Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Δαυΐδ ὁ ἐν Εὐβοίᾳ, 1 Νοεμβρίου

Ὁ ἅγιος Δαυίδ γεννήθηκε γύρω στά 1490 στήν Γαρδενίτσα Φθιώτιδος. Ἦταν γιός εὐλαβοῦς ἱερέα, ὁ ὁποῖος φρόντισε νά ἐνσταλάξη στήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ του τήν πίστη στόν Θεό. Ἐνῶ ἦταν μόλις τριῶν ἐτῶν, εἶχε μιά ἐξαιρετική πνευματική ἐμπειρία, ἡ ὁποία σφράγισε τήν μετέπειτα ζωή του. Δέχθηκε τήν ἐπίσκεψη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ ὁποῖος τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν προστατεύη σέ ὅλη του τήν ζωή, ὅπως καί ἔγινε. Ἀγάπησε τήν προσευχή καί τήν ἡσυχία, γι’ αὐτό καί ὅταν ἔφτασε στήν ἐφηβεία, μέ τήν εὐχή τῶν γονέων του, ὑποτάχθηκε σέ ἕναν ἐνάρετο ἱερομόναχο, ὀνόματι Ἀκάκιο, ὁ ὁποῖος λίγο ἀργότερα, ἀναζητώντας τόπο γιά μεγαλύτερη πνευματική ἄσκηση, κατέφυγε στό ὄρος Ὄσσα τῆς Θεσσαλίας καί ὁ Δαυΐδ τόν ἀκολούθησε.

Ὁ Ἀκάκιος σέ ἕνα ταξίδι του στό Ἅγιον Ὄρος χειροτονήθηκε Διάκονος. Κατόπιν μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος, καί στήν συνέχεια Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης, ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱερεμία. Κάλεσε δέ κοντά του τόν Δαυΐδ, ἀπό τήν Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας ὅπου τόν εἶχε ἀφήσει, τόν χειροτόνησε Πρεσβύτερο καί τόν ὅρισε ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βαρνάκοβας. Γρήγορα, ὅμως, ὁ ὅσιος ἀπογοητεύτηκε, διότι οἱ ὑποτακτικοί του δέν ἦταν πρόθυμοι νά ἀκολουθήσουν τό πνευματικό πρόγραμμά του, γι’ αὐτό πῆγε στό ὄρος Στεῖρι τῆς Βοιωτίας, ὅπου ἡ φήμη του δέν ἄργησε νά ἐξαπλωθῆ στήν γύρω περιοχή. Τό ἀσκητήριό του εἶχε γίνει τόπος ἕλξης πολλῶν ἀνθρώπων, πού διψοῦσαν γιά λόγο οἰκοδομῆς, παρηγοριᾶς καί σωτηρίας.

Ὁ διάβολος μέ τά ὄργανά του τόν πολέμησε σκληρά, ἀλλά ὁ Θεός τόν διεφύλαξε. Κατηγορήθηκε ὅτι ἔκρυψε στό ἀσκητήριό του ἕναν σκλάβο δραπέτη καί οἱ Τοῦρκοι τόν συνέλαβαν καί τόν ὑπέβαλαν σέ φρικτά βασανιστήρια, τά ὁποῖα ὑπέμεινε μέ μεγάλη ἀνδρεία. Ὕστερα ἀπό μεγάλο χρονικό διάστημα ἀπελευθερώθηκε, ἀφοῦ κατέβαλαν τά λύτρα εὐσεβεῖς κάτοικοι τῆς περιοχῆς.

Ἀργότερα πῆγε στίς Ροβιές τῆς βόρειας Εὔβοιας, ὅπου ἵδρυσε τήν Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καί συνάχθηκαν κοντά του ἀρκετοί μοναχοί. Ἡ ὄντως θαυμαστή φιλανθρωπία του ἦταν τό ξεχείλισμα τῆς ἀγαπώσης καρδίας του. Ἔδειχνε ἔμπρακτα τήν ἀγάπη του στούς φτωχούς καί τούς κατατρεγμένους, χωρίς νά κάνη διακρίσεις σέ Χριστιανούς καί Μουσουλμάνους. Προέβλεψε τόν θάνατό του καί ἀφοῦ ἔδωσε τίς τελευταῖες νουθεσίες του στούς μαθητές του, παρέδωσε τήν ψυχή του «εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος».

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Ἡ πίστη στόν Θεό, ὅταν ἐνσταλάζεται στήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ἐμβρυική καί τήν παιδική τους ἡλικία διαποτίζει ὅλη τήν ὕπαρξή τους καί διαμορφώνει τό ἦθος τους καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους, ἐπειδή τά παιδικά βιώματα εἶναι ἀποδεδειγμένο ὅτι παραμένουν ἀνεξίτηλα. Μάλιστα σέ τέτοιον βαθμό, οὕτως ὥστε, ὅταν στήν ἐφηβεία παρατηρηθῆ ἀντίδραση καί ἀποστασία ἀπό τήν Ἐκκλησία, γεγονός πού συμβαίνει συνήθως, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ὅλες τίς προϋποθέσεις νά ἐπανέλθη, διότι ἡ ὕπαρξή του εἶναι ἐμποτισμένη «ὡς τό μεδούλι» ἀπό τούς πνευματικούς χυμούς τῶν παιδικῶν βιωμάτων. Καί αὐτή ἡ ἀληθινή πίστη στόν ζωντανό Θεό τῆς Ἐκκλησίας ἐνσταλάζεται στήν ψυχή μέ τήν λατρευτική ζωή, τήν προσευχή, τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καθώς καί τίς διηγήσεις τῶν βίων τῶν Ἁγίων,«πού παραμένουν βαθιά χαραγμένες στήν μνήμη καί τήν καρδιά τῶν παιδιῶν».

Εἶναι σημαντικό τά παιδιά, μετά τήν Βάπτισή τους νά ἐκκλησιάζονται καί νά κοινωνοῦν τακτικά, τουλάχιστον κάθε Κυριακή, διότι μέ τήν Μεταληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἁγιάζονται καί γαληνεύουν. Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν προσευχή, τήν μετοχή του στίς ἱερές Ἀκολουθίες καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἁγιάζεται, καί περισσότερο ἀπό ὅλα, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Καλλίνικος, Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ἡ θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης εἶναι τό πνευματικό ὀξυγόνο χωρίς τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζήση, διότι παθαίνει πνευματική ἀσφυξία. Ἐπίσης, τόνιζε ὅτι «μακρυά ἀπό τήν Ἐκκλησία, χωρίς τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, μπορεῖ κανείς νά ὀνειρεύεται μόνον μιά καλύτερη ζωή, χωρίς ὅμως ποτέ νά τήν κατορθώνη».

Ἡ λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἤτοι «οἱ ὕμνοι, κανόνες, μεσονυκτικά, μεσώρια, Ψαλτήρι, Παρακλητική, Μηναῖο, Θεοτοκάριο, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο» εἶναι τό «Πανεπιστήμιο τῆς Ἐκκλησίας». Μάλιστα, τόνιζε ὅτι «ἡ ἀφοσίωση, ἡ ἀπασχόληση μέ τούς ὕμνους καί τ’ ἀναγνώσματα εἶναι μεγάλο πράγμα», «διότι ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος χωρίς νά τό καταλάβει». «Ἀποκτάει κι ἀγάπη καί ταπείνωση κι ὅλα, ἀκούγοντας τῶν ἁγίων τά λόγια», γι’ αὐτό «νά ἐνδιατρίψουμε ἐκεῖ. Αὐτό πρέπει νά εἶναι καθημερινό ἐντρύφημά μας μές τήν Ἐκκλησία».

Ὅμως, οἱ γονεῖς, οἱ πνευματικοί πατέρες καί οἱ δάσκαλοι, γιά νά διδάξουν στά παιδιά τήν ἄσκηση, τήν προσευχή, τήν μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν βίων τῶν Ἁγίων πρέπει πρῶτα αὐτοί νά ἐντρυφοῦν σέ αὐτά. Ἐπίσης, τήν μετοχή στίς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καί τήν θεία Λειτουργία πρέπει νά τήν ἐμπνεύσουν κυρίως μέ τό ζωντανό παράδειγμά τους.

Δεύτερον. Ἡ ἐλεημοσύνη στήν αὐθεντική της μορφή εἶναι καρπός τῆς ἀγάπης γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Εἶναι τό ξεχείλισμα τῆς ἀγαπώσης καρδίας τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦν νά κρατοῦν τά ὑλικά καί πνευματικά ἀγαθά γιά τόν ἑαυτό τους, ὅταν κάποιοι συνάνθρωποί τους τά ἔχουν ἀπόλυτη ἀνάγκη. Καί ὅταν ἡ ἐλεημοσύνη γίνεται ὄχι ἀπό κενοδοξία, ἀλλά γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων, μέ χαρά καί χωρίς διακρίσεις, τότε, κατά τόν ἅγιο Νεκτάριο Ἐπίσκοπο Πενταπόλεως, ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί γι’ αὐτό «τό πρόσωπό του λάμπει» καί «ἡ καρδιά του χαίρεται γιά τήν ἐλεημοσύνη». Ἀκόμη, λέγει ὅτι «ὁ ἐλεήμων εἶναι ἀγαπημένος ἀπό τόν Θεό καί σώζεται στήν ἡμέρα τοῦ κινδύνου», ἀλλά καί «ἀποκτᾶ πλοῦτο στόν Οὐρανό».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγει ὅτι «τό καλό τῆς ἐλεημοσύνης εἶναι διπλό, καί τό μέν ἕνα εἶναι ἡ μετάδοση στέγης, σκέπης, τροφῆς πρός ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη• τό δέ ἄλλο εἶναι ἡ μακροθυμία, ἡ ἀνεξικακία καί συμπάθεια πρός ὅσους πταίουν», ὅπως προτρέπει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: "Γίνεσθε δέ εἰς ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαγχνοι, χαριζόμενοι ἑαυτοῖς καθώς καί ὁ Θεός ἐν Χριστῷ ἐχαρίσατο ὑμῖν"».

Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητος, ἐπειδή μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους γίνονται πρόξενοι αἰωνίων ἀγαθῶν. Συγκεκριμένα, εὐεργετοῦν τούς ἀνθρώπους μέ τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη τους, καί κυρίως μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τους, διά τῆς ὁποίας ὁ Θεός ἀλλοιώνει τούς καλοπροαιρέτους καί τούς ὁδηγεῖ στήν μετάνοια καί τήν σωτηρία.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 4