Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καί ὁ δυτικός σχολαστικισμός

 Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὅταν κάνουμε λόγο γιά θεολογία, ἐννοοῦμε τό λέγειν περί τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ λόγος περί τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ λόγος στήν ἀπόλυτη μορφή του εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού εἶναι ἕτοιμοι νά τήν δεχθοῦν, καί αὐτοί εἶναι οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες – ἅγιοι διά μέσου τῶν αἰώνων πού λέγονται θεούμενοι. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί θεολόγοι καί κατόπιν λέγονται θεολόγοι καί ὅσοι ἀκολουθοῦν τήν ἀποκάλυψη τῶν θεοπτῶν ἁγίων.

Αὐτό γίνεται σέ κάθε ἐπιστήμη. Ἀληθινός ἐπιστήμονας εἶναι αὐτός πού ἔκανε ἔρευνα στό ἀντικείμενό του καί ἀνεκάλυψε κάποιο κρυμμένο στοιχεῖο στήν κτίση, ἀλλά συγχρόνως ἐπιστήμονες χαρακτηρίζονται καί αὐτοί πού ἀκολουθοῦν τούς ἐρευνητές ἐπιστήμονες καί διδάσκουν αὐτά τά ἀνακαλυφθέντα.

Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἔχουμε τήν Ἀποκάλυψη-θεολογία πού καταγράφηκε στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη ἀπό τούς θεόπτες, καί στήν συνέχεια καταγράφηκε στά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως ὅπως ἐκφράσθηκε στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ἀλλά καί στήν διδασκαλία αὐτῶν πού ἀκολούθησαν τούς αὐθεντικούς θεολόγους.

Στήν συνέχεια θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ στήν ἔννοια τῆς θεολογίας, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη.

1. Ἡ Όρθόδοξη θεολογία, κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη

Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης σέ ἕνα κείμενό του γράφει ὅτι τό ἀπροσδόκητο σημαίνει τό «ἐξαίφνης», αὐτό πού ἔρχεται στό «ἐμφανές» ἀπό τήν προηγούμενη ἀφάνειά του. Σέ αὐτό ἐντάσσεται ἡ οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, καί στήν πραγματικότητα θεολογία εἶναι ὁ «ὑπερούσιος» Θεός πού προῆλθε ἀπό τό ἀπόκρυφο μυστήριο «εἰς τήν καθ' ἡμᾶς ἐμφάνεια» ἀφοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση-οὐσία.

Ὅμως, ὁ Χριστός καί κατά τήν φανέρωσή Του εἶναι «κρύφιος», ἀλλά «κρύφιος» εἶναι καί «μετά τήν ἔκφανσίν» Του, τήν φανέρωσή Του. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ εἶναι κρυμμένο, δέν ἐκφράζεται σέ κανέναν λόγο καί νοῦ, «ἀλλά καί λεγόμενον ἄρρητον μένει καί νοούμενον ἄγνωστον» (σελ. 496).

Αὐτά γράφονται, ἐπειδή στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ἡ Θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, ὁπότε οἱ θεόπτες βλέπουν τήν ἀνθρώπινη φύση μέσα στό Φῶς, ἀλλά ὡς πρός τήν οὐσία του εἶναι ἄρρητον μυστήριο, εἶναι κρυμμένο μυστήριο ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἡ θεία φύση εἶναι ἀμέθεκτη ἀπό τόν ἄνθρωπο.

Σέ ἄλλο κείμενό του προσεύχεται στήν Ἁγία Τριάδα, τήν ὁποία ἀποκαλεῖ «ὑπέρθεον» καί «ὑπεράγαθον» πού εἶναι «ἔφορος» «τῆς θεοσοφίας τῶν Χριστιανῶν» γιά νά τόν οδηγήση στήν ὑπεράγνωστη καί ὑπερφώτεινη καί ἀκροτάτη κορυφή «τῶν μυστικῶν Λογίων», δηλαδή στά μυστήρια τῶν Γραφῶν πού εἶναι Λόγια τοῦ Θεοῦ.

Ἐπίσης, προσεύχεται νά τόν ὁδηγήση ἡ Ἁγία Τριάδα ἐκεῖ πού εἶναι «τά ἁπλά καί ἀπόλυτα καί ἄτρεπτα τῆς Θεολογίας μυστήρια», στόν «ὑπέρφωτον γνόφον τῆς κρυφιομύστου σιγῆς» στό ὑπερφανέστατο ὑπερλάμποντα «ἐν τῶ σκοτεινοτάτῳ» καί μένοντα ἀνέγγικτο καί ἀόρατο καί γεμίζει μέ ὑπέρκαλη λάμψη τούς τυφλωμένους νόες (ἐνθ. ἄν. 476).

Πρόκειται γιά μιά μεγάλη θεοπτική ἐμπειρία, κατά τήν ὁποία βλέπει κανείς τόν Θεό στό Φῶς, ἀλλά συγχρόνως αὐτό τό Φῶς εἶναι ὑπέρφωτο, ἐπειδή ὁ θεόπτης δέχεται τήν ἄκτιστη ἐνέργεια καί μετέχει αὐτῆς, ὅμως δέν μετέχει τῆς ἀκτίστου οὐσίας Του.

Ὁ λεγόμενος «ὑπέρφωτος γνόφος» δέν εἶναι ἕνας γνόφος πέρα ἀπό τό φῶς, οὔτε σκοτάδι, ὅπως ὑποστηρίζουν μερικοί μέ ἀγνωστικιστικό τρόπο, ἀλλά εἶναι τό ἴδιο τό πολύ Φῶς πού φαίνεται ὡς γνόφος γιά τήν «ὑπερέχουσαν λαμπρότητα» καί «φανότητά» του.

2. Ἡ «πολλή» καί «ἐλαχίστη» θεολογία

Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἀναφέρεται στόν «θεῖο Βαρθολομαῖο» πού ἔλεγε ὅτι «πολλήν εἶναι τήν θεολογίαν καί ἐλαχίστην» καί τό Εὐαγγέλιο «πλατύ καί μέγα, καί αὖθις συντετμημένον». Δηλαδή, ἡ θεολογία εἶναι πολλή καί ἐλάχιστη, καί τό Εὐαγγέλιο εἶναι πλατύ καί μεγάλο καί συντετμημένο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεολογία εἶναι πολλή, δέν μπορεῖ κανείς νά τήν γνωρίση ὅλη, ἐννοώντας τήν θεολογία ὡς τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι καί ἐλαχίστη, ἀφοῦ μπορεῖ νά τήν κατανοήση μέ τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Προσθέτει, ὅμως, ὁ ἴδιος, ἑρμηνεύοντας αὐτόν τόν λόγο τοῦ θείου Βαρθολομαίου, ὅτι «ἡ ἀγαθή τῶν πάντων αἰτία» (ὁ Θεός) εἶναι «καί πολύλογος», «καί βραχύλεκτος», «καί ἄλογος». Εἶναι «πολύλογος», διότι χρειάζεται πολλούς λόγους γιά νά διατυπωθῆ• εἶναι καί «βραχύλογος», ἐπειδή ἀπαιτοῦνται λίγοι λόγοι• ἐπί πλέον εἶναι καί «ἄλογος» – ἄφωνος, δέν ἔχει λόγο, δέν μπορεῖ νά διατυπωθῆ, διότι ὑπέρκειται ὅλων ὑπερουσίως καί ἀποκαλύπτεται φανερά καί ἀληθινά μόνον σέ ἐκείνους πού ὑπερβαίνουν τά πάντα.

Αὐτό μποροῦμε νά τό καταλάβουμε ἀπό τό παράδειγμα τοῦ «θείου Μωϋσῆ» τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖ. Ὁ Μωϋσῆς, ἀφοῦ λαμβάνει ἐντολή νά καθαρθῆ πρῶτα αὐτός καί ἔπειτα νά χωρισθῆ ἀπό τούς ἀκαθάρτους, ἔπειτα ἄκουσε πολύφωνες σάλπιγγες, ἔβλεπε πολλά φῶτα πού στέλνουν ἀστραπές, καί χωρίσθηκε ἀπό τούς ἱερεῖς καί φθάνει στήν «ἀκρότητα τῶν θείων ἀναβάσεων». Ἀποδεσμεύεται ἀπό τά ὁρώμενα καί ἀπό τούς ὁρῶντες καί τούς ἰδόντες τόν μυστικό «γνόφο τῆς ἀγνωσίας», πού λέγεται «γνόφος» γιά τό πολύ φῶς, καί φθάνει στό ἀνέγγιχτο καί ἀόρατο, παραδίδεται ὁλόκληρος σέ Αὐτόν, δέν ἀνήκει στόν ἑαυτό του οὔτε σέ κανέναν ἄλλον, καί ἔπειτα γνωρίζει τόν ἄγνωστο «ὑπέρ νοῦν» (Ἐνθ. ἀν. σελ. 476-478).

Νομίζω ὅτι ὁ ἅγιος Διονύσιος μέ αὐτά ἑρμηνεύει τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού ἦταν διδάσκαλός του, ὅτι ἡρπάγη μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί ἀπό ἐκεῖ στόν Παράδεισο, καί ἄκουσε ρήματα τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά λαλήσουν οἱ ἄνθρωποι, ἄκουσε ἄρρητα ρήματα (Β΄ Κορ. ιβ΄, 2-4), ἀλλά στήν συνέχεια αὐτά τά ἄκτιστα ρήματα τά μετέδωσε μέ κτιστά ρήματα, νοήματα, εἰκονίσματα καί καταγράφηκαν.

Ἔτσι, ἡ θεολογία εἶναι ὁ λόγος περί τοῦ Θεοῦ, καί εἶναι καί «πολύλογος» καί «βραχύλεκτος» καί «ἄλογος», ὥστε ὁ κατηχούμενος νά καθαρθῆ καί φωτισθῆ καί νά ἀνέβη στήν θεοπτία πού εἶναι ὑπέρ τήν νόηση, εἶναι «κρυφιομύστης σιγή». Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι σκοπός τῆς θεολογίας πού διδάσκουμε εἶναι νά ἀνεβάση τόν θεούμενο στόν Θεό, ὅπου θά παύση νά ὑπάρχει ἡ θεολογία.

Αὐτήν τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου τήν ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ὑπέρβαση ὅλων τῶν κτιστῶν καί ὡς ἀληθινή ἐμπειρική θεολογία καί ὄχι ὡς ἀγνωστικισμό, ὅπως τήν ἑρμηνεύουν οἱ σχολαστικοί. Εἶναι αὐτό πού ζητοῦσε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ὅπως διατυπώνεται στήν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν: «Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα», δηλαδή ἡ Παρθένος ζητοῦσε νά γνωρίση μιά ἄγνωστη γιά τίς αἰσθήσεις καί τήν λογική γνώση. Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος γράφει ὅτι αὐτή εἶναι ἡ γνώση ἡ ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων καί τό ἀποδέχεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Εἶναι γνώση, ἀλλά ἄγνωστη ἀπό αύτούς πού στηρίζονται στόν στοχασμό.

3. Ὁρισμοί γιά τήν σχολαστική θεολογία

Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἀλλά μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι θέλουν νά μᾶς διδάξουν μιά θεολογία στοχαστική χρησιμοποιώντας διαλεκτικούς συλλογισμούς πού εἶναι γνώρισμα τῆς σχολαστικῆς θεολογίας τῆς Δύσεως καί στηρίζεται πάνω στήν σχολαστική ἀρχή: «Credo ut intelligam», δηλαδή πιστεύω γιά νά κατανοήσω λογικά.

Εἶναι χαρακτηριστικοί μερικοί ὁρισμοί πού προσδιορίζουν τήν δυτική σχολαστική θεολογία.

  • «Στοχασμός» εἶναι «τό νά στοχάζεται» κανείς, εἶναι «ὁ συλλογισμός, ἡ σκέψη, ἡ φιλοσοφικότητα», «ἔχει σχέση μέ τήν φιλοσοφία», στοχαστής εἶναι αὐτός πού «πρέπει νά σχηματίση εἰκασίαν ἐκ τινός».
  • «Ἀναλογία» ἤ ἀναλογικός συλλογισμός καί «μαζί μέ τόν παραγωγικό συλλογισμό ἀποτελοῦν τίς τρεῖς βασικές μορφές τοῦ συλλογισμοῦ» καί στηρίζεται πάνω σέ ἀναλογίες ἀκόμη μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ.
  • «Συλλογισμός» εἶναι ἀριστοτελικός ὅρος, ἀφοῦ «ὁ Ἀριστοτέλης πρῶτος τόν μελέτησε συστηματικά» πού εἶναι «ἁπλός» ἤ «ἀποτελούμενος ἀπό δύο μόνον προκείμενες (προτάσεις) καί τό συμπέρασμα, ὅλες προτάσεις κατηγορηματικές».
  • «Διαλεκτική» ἀπό πλευρᾶς φιλοσοφίας εἶναι «μέθοδος ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας μέσω συνεχῶν ἐρωταποκρίσεων», «εἶναι ἡ ἀνάλυση καί ἡ σύνθεση τῶν ἐννοιῶν» μέ τό σχῆμα «θέση, ἀντίθεση, σύνθεση», μάλιστα ὁ διαλεκτικός συλλογισμός στηρίζεται σέ πεποιθήσεις καί στήν πιθανολογία.

Οἱ ὅροι αὐτοί δηλώνουν τήν βάση τῆς δυτικῆς θεολογίας, τοῦ σχολαστικισμοῦ, καί αὐτό μπορεῖ κανείς νά τό διαπιστώση, ἄν διαβάση τήν «Σούμα Θεολογική» τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, πού δείχνει ὅτι αὐτή ἡ θεολογία δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Οἱ θεόπτες μετέχουν τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν βοήθεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καταγράφουν τήν ἐμπειρία.

4. Ἡ καθ' ἡσυχίαν ἀγωγή

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι οὔτε «στοχαστική ἀναλογία», οὔτε «διαλεκτικός συλλογισμός», ἀλλά, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος «οὐ τῆς ἀπό τῶν λόγων ἤ τῆς τῶν ὁρωμένων στοχαστικῆς ἀναλογίας, ἄπαγε (χαμαίζηλος γάρ αὕτη καί ἀνθρωπίνη), ἀλλά τῆς ἀπό τῆς καθ' ἡσυχίαν ἀγωγῆς».

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀνέλυσε μέ σοβαρότητα ὅλα αὐτά τά θέματα καί παρατηρεῖ:

«Αὐτή ἡ γνώση πού ἔχουν οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό ἕνα μέρος συμπεριλαμβάνει τήν λογική τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἡ λογική καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μένουν παρατηρηταί στήν ἐμπειρία αὐτή, δέν χάνονται οἱ αἰσθήσεις κλπ., μετέχουν στήν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας, ἀλλά ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ ἴδια ἡ ἐμπειρία τῆς θεοπτίας ὑπερβαίνει τίς αἰσθήσεις καί τήν δύναμη τῆς λογικῆς, γι’ αὐτό καί εἶναι ὑπέρλογος ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Καί οἱ Πατέρες τήν περιγράφουν ὡς ἀγνωσία, ὄχι διότι στερεῖται γνώσεως, ἀλλά διότι ὑπερβαίνει τήν γνώση. Δέν εἶναι ἕνα εἶδος γνώσεως. Ἐν συγκρίσει μέ τίς γνώσεις τίς φυσικές τοῦ ἀνθρώπου, πού ἔχει διά τῆς λογικῆς, εἶναι ἀγνωσία, ἀλλά δέν εἶναι ὅμως ἄγνοια, διότι εἶναι θεοπτία. Διότι ὁ ἄνθρωπος πραγματικά μετέχει στό ἄκτιστο πού δέν ἔχει καμμιά ὁμοιότητα μέ τά κτίσματα. Αὐτή ἡ ἐμπειρία πού ἔχουν οἱ Προφῆται, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό θεμέλιο τῆς θεολογίας καί εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής καί πραγματική γέφυρα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου» (Ἐμπειρική Δογματική τόμος Α΄, σελ. 179-180).

Ἐπίσης λέγει:

«Στήν πατερική θεολογία ἔχουμε τό περίφημο ρητό τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ποὺ εἶναι ἡ πυξίδα γιὰ κάθε ὀρθόδοξο θεολόγο, ποὺ λέει ὅτι "Θεόν φράσαι μέν ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον". Ὁπότε, τόν Θεόν οὔτε μποροῦμε νὰ Τόν ἐκφράσουμε οὔτε μποροῦμε νὰ Τόν νοήσουμε. Γι’ αὐτό τόν λόγο τὰ ρητὰ καὶ τὰ νοήματα περὶ Θεοῦ δὲν "φράσουν" τόν Θεό οὔτε εἶναι νοήματα πραγματικὰ περὶ τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἁπλῶς μέρος τῶν ἀσκητικῶν μέσων, διὰ τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος φθάνει, ἂν φθάση ποτέ, στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως» (σελ. 130).

Ἀκόμη διδάσκει:

«Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει κάποια σχέση πολύ βαθειά μέ τήν ἀνθρωπολογία καί μέ τήν ἐμπειρική ἀντίληψη περί θεολογίας καί ὄχι μέ τήν στοχαστική ἀντίληψη περί θεολογίας, πού εἶναι ὁ τρόπος τῆς νεοελληνικῆς θεολογίας. Ἡ νεοελληνική θεολογία βασίζεται στόν φιλοσοφικό στοχασμό καί σέ φιλοσοφική ἀνάλυση ὅρων, σκέψεων, νοημάτων κλπ. καί προσπαθοῦν οἱ νεοέλληνες θεολόγοι, μέσῳ τῆς σκέψεως ἤ συστημάτων σκέψεων νά ἀσχολοῦνται μέ τήν θεολογία. Ἐνῶ στούς Πατέρας ὁ στοχασμός αὐτός ἀπαγορεύεται. Δέν ἐπιτρέπεται ὁ στοχασμός στόν θεολόγο. Μόνο διά τῆς ἐμπειρίας τοῦ φωτισμοῦ μπορεῖ κανείς νά φθάση στό νά θεολογῆ καί νά διδάσκη τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί νά ἀκούη ἐξομολογήσεις» (σελ. 185).

Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία διαφέρει σαφέστατα ἀπό τήν δυτική σχολαστική θεολογία, εἶναι «πολύλογη», «βραχύλεκτη» καί «ἄλογη», «καθ' ἡσυχίαν ἀγωγή», ἀλλά ποτέ διαλεκτική ἤ στοχαστική.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 14