνός ἁγίου καί στήν συνέχεια νά τόν καταγράφης καί νά τόν σχολιάζης, καί ἄλλο εἶναι τό νά γράφης γιά κάποιον ἅγιο τόν ὁποῖο γνώρισες προσωπικά, μίλησες μαζί του καί γεύθηκες τήν γλυκύτητα τοῦ ἀναγεννητικοῦ λόγου του.

Ὅταν τόν συναντοῦσες, αἰσθανόσουν ὅτι ἔβλεπες ἕναν δικό σου ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος σέ ἀγαπᾶ καί ἐνδιαφέρεται ἀληθινά γιά σένα. Ἦταν εὐχάριστος, εἶχε ἕνα πηγαῖο χιοῦμορ τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦσε σάν θεραπευτικό ἐργαλεῖο πολλῶν χρήσεων. Μέ αὐτό ἄνοιγε τίς καρδιές, μεταποιοῦσε τούς λογισμούς ἤ τούς ἀφαιροῦσε τελείως, παρηγοροῦσε, στήριζε, ἐνθάρρυνε, ξυπνοῦσε συνειδήσεις, ὁδηγοῦσε στήν μετάνοια. Ἤξερε νά σέ διορθώνη χωρίς νά σέ πληγώνη. Ὁ λόγος ἦταν παρηγοριτικός, ἀφοῦ μέσα στήν καρδιά του εἶχε ἔνοικο τό Παράκλητο Πνεῦμα. Μέσα στό κελλί του ἤ στό ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι του ἐναπέθετες ὅλο τό βάρος τῆς ψυχῆς σου καί ἔφευγες ἀνάλαφρος. Ὅταν πήγαινες, δυσκολευόσουν νά σύρης τά πόδια σου καί ὅταν ἔφευγες, δέν περπατοῦσες, ἀλλά κυριολεκτικά πετοῦσες. Οἱ λόγοι του ἐντυπώνονταν βαθιά μέσα στήν ψυχή σου καί προσδιόριζαν τόν μετέπειτα βίο σου καί τήν πολιτεία σου.

Προέτρεπε τούς ἐπισκέπτες του, κυρίως ὅταν τόν ἐρωτοῦσαν, νά ἀποκτήσουν φιλία μέ τούς ἁγίους καί τούς ἀγγέλους. Δῶστε στούς ἁγίους, ἔλεγε, τήν διευθυνσή σας καί θά ἔλθουν νά σᾶς εὕρουν. Καί στήν ἐρώτηση: «Πῶς θά γίνη αὐτό;», ἔδωσε, σέ αὐτόν πού ρώτησε, ἕνα κομποσχοίνι. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τήν προσευχή στούς ἁγίους καί τούς ἀγγέλους ἀποκτοῦμε φιλία μαζί τους καί αὐτοί πρεσβεύουν γιά μᾶς καί μᾶς προστατεύουν. Κάποτε ξεπροβόδησε ἕναν ἐπισκέπτη του Ἱερέα, προτρέποντάς τον νά πάη «νά καθαρίση τίς εἰκόνες». Καί, προφανῶς, ἐννοοῦσε τίς ἔμψυχες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τούς ἀνθρώπους. Μάλιστα, προηγουμένως τοῦ εἶπε, ἐπειδή ἐκεῖνος ζήτησε τήν συμβουλή του σχετικά μέ τήν ἱερατική του διακονία, ὅτι ὁ Ἱερεύς πρέπει νά εἶναι φιλακόλουθος, ἀφιλάργυρος καί νά ἀγαπᾶ τούς ἀνθρώπους, νά μή τούς μαλώνη. Αὐτά τά τρία ἄν προσέξης καί τά ἐφαρμόσης, τοῦ εἶπε, θά ἐπιτύχης ὡς Ἱερεύς.

Δεύτερον. Ἀναφερόταν συνεχῶς στήν ἀρχοντική ἀγάπη, ἤτοι τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη ἡ ὁποία προσφέρει καί προσφέρεται χωρίς νά περιμένη ἀνταλλάγματα, καί στό φιλότιμο, τό ὁποῖο, ὅπως ἔλεγε, «εἶναι τό εὐλαβικό ἀπόσταγμα τῆς καλωσύνης, ἡ λαμπικαρισμένη ἀγάπη τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου». Ἡ καρδιά, ἔλεγε, τοῦ φιλότιμου ἀνθρώπου «εἶναι γεμάτη ἀπό εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους», καί τότε ὁ φιλότιμος «ἀπό πνευματική λεπτότητα (εὐαισθησία) προσπαθεῖ νά ἀνταποδώση καί τήν παραμικρή καλωσύνη πού τοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι».

Ὁ ἴδιος ἦταν φιλότιμος, ἀληθινός ἄρχοντας, ὁ ὁποῖος ἔδιδε συνεχῶς σέ ὅλους ἁπλόχερα ἀπό τόν πλοῦτο τῆς ἀγαπώσης καρδίας του, μέσα στήν ὁποία ἐνοικοῦσε τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅ,τι ὁ καθένας εἶχε ἀνάγκη. Κάποτε ἐρωτήθηκε γιά τό τί σημαίνει ἀρχοντική ἀγάπη καί ποιός εἶναι ἄρχοντας, καί ἀπάντησε ὅτι ἀρχοντική ἀγάπη σημαίνει θυσία καί προσφορά. Καί ἄρχοντας εἶναι ἐκεῖνος πού συνεχῶς θέλει νά διακονῆ καί νά προσφέρη, ἐνῶ τό ἀντίθετο τῆς ἀρχοντιᾶς εἶναι ἡ νοοτροπία τῆς ζητιανιᾶς. Μάλιστα, τόνιζε ὅτι ἡ χαρά πού αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν λαμβάνη κάποιο δῶρο εἶναι ἀνθρώπινη, ἐνῶ ἡ χαρά πού αἰσθάνεται ὅταν προσφέρη, εἶναι θεϊκή.

Ἡ ἀρχοντική-ἀνιδιοτελής ἀγάπη, πού εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι ἕνα ἁπλό συναίσθημα, σέβεται τήν ἐλευθερία τῶν ἄλλων. Ἄλλωστε, μιά ἀγάπη πού δέν σέβεται τήν ἐλευθερία τῶν ἄλλων εἶναι ἰδιοτελής, ἐμπαθής, καί στήν πραγματικότητα εἶναι τυραννία. Ἀλλά καί ἡ ἐλευθερία χωρίς τήν ἀγάπη εἶναι ἀναρχία.

Πιστεύω ὅτι ὅλοι ὅσοι τόν πλησίασαν ὀσφράνθηκαν, ἄλλος περισσότερο καί ἄλλος λιγότερο, ὁ καθένας σύμφωνα μέ τήν δεκτικότητά του, τήν πνευματική εὐωδία τῶν λόγων του, καί γεύθηκαν τήν γλυκύτητα καί θαλπωρή τῆς ἀγαπώσης καρδίας του. Γνώριζε τόν τρόπο νά θεραπεύη τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς, πού ἀρρωσταίνουν ὅλη τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, νά ὁδηγῆ τούς ἀνθρώπους στήν μετάνοια καί νά τούς μεταγγίζη τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Μακάρι μέ τίς πρεσβεῖες του νά ἀποκτήσουμε φιλότιμο, ἀλλά καί νά ἐναρμονίσουμε τήν «κεραία» τῆς ζωῆς μας στήν συχνότητα πού ἐκπέμπουν ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καί οἱ Ἅγιοι, καί αὐτή ἡ συχνότητα εἶναι, ὅπως ἔλεγε, ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη.

  • Προβολές: 39