Skip to main content

Εκφράσεις της ορθόδοξης συνείδησης κατά τη δεκαετία του ’60: Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης, Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης, Φώτης Κόντογλου (Γ)

Γεωργίου Δ. Παναγοπούλου

Καθηγητοῦ Δογματικῆς ΑΕΑ Ἀθηνῶν, Prof. of Dogmatic, AHOS (Α, USA)

Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο τεῦχος

 Ὁμιλία στό Θ΄ Θεολογικό Συνέδριο τῆς Μητροπόλεως Ναυπάκτου

 

4. Ὁ Φώτης Κόντογλου ἤ ἡ θεολογία τοῦ χρωστήρα ὡς ἔκφραση τοῦ ἐν Χριστῷ μεταμορφωμένου ἀνθρώπου

Περνᾶμε τώρα στό Φώτη Κόντογλου. Μέ ἀφορμή τήν δημοσίευση τοῦ opus magnum τοῦ Κυδωνιέως λογοτέχνη καί ἁγιογράφου Φ. Κόντογλου, τῆς περίφημης Ἐκφράσεως τῆς ὀρθοδόξου εἰκονογραφίας, ὁ Θεόκλητος Διονυσιάτης μετέφερε τό σχῆμα ἑνότητας πού ἐξάπαντος πρέπει νά ὑφίσταται μεταξύ ἀποκαλυπτικῆς πείρας καί ἀσκητικῆς πράξης στό χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἁγιογραφίας:

«Ὁ σεμνός συγγραφέας τῆς Ἐκφράσεως ἔμαθε διά πράξεως τήν θεωρίαν τῆς δογματικῆς σημασίας τῆς ὀρθοδόξου εἰκόνος, καί τήν πρᾶξιν διά τῆς θεωρίας».

Πρόκειται γιά ἀπόφανση πού ἀποκαλύπτει τήν κυκλοτερῆ σχέση ἀλήθειας καί ἀρετῆς: Διά πράξεως ἀνερχόμαστε στήν πνευματική ὅραση, ἀλλά καί διά τῆς μυστικῆς ὁράσεως ἡ πράξη νοηματοδοτεῖται.

«Ἡ ἱερά Εἰκών εἰς τούς Ὀρθοδόξους ναούς», συνεχίζει ὁ γέροντας Θεόκλητος, «δέν ἀποτελεῖ μόνον ἁπλοῦν ὑπομνηματισμόν τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς» Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, «ἀλλά καί μύησιν εἰς τόν πνευματικόν της βίον. Διότι ἡ δογματική διδασκαλία ἔχει ἀδιάρρηκτον σχέσιν μέ τήν ἠθικήν καί πνευματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας. Διά τῆς ἱερᾶς εἰκόνας μανθάνομεν τά βιώματα».

Μόνον ἐντός φιλοκαλικοῦ πλαισίου ὁριζομένου ἀπό τήν ἀσκητική κακοπάθεια, τή ζῶσα θεία λατρεία καί τή βίωση τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἡ τέχνη τῶν χρωμάτων καί τοῦ χρωστήρα μεταστοιχειώνεται ἀπό ἁπλή ἀναπαράσταση ἱερῶν προσώπων καί γεγονότων σέ λειτουργική ἔκφραση τοῦ πνευματικοῦ πλούτου τῆς παραδόσεως καί τήν ἴδια στιγμή μυητικό ὁδηγό πρός τήν βίωσή της. Ἔχουμε μέ ἄλλα λόγια κι ἐδῶ τό διττό σχῆμα λειτουργίας τῶν δογμάτων: ἀφενός συμπυκνωμένη ἔκφραση ἄρρητης ἐν Πνεύματι πείρας καί ἀφετέρου μυητική καθοδήγηση τῶν ἀρχαρίων καί μέσων πιστῶν πρός τήν ἐπαλήθευση τοῦ δόγματος στήν κατάσταση τῆς ὑπερφυοῦς θεωρίας καί γνώσης τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Κόντογλου ἦταν σκανδαλωδῶς προικισμένος μέ τάλαντο τόσο στό λόγο ὅσο καί στόν χρωστήρα. Ἡ θητεία του δίπλα στούς τελευταίους διδασκάλους τῆς Σχολῆς τοῦ Μονάχου στήν Σχολή Καλῶν Τεχνῶν στήν Ἀθήνα, ἀλλά καί ἡ συνακόλουθη παραμονή του στήν δυτική Εὐρώπη, κυρίως δέ στό Παρίσι, θά τοῦ ἐπιτρέψουν νά ξεκινήσει τήν πορεία του στήν τέχνη ὡς ἕνας ζωγράφος κοσμικῶν θεμάτων, πού γνωρίζει ἄριστα τήν ἱστορία τῆς δυτικῆς τέχνης καί δύναται μέ ἐπιτυχία νά ἐφαρμόσει τά διδάγματά της στήν πράξη. Ἄν συνέχιζε ἔτσι, προσωπικά φρονῶ, ὅτι θά μᾶς ἔδινε μιά ζωγραφική ἐμφανῶς συγγενῆ μέ αὐτήν τοῦ πρώιμου Γ. Μόραλη.

Ὅμως ὁ Ἀϊβαλιώτης κύρ Κόντογλου, μολονότι δέν διέθετε τήν ἐπιστημονική πανοπλία τοῦ Ρωμανίδη οὔτε τήν ἐν μονώσει ἀσκητική πείρα τοῦ γέροντα Θεοκλήτου, ἐντούτοις κόμιζε ἀπό τήν Αἰολίδα γῆ καί τό οἰκογενειακό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ὅπου μεγάλωσε, ἀνεξάλειπτα ζώπυρα ἐκκλησιαστικῆς πείρας. Ἐπιπλέον -κι ἐδῶ καθίστανται ψηλαφητοί οἱ τρόποι μέ τούς ὁποίους ἐνεργεῖ ἡ θεία Πρόνοια- ἡ παραμονή στή Γαλλία πρέπει νά συνέβαλε στήν πορεία πού τελικά ἀκολούθησε. Ἐννοῶ μέ αὐτό ὅτι τό μυστικιστικό πνεῦμα τῆς Γαλλίας, πού συνυπῆρχε δίπλα ἤ κάτω ἀπό τό βαρύ πέπλο τοῦ διαφωτιστικοῦ ρασιοναλισμοῦ, ἄφησε τό ἀποτύπωμά του στήν ψυχή τοῦ νεαροῦ Μικρασιάτη καλλιτέχνη. Ἡ μεταγενέστερη λογοτεχνικά τεκμηριωμένη ἀγάπη τοῦ Κόντογλου γιά τό μεγάλο Μπλαίζ Πασκάλ πιθανολογεῖ, σέ κάθε περίπτωση, τήν ἀλήθεια τοῦ διατυπωθέντος ἰσχυρισμοῦ.

Ὅπως καί νά ἔχει ὁ Κόντογλου βρῆκε τό δρόμο του πρός τήν παραδοσιακή ἐκκλησιαστική τέχνη ἐπισκεπτόμενος τό Ἅγιον Ὄρος (πρώτη ἐπίσκεψη 1922/23) καί εὑρισκόμενος σέ ὠσμωτική σχέση μέ προσωπικότητες παρόμοιων ἀναζητήσεων. Δίπλα του ἦταν ὁ Στρατῆς Δούκας, ὁ συντοπίτης καί συμμαθητής του, ὁμοίως δέ φλογερός λάτρης τῶν πατρίων ἐθῶν. Στόν εὐρύτερο κύκλο του κινοῦνται ἄνθρωποι ἐκλεκτῆς πάστας, ἀπό ἐκείνους πού ἄφησαν ἀνεξίτηλο τό ἀποτύπωμά τους στό νεότερο συλλογικό μας εἶναι καί μᾶς βοήθησαν νά σταθοῦμε στά πόδια μας: Ὁ πολυπράγμων κριτικός καί πολιτιστικός παράγων Κ. Μπαστιᾶς, ἀλλά καί ὁ Σπ. Παπαλουκᾶς (1892-1957), ὁ Ρουμελιώτης ζωγράφος (ὁ Κόντογλου τόν συνάντησε στόν Ἄθω κατά τήν πρώτη ἐπίσκεψή του), ὁ ὁποῖος τήν ἴδια περίοδο μέ τόν Κόντογλου φιλοτεχνοῦσε τά ἔργα τοῦ ἐμπνεόμενος ἀπό τήν λησμονημένη Παράδοση, ὁ μοναχός Θεόκλητος μέ τόν Γέροντά του Γαβριήλ Διονυσιάτη, ὁ ἀρχιτέκτονας καί Καθηγητής τοῦ Πολυτεχνείου Δ. Πικιώνης, ἕνας ἀπό τούς θρυλικούς ἐκπροσώπους τῆς γενιᾶς τοῦ ’30, πού ἔθεσε ὡς στόχο του τήν ἀναζήτηση τῆς ἑλληνικότητας μέσα ἀπό τά μονοπάτια τῆς τέχνης καί τοῦ λόγου, ὁ ἐπίσης ἀρχιτέκτονας Ἀριστοτέλης Ζάχος, ὁ Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος, πού ἔκανε γιά τίς ἀναστυλώσεις τῶν βυζαντινῶν καί μεταβυζαντινῶν Ναῶν ὅ,τι ὁ Κόντογλου γιά τήν ἁγιογραφία καί πλῆθος ἄλλων.

Ὁ Κόντογλου ἑπομένως δέν ἦταν τελείως ἀπομονωμένος· μάλιστα δέν ὑπῆρξε οὔτε κἄν ὁ πρῶτος πού ἐφάρμοσε τή βυζαντινή τεχνοτροπία σέ φορητές ἱερές Εἰκόνες καί ἱερούς Ναούς. Εἶχε προηγηθεῖ ὁ μάστορας τοῦ «στιλιστικοῦ δυϊσμοῦ», ὁ Ζακύνθιος Δ. Σπ. Πελεκάσης (1881-1973), ἐνῶ μαζί μέ τόν Παπαλουκᾶ, πού μόλις εἴδαμε, καί ὁ Ἀγήνωρ Ἀστεριάδης (1898-1977) ἀναζητοῦσε διεξόδους στή βυζαντινή τέχνη.

Τότε γιατί ὁ Κόντογλου; Ἀκριβῶς ἐπειδή ὁ κύρ Φώτης μπορεῖ νά μήν ἦταν ὁ πρῶτος ἦταν ὅμως ὁ μόνος· ὁ μόνος, πού ἀνέλαβε νά ἀποσκορακίσει ἀπό τούς Ὀρθόδοξους Ναούς μας τίς παραστάσεις τῶν ἰταλιζόντων καί τῶν «Ναζαρηνῶν», οἱ ὁποῖες εἶχαν κυριαρχήσει ἀκόμη καί στό Ἅγιον Ὄρος -τίς χαλκομανίες καί τίς Γενοβέφες, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος- καί ἐν τέλει κατάφερε νά ἐπιβάλει ὡς «κατηγορική προσταγή» (γιά νά θυμηθῶ τόν Κάντ) τήν βυζαντινή εἰκονογραφική παράδοση ὡς τή μόνη πρόσφορη ἔκφραση τῆς ὀρθόδοξης πίστης καί λατρείας. Αὐτό ὀφειλόταν ἀφενός στήν ἐσωτερική οἰκείωση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, τήν ὁποία ἀγωνιζόταν νά ζήσει μέσα στόν «σάλο τῶν βιωτικῶν κυμάτων», ἀφετέρου δέ στό ἀποστολικό πάθος μέ τό ὁποῖο «ἔπαλλε τό δόρυ» (γιά νά χρησιμοποιήσω μιά ἔκφραση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Β΄ γιά τό Μικρασιάτη ἁγιογράφο).

Ὁ Κόντογλου, ἀπό τήν δεκαετία τοῦ ΄30 μέχρι τό 1965 πού ἄφησε τήν τελευταία του πνοή ἑβδομηκοντούτης, ἔδρασε ὡς «λέων ὀρεσίτροφος σθένει βλεμεαίνων», καθ' Ὅμηρον. Ἀτρεκής γνώστης τῆς ἱστορίας τῆς ζωγραφικῆς, ταλαντοῦχος στό λόγο καί τό χρῶμα, ἔνθερμος πιστός, παραδοσιοκεντρικός καλλιτέχνης «φθόγγισε τά καίρια» στήν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία καί κατάφερε μόνος -παρότι ἀπό τό ἐργαστήρι του πέρασε πλῆθος μαθητῶν- νά ἀλλάξει ἤ, πιό σωστά, νά ἐπαναφέρει τήν εἰκαστική ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας στήν παραδοσιακή της κοίτη. Τό γεγονός ὅτι στήν ὡριμότητά του ἀνέπτυξε ἕνα ζῆλο πού ἄγγιξε κάποτε τόν «φανατισμό» ἤ ἀκόμα καί τή μονομανία, σκανδαλίζοντας τόν σημαντικότατο Τ. Κ. Παπατσώνη, δέν ἀπομειώνει τήν ἀξία του· τουναντίον ἐπικυρώνει τό ἰδιάζον στίγμα τῆς προσωπικότητάς του: Ὁ Κόντογλου ἦταν ἀσυνήθιστος ἄνθρωπος, ἕνας ἔνθεος «μπουρλοτιέρης»· καί ἴσως αὐτός νά ἦταν καί ὁ κυριότερος λόγος τῆς ἐπιτυχίας του.

Ὁ Κόντογλου θά πιάσει τό νῆμα τῆς διακοπείσας Παράδοσης ἀπό τήν ὕστερη βυζαντινή καί μεταβυζαντινή ἁγιογραφία. Ἰδιαιτέρως θά μελετήσει, μεταξύ ἄλλων καί στό Ἅγιον Ὄρος, τά ἔργα τοῦ Θεοφάνους τοῦ Κρητός καί θά αἰσθανθεῖ ἰδιαίτερη ἕλξη ἀπό τήν Κρητική Σχολή καί τόν Φράγκο Κατελάνο. Θά διατρέξει ὁλόκληρο τόν ἑλλαδικό χῶρο, θά ἐπισκεφθεῖ ἀναρίθμητους μεταβυζαντινούς ναούς καί ἐξωκλήσια, κάποτε ἀκόμα καί ἐρειπωμένα ναΐδρια, ὅπου θά μελετήσει ἔργα ἁγιογράφων ἐνίοτε λησμονημένων ἀπό τούς ἀνθρώπους καί γνωστῶν μόνον στόν Κύριό μας… Γιά τόν Κόντογλου ἡ ἁγιογραφική παράδοση αὐτῆς τῆς περιόδου συμπίπτει μέ τήν ἱστορική φάση διαμόρφωσης αὐτοῦ πού ὁ ἴδιος ἀποκαλοῦσε πονεμένη Ρωμιοσύνη. Δέν πρόκειται γιά ἔκφραση ἑνός νοσηροῦ ὀδυνισμοῦ (dolorisme), ἀλλά γιά κατάθεση μιᾶς ἀληθινά πανανθρώπινης ἀλήθειας πού ἐμπερικλείεται στήν καρδιά τῆς ὀρθόδοξης κοσμοθέασης καί ἀνθρωποαντίληψης:

«Οἱ ἄνθρωποι ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἦταν τυραννισμένοι καί κακοπαθημένοι καί μαζευτήκανε μέσα στόν ἑαυτό τους, κ' εἴδανε τόν Θεό, κατά τό λόγο τοῦ Χριστοῦ».

Ἀναλόγως θά διαμορφωθεῖ ἡ αἰσθητική του: Πρόδηλη προτίμηση στά γαιώδη, ἐν γένει σκοῦρα χρώματα καί ἀποφυγή τῶν ἔντονων χρωματισμῶν καί τῆς λαδομπογιᾶς, τήν ὁποία ἀποσκυβάλισε μετά βδελυγμίας. Τά περιγράμματά του αὐστηρά, οἱ μορφές λιτές καί ἁδρές, ἀποπνέουν ἀνατολικό ἄρωμα καί ἀνακαλοῦν ἐνίοτε στή μνήμη τούς περιθωριακούς τύπους ναυτικῶν, ψαράδων, κουρσάρων, ξωμάχων τῆς ζωῆς, πού ζωντανεύουν στήν λογοτεχνία τοῦ Κόντογλου.

Ὅμως ὁ Κόντογλου δέν ἔμενε σέ αὐτό πού παραδοσιακῶς ἀποκαλεῖται «τεχνολογία» τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησιαστικῆς ἁγιογραφίας. Ἄν στόν Κόντογλου βρίσκει ἐφαρμογή ἡ περιώνυμη φράση τοῦ Ἡρακλείτου: «εἷς ἐμοί μύριοι ὅταν ἄριστος ᾖ», τοῦτο συμβαίνει ἐπειδή ἡ καλλιτεχνική του ἔκφραση ὑπῆρξε μιά ἀληθινή «θεολογία μέ χρώματα», ὅπως ὁ φίλος του Διονυσιάτης Θεόκλητος ἀρεσκόταν νά λέει. Ὁ Κόντογλου δέν ἀφήνει περιθώρια παρανόησης: εἶναι ἕνα πράγμα ἡ ζωγραφική τῆς Δύσης, θρησκευτική καί κοσμική, πού εἶναι ἀναπαραστατική τέχνη καί ἄλλο ἐντελῶς διαφορετικό πράγμα ἡ βυζαντινή ἁγιογραφία, ἡ ὁποία εἶναι λειτουργική ἔκφραση ὑπηρετική τῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ λατρείας τοῦ Θεοῦ.

Καί τοῦτο ὁ Κόντογλου δέν τό λέει μέ βάση μόνον τά τεχνοτροπικά στοιχεῖα πού ἀντιδιαστέλλουν τήν μιά παράδοση ἀπό τήν ἄλλη· πολύ περισσότερο, ὁ Κόντογλου ἔχει βαθιά συνείδηση ὅσων ἀνωτέρω ἀναπτύξαμε γιά τήν ὀργανική συνάφεια ζωγραφικῆς ἔκφρασης καί τῆς νηπτικῆς ἀγωγῆς. Μάλιστα προσπαθεῖ ὁ ἴδιος νά ἐνσωματωθεῖ ὑπαρξιακά στήν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τῆς Ρωμιοσύνης μέ τήν ἄσκηση, τήν ταπείνωση, τήν προσευχή, τήν μελέτη τῆς Γραφῆς καί τῶν συναξαρίων, τό σκόρπισμα τῶν χρημάτων στίς ἀνάγκες τῶν ἐνδεῶν, ἀλλά καί τήν ἐπιστροφή στήν καρδιακή ἐσωτερικότητα.

«Δέν μπαίνει κανένας στή θάλασσα τῶν μυστηρίων. Χρειάζεται νά εἶναι γυμνασμένες οἱ πνευματικές του αἰσθήσεις, γιά νά μποροῦν νά πιάσουν τούς πνευματικούς ἤχους καί τά πνευματικά σχήματα καί χρώματα». Ὅπως προσφυῶς σημειώνει ὁ Μ. Γ. Μερακλής, ὁ Κόντογλου εἴτε ζωγράφιζε εἴτε ἔγραφε τήν ἔμφαση δέν τήν ἔδινε στό ἀντικείμενο, ἀλλά στό «ἀπαύγασμά» του. Ὁ ἴδιος θεωροῦσε ὅτι τό ἀληθινό ἔργο τέχνης διέπεται ἀπό ἕναν βαθύ ἐσωτερικό «ρυθμό». Εἶναι ἐξόχως χαρακτηριστικό τό γεγονός ὅτι ἡ κατανόηση τῆς μεγάλης τέχνης ὡς ἀπόπειρας ψηλάφησης τοῦ ἐσωτερικοῦ ρυθμοῦ τῆς Παράδοσης, πού ἐν τέλει ἀντανακλᾶ τόν «βαθύ ρυθμό» τοῦ παντός (γιά τόν ὁποῖο μιλᾶ ὁ Ἀϊβαλιώτης Κόντογλου) ἤ τήν «ἀφανῆ ἁρμονίη» (γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ σκοτεινός Ἐφέσιος, ὁ Ἡράκλειτος) διαποτίζει τόν ἀγώνα πνευματικῆς ἀρτίωσης καί ἀναζήτησης τῆς ἑλληνικότητας, στόν ὁποῖο ἐπιδίδονται σημαντικοί ἐκπρόσωποι τῆς γενιᾶς τοῦ ’30. Ὁ Κόντογου βεβαίως ἀντιδιαστέλλεται ἀπό αὐτούς κατά τό ὅτι δέν ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια τοῦ «ρυθμοῦ» σέ μιά νεοπαγανιστική ἑλληνικότητα· ἡ δική του κοσμοθεώρηση (Weltanschauung) ὁρίζεται ἀπό τή Ρωμηοσύνη, μέσα στήν ὁποία ὁ Ἑλληνισμός ὁλοκληρώνεται διά τῆς ὀρθόδοξης πίστης καί ζωῆς καί ἀποκτᾶ ὑπερφυλετικές, οἰκουμενικές διαστάσεις. Ὁ Κόντογλου ὁρίζει τήν ἀναζήτησή του ἀποκλειστικῶς μέσα στόν λειτουργικά βιωμένο μυστικό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καί μόνον «καθαιρόμενος» μέσα ἀπό αὐτή τήν πείρα συναντᾶ τά μεγέθη τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας. Γι' αὐτό καί δικαίως ἀντιλαμβανόταν τόν ἑαυτό τοῦ, ὅταν ἱστοροῦσε μιά εἰκόνα ἤ ἕναν ἱερό Ναό ὄχι ὡς ἁπλό τεχνίτη, ἀλλά συνιερουργοῦντα καί συνδιακονοῦντα μαζί μέ τόν κλῆρο τό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ προτροπή πού ἀπευθύνει σέ ἐπιστολή του πρός νεότερο ὁμότεχνό του:
«Νά μάθεις νά ρωτᾶς τό πρωτότυπο, καί κεῖνο νά σοῦ ἀποκρίνεται καί νά σοῦ λέγει ὅλα τά μυστικά του, πού τά κρύβει ἀπό τούς ἄπιστους κι ἀπ' τούς βέβηλους».

Ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι γιά τόν Κόντογλου δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος γιά θρησκευτική ζωγραφική, ἀλλά γιά καρδιακή πείρα μυστικῶν συναντήσεων μέ τόν ζῶντα Θεό «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἡ ὁποία ἐξωτερικεύεται διά τοῦ χρωστήρα καί τίθεται στήν ὑπηρεσία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ θυμόμαστε τό παύλειο: «ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 7,7) καί ἀγγίζουμε τήν πεμπτουσία αὐτοῦ πού ἀποκαλοῦμε «λειτουργική» τέχνη…

Διόλου περίεργο, ἑπομένως, ὅτι ὁ φίλος του ἰατρός Ἀλέξανδρος Καλόμοιρος θά τόν ἀποκαλέσει «ἐραστή τῆς ἡσυχίας» καί θά σημειώσει ὅτι ὁ Φώτιος πολύ νωρίς κατάλαβε «ὅτι ὁ θησαυρός πού ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος γιά νά ζήσει δέν βρίσκεται σέ κανένα μακρινό καί ξωτικό ἀκρογιάλι μά μέσα στήν ἴδια του τήν καρδιά». Πράγματι ὁ ἴδιος ἀφήνει διάσπαρτα τά ἴχνη τῆς φιλοκαλικῆς εὐαισθησίας του γιά τήν καλλιέργεια τοῦ «ἔσω ἀνθρώπου» σέ ἀναρίθμητα κείμενά του. Τό 1964 ἔγραφε στήν Ἐφημερίδα Ἐλευθερία τοῦ Πάνου Κόκα, μέ τήν ὁποία εἶχε μόνιμη συνεργασία ἐπί ἑβδομαδιαίας βάσεως, ὅτι:

«ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μόνον ὁ Παράδεισος στόν ἄλλο κόσμο μά καί σέ τοῦτον εἶναι ἡ ἁπλή καί εἰρηνική ζωή, πού μ' αὐτή… νά κοιτάξει νά βρῆ τόν ἑαυτό του πού τόν ἔχει χαμένο, μέ τό νά καταγίνεται ὁλοένα μέρα καί νύχτα μέ ἐπιχειρήσεις, ἑταιρεῖες, τράπεζες, σκοτοῦρες κάθε λογῆς καθώς καί μέ γλέντια ψυχοφθόρα καί μέ διασκεδάσεις πού ἀνάβουνε τά πάθη καί κουράζουνε τόν ἄνθρωπο, ὥσπου νά τόν καταντήσουν ἕνα ἐλεεινό πλάσμα, ἕνα κούφιο χαρτοφάναρο».

Ἀλλοῦ θά ἀναρωτηθεῖ: «πῶς μπορεῖ νά ζεῖ κανείς σέ καιρό πού ὁ ἑαυτός του θά λείπει;».

Μάλιστα τίς ἀπόψεις αὐτές πλαισιώνει μέ ἀναφορά σέ φιλοκαλικούς Πατέρες, ἰδίως δέ τόν Ἰσαάκ τόν Σύρο, ἀλλά καί ἄλλους ὅπως τόν Συμεών τόν νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Ἐφραίμ, τούς ὁποίους μετέφραζε καί δημοσίευε στή δημοτική (συνεχίζοντας τήν πρακτική τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη) σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία, ὅπως σημειώνει ὁ Θεόκλητος Διονυσιάτης, «τά ὀνόματα τῶν Ἁγίων τούτων, ὅπου δέν ἦσαν ἄγνωστα προεκάλουν ἀλεργίαν καί μεταξύ θεολόγων ἀκόμη».

Εἶναι σαφές: Ὁ Κόντογλου καταδίκασε καί ἀπέρριψε τίς ἀπνευμάτιστες ἀναπαραστάσεις τῆς δυτικῆς θρησκευτικῆς ζωγραφικῆς· ὅμως εἶμαι βέβαιος ὅτι, ἄν ζοῦσε σήμερα, θά ἐπέκρινε καί τόν ἐκφυλιστικό μανιερισμό κάποιων ἐκ τῶν ἐπιγόνων του, οἱ ὁποῖες, μολονότι ἱστοροῦν σύγχρονους Ναούς μέ βυζαντινό ἤ βυζαντινότροπο ὕφος, ὅμως δέν κάνουν τίποτε ἄλλο ἀπό ἀνέμπνευστες μιμήσεις, πού ἐκφυλίζουν τήν «νηστευτική ἁγιογραφία» τοῦ Κόντογλου σέ ἀτάλαντο πριμιτιβισμό πρός ἄγραν ὀβολῶν ἀπό τά Ἐκκλησιαστικά Συμβούλια.

Οἱ «ἐπαγγελματίες» τοῦ βυζαντινότροπου πριμιτιβισμοῦ, ὅπως καί οἱ κάθε λογῆς «ἐπαγγελματίες» πού λυμαίνονται σήμερα τήν Ἐκκλησία καί τήν κοινωνία μας φοβᾶμαι ὅτι λησμόνησαν τό «ἕν οὗ ἐστι χρεία», ὅτι δηλαδή κάθε ἀληθινή κατάθεση εἴτε στήν τέχνη εἴτε στή θεολογία ἐκπηγάζει ἀπό καρδιά «φιλοκαληθεῖσα» μέ τήν ἐσωτερική εὐχή, τήν νήψη, τό πενθικό δάκρυ, τήν ὁλόκαρδη δοτικότητα, τήν ταπείνωση. Θεολογία καί τέχνη ἀποκομμένη ἀπό τήν θεραπευτική ἀγωγή τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ τῆς καρδιᾶς εἶναι ὡραιολόγος φενάκη ἤ πλουμιστή φθήνια. Γιατί «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστί» καί «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται».

  • Προβολές: 32