Ἡ συμβολή τοῦ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου στήν μελέτη Ναυπακτίων λογοτεχνῶν καί ἐπιστημόνων
Ἀποστόλου Ζορμπᾶ δρ. Φιλολογίας
Ὁ Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος (1933), γνωστότερος κυρίως ὡς ἐκδότης καὶ μελετητὴς τοῦ Παπαδιαμάντη, ἔχει συνεχῆ παρουσία στὰ Νεοελληνικὰ Γράμματα μὲ δημοσιεύσεις ἄρθρων, διηγημάτων, ποιημάτων καὶ ἐκδόσεις βιβλίων γιὰ πάνω ἀπὸ 45 χρόνια. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς τοὺς Νεοέλληνες λογοτέχνες, μὲ τὸ ἔργο τῶν ὁποίων ἀσχολήθηκε, ἦταν ὁ Ναυπάκτιος Γιάννης Βλαχογιάννης, συγκεκριμένα μὲ κείμενό του στὰ σχολικὰ Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας. Πλαγίως πάλι γιὰ τὸν Βλαχογιάννη ἔγραψε μιλώντας γιὰ τὸν Μακρυγιάννη. Μετὰ τὸ 1990 μὲ διάφορες ἀφορμὲς [1] ἡ βιβλιογραφικὴ παρουσία του στὰ Ναυπακτιακὰ Γράμματα γίνεται πυκνότερη, εἴτε μὲ τὶς εἰσηγήσεις του σὲ συνέδρια στὴν Ναύπακτο εἴτε μὲ δημοσιεύματά του.
Τὸ πρῶτο κείμενο ἀποτελεῖ ἀνακοίνωση στὸ Συνέδριο γιὰ τὸν Γιάννη Βλαχογιάννη ποὺ ἔγινε στὶς 18, 19, 20 Νοεμβρίου 1994 στὴν Ναύπακτο.
Ὁ συγγραφέας [2] παρουσιάζει μία ἐπιστολὴ τοῦ Γ. Βλαχογιάννη ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα Ἀκρόπολις στὶς 20•5•1895 καὶ ἀναφέρεται στὸ μυθιστόρημα τοῦ Hall Caine The Manxmann, τὸ ὁποῖο μετέφρασε στὰ ἑλληνικὰ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ εἶχε δημοσιευτῇ στὴν ἐφημερίδα σὲ συνέχειες [3].
Ἐκεῖ σημειώνει μία αὐστηρὴ ἀλλὰ ἀξιοπρόσεκτη προτροπὴ τοῦ Βλαχογιάννη: «Ἀνοίξετε τὰ μάτια σας, ὦ νεανίσκοι τῆς σημερινῆς νεκροζωῆς μὲ τὸ ξεφυσημένον ὕφος, τεντώσετε τ’ αὐτιά σας, μωρόσοφοι κλειδοκράτορες τῶν ὑψηλῶν μυστηρίων καὶ ἀπροσπελάστων, πλὴν μόνον εἰς σᾶς, θελγήτρων τῆς τέχνης, καὶ ἴδετε καὶ ἐνωτίσθητε, ἂν ἔχετε σπίθαν αἰσθήματος ’ς τὸ στῆθος σας καὶ κουκοῦτσι μυαλὸ ’ς τὸ κρανίον σας. Μάθετε τί θὰ πῇ ὕφος ἀληθινὸν καὶ ὄχι ὡς πασάλειμμα ὡς μὲ λάσπην ἀπὸ κατακαθίδια τῆς στάχτης, ποῦ σβύνει κάθε χρῶμα ζωῆς, ἐνῶ ἐσεῖς τὸ νομίζετε ἄκρον ἄωτον καλαισθησίας. Διδαχθῆτε τί θὰ πῇ ζωὴ ἀληθινή, τέχνη ἀθάνατος. Τί θὰ πῇ παρατήρησις φύσεως, εἰκών, τέρψις, γέλως, κλαῦμα, ἀγών, τραγικὴ εἰρωνεία προσπελάζουσα τὸν Οἰδίποδα Τύραννον» [4].
Ἐπιπλέον ἀναφέρει μερικὲς πτυχὲς τῆς σχέσεως τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ τὴν μετάφραση τῶν δύο Ἱστοριῶν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ George Finlay [5] καὶ τοῦ Thomas Gordon [6] πού εἶχε κάνῃ ὁ Παπαδιαμάντης ὕστερα ἀπὸ αἴτημα τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη, ὁ ὁποῖος κατέβαλε καὶ τὴν σχετικὴ ἀμοιβὴ [7].
Στὸ κείμενό του «Σχόλια στὸν Παπαδιαμάντη τοῦ Θεμ. Ἀθανασιάδη-Νόβα [8]» ὁ Τριανταφυλλόπουλος ἀναφέρεται στὸ δοκίμιο τοῦ Θεμ. Ἀθανασιάδη-Νόβα (1894-1961) Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Τὸ Πάσχα τῆς λογοτεχνίας μας [9].
Ἀρχικὰ συμμερίζεται τὴν προλογικὴ ἐπισήμανση τοῦ Κλέωνος Παράσχου ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Θεμ. Ἀθανασιάδη - Νόβα εἶναι τὸ καλλίτερο ἀπὸ τὰ πέντε ὁμοειδῆ δοκίμιά του [10] καὶ τονίζει τὰ χαρακτηριστικά τῆς παπαδιαμαντικῆς κριτικῆς τοῦ Ναυπάκτιου κριτικοῦ:
• Τὴν ξεχωριστὴ εὐστοχία ποὺ ἔχει στὶς ἀναφορές του σὲ διάφορες πτυχὲς τῆς παπαδιαμαντικῆς τέχνης καὶ τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου.
• Τὴν τόλμη νὰ κάνει καὶ θεολογικὴ θεώρηση τοῦ ἔργου τοῦ Παπαδιαμάντη.
• Τὴν ἀναφορὰ σὲ ἀπόψεις κατηγόρων τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τὴν ὀξεία ἀντίκρουσή τους.
• Τὴν διάκριση ποὺ κάνει ἀνάμεσα στὴν ἐθιμογραφία καὶ τὴν ἠθογραφία καὶ στὴν δεύτερη κατατάσσει τὸν Παπαδιαμάντη.
Στὴν δημοσιευμένη μορφὴ τῆς εἰσηγήσεώς του σὲ ὑστερόγραφο ὁ Τριανταφυλλόπουλος παραθέτει τὸ ποίημα - ἐπιτύμβιο ποὺ ἔγραψε ὁ 16χρονος Θεμ. Ἀθανασιάδης δύο ἡμέρες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Παπαδιαμάντη, πρωιμώτατο πειστήριο τῆς μετέπειτα 50χρονης συναναστροφῆς του μὲ τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο [11].
Στὴν τρίτη ναυπακτιακοῦ ἐνδιαφέροντος ἀνακοίνωσή του ὁ Ν. Τριανταφυλλόπουλος [12] παρουσιάζει τὴν βιβλιογραφικὴ συμβολὴ τοῦ Χάρη Σταματίου στὶς παπαδιαμαντικὲς μελέτες. Πρωτίστως μὲ «πολύτιμες ὑποδείξεις» πρὸς τὸν Γιῶργο Κατσίμπαλη – ἔτσι τὶς χαρακτηρίζει ὁ Κατσίμπαλης – πρῶτο βιβλιογράφο τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ τὴν συγκρότηση τῆς Βιβλιογραφίας του [13]. Ἐπὶ πλέον, ἀναφερόμενος στὴν συμβολὴ τοῦ Βλ. Γαβριηλίδη γιὰ τὶς μεταφράσεις ξένων ἔργων στὰ ἔντυπά του, παρέχει σημαντικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν ἀπόδοση ἢ μὴ κάποιων μεταφράσεων, οἱ ὁποῖες δημοσιεύονταν στὰ ἔντυπα αὐτά, στὸν Παπαδιαμάντη.
Στὸ τέταρτο κείμενό του, ποὺ καὶ αὐτὸ εἶναι ἀνακοίνωση σὲ σχετικὸ συνέδριο ποὺ ἔγινε στὴν Ναύπακτο [14], ὁ Τριανταφυλλόπουλος τονίζει τὴν τόλμη τοῦ κλασσικοῦ φιλολόγου Βασιλείου Λαούρδα [15] (1912 - 1971), μαθητῆ τοῦ Ἰωάννη Συκουτρῆ καὶ τοῦ ἐπιφανοῦς Γερμανοῦ φιλολόγου Βέρνερ Γαῖγκερ, συγγραφέως τοῦ περιωνύμου ἔργου Παιδεία [16, θιασωτῶν καὶ τῶν δύο τοῦ τρίτου ἀνθρωπισμοῦ. Δηλαδὴ ὁ Βασίλειος Λαούρδας, ἂν καὶ γαλουχημένος μέσα στὸ ἀρχαιοελληνικὸ πνεῦμα, στὸ κεντρικὸ θέμα τοῦ προσανατολισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς Παιδείας - Ἐκπαιδεύσεως – τὸ οὐσιωδέστερο πρόβλημα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ – βρίσκεται ἀπέναντι στὴν ἐπιστημονικὴ θεολογία καὶ τὴν ἀρχαιολατρία τῶν Φιλοσοφικῶν Σχολῶν.
Τὶς τολμηρὲς αὐτὲς ἀπόψεις του ὁ Β. Λαούρδας τὶς διατύπωσε τὸ 1953, ὅταν ἔγραψε καὶ ἐξέδωσε στὴν Οὐάσιγκτον τὸ δοκίμιο Θέματα Παιδείας [17]. Ὁ Τριανταφυλλόπουλος ἐπισημαίνοντας πόσο δύσκολο ἦταν τὸ 1953 γιὰ ἕνα κλασσικὸ φιλόλογο νὰ διατυπώνῃ τέτοιες ἀπόψεις σημειώνει μὲ ἔμφαση:
«Κοινοὶ τόποι, θὰ ἔλεγε κανείς. Ἀσφαλῶς κοινοί, ἀλλὰ σήμερα, δηλαδὴ σχεδὸν μισὸ αἰώνα ἀπὸ τότε ποὺ γράφτηκε τὸ δοκίμιο τοῦ Λαούρδα, ὄχι ὅμως τόσο κοινοί τὸ 1953 καί, προπάντων, ὄχι ἀκίνδυνοι γιὰ φιλόλογο μόλις σαρανταενὸς ἐτῶν, ἂν ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἱδρυτὴς τοῦ “τρίτου ἀνθρωπισμοῦ” ἦταν ὁ Βέρνερ Γαῖγκερ, κορυφαῖος καὶ ἀντιχιτλερικὸς Γερμανὸς φιλόλογος, συγγραφέας τοῦ περιλάλητου ἔργου Παιδεία. Διαπρύσιος κήρυκας αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ ἀνθρωπισμοῦ στὴν Ἑλλάδα ἦταν ὁ Κωνσταντῖνος Βουρβέρης, καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς Ἀθηνῶν, ἱδρυτὴς τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνθρωπιστικῆς Ἑταιρείας καὶ συγγραφέας τοῦ βιβλίου, Ἡ κλασικὴ φιλολογίας ὡς πνευματικὴ ἐπιστήμη.
Ἡ τόλμη λοιπὸν τοῦ Λαούρδα δὲν ἔγκειτο ἁπλῶς στὸ ὅτι ἀμφισβητεῖ τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ κινήματος ἀνοίγοντας ἔτσι διπλὸ μέτωπο μὲ τὸ δάσκαλό του Βέρνερ Γαῖγκερ καὶ τὸν Βουρβέρη, ἀλλὰ καὶ στὴν πρωτοφανῆ του αἵρεση, κλασικὸς φιλόλογος αὐτός, νὰ ἀντιπαραθέτει στὴν διάνοια τοῦ ξένου καὶ τοῦ Ἕλληνα φιλολόγου – καὶ τῶν μαθητῶν τους, φυσικά – τὸ πνεῦμα τοῦ ἀγράμματου καλόγερου Χριστοφόρου. Ἡ διακινδύνευσή του σταθμίζεται ἀκριβέστερα, ὅταν θυμηθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ Γαῖγκερ γινόταν ἐκθύμως ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὴν Χριστιανικὴ Ἕνωση Ἐπιστημόνων, τῆς ὁποίας ἡγέτης ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης, μορφὴ καθόλου τυχαία, καὶ ὅτι ὁ Βουρβέρης γενικὰ δὲν ἀντιμετωπιζόταν ὡς εἰσαγωγέας ξένου προϊόντος.
Φοβᾶμαι πὼς πρέπει νὰ ἐπιμείνω μὲ ἔμφαση: νὰ ὑποστηρίξω δηλαδὴ ὅτι ἂν τὰ λόγια τοῦ Λαούρδα εἶχαν εἰπωθεῖ ἀπὸ τὸν Κόντογλου, θὰ εἴχαμε πάλι λόγον παρρησίας ὄχι ὅμως τολμηρό, ἀφοῦ ὁ Ἀϊβαλιώτης ἦταν ζωγράφος καὶ ὄχι φιλόλογος, καί, ἐπιπλέον, πρὸ πολλοῦ εἶχε κάψει τὰ γεφύρια του καὶ δὲν λογάριαζε τοὺς ὀνειδισμοὺς. Ὁ Λαούρδας ὅμως δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλὶ οὔτε εἶναι ἁγιογράφος, ἀλλά, τὸ ἐπαναλαμβάνω φορτικά, κλασικὸς φιλόλογος ποὺ ἔχει μαθητεύσει σὲ ἀνθρώπους παθιασμένους μὲ τὴν ἀρχαία καὶ τὴ νέα λογοτεχνία. Ἂν λοιπὸν θέλει νὰ σώσει τὴν φιλολογικὴ ψυχή του, πρέπει νὰ τὴν ἀπολέσει, καὶ μία τέτοια ἀπώλεια τῆς φιλολογικῆς ψυχῆς εἶναι τρομακτικὰ δύσκολη καὶ ἐπώδυνη. Στὸ ἀπόσπασμα ποὺ σᾶς διάβασα μνημονεύεται ρητὰ ὁ Πέτρος Παπαγεωργίου, ἀλλὰ ἀποσιωπᾶται τὸ ὄνομα τοῦ Συκουτρῆ, ἱεροῦ τέρατος τῆς ἑλληνικῆς κλασσικῆς φιλολογίας καὶ προσφιλοῦς δασκάλου τοῦ Λαούρδα, γιατί μολονότι ἔχει καὶ αὐτὸς στὸ ἐνεργητικό του βυζαντινὲς μελέτες, ἐμφορεῖται ἀπὸ ἀντιβυζαντινὸ πνεῦμα. Αὐτὴ ἡ ἀποσιώπηση δὲν ἰσοδυναμεῖ μὲ μιὰ δεύτερη παλινωδία ἐξ ἴσου ὀδυνηρὴ μὲ τὴν πρώτηː ἐκείνη τὴν περιλάλητη γιὰ τὴν καζαντζακικὴ Ὀδύσσεια;».[18]
Τὸ ἴδιο ἐμφαντικὰ καὶ τολμηρὰ καὶ ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ὅποιο τίμημα τονίζει τὴν ψευδαίσθηση γιὰ τὴν ἀξία τῆς εἰσαγωγῆς τῆς δημοτικῆς μορφῆς τῆς γλώσσας μας στὴν ἐκπαίδευση:
«Τὸ πρῶτο σύνθημα ποὺ ἔρριξε ἡ ἐκπαιδευτικὴ μεταρρύθμιση ἦταν ὁ δημοτικισμός. Στὰ περιοδικὰ δημοσιεύματα καὶ στὰ βιβλία τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης ἡ δημοτικὴ μορφὴ τῆς γλώσσας ἐμφανίζεται ὡς μαγικὸ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει σὲ κάθε της κάτοχο κόσμους παραμυθένιους. Ἡ ἀνάγκη τῆς εἰσαγωγῆς τῆς δημοτικῆς τονίστηκε ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ γίνουμε οἱ Ἕλληνες πιὸ ἔξυπνοι, πιὸ θετικοί, καὶ πιὸ πατριῶτες ἀπὸ ὅ,τι ἦταν στὰ περασμένα χρόνια. Τοῦτο, ποὺ γυρίζει καὶ ξαναγυρίζει στὰ κείμενα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης, ἠχεῖ σήμερα ὡς παραδοξολογία. Ἡ δημοτικὴ μορφὴ τῆς γλώσσας λίγο ἢ πολὺ ἐπικράτησε σήμερα, ἀλλὰ εἶναι ζήτημα ἂν οἱ Ἕλληνες ἔγιναν πιὸ ἔξυπνοι, πιὸ θετικοί, καὶ πιὸ πατριῶτες ἀπὸ ὅ,τι ἦταν ἄλλοτε. Ὅτι ἡ γλῶσσα ὡς τύπος ἔχει αὐτὲς τὶς μαγικὲς ἱκανότητες, τοῦτο βέβαια εἶναι ἀπαράδεκτος δογματισμὸς.» [19]
Καὶ ἐπιλέγει ὁ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος: «Αὐτὰ τὰ πικρὰ – καὶ τολμηρά. Ἀσχολίαστα» [20].
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς τέσσερεις αὐτὲς ἀνακοινώσεις σὲ συνέδρια ὁ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος ἔχει καὶ σὲ ἄλλα κείμενα του ἀσχοληθῇ μὲ θέματα τῶν ναυπακτιακῶν γραμμάτων.
Σημειώνουμε τὰ κείμενά του:
1. «Μακρυγιάννη Ἀπομνημονεύματα».[21]
2. «Γιάννη Βλαχογιάννη ″Ἡ Σουλιωτοπούλα″».[22]
3. «Τὰ πούπουλα τῆς ὄρνιθας» [.23]
4. «Ὁ Σιδεροκάβουρας».[24]
Ὁ Τριανταφυλλόπουλος στὸ πρῶτο κείμενο, στὶς δύο προλογικὲς σελίδες τοῦ διδακτικοῦ δοκιμίου γιὰ τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη, ἀναφέρεται στὰ Ὁράματα καὶ θάματα τοῦ Στρατηγοῦ, ἀνέκδοτα ἀκόμα, καὶ στὶς κρίσεις τοῦ Γ. Βλαχογιάννη – ὅπως τὴν δίνει ὁ Γ. Θεοτοκᾶς – καὶ τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ. Ὁ Τριανταφυλλόπουλος ἐμφανῶς συντάσσεται μὲ τὴν γνώμη τοῦ Θεοτοκᾶ, παράλληλα ὅμως, σχεδὸν προφητικά, προβλέπει τὴν κατεδαφιστικὴ κριτικὴ γιὰ τὰ Ὁράματα καὶ θάματα ὅταν αὐτὰ ἐκδοθοῦν, πρᾶγμα ποὺ συνέβη. Τὸ δεύτερο κείμενο εἶναι διδακτικὸ δοκίμιο [25] γιὰ τὸ μικρὸ ἀφήγημα τοῦ Γ. Βλαχογιάννη «Ἡ Σουλιωτοπούλα» ἀπὸ τὴ συλλογὴ Τὰ Μεγάλα Χρόνια [26].
Μὲ εἰσαγωγὴ - παρατήρηση τοῦ Βλαχογιάννη γιὰ τὴν «Σουλιωτοπούλα» [27] ὁ Τριανταφυλλόπουλος παρουσιάζει τὸ βλαχογιαννικὸ κείμενο ὡς ἄριστη ἀποτύπωση τῆς σουλιώτικης ἀνδρείας – ἀνδρικῆς καὶ γυναικείας – τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης, τοῦ ἀδιάκοπου ἀγώνα γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας ποὺ εἶναι σχεδὸν ἀξεδιάλυτα συνδεδεμένος μὲ τὸν θάνατο. Στὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Βλαχογιάννη ἐπανῆλθε ὁ Τριανταφυλλόπουλος καὶ τὸ 2020 καὶ τὸ παρέθεσε ὁλόκληρο στὸ κείμενό του μὲ τίτλο «Τί θὰ διάβαζα μὲ τελειόφοιτους τοῦ Λυκείου γιὰ τὸν Σηκωμὸ τοῦ 1821».[28] Κατὰ σειρὰ θὰ διάβαζε: Τὸ διήγημα «Τὸ φίλημα» τοῦ Μιχ. Μητσάκη, τὴν «Ἱερὰ Ὁδὸ» τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ, ὕστερα Σολωμό, Κάλβο, Βαλαωρίτη, κατόπιν μεταγενέστερους ποιητές. Καὶ σημειώνει:
«Στὰ ἐνδιάμεσα αὐτῶν τῶν ἀναγνώσεων διηγήματα τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη ἀπὸ τὰ Μεγάλα χρόνια καὶ Τὰ παληκάρια τὰ παλιά, ὅπου φέγγουν ἄντρες καὶ γυναῖκες τοῦ Σηκωμοῦ. Καὶ θὰ διαβεβαίωνα ἐμπαθῶς τὸ μαθητικὸ ἀκροατήριό μου πώς ὁ Βλαχογιάννης, ἂν ζοῦσε στὶς μέρες μας, θὰ κατέβαινε μὲ μιὰ γκλίτσα σὰν τοῦ Μπαρμπαγιώργου καὶ θὰ ἔσπαζε κεφάλια δημοσιογράφων καὶ τάχα ἱστορικῶν, ποὺ δυσφοροῦν τρομερὰ μὲ ἀποτρόπαιες λέξεις, ὅπως “Σουλιώτης”, “Ἀρματολός”, “Κλέφτης”, “Κλεφτοπόλεμος”, ἰδίως “φουστανέλα” καὶ πάει λέγοντας».[29]
Καὶ σὲ παραπομπὴ σημειώνει: «Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ θυμόμαστε τὸ πάθος μὲ τὸ ὁποῖο ἐσύναξε ὁ Βλαχογιάννης ἀπὸ παντοῦ προφορικὲς καὶ γραπτὲς μαρτυρίες γιὰ τὸ Σηκωμὸ καὶ ὅτι σ’ αὐτὸν χρωστᾶμε τὰ Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους».[30] Παραθέτει ὁλόκληρο τὸ διήγημα τὸ ὁποῖο μάλιστα προλογικὰ χαρακτηρίζει «ἀκαριαῖο» [31]. Μετὰ τὰ κείμενα τοῦ Βλαχογιάννη θὰ διάβαζε ἀπομνημονευματογράφους, τρία σχετικὰ σονέτα τοῦ Κ. Καρυωτάκη καὶ θὰ παρουσίαζε ζωγραφικοὺς πίνακες μὲ ξεχωριστὰ γεγονότα τῆς Ἐθνεγερσίας. Καὶ τελειώνει τὸ κείμενό του ὁ Τριανταφυλλόπουλος μὲ εὐστοχώτατη παρατήρηση ποὺ περιλαμβάνει καὶ τὸ (τὰ) κείμενο (α) τοῦ Βλαχογιάννη:
«Καὶ στὸ τέλος ἄς θυμίσουμε στὰ παιδιὰ καὶ εἰς ἡμᾶς αὐτοὺς τὶς γυναῖκες τῆς Πίνδου, ποὺ ὁ χειμώνας τοῦ 1941 τὶς μεταμόρφωσε σὲ ἐμπόλεμες Σουλιώτισσες[32], καὶ τοὺς ἐφήβους τῆς Κύπρου ποὺ ἀψήφισαν, ὅπως ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, τὴν ἀγχόνη. Ἀνήκουν κι αὐτὰ τὰ πρόσωπα στὸν Σηκωμὸ τοῦ 1821. Αὐτὴ τὴν στιγμὴ τῆς μεγάλης κακοπάθειας καὶ τοῦ θανάτου θὰ προσπαθοῦσα νὰ δείξω στὴν τάξη τῶν τελειοφοίτων μου».[33]
Ὁ τίτλος τοῦ τρίτου κειμένου παραπέμπει σὲ ἐπιτίμιο ἐξομολόγου. Μὲ ἀφορμὴ εἰσήγηση συνέδρου γιὰ τὸν καταγόμενο ἀπὸ τὴν Ναυπακτία παλαιότερο φιλόλογο Γεώργιο Παπανικολάου [34] (1908-1995) αὐτομέμφεται καὶ τὸν κυριεύει ἡ θλίψη γιὰ «ἐμπαθῆ» καὶ «σκληρὴ ἐπιστολὴ» ποὺ εἶχε δημοσιεύσῃ τὸ 1966 στὸ 350 τεῦχος τῶν Ἐποχῶν. Στὴν μαχητικὴ αὐτὴ ἐπιστολὴ ἐπέκρινε τὴν ἐπαινετικὴ κρίση τοῦ Κ. Δ. Γεωργούλη γιὰ τὰ βιβλία - σχολικὰ βοηθήματα τοῦ Γ. Παπανικολάου. Ὁ ὥριμος καὶ ἐγκρατὴς φιλόλογος μὲ εἰλικρίνεια μετανοεῖ γιὰ τὴν «ἐπιστολιμαία καὶ ἀχάριστη ὀργὴ» τῆς «διδασκαλικῆς ἐφηβείας του».
Τὸ τέταρτο κείμενο, «Ὁ Σιδεροκάβουρας», ἀναφέρεται στὸ κείμενο Ὁράματα καὶ θάματα [35] τοῦ Γ. Μακρυγιάννη – αὐτὸ εἶναι ὁ Σιδεροκάβουρας! – καὶ τὸ συσχετίζει μὲ τὸν χαρακτηρισμό του ἀπὸ τὸν Βλαχογιάννη – κατὰ μαρτυρία τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ – ὡς ἔργον ἑνὸς τρελλοῦ. Μὲ τὸν εὑρηματικὸ τίτλο καὶ μὲ ὄχι δοκιμιακὴ γλώσσα ὁ Τριανταφυλλόπουλος καὶ στὶς ἕξι παραγράφους τοῦ μικροῦ αὐτοῦ κειμένου ἀπευθυνόμενος στὸν Βλαχογιάννη διερωτᾶται μὲ παράπονο καὶ μομφὴ πῶς τοῦ διέφυγε καὶ κρατοῦσε ἀδημοσίευτο τέτοιο κείμενο. Τὸ μικρὸ αὐτὸ κείμενο ἔχει δύο moto. Τὸ πρῶτο, τὴν ἄποψη τοῦ Βλαχογιάννη ἀπὸ τὸ ὁποῖο παίρνει ἀφορμὴ γιὰ τὸ κείμενο, τὸ δεύτερο ἔχει τὴν ἄποψη τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ: «Συμπεραίνω πὼς ἡ μυστικιστικὴ αὐτὴ ἐξομολόγηση μπορεῖ νὰ εἶναι κάτι καταπληκτικὰ ἐνδιαφέρον, ἕνα διαμάντι τοῦ νεοελληνικοῦ λόγου». Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἄποψη συντάσσεται τὸ κείμενο τοῦ Τριανταφυλλόπουλου.
Τέλος, πρέπει νὰ σημειώσουμε καὶ τὴν ἐκτός τῶν εἰσηγήσεων παρουσία τοῦ Νίκου Τριανταφυλλόπουλου στὰ συνέδρια αὐτὰ. Καὶ στὰ διαλείμματα ἔδωσε ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήματα συνέδρων ἀλλὰ κυρίως στὶς ἑνότητες τῶν Παρεμβάσεων-Συζητήσεων. Ὑπέβαλε ἐρωτήσεις, ἔδωσε ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήματα διαφωτίζοντας καλλίτερα τὰ θέματα ποὺ προέκυπταν στὰ συνέδρια αὐτὰ [36]. Δύο ἀπὸ τὶς παρεμβάσεις του αὐτὲς -συνεισφορὲς θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν αὐτοτελῶς καὶ ἀξιοπρόσεκτα βιβλιογραφικὰ λήμματα.
Ἡ πρώτη προσθέτει στοιχεῖα σὲ μιὰ ἀναπόδεικτη καὶ ἕρπουσα ἀπὸ τὸ 1965 ἀπόδοση στὸν Γ. Ἀθάνα ἁπλοϊκῶν καὶ μειωτικῶν στίχων:
«ΣΑΡΔΕΛΗΣ: Τὸ χρονογράφημα τοῦ κυρίου Παπαδόπουλου ἀποκαλύπτει, μὲ καθυστέρηση 30 ἐτῶν τὴν πολιτικὴ ἐμπάθεια, νὰ μὴν πῶ μισαλλοδοξία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Θέλω νὰ θυμίσω τὸ ἑξῆς: Ὅτι ἡ ἐφημερίδα Καθημερινή τὸ 1965, ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, διέθετε ἕνα πάρα πολὺ σημαντικὸ ποσὸν καὶ θὰ τὸ ἔδιδε σὲ ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀποκάλυπτε ἂν ὁ Νόβας ἔγραψε τὸ γνωστὸ ποίημα. Βεβαίως, κανεὶς δὲν βρῆκε τὸ ποίημα αὐτὸ καὶ τὴ σιωπὴ τοῦ κυρίου Σταματίου ἄς τὴν κρίνετε ἐσεῖς, ἢ ἡ ἱστορία.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λοιπὸν αὐτά, στὸ περιθώριο τοῦ συνεδρίου. Ὁρίστε ὁ κ. Τριανταφυλλόπουλος.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, ἄκουσα μὲ κατάπληξη ὅσα εἴπατε ἐσεῖς καὶ ὁ κ. Σαρδελής! Ἂν ὄντως ὁ κ. Παπαδόπουλος γράφει ὅτι οἱ στίχοι αὐτοί ἦταν τοῦ Κώστα Σταματίου, τότε ἔχουμε μιὰ περίπτωση κρυπτομνησίας τοῦ Σταματίου. Καὶ τοῦτο, γιατί οἱ στίχοι εἶχαν δημοσιευτεῖ ἀρκετὰ χρόνια νωρίτερα στὸ μυθιστόρημα τοῦ Πέτρου Πικροῦ Λαμπηδόνα τοῦ βυθοῦ, ἔκδοση Σαλιβέρου.
Πρέπει νὰ προσθέσω πὼς ἔγραψα τότε στὴν Μεσημβρινὴ – αὐτὴ ἦταν ποὺ προσπαθοῦσε, μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἀναγνωστῶν της, νὰ ἐξιχνιάσει ποιὸς πράγματι ἔγραψε τὸ τετράστιχο, καὶ ὄχι Ἡ Καθημερινὴ ὅπως εἶπε ὁ κ. Σαρδελὴς ἀπὸ παραδρομὴ τῆς μνήμης – ποῦ εἶχαν πρωτοδημοσιευτεῖ οἱ στίχοι. Ἡ ἐφημερίδα μοῦ ἀπάντησε ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν λυνόταν ὁριστικὰ μὲ τὴν ὑπόδειξή μου. Ἀπὸ καθαρὰ φιλολογικὴ ἄποψη εἶχε δίκιο: Θὰ μποροῦσε ὁ Π. Πικρός, νὰ τὸ ἔχει δανειστεῖ, ὅπως καὶ ἄλλους στίχους ἄλλων ποιητῶν στὸ ἴδιο βιβλίο, ἀπὸ τὸν Γ. Ἀθάνα. Σήμερα δὲν ἔχω πολλὲς ἀμφιβολίες, πρόκειται γιὰ – σκαλάθυρμα τοῦ μυθιστοριογράφου. Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ αὐτό, τὸ βέβαιο τώρα εἶναι ἕνα: Πὼς οἱ στίχοι δὲν εἶναι τοῦ Κ. Σταματίου. Δέχομαι τὸ ἐλαφρυντικό τῆς κρυπτομνησίας, ἀλλὰ ἐξακολουθῶ νὰ μὴν μπορῶ νὰ καταπιῶ τὸν τραχύτατο ἐμπαιγμὸ τοῦ Γ. Ἀθάνα [37]».
Τὸ ἴδιο ξεκάθαρες καὶ διαφωτιστικὲς εἶναι οἱ δύο ἑπόμενες παρεμβάσεις του, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦσαν τὴν εἰσήγησή του γιὰ τὸν Βασίλειο Λαούρδα:
«ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Ἤθελα νὰ πῶ ὅτι ὁ Λαούρδας τὸ ’53 ἔγραψε τὰ Θέματα Παιδείας, ἡ παλινωδία γιὰ τὸν Καζαντζάκη ἔγινε πάρα πολὺ νωρίς, λίγους μῆνες – τώρα δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς τὰ χρονολογικὰ – μετὰ τὸ ἐπαινετικό του δοκίμιο. Ὁ Λαούρδας ξαφνικὰ – δὲν ξέρω πῶς, ἔχω διαβάσει τὴν παλινωδία ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι – γιὰ μιὰ στιγμὴ εἶχε ἕνα εἶδος ἔκλαμψης καὶ κατάλαβε ὅτι ὅλος ὁ μηδενισμὸς τοῦ Καζαντζάκη, ὅπως ἐκφράζεται στὴν Ὀδύσσεια, δὲν ὁδηγοῦσε πουθενὰ καὶ ἔγραψε μιὰ παλινωδία μὲ ἐξαίρετο σεβασμὸ πρὸς τὸν Καζαντζάκη μιλώντας του στὸν πληθυντικὸ ἀριθμὸ καὶ λέγοντας πὼς χωρίζεται ἰδεολογικὰ ἀπ’ αὐτὸν μὲ πάρα πολὺ πόνο. Δὲν ἔγιναν αὐτά σε ἄλλους καιρούς, ὅταν πιὰ εἶχαν ἐπικρατήσει ἄλλες κυβερνήσεις. Ἄλλωστε, ὅπως εἶπε καὶ ὁ κ. Δημητρακόπουλος, ὁ Λαούρδας, νομίζω, καὶ ἐγὼ αὐτὸ ὑπαινίχθηκα, ἔπαιξε κορόνα γράμματα τὴν ἀκαδημαικὴ του καριέρα καὶ ἔγινε τελικὰ ἀποσυνάγωγος τῆς φιλολογίας. [38]
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Τόνισα, ὅταν ἄρχισα, ὅτι χρησιμοποιῶ τὴ λέξη τόλμη στὸν τίτλο, καὶ τὴ χρησιμοποιῶ γιὰ διανοούμενους. Θὰ πρέπει νὰ κάνω μία ἐξήγηση. Γιατί δὲν θεωρῶ τὸν Τελευταῖο Πειρασμὸ ἢ τὴν Ἀσκητική τοῦ Καζαντζάκη, ὅποιο ἄλλο ἔργο τολμηρό, ἢ γιατί δὲν θεωρῶ τολμηρὴ τὴν Πάπισσα Ἰωάννα; Γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο, ὅτι οἱ διανοούμενοι γενικῶς εἶναι ματαιόδοξοι, καὶ δὲν βγάζω ἀπέξω τὸν ἑαυτό μου, μολονότι βέβαια δὲν ἔχω κανένα ὕψος τῶν ἄλλων διανοουμένων. Εἶναι ματαιόδοξοι, καὶ ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἐνδιαφέρει κυρίως, δὲν εἶναι ἂν θὰ ἀφοριστοῦν ἀπὸ τὴ Σύνοδο, πράγμα ποὺ μᾶλλον τὸ ἐπιδιώκουν, οὔτε ἐνδιαφέρει τοὺς διανοούμενους, τύπου Καζαντζάκη ἢ Ροΐδη, τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος, καὶ ἂν ξεσηκωθεῖ ὁ Καντιώτης, καὶ ἂν θὰ σπάσουν τὶς προθῆκες, ὅ,τι τοὺς ἐνδιαφέρει εἶναι νὰ ἐπιβληθοῦν στὸ πνεῦμα τῶν ἄλλων διανοουμένων. Ὁ Καζαντζάκης, λοιπόν, καὶ ὁ Ροΐδης ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη εἶχαν τὶς πλάτες τους ἀσφαλεῖς. Ἦταν βέβαιο, ὅπως εἶναι βέβαιη ἡ κάθε αἵρεση ὅτι θὰ βρεῖ τὴ διανόηση νὰ τὴν ὑποστηρίζει.
Ὁ Λαούρδας ἐρχόταν μέσα σὲ ἕνα κύκλο διανοουμένων προκαταλελειμμένων μὲ ὅ,τι εἶναι Ἑλληνικὴ – Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση – καὶ δὲν συζητάω τώρα τί θὰ κάνουμε ἢ τί δὲν θὰ κάνουμε μὲ τὶς παραδοσιακὲς λεγόμενες ἀξίες – καὶ συνεπῶς τὰ ἔπαιζε ὅλα κορόνα - γράμματα. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ τὸ παράδειγμα εἶναι πάρα πολὺ καθαρὸ. Ὁ Σεβασμιώτατος ἐδῶ Μητροπολίτης σας μπορεῖ νὰ πεῖ ὁποιοδήποτε λόγο, δὲν διακινδυνεύει ὅμως ἰδιαιτέρως, λόγω τοῦ σχήματός του. Θὰ τὸν περιλάβουν ἐνδεχομένως οἱ δημοσιογράφοι, ἀλλὰ θὰ σταματήσει μέχρι ἐκεῖ. Ἐνδέχεται οἱ διανοούμενοι νὰ τὸν ἀφήσουν στὴν ἄκρη. Ἂν ὅμως ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὑφίσταται αὐτὰ ποὺ ὑφίσταται, τὰ ὑφίσταται διότι ἀποτολμᾶ νὰ μὴν μιλήσει αἱρετικά. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα» [39].
Ὁ πολυγραφώτατος Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος μὲ τὶς ἐργασίες του πλούτισε καὶ τὴν Ναυπακτιακὴ Βιβλιογραφία. Οἱ διαπιστώσεις, παρατηρήσεις καὶ κρίσεις τοῦ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου γιὰ τὴν τέχνη καὶ τὴν σκέψη, κάποτε καὶ τὸν χαρακτήρα γενικώτερα τῶν Ναυπακτίων λογοτεχνῶν καὶ διανοητῶν μὲ τοὺς ὁποίους ἀσχολήθηκε, εἶναι σαφέστατες καὶ πολὺ εὔστοχες, δοσμένες μὲ στέρεο ὥριμο λόγο καὶ ἀποτελοῦν οὐσιώδεις συνεισφορὲς καὶ πολύτιμα λήμματα στὴν Ναυπακτιακὴ Βιβλιογραφία καὶ γενικώτερα στὴν Νεοελληνικὴ Φιλολογία. Μακάρι νὰ μᾶς χαρίσῃ καὶ ἄλλες τέτοιες προσφορὲς.
***
Σημειώσεις
1. Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες συναντήσεις μου – τὸ 1992 ἢ 1993 – μὲ τὸν τότε πρόεδρο τῆς Ἑταιρείας Ναυπακτιακῶν Μελετῶν Χαράλαμπο Δ. Χαραλαμπόπουλο αὐτός μοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι προγραμματίζει ἕνα συνέδριο γιὰ τὸν Γιάννη Βλαχογιάννη καὶ μὲ ρώτησε ἂν θὰ βοηθοῦσα. Τοῦ ἀπάντησα θετικὰ μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι οἱ ἀνακοινώσεις νὰ κομίζουν κάτι καινούργιο στὴν μελέτη τοῦ βλαχογιαννικοῦ ἔργου καὶ νὰ μὴν εἶναι ἐγκυκλοπαιδικοῦ ἢ δημοσιογραφικοῦ χαρακτήρα. Συμφώνησε καὶ μοῦ εἶπε νὰ ἀπευθυνθῶ καὶ ἐγὼ σὲ ὅποιους μελετητὲς θὰ ἔχουν σημαντικὴ συμβολὴ. Ἔτσι ἀπὸ τότε ἦρθαν στὴν Ναύπακτο σὲ συνέδρια τῆς Ἑταιρείας Ναυπακτιακῶν Μελετῶν ἀρκετοὶ μελετητὲς τῆς Νεοελληνικῆς Φιλολογίας, κυρίως, καὶ ὁ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Ἄλλοι μελετητὲς - ἐπιστήμονες οἱ ὁποῖοι μὲ προθυμία ἀνταποκρίθηκαν καὶ εἶχαν συμμετοχὴ στὰ συνέδρια ἢ μὲ κείμενά τους στὰ Ναυπακτιακὰ ἦταν ὁ Π. Δ. Μαστροδημήτρης, ὁ Δ. Ἀποστολόπουλος, ὁ Φώτης Δημητρακόπουλος, ὁ Γ. Χριστοδούλου, ὁ Χρῆστος Τερέζης, ὁ Ἄγγελος Μαντᾶς καὶ ὁ Θεόδωρος Γραμματᾶς. Ὁ Θεόδωρος Γραμματᾶς συμμετεῖχε ὡς εἰσηγητὴς ἀλλὰ καὶ ὡς ἐπιστημονικὸς ὑπεύθυνος τῆς συναντήσεως. Αὐτὸς συγκρότησε τὴν ἐννεαμελῆ ὁμάδα εἰσηγητῶν γιὰ τὴν Ε΄ Πολιτιστικὴ συνάντηση ποὺ ἔγινε στὶς 8 Νοεμβρίου 2003 στὴν Ναύπακτο καὶ στὶς 9 Νοεμβρίου 2023 στὸν Πλάτανο Ναυπακτίας γιὰ τὸν ναυπακτιακῆς καταγωγῆς σκηνοθέτη Δημήτρη Ἀχιλλέα Ροντήρη.
2. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Μία ἐπιστολὴ ἀξία νὰ δημοσιευθῇ. Ἕνα βραχὺ σχόλιο καὶ μία ἐκτενὴς παρέκβαση στὶς μεταφραστικὲς σχέσεις τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Βλαχογιάννη». Ναυπακτιακά Ζ΄, Ἑταιρεία Ναυπακτιακῶν Μελετῶν, Ἀθήνα 1995, σσ. 231-239.
3. Χώλλ Κέιν, Ὁ Μαξιώτης. Μετάφραση: Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος - Λαμπρινὴ Τριανταφυλλοπούλου. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2003.
4. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος. «Μία ἐπιστολὴ ἀξία νὰ δημοσιευθῇ. Ἕνα βραχὺ σχόλιο καὶ μία ἐκτενὴς παρέκβαση στὶς μεταφραστικὲς σχέσεις τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Βλαχογιάννη». Ναυπακτιακά Ζ΄ (1995), Ἑταιρεία Ναυπακτιακῶν Μελετῶν, Ἀθήνα 1995, σ. 232.
5. Γεωργίου Φίνλεϋ, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Τόμος πρῶτος καὶ δεύτερος. Μετάφραση: Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Ἄγγελος Γ. Μαντᾶς. Ἵδρυμα τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὸν κοινοβουλευτισμὸ καὶ τὴν Δημοκρατία. (Ἀθήνα 2008).
6. Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως καὶ τῶν συναφῶν αὐτῇ ἐκστρατειῶν καὶ πολέμων ὑπὸ Θωμᾶ Γόρδωνος στρατηγοῦ μεραρχίας ἐν τῷ Ἑλληνικῷ Στρατῷ καὶ ἐνθέρμου ὑπερμάχου τοῦ Ἀγῶνος μεταφρασθεῖσα ἐκ τοῦ ἀγγλικοῦ ἐκ τῆς β΄ ἐκδόσεως, τοῦ ἔτους 1844. Μετάφρασις: Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄. (Φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Λαμπρινὴ Τριανταφυλλοπούλου. Συνεπιμελητές: Ἄγγελος Μαντᾶς, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος). Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2015.
7. Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Ἀλληλογραφία. Φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Ἐκδόσεις Δόμος, [Ἀθήνα 1992] σὲ διάφορες ἐπιστολὲς τοῦ Βλαχογιάννη καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἐνδεικτικὰ στὶς σελίδες 152-155, 158, 175-176.
8. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Σχόλια στὸν Παπαδιαμάντη τοῦ Θεμ. Ἀθανασιάδη-Νόβα». Ναυπακτιακὰ Η΄ (1996), Ἑταιρεία Ναυπακτιακῶν Μελετῶν, [Ἀθήνα] 1997, σσ. 91-103.
9. Θεμ. Ἀθανασιάδη - Νόβα, Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Τὸ Πάσχα τῆς λογοτεχνίας μας. Προτάσσεται ἐπιμνημόσυνη ὁμιλία τοῦ κ. Κλέωνος Παράσχου. Ἀθήνα (1962).
10. Τὰ ἄλλα τέσσερα εἶναι: Διονύσιος Σολωμός. Ἠθικὴ μεγαλοφυία, Κωστῆς Παλαμᾶς. Ποιητὴς ἐλέῳ Θεοῦ, Μιλτιάδης Μαλακάσης. Ὁ πρῶτος μετὰ τὸν ἕνα, Ψυχάρης. Ὁ ἔνοπλος προφήτης τοῦ δημοτικισμοῦ. Καὶ τὰ τέσσερα ἐκδόθηκαν αὐτοτελῶς ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «ἄλφα Ἰ. Μ. Σκαζίκη» χωρὶς χρονολογία. Καὶ τὰ πέντε αὐτὰ δοκίμια περιελήφθησαν στὸ βιβλίο τοῦ Θεμ. Ἀθανασιάδη-Νόβα Ἥρωες ποὺ ἐπιμελήθηκε ἡ Οὐράνα Διοματάρη καὶ ἐκδόθηκε τὸ 1969 ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας».
11. Πρόκειται γιὰ τὸ ποίημα «Ὁ ἐρημίτης ποὺ πέθανε» μὲ ὑπότιτλη ἀφιέρωση: «Στὸν νεκρό τοῦ Παπαδιαμάντη» καὶ εἶχε δημοσιευτῇ στὸ περιοδικὸ Ἑλλὰς. Τὸ ποίημα περιέχεται στὴν ποιητικὴ συλλογὴ του Πρώτη Ἄνοιξη (Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας» Ἀθήνα 1970, σ. 84).
Τὸ ποίημα εἶχε ἀποστείλῃ στὸν Ν. Τριανταφυλλόπουλο ὁ γράφων, ὁ ὁποῖος τὸ δημοσίευσε στὸ περιοδικὸ τοῦ 1ου Λυκείου Ναυπάκτου Γράμματα σπουδάματα (τεῦχ. 3, σχολ. ἔτος 1999-2000, σσ. 100-102) μὲ ἕνα ἀνάλογο καὶ τὸ ἴδιο ἐπικαιρικὸ ποίημα τοῦ ἐπίσης νεαροῦ, τότε, Ναυπάκτιου λογοτέχνη, Χάρη Σταματίου (1892-1951).
12. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Ὁ Χάρης Σταματίου καὶ ἡ βιβλιογραφικὴ συμβολή του στὶς παπαδιαμαντικὲς μελέτες». Ναυπακτιακὰ ΙΑ΄ (2000), Ἑταιρεία Ναυπακτιακῶν Μελετῶν, Ἀθήνα 2002, σσ. 283-290.
13. Γ. Κ. Κατσίμπαλης, Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Α΄. Πρῶτες κρίσεις καὶ πληροφορίες (1934). Β΄. Συμπλήρωμα βιβλιογραφίας (1938). Ἀνατύπωση. Εἰσαγωγικὰ σημειώματα: Δημήτρης Δασκαλόπουλος – Ν. Δ, Τριανταφυλλόπουλος. Ἑταιρεία Ἑλληνικοῦ Λογοτεχνικοῦ καὶ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου, Ἀθήνα 1991. Γιὰ τὴν φράση - χαρακτηρισμὸ «πολύτιμες ὑποδείξεις» βλ. σ. 7.
14. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «Ἡ τόλμη ἑνὸς φιλολόγου». Ναυπακτιακὰ ΙΒ΄ (2001), Ἑταιρεία Ναυπακτιακῶν Μελετῶν, Ἀθήνα 2003, σσ. 421-426.
15. Γιὰ τὸν Βασίλειο Λαούρδα βλ. τὸν ἀφιερωματικὸ τόμο Μελετήματα στὴν μνήμη Βασιλείου Λαούρδα. Θεσσαλονίκη 1975• Ναυπακτιακὰ ΙΒ΄ (2001), Ἑταιρεία Ναυπακτιακῶν Μελετῶν, Ἀθήνα 2003, σσ. 413-435, 437-440, 443-444 καὶ 684-686. Ναυπακτιακὰ ΙΖ΄ (2012-2013), Ἑταιρεία Ναυπακτιακῶν Μελετῶν, Ναύπακτος 2014, σσ.189-203.
16. Τὸ ἔργο καὶ στὴν Ἑλληνικὴ: Werner Jaeger, Παιδεία. Ἡ μόρφωσις τοῦ Ἕλληνος ἀνθρώπου. Μετάφρασις Γεωργίου Π. Βερροίου. Πρόλογος Ἰ. Ν. Θεοδωρακόπουλου, καθηγητοῦ-ἀκαδημαϊκοῦ. Τόμος Α΄, τετάρτη ἔκδοσις. [Ἐκδόσεις «Παιδεία»], [Ἀθῆναι 1968]. Τόμος Β΄ ἐκ τῆς τρίτης ἐκδόσεως. Πρόλογος Παναγιώτου Ι. Μπρατσιώτου καθηγητοῦ - ἀκαδημαϊκοῦ. (Ἐκδόσεις «Παιδεία»), Ἀθήνα (1971). Τόμος Γ΄ ἐκ τῆς τρίτης ἐκδόσεως. Πρόλογος Ἀλεξάνδρου Ν. Τσιριντάνη, καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. [Ἐκδόσεις «Παιδεία»], Ἀθήνα (1974)
17. Βασίλειος Λαούρδας, Θέματα παιδείας. Ἕνα σχόλιο στὸν «Παπουλάκο» τοῦ Κωστῆ Μπαστιᾶ. Washington, D.C., 1953.
18. Ναυπακτιακά ΙΒ΄ (2001) ὅ.π., σσ. 424-425.
19. ὅ.π., σ. 426.
20. ὅ.π., σ. 426.
21. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Νεοελληνικὰ διδακτικὰ δοκίμια γιὰ τὸ Γυμνάσιο. Συνεργασία: Νίκου Φωκᾶ. Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», Ἀθήνα (1986), σσ. 89-90.
22. ὅ.π., σσ. 112-116.
23. Περ. Πλανόδιον, τ. 39, Δεκέμβριος 2005, σσ. 578-580.
24. Ναυπακτιακά ΙΘ΄ (2016 2017), Ἑταιρεία Ναυπακτιακῶν Μελετῶν, Ναύπακτος 2017, σσ. 346-347. Τὸ κείμενο σὲ πρώτη μορφὴ εἶχε δημοσιευθῇ στὶς Ἑπτὰ Ἡμέρες τῆς ἐφημερίδας Ἡ Καθημερινὴ στὶς 8 Ἰουνίου 1997.
25. Νεοελληνικὰ διδακτικὰ δοκίμια γιὰ τὸ Γυμνάσιο, ὅ.π., σσ. 112-116.
26. Γ. Βλαχογιάννη, Μεγάλα Χρόνια. Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας» [Ἀθήνα x.x.], σσ. 57 - 58 καὶ τὴν λίαν δυσεύρετη σήμερα σειρὰ τῶν Ἁπάντων: Γιάννης Βλαχογιάννης, Ἅπαντα. Ἐπιμέλεια: Γεώργιος Κουρνοῦτος. [Στὴ σειρὰ Ἅπαντα τῶν Νεοελλήνων Κλασικῶν τῆς «Ἑταιρείας Ἑλληνικῶν Ἐκδόσεων»]. Τόμος ἕξι Μεγάλα Χρόνια, Τὰ παλικάρια τὰ παλιά. Διηγήματα. [Ἀθήνα 1967;], σ. 25.
27. Ἡ παρατήρηση τοῦ Βλαχογιάννη στὸ κείμενο τοῦ Τριανταφυλλόπουλου στὴ σ. 112, στὰ Μεγάλα Χρόνια στὴ σ. 178 καὶ στὰ Ἅπαντα στὴ σ. 85: «Πρόσεξε στὸ ἅγιο αἴστημα τ’ ἀδερφικὸ ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Πῶς λέει καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι; Ποιὸς ἦταν ὁπού τὄλεγε πὼς δὲν πονοῦν τ’ ἀδέρφια; Τ’ ἀδέρφια σκίζουν τὰ βουνὰ ὅσο ν’ ἀνταμωθοῦνε… Κοιτάξτε ἀκόμα, πὼς ἐκεῖ ποὺ πάει ἡ κόρη νὰ βοηθήση τὸν βασανισμένον ἀδερφό της, φέρνει μαζὶ μὲ τὴν κουλούρα καὶ τῆς μάννας τὴν ἀγάπη, καὶ τὴν εὐκή. Καὶ σκέψου τώρα, πὼς ἂν θὲς σημερινὲς κοινωνικὲς ἀνάγκες καὶ τὰ πολλὰ ἐλεύτερα ἐπαγγέλματα ὑποχρεώνουν τ’ ἀγόρι καὶ τὸ κορίτσι νὰ ξεκόβουν ἀπὸ τὸ σπίτι, τὸ σπίτι ὅμως εἶναι ἄσυλο ἱερό, ποὺ πρέπει κάθε ἑλληνόπουλο νὰ τὄχει σὰ δεύτερη ἐκκλησιὰ καὶ σὲ αὐτὴ νὰ προσκυνάει ὅσο ζεῖ».
28. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος «Τί θὰ διάβαζα μὲ τελειόφοιτους τοῦ Λυκείου γιὰ τὸν Σηκωμὸ τοῦ 1821» Περ. Φιλολογικὴ. Ἀφιέρωμα στὸν Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο. Τεῦχος 150-151, Ἰαν.-Ἰούν. 2020, σσ. 9-11.
29. ὅ.π, σ. 9.
30. ὅ.π, σ. 11 σημ. 2.
31. ὅ.π, σ. 10.
32. Δὲν ἦταν μόνο οἱ Σουλιώτισσες ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴν πολεμικὴ ἀνδρεία τους καὶ τὴν ἀψήφιση τοῦ θανάτου ἀλλὰ καὶ ἄλλλες Ἑλληνίδες κατὰ τὴν Ἐθνεγερσία. Μὲ τὸ σολωμικὸ ἐπίγραμμα γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν ὁ Τριανταφυλλόπουλος θὰ διάβαζε καὶ σχετικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ Ἀποστόλου Βακαλόπουλου γιὰ τὶς γυναῖκες τῶν Ψαρῶν, οἱ ὁποῖες, ὅταν ἡ ἄμυνα γινόταν μάταιη, μὲ αὐτοθυσία ρίχνονταν στὴν θάλασσα μὲ τὰ παιδιά τους γιὰ νὰ μὴν πιαστοῦν αἰχμάλωτες. Καὶ σημειώνει σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Τριανταφυλλόπουλος: «Ἐπέλεξα ἀπόσπασμα γιὰ τὶς γυναῖκες, διότι ὑπάρχουν πάντοτε μυκτηριστὲς καὶ ἀμφισβητίες τοῦ χοροῦ τοῦ Ζαλόγγου καὶ γενικά τῶν γυναικῶν ποὺ προτίμησαν τὸν θάνατο καὶ ὄχι τὴν ἀτίμωσή τους καὶ τὸν ἐξισλαμισμὸ τῶν τέκνων τους» (ὅ.π., σ. 9).
33. ὅ.π., σ. 11
34. Γιὰ τὸν Γεώργιο Παπανικολάου βλ. Ἀπόστολος Β. Ζορμπᾶς, δ.φ., «Ὁ φιλόλογος Γεώργιος Παπανικολάου (1908-1995). Ναυπακτιακὰ ΙΒ΄ (2001), Ἑταιρεία Ναυπακτιακῶν Μελετῶν, Ἀθήνα 2003, σσ. 403-412.
35. Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, Ὁράματα καὶ θάματα. Εἰσαγωγή, κείμενο, σημειώσεις Ἄγγελου Ν. Παπακώστα. Πρόλογος Λίνου Πολίτη. Μ. Ι. Ε. Τ., Ἀθήνα 1983.
36. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ ἀνατρέξῃ στὶς ἑνότητες τῶν σχετικῶν τόμων τῶν Ναυπακτιακῶν καὶ νὰ τίς μελετήσῃ.
37. Ναυπακτιακὰ Η΄ (1996), Ἑταιρεία Ναυπακτιακῶν Μελετῶν 1997, ὅ.π., σ. 75.
38. Ναυπακτιακά ΙΒ΄ (2001), σ. 438.
39. ὅ.π., σσ. 443-444.
- Προβολές: 365