Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἱκανοί νά θαυμάζουν τόν Θεό
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἡ ζωή καί ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας μέσα στήν σύγχρονη ζωή τοῦ κόσμου εἶναι μιά πρόκληση. Μιλᾶ γιά Θεό ἀποκεκαλυμμένο, τρισυπόστατο, ὁ ὁποῖος σέ μία ὑπόστασή Του προσέλαβε τήν φύση μας καί ἐμφάνισε μέσα στήν ἱστορία τό μόνο καινούργιο κάτω ἀπό τόν ἥλιο, τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Ὁ σύγχρονος δυτικός κόσμος, ὅπως τόν διαμόρφωσαν οἱ κύριοι στοχαστές του, ἔχει ἀποβάλει τήν θεολογία. Δέν τόν ἐνδιαφέρουν ὅσα βρίσκονται πέρα ἀπό τά αἰσθητά καί τίς αἰσθήσεις. Ἔτσι, ὅμως, ἡ σύνεσή του δέν βρίσκει στέρεο ἔδαφος νά πατήση, γι’ αὐτό καί ἐκφράζεται περίεργα, συγχέει τά ἀσύγχυτα, σκοτίζεται, καί ἐκπληρώνει τελικά τόν ἀποστολικό λόγο «καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία».
Σ’ αὐτό τό περιβάλλον ἡ Ἐκκλησία μιλᾶ γιά τόν Θεάνθρωπο καί τούς ἁγίους Του. Γιά τόν «θαυμαστό Θεό» πού «ἐθαυμάστωσε» τούς ἁγίους Του. Ἔτσι τά μέλη της ἔχουν σύνεση μέ στέρεες βάσεις καί προοπτική. Διακρίνουν τά πνεύματα καί δέν συγχέουν τά ἀσύγχυτα. Τολμᾶ μάλιστα ἡ Ἐκκλησία νά μιλᾶ γιά θαυμαστά πράγματα, πού ὑπερβαίνουν τίς φυσικές ἀντιληπτικές ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα ἀπαιτοῦν θεῖο φωτισμό.
Τά παραπάνω σημειώνονται ὡς σχολιασμοί τῶν ἡμερῶν τοῦ Ὀκτωβρίου, στόν ὁποῖο ἡ ἱστορία συμπλέκεται μέ τήν θεολογία, εἴτε τήν ὀρθόδοξη, εἴτε τήν ἑτερόδοξη. Στήν Ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου (7 Ὀκτωβρίου) κυριαρχεῖ ἡ παπική ἐκδοχή τοῦ χριστιανισμοῦ, ἐνῶ στήν 28η Ὀκτωβρίου ἐκφράζεται ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων στρατιωτῶν, πού ἔβλεπαν αἰσθητά στό μέτωπο τήν Σκέπη τῆς Θεοτόκου νά τούς προστατεύει καί νά τούς κατευθύνη. Ἔτσι ἀντιμετωπίζονται παραδοσιακά οἱ δυό ἐπέτειοι. Ὑπάρχουν ὅμως καί αὐτοί πού βλέπουν τά πράγματα χωρίς νά ἐμπλέκουν πίστη καί θεολογία στά ἱστορικά γεγονότα, ἀφοῦ ἔχουν ἀποβάλει ἀπό τήν ζωή καί τήν σκέψη τους κάθε ἔννοια καί λόγο γιά τόν Θεό.
Πάντως, ὁ Ὀκτώβριος, γιά τούς Ἕλληνες πού εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μήνας γεμάτος ἁγιοσύνη καί ἡρωϊσμό. Πλουτίζουν τίς μέρες του μνῆμες Ἀποστόλων (Λουκᾶ καί Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου), ἀποστολικῶν Πατέρων (Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καί Ἱεροθέου Ἐπισκόπου Ἀθηνῶν), τοῦ μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ ποιητῆ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, ἀλλά καί μεγάλων μαρτύρων μέ δεσπόζουσα μορφή τῶν Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο τόν Μυροβλήτη, πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης, ἀλλά καί τῆς Ναυπάκτου· καί φυσικά, στό ἱστορικό πεδίο, τόν στεφανώνουν οἱ ἡρωϊσμοί τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στά Ἀλβανικά βουνά.
Ὅλα αὐτά δέν θά εἶχαν νόημα ἄν δέν εἶχαν ἀντίκτυπο στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνα κριτήριο τῆς ψυχικῆς καί πνευματικῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἱκανότητά του νά θαυμάζη χωρίς φθόνο καί ἰδιοτέλεια. Εἰδικά μέσα στήν θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας ἕνα κριτήριο πνευματικῆς ὡρίμανσης καί ὑγείας εἶναι ἡ ἱκανότητα νά θαυμάζη κανείς τούς βίους τῶν ἁγίων, τά ἔργα τοῦ Θεοῦ καί τούς λόγους τῶν Ἀποστόλων καί τῶν θεοπνεύστων Πατέρων, μέ ὕψιστο βαθμό ὑγείας καί ὡρίμανσης τόν θαυμασμό τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τόν «θαυμασμό» ἡ Ἐκκλησία τόν διδάσκει μέσα στίς ἀκολουθίες της. Ἀκοῦμε συχνά τόν ψαλμικό στίχο πού προηγεῖται ἀπό τροπάρια, κυρίως ἁγίων Μαρτύρων: «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ»(Ψαλμός 67, 36). Ὁ στίχος αὐτός ἔχει δύο ἑρμηνεῖες. «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» σημαίνει, ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται ὡς θαυμαστός στούς ἁγίους Του. Δηλαδή, οἱ ἅγιοί Του εἶναι ἱκανοί νά καταλαβαίνουν τήν μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ καί αὐτοί εἶναι ἱκανοί νά θαυμάζουν τόν Θεό. Στήν ἑρμηνεία τοῦ Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ, ὅπως τήν ἐξέδωσε ὁ ἄγιος Νικόδημος ὁ ἀγιορείτης, διαβάζουμε: «Οἱ ἅγιοι, λέγει, μόνοι εἶναι ἱκανοί νά θαυμάζουσι τόν Θεόν, ἐπειδή καί ἔχουν δύναμιν νά νοοῦσι τάς μεγαλοπρεπεῖς αὐτοῦ οἰκονομίας, κατά τόν θεῖον Κύριλλον, καί θεοπρεπῆ ἔργα». Οἱ ἅγιοι μποροῦν, μέ τόν ἀθόλωτο νοῦ, τήν καθαρή καρδιά, τήν ὀξυδερκῆ διάνοια καί, κυρίως, μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά νοοῦν τίς μεγαλοπρεπεῖς οἰκονομίες καί τά θεοπρεπῆ ἔργα, δηλαδή τό πῶς ὁ Θεός «οἰκονομεῖ» τήν ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀλλά καί τήν ζωή ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, μέ τήν κυβερνητική πρόνοιά Του καί πῶς συντηρεῖ «ἐργαζόμενος ἕως ἄρτι»(πρβλ Ἰωαν. 5,17) τήν σύμπασα κτίση, ἀλλά καί τόν παραπαίοντα καί αὐτοκαταστρεφόμενο κόσμο.
Αὐτή ἡ ἐρμηνεία χρειάζεται ἀφομοίωση. Γνωρίζουμε ἀπό τά θρησκευτικά τοῦ Σχολείου ἤ τήν κατήχηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἀπό τήν λαϊκή μας παράδοση, ὅτι «ὁ Θεός εἶναι μεγάλος», ὅτι εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὅτι κυβερνᾶ καί συντηρεῖ στήν ὕπαρξη ὅλο τόν ὁρατό καί τόν ἀόρατο κόσμο, λογική καί ἄλογη κτίση, ἀγγέλους καί ἀνθρώπους. Ὅμως, ἡ ὁμολογία αὐτῆς τῆς πίστης εἶναι συνήθως μιά λογική παραδοχή, χωρίς θερμότητα ἐρευνητική, χωρίς μέριμνα γιά ἐμπειρική διακρίβωση τοῦ περιεχομένου της. Ὁ ὅσιος Σιλουνός ὁ Ἀθωνίτης ἔλεγε: «Ὑπάρχει τεράστια διαφορά ἀνάμεσα στόν ἁπλό ἄνθρωπο πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν Κύριο καί στόν ἄνθρωπο πού παρ’ ὅλη τή μεγαλωσύνη του δέν γνώρισε τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καί συμπληρώνει: «Ὑπάρχει μεγάλη διαφορά στό νά πιστεύης ἁπλῶς πώς ὁ Θεός ὑπάρχει καί νά Τόν γνωρίζης ἀπό τή φύση καί τή Γραφή καί τό νά γνωρίσης τόν Κύριο διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἀπό τήν λογική παραδοχή πώς ὁ Θεός ὑπάρχει δέν μπορεῖ νά προκληθῆ ἔκπληξη καί θαυμασμός. Θαυμάζω κάτι τό ὁποῖο γνωρίζω. Ὅποιος δέν ἔχει ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά Τόν θαυμάση. Οἱ ἅγιοι, πού γνωρίζουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν Θεό, εἶναι οἱ μόνοι ἱκανοί νά Τόν θαυμάσουν, γι’ αὐτό «ἐν τοῖς ἁγίοις θαυμαστός ὁ Θεός». Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι οἱ Ἅγιοι μέσα στήν μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ βλέπουν τήν μεγάλη ταπείνωση καί τήν ἀγάπη Του γιά κάθε κτίσμα. Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος χαρακτηρίζει τήν ταπεινοφροσύνη «στολή τῆς Θεότητος» (Λόγος Κ΄). Ὅταν, λοιπόν, οἱ ἅγιοι φθάνουν σέ αὐτή τήν γνώση, αἰσθάνονται μέσα τους φυσικό αὐθόρμητο θαυμασμό ἐνώπιον τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι συγκερασμένη μέ τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση.
Ἀλλά ἔχει καί ἕνα ἄλλο νόημα αὐτός ὁ στίχος. Ὁ Θεοδώρητος, γιά παράδειγμα, λέει ὅτι εἶναι «θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ», διότι «ἅπαντες οἱ τῆς ἀρετῆς ἐρασταί τόν Θεό δι’ ἑαυτῶν εὖ βιοῦντες ὑμνεῖσθαι παρασκευάζουσι». Ὁ βίος τῶν ἐραστῶν τῆς ἀρετῆς, αὐτῶν πού ἀγαποῦν καί τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, γίνεται ἀφορμή νά ὑμνεῖται ὁ Θεός. Οἱ ἐραστές τῆς ἀρετῆς ἀποκαλύπτουν μέ τήν ζωή τους τόν Θεό στόν κόσμο· οἱ ἀρετές τους, ἡ πολιτεία τους, ὁ βίος τους δημιουργοῦν θαυμασμό γιά τόν Θεό τόν ὁποῖο πιστεύουν.
Ὑπάρχει καί ἕνας ἄλλος ψαλμικός στίχος πολύ σημαντικός πού χρησιμοποιεῖται πάλι στίς ἀκολουθίες τῶν ἁγίων μαρτύρων: «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος, πάντα τὰ θελήματα αὐτοῦ ἐν αὐτοῖς»(ψαλμός 15,3)﮲ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἑρμηνεύει τόν στίχο αὐτό ὡς ἑξῆς: «Ἁγίους ὀνομάζει [ὁ Δαυΐδ] ὅσους ἁγιάσθηκαν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, γῆ δέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τό “ἐθαυμάστωσεν” τίθεται ἀντί τοῦ “ἐδίδαξεν”, τό δέ “αὐτοῦ” ἀντί τοῦ “Πατρός”. Συνεπῶς ὁλοκληρωμένη ἡ πρόταση ἔχει ὡς ἑξῆς: “Στούς ἁγιασμένους μέ τήν πίστη ἔκανε γνωστό τό θέλημα τοῦ Πατρός”﮲ γι’ αὐτό τόν λόγο ὀνομάζεται [ὁ Χριστός] “Μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος”.
Ὁ Εὐθ. Ζιγαβηνός γράφει, ὅτι ὁ Δαυΐδ μέ αὐτόν τόν στίχο ἐκφράζει τήν βεβαιότητά του ὅτι ὁ Θεός καί Πατέρας του θά τόν διαφυλάξει, ἐπειδή γνωρίζει «ὅτι Αὐτός ἔκαμε θαυμαστά καί παράδοξα πράγματα εἰς τούς Ἁγίους Του τούς ἐν τῇ γῇ εὑρισκομένους. Ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ὁπού γνησίως καί ἀληθῶς ἀγαπᾷ τόν Θεόν καί ὅλος διόλου ἐλπίζει εἰς Αὐτόν». Ὁ στίχος αὐτός τοῦ Ψαλμοῦ συμπληρώνεται μέ ἕνα ἡμιστίχιο τό ὁποῖο δέν περιλαμβάνεται στίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει ὅμως σημαντικό νόημα. Γράφει ὁ Δαυΐδ γιά τούς ἁγίους πού «ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος»: «πάντα τά θελήματα αὐτοῦ ἐν αὐτοῖς», δηλαδή γίνονται θαυμαστοί ἀπό τόν Θεό γιατί μέσα σ’ αὐτούς εἶναι ὅλα τά θελήματά Του.
Ἡ φράση, ὅτι «πάντα τά θελήματα αὐτοῦ ἐν αὐτοῖς», σημαίνει ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τόν διακηρύττουν οἱ Προφῆτες, (καί σέ μᾶς οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες), ὑπάρχει μέσα στό νοῦ τους, εἶναι ζωντανός στήν μνήμη τους καί τόν ἔχει προσλάβει ἡ καρδιά τους, δηλαδή τόν ἀγάπησαν καί τόν ἔκαναν πράξη. Αὐτό σημαίνει ὅτι «ὁ Θεός τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῆ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν», ἐπειδή ἡ ψυχή καί τό σῶμα τους ἔχουν ἐμποτισθῆ ἀπό τήν διδασκαλία Του, ὄχι παθητικά, ἀλλά ἐνεργητικά· ἔκαναν θέλημά τους τόν λόγο τῶν ἐντολῶν Του.
Αὐτοί οἱ ἐνεργητικοί δέκτες τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, σταδιακά ἀποκτοῦν τήν γνώση Του καί γίνονται ἱκανοί νά θαυμάζουν Αὐτόν καί τά θαυμαστά ἔργα Του.
- Προβολές: 7