Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Θεῖες ἱστορίες καί ὄχι δυστοπικές φαντασίες
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Στόν σύγχρονο κόσμο κυριαρχεῖ ἡ φαντασία, ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς πού εἶναι, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τό μεθόριο νοῦ καί αἰσθήσεως. Εἶναι ἡ ψεύτικη παρηγοριά τῶν ἐξορίστων ἀπό τόν Παράδεισο, ἀλλά καί ἡ αἰτία πολλῶν ψυχικῶν καί πνευματικῶν νοσημάτων.
Στήν ἀσκητική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γίνεται πολύς λόγος γιά τήν φαντασία μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο, πού δέν εἶναι ἴδιος μέ τόν τρόπο τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς ψυχολογίας. Στήν ψυχολογία ἡ νοσηρότητα αἰτιολογεῖται ἀπό τήν φαντασίωση καί ὄχι γενικά ἀπό τήν φαντασία. Στήν παράδοση ὅμως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν ἐξαντλεῖ τό νόημα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου στόν στενό ὁρίζοντα τῆς βιολογικῆς ζωῆς, ἡ φαντασία χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή ἤ μᾶλλον σοφή διαχείριση τῆς δυνάμεώς της, διότι μπορεῖ σέ κάποια στάδια τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι βοηθητική, ἀλλά μέ αὐτήν δέν φθάνουμε στήν ἀληθινή ζωή. Γι’ αὐτό ὅσο ὡριμάζει πνευματικά ὁ Χριστιανός πρέπει νά τήν ἀδρανοποιῆ, διότι γίνεται τοῖχος πού ἐμποδίζει τήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ. Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή τό νά «τυπώνονται» στόν νοῦ καί νά «ἀνατυπώνονται» εἰκόνες προερχόμενες ἀπό τίς αἰσθήσεις, τό νά γεμίζη δηλαδή ὁ νοῦς μέ «ἐποπτικό ὑλικό» ἀπό τό περιβάλλον καί νά τό ἀναπαράγη μέ τήν δύναμη τῆς φαντασίας, αὐτή ἡ δυνατότητα δέν «συνεκτίσθη» μέ τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἔκπτωσης τῶν Πρωτοπλάστων ἀπό τήν ζωή τοῦ Παραδείσου. Γιά τήν φαντασία ἀπό τήν σκοπιά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀσκητικῆς μπορεῖ κανείς νά ἀνατρέξη στά βιβλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου μας κ. Ἱεροθέου «Ἰατρική ἐν Πνεύματι ἐπιστήμη» σελ.167-198 καί «Ἀνατολικά» τόμος Α΄, σελ. 355-377. Ἐμεῖς στήν συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε σέ φαντασιώσεις, μέ μεγάλη δημοτικότητα, πού δηλητηριάζουν τίς σύγχρονες κοινωνίες καί θά κλείσουμε μέ τόν διακριτικό λόγο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, γιά τό πῶς οἱ ἀρχάριοι στήν πνευματική ζωή μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε θεραπευόμενοι τήν φαντασία.
Θά πάρουμε στοιχεῖα ἀπό ἕνα ἄρθρο μέ τίτλο: «Πῶς οἱ δυστοπικὲς ἀφηγήσεις μποροῦν νὰ ὑποκινήσουν τὸν ριζοσπαστισμὸ στὸν πραγματικὸ κόσμο», μέ χαρακτηριστικό ὑπότιτλο: «Εἶναι ἡ, τόσο ἑλκυστική, δυστοπικὴ φαντασία ἀπειλὴ γιὰ τὴν δημοκρατία καὶ τὴν πολιτικὴ σταθερότητα;...»(ἀπό τήν σελίδα news247.gr). Συγγραφεῖς τοῦ ἄρθρου εἶναι οἱ καθηγήτριες Calvert Jones καί Celia Paris, οἱ ὁποῖες παρουσιάζουν μία ἔρευνά τους γιά τήν ἐπίδραση πού ἔχουν οἱ «δυστοπικὲς ἀφηγήσεις» στούς ἀναγνῶστες τους.
Τί σημαίνει ὅμως «δυστοπία» καί κατ’ ἐπέκταση «δυστοπική ἀφήγηση» καί «δυστοπική φαντασία»; Συναντήσαμε τήν ἔννοια αὐτή σέ κείμενα πού μιλοῦσαν γιά τίς τάσεις τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς –μεταπολιτευτικῆς– λογοτεχνίας καί μᾶς κίνησε τό ἐνδιαφέρον, λόγω τοῦ ὅτι δέν ἀφορᾶ μόνον τούς λογοτέχνες καί τούς κριτικούς τῆς λογοτεχνίας, ἀλλά ὅλον τόν λαό, ὅλη τήν κοινωνία, ὅπως δείχνει τό ἄρθρο πού προαναφέραμε. Οἱ λογοτέχνες ἀφ’ ἑνός μέν περιγράφουν μιά νοσηρότητα πού διαπιστώνουν στήν κοινωνία, ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τά ἔργα τους τήν ἐνισχύουν, τήν «ἐμπλουτίζουν», τήν μεταδίδουν εὐρύτερα καί κάποιες φορές τήν μεταλλάσσουν καί τήν καθιστοῦν πολύ πιό ἐπικίνδυνη ἀπ’ ὅ,τι εἶναι.
Νά ἐξηγήσουμε ὅμως τίς λέξεις: Ἡ λέξη δυστοπία εἶναι νεολογισμός. Δέν ὑπάρχει στά λεξικά τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, οὔτε στά λεξικά τῆς νεοελληνικῆς, τουλάχιστον μέχρι τό 2005 (Β΄ ἔκδοση Λεξικοῦ Μπαμπινιώτη). Ἔχει μπεῖ ὅμως στόν κινηματογράφο, τήν τέχνη καί στήν σύγχρονη λογοτεχνία, ἀφοῦ πολλοί συγγραφεῖς δείχνουν ὅτι διακατέχονται ἀπό ἀγωνία γιά τό μέλλον τοῦ κόσμου, τό ὁποῖο βλέπουν ζοφερό ἤ συλλαμβάνουν τάσεις καί ἐπιθυμίες τῆς «ἀναγνωστικῆς ἀγορᾶς» καί παράγουν ἔργα πού ἱκανοποιοῦν αὐτές τίς τάσεις. Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν Βικιπαίδεια: «Δυστοπία (ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ δύς- καὶ τόπος) ὀνομάζεται ἡ κοινότητα ἢ κοινωνία ποὺ εἶναι ἀνεπιθύμητη ἢ τρομακτική. Θεωρεῖται ὡς ἕνα κακὸ μέρος, καὶ πρόκειται γιὰ τὸ ἀντίθετο τῆς οὐτοπίας, ἡ ὁποία εἶναι τὸ ὑπόδειγμα γιὰ μία ἰδανικὴ κοινωνία χωρὶς ἐγκληματικότητα ἢ φτώχεια». Οἱ φανταστικές περιγραφές «δυστοπικῶν κοινωνιῶν», τροφοδοτοῦν τήν συνωμοσιολογία, μέ πρόσχημα ἤ πραγματικό ἐνδιαφέρον νὰ τραβήξουν τὴν προσοχὴ σέ ὑπαρκτά προβλήματα τοῦ παρόντος κόσμου, τά ὁποῖα ἀφοροῦν «τὴν κοινωνία, τὸ περιβάλλον, τὴν πολιτική..., τὴν ἠθική, τὴν ἐπιστήμη ἢ καὶ τὴν τεχνολογία, τὰ ὁποῖα ἂν χάσουν τὴν κατεύθυνσή τους θὰ μποροῦσαν ἐνδεχομένως νὰ ὁδηγήσουν σὲ μία δυστοπικὴ κατάσταση».
Ἀπό τά παραπάνω ἀξίζει νά ἐπισημανθοῦν δύο σημεῖα: Τό πρῶτο εἶναι ὁ τονισμός τοῦ θετικοῦ περιεχομένου τῆς «οὐτοπίας», ἡ ὁποία σέ ἀντίθεση μέ τήν δυστοπία παρουσιάζεται ὡς «τό ὑπόδειγμα γιὰ μία ἰδανικὴ κοινωνία χωρὶς ἐγκληματικότητα ἢ φτώχεια». Καί τό δεύτερο εἶναι, ὅτι «οἱ δυστοπικὲς κοινωνίες... συχνὰ χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ τραβήξουν τὴν προσοχὴ στὰ προβλήματα τοῦ πραγματικοῦ κόσμου σχετικὰ μὲ τὴν κοινωνία, τὸ περιβάλλον, τὴν πολιτική κ.λ.π.».
Πρίν ἀπό τήν ἄνθιση τῆς λογοτεχνίας, πού τρέφεται ἀπό τήν «δυστοπική φαντασία», ἡ «οὐτοπία» εἶχε κυρίως ἀρνητικό περιεχόμενο ὡς κάτι τό φαντασιῶδες καί μή πραγματοποιήσιμο. Ἀξίζει νά δοῦμε τήν σημασία της ἀπό ἐν χρήσει λεξικά.
Ἡ λέξη «οὐτοπία», ὅπως καί ἡ δυστοπία, δέν βρίσκεται στήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία· εἶναι ἡ μεσαιωνική λατινική λέξη Ytopia, ἡ ὁποία μᾶς ἔρχεται ὡς ἀντιδάνειο, ἀφοῦ ἡ προέλευσή της εἶναι ἀπό τίς ἑλληνικές λέξεις «οὐ» καί «τόπος». Ἡ λέξη πλάστηκε ἀπό τόν Ἄγγλο φιλόσοφο Τόμας Μόρ τό 1516. Οὐτοπία λοιπόν σημαίνει: «κάθε ἰδέα, θεωρία ἤ ἐπιδίωξη πού βρίσκεται τελείως ἐκτός πραγματικότητας, πού δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει παρά μόνο στή φαντασία...»(Μπαμπινιώτης). Πιό συνοπτικά οὐτοπία σημαίνει: «σύστημα, θεωρία, σχέδιο πού δέν μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ, νά ἐφαρμοσθεῖ»(Τεγόπουλος-Φυτράκης).
Καί στήν οὐτοπία καί στήν δυστοπία κυριαρχεῖ ἡ φαντασία. Αὐτή δίνει ὅλο τό περιεχόμενό τους. Καἰ ἡ κίνηση τῆς φαντασίας εἶναι ἀνάλογη μέ τά πάθη πού τήν ἔχουν γεμίσει καί διαμορφώσει μέ τίς εἰκόνες τους.
Ἔχει ἐνδιαφέρον νά δοῦμε κάποια συμπτώματα στό σῶμα τῆς κοινωνίας, ἀπό τήν ψυχική ἀσθένεια πού χαρακτηρίζεται ὡς «δυστοπική φαντασία», παραθέτοντας κάποια μικρά ἀποσπάσμα ἀπό τό ἄρθρο πού προαναφέραμε, τό ὁποῖο συνδέει τίς «δυστοπικὲς ἀφηγήσεις» μέ τήν ὑποκίνηση τοῦ «ριζοσπαστισμοῦ», τῶν ἀκραίων δηλαδή καί βίαιων δράσεων.
«Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀφηγηματικὰ πλάσματα: οἱ ἱστορίες ποὺ λέμε ἔχουν βαθιὲς ἐπιπτώσεις στὸ πῶς βλέπουμε τὸν ρόλο μας στὸν κόσμο καὶ ἡ δυστοπικὴ φαντασία συνεχίζει νὰ αὐξάνει τὴν δημοτικότητά της... Ἔχει χυθεῖ πολὺ μελάνι γιὰ νὰ ἐξεταστεῖ γιατί αὐτὲς οἱ ἀφηγήσεις εἶναι τόσο ἑλκυστικές... Οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ἐνσωματώνουν μαθήματα ἀπὸ φανταστικὲς ἱστορίες στὶς πεποιθήσεις, τὴν στάση καὶ τὶς ἐκτιμήσεις τους, μερικὲς φορὲς χωρὶς κἂν νὰ γνωρίζουν ὅτι τὸ κάνουν... ἡ δυστοπικὴ φαντασία πιθανότατα εἶναι ἰδιαίτερα ἰσχυρὴ ἐπειδὴ εἶναι ἐγγενῶς πολιτική».
Σέ πείραμα πού ἔκαναν διαπίστωσαν ἐνδιαφέροντα πράγματα. Σέ μιά ὁμάδα ἔδωσαν δυστοπικές ταινίες ἤ ἀφηγήσεις καί σέ μιά ἄλλη ἀληθινές ἱστορίες μέσα ἀπό τήν εἰδησεογραφία. Γράφουν: «Αὐτὸ ποὺ βρήκαμε ἦταν ἐντυπωσιακό. Παρ' ὅλο ποὺ ἦταν φανταστικές, οἱ δυστοπικὲς ἀφηγήσεις ἐπηρέασαν τὰ ὑποκείμενα μὲ βαθὺ τρόπο, ἀναπροσανατολίζοντας τὶς ἠθικές τους πυξίδες». Σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἄλλη ὁμάδα παρουσίασαν ἀρκετὰ αὐξημένη πιθανότητα νὰ συμφωνήσουν σὲ ριζοσπαστικὲς πράξεις, ὅπως βίαιη διαμαρτυρία, ἀκόμη καὶ ἔνοπλη ἐξέγερση. «Συμφώνησαν ἐπίσης πιὸ εὔκολα ὅτι μερικὲς φορὲς ἡ βία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἐπίτευξη δικαιοσύνης».
Οἱ πραγματικές εἰκόνες τῆς εἰδησεογραφίας, ὅσο σκληρές καί ἄν ἦταν δέν εἶχαν τέτοια ἀποτελέσματα σ’ αὐτούς πού τίς παρακολούθησαν.
Καί τό συμπέρασμα: Φαίνεται ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴν τάση νὰ ἀντλοῦν "μαθήματα πολιτικῆς ζωῆς" ἀπὸ ἀφηγήσεις γιὰ φανταστικοὺς πολιτικοὺς κόσμους παρὰ ἀπὸ γεγονότα τοῦ πραγματικοῦ κόσμου.
Ὅλα τά παραπάνω ἀφοροῦν φαντασιώσεις. Θά κλείσουμε αὐτές τίς ἀναφορές μέ τήν διδαχή τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, γιά τό πῶς πρέπει νά διαχειριζόμαστε τήν δύναμη τῆς φαντασίας, ὥστε νά κρατοῦμε τόν νοῦ μας ὑγιῆ. Μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος: «Γνώριζε ὅτι ἄν ἀποτυπώνης στόν πίνακα καί τόν χάρτη τῆς φαντασίας σου ὡραῖες καί εὐπρεπεῖς εἰκόνες, τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, πού θά ἀποκαλυφθοῦν ὅλα ὅσα ὁ κάθε ἕνας φαντάζεται κρυφά, θά ἐπαινεθῆς... “Γιατί ὁ νοῦς μας, ὅπως ἀκριβῶς κάποιος ζωγράφος, σχηματίζει ὅπως θέλει τίς ἔννοιες στόν πίνακα τῆς ψυχῆς. Καί ἔπειτα, ὅπως ὁ ζωγράφος, ἀφοῦ γεμίσει τόν πίνακα μέ ποικίλες ἱστορίες κάπου κρυφά, τόν παρουσιάζει μετά συνολικά σέ ὅλους· καί ἄν μέν οἱ ἱστορίες παρουσιάζουν κάποιες θεῖες ἀπό ἱερά ἀναγνώσματα καί φιλάρετες ἔννοιες, ὁ νοῦς πού τίς ζωγράφισε καί ὁ πίνακας πού δέχθηκε αὐτή τήν γραφή, κρίνονται ἄξιοι κάθε ἐπαίνου· ἄν ὅμως τά σχέδια φανοῦν αἰσχρά καί ἀπρεπῆ, τότε ὁ ζωγράφος θά φανῆ σέ ὅλους ἄξιος αἰσχύνης καί γελοιοποιήσεως”(Μ. Βασίλειος)»(Συμβουλευτικό ἐγχειρίδιο).
Ὄχι λοιπόν στό νοῦ μας «δυστοπικές φαντασίες», ἀλλά θεῖες ἱστορίες καί φιλάρετες ἔννοιες ἀπό ἱερά ἀναγνώσματα, ὥστε ὁ πραγματικός (καί ὄχι οὐτοπικός) παράδεισος νά μᾶς καταλαμβάνη ἀπό τώρα.
- Προβολές: 918