«Τό Σύμβολο τῆς πίστεώς μας»
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Τό ἔτος πού διερχόμαστε ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς ἐπετειακό ἔτος τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνέταξε τά πρῶτα ἑπτά ἄρθρα τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», τό ὁποῖο συμπληρώθηκε ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη τό 381 μ.Χ.
1. Τό βιβλίο τοῦ Πέτρου Γεωργαντζῆ
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐπετείου αὐτῆς ἔχουν γραφῆ πολλά γιά τό ἔργο πού ἐπετέλεσε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί τήν μεγάλη σημασία νά συγκροτήση τά πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Διάβασα πολλά ἀπό τά ἄρθρα, τά κείμενα καί τά σχετικά βιβλία, ἀλλά μπορῶ νά σημειώσω ὅτι τό καλύτερο βιβλίο πού ἀναπτύσσει τό πῶς ἡ Ἐκκλησία κατέληξε στήν συγκρότηση τῶν πρώτων ἄρθρων τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καί τό πῶς ἡ Ἐκκλησία τό ὁλοκλήρωσε μέ τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, εἶναι τό βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου Πέτρου Α. Γεωργαντζῆ, μέ τίτλο «Τό Σύμβολο τῆς πίστεώς μας» καί ὑπότιτλο «ἱστορική καί δογματική ἐκδίπλωση», πού εἶναι «συμβολή στήν ἱστορική ἐκδίπλωση» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως καί «οἱ πρός τοῦτο διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων Μεγ. Ἀθανασίου, Μεγ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου καί Γρηγορίου Νύσσης», καί ἐξεδόθη στήν Ξάνθη τό ἔτος 2012.
Τό σημαντικό τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, πού ἐπεκτείνεται σέ 442 σελίδες (μεγάλου μεγέθους), εἶναι ὅτι ἐξετάζεται ἡ ἱστορία τῆς καταρτίσεως τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, σέ συνδυασμό μέ τίς αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου καί τῶν ὁμοφρόνων του καί τῶν ἐν συνεχείᾳ αἱρετικῶν, ἀλλά καί τῆς διδασκαλίας τῶν Μεγάλων Πατέρων τοῦ 4ου αἰῶνος πού προμνημόνευσα. Κατ’ ἀρχάς, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ ἀείμνηστος Πέτρος Γεωργαντζῆς καταγόταν ἀπό τήν Ξάνθη καί ἦταν ἐκλεκτό τέκνο τῆς Τοπικῆς αὐτῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τελείωσε τήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε καί ἀριστοῦχος διδάκτοράς της, ἐργάσθηκε στήν Μέση Ἐκπαίδευση ὡς Γυμνασιάρχης καί Λυκειάρχης, φθάνοντας νά ἀναδειχθῆ Σχολικός Σύμβουλος Μέσης Ἐκπαιδεύσεως.
Διέπρεψε περισσότερο στό συγγραφικό ἔργο γράφοντας πάνω ἀπό 30 βιβλία μέ ἐρευνητικό καί πρωτότυπο ἐνδιαφέρον, χρησιμοποιώντας μέ κριτική διάθεση ὅλη τήν σχετική βιβλιογραφία καί γι’ αὐτό βραβεύθηκε τρεῖς φορές ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν (1975, 2003 καί 2010). Τά βιβλία του «οἱ Ἀρχιερεῖς καί τό Εἰκοσιένα», «ὁ "ἀφορισμός" τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη», «Πομάκοι, καταγωγή καί ταυτότητα» κ.ἄ. δείχνουν τόν χαρισματικό καί πρωτότυπο συγγραφέα πού ἀξιοποιεῖ τίς πηγές καί τά βοηθήματά του καί καταλήγει σέ σημαντικά ἐπιχειρήματα.
2. Ἡ θεματική διάρθρωση τοῦ βιβλίου
Τό βιβλίο του «Τό Σύμβολο τῆς πίστεώς μας» εἶναι πολύ σημαντικό καί ἐν πολλοῖς πρωτότυπο.
Στόν Πρόλογο ἐνημερώνει τόν ἀναγνώστη γιά τήν ἀφορμή καί τά αἴτια πού τόν ὁδήγησαν στό νά ἀσχοληθῆ μέ τό θέμα αὐτό. Ἔπειτα παραθέτει τήν βιβλιογραφία του ἀπό τούς Μεγάλους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 4ου αἰῶνος, φιλοσόφους, κοινωνιολόγους, παλαιούς ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς καί ἄλλους Πατέρας διά μέσου τῶν αἰώνων, ἀλλά καί σύγχρονη βιβλιογραφία ἀπό ἐπιστήμονες ἐρευνητές.
Στήν Εἰσαγωγή προσδιορίζει τήν μεγάλη σημασία τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» καί κάνει εὔστοχες παρατηρήσεις γιά τήν κατανόηση τοῦ θέματος ὅτι «ὁ Θεός δέν δίδει τίς γλῶσσες, ἀλλά τήν ἀλήθεια καί οἱ ἄνθρωποι βάζουν τίς γλῶσσες τους γιά νά κατανοήσουν καλύτερα αὐτήν τήν ἄνωθεν ἀλήθεια», καί ὅτι «δόγμα καί ἱστορία εἶναι ἀλληλένδετα, ἀλληλοεξαρτώμενα καί ἀλληλοπεριχωρούμενα».
Ἐπί πλέον διασαφηνίζει ὅτι πέρα ἀπό τά κείμενα τῶν Πατέρων πού ἔχουν ἀποθησαυρισθῆ στήν ἔκδοση τοῦ Migne, χρησιμοποιεῖ καί τά Πρακτικά τῶν Συνόδων πού ἐξέδωσε ὁ Mansi. Καταλήγει ὅτι ἀξίζει κανείς νά μελετήση ὅλη αὐτήν τήν πορεία γιά τήν σύνταξη τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», γιατί, σύμφωνα μέ τόν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου «ἀνάγκη τοίνυν οὕτως ἡμᾶς βαπτίζειν ὡς ἐδιδάχθημεν, καί οὕτω πιστεύειν ὡς ἐβαπτίσθημεν, καί οὕτω δοξάζειν, ὡς ἐπιστεύσαμεν».
Τό ὅλο θέμα εἶναι διαρθρωμένο σέ δέκα κεφάλαια, ἀκολουθεῖ τό Ἐπίμετρο καί τό ἀντί Ἐπιλόγου. Δέν ὑπάρχει δυνατότητα νά ἀναλυθῆ ὅλο τό βιβλίο, γιατί τό κείμενό μου αὐτό λειτουργεῖ ὡς μία εἰσαγωγική παρουσίαση, γι’ αὐτό θά ἀρκεσθῶ στήν ἀπαρίθμηση καί καταγραφή τῶν τίτλων τῶν κεφαλαίων καί τῶν κατά κεφάλαια ἑνοτήτων. Πρόκειται γιά μιά μεθοδική ἐργασία μέ ἱκανή τεκμηρίωση.
Τό πρῶτο κεφάλαιο τιτλοφορεῖται «Τά σύμβολα καθόλου καί στόν Χριστιανισμό» καί ἐξετάζεται ἡ ἔννοια τοῦ «Συμβόλου», τά σύμβολα γενικά στήν Θρησκεία καί στόν Χριστιανισμό, καί τά κύρια στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς πίστεως ὡς Σύμβολο αὐτῆς.
Τό δεύτερο κεφάλαιο ἔχει ὡς τίτλο «Τά Σύμβολα τῆς πίστεως στόν πρωτοχριστιανισμό», ὅπως παρατηροῦνται στήν ἀποστολική περίοδο, στούς μεταποστολικούς χρόνους μέ ἀφορμή τόν Γνωστικισμό, κατά τήν περίοδο τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, καί τά Σύμβολα πού χρησιμοποιοῦνται κατά τούς 2ο καί 3ο αἰῶνες.
Τό τρίτο κεφάλαιο ἀναπτύσσει τό θέμα «Γένεση τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος καί τῶν ἐπισήμων συμβόλων τῆς πίστεως», στό ὁποῖο ἀναπτύσσει τό θέμα τοῦ προδρόμου τοῦ Ἀρείου, τά σχετικά μέ τόν Ἄρειο καί τήν διδασκαλία του καί τά πρῶτα Συνοδικά Σύμβολα, ὅπως τῆς Ἀντιοχείας.
Τό τέταρτο κεφάλαιο ἀναφέρεται στήν «Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί τό Σύμβολο Πίστεως αὐτῆς», πού ἔγινε στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μ.Χ. Ἀναπτύσσει τά ὅσα ἔγιναν κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου (20 Μαΐου - 19 Ἰουνίου 325), ποιά κείμενα εἶχε ὑπ’ ὄψη της ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος γιά νά καταρτίση τό δικό της Σύμβολο καί ποιό εἶναι τό νέο πού ἔχει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας, καθώς ἐπίσης καί ποιός εἶναι ὁ συντάκτης του. Καταλήγει ὅτι, κατά τήν ἄποψή του, ὑπάρχει σύμπραξη τριῶν προσώπων, ἤτοι: Ὁ Ἑρμογένης πού ἦταν πρακτικογράφος-γραμματέας τῆς Συνόδου, ἡ χείρ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου πού εἶναι ἡ ψυχή τοῦ Συμβόλου καί ὁ Κορδούης Ὅσιος πού εἶναι ἡ φωνή τοῦ Συμβόλου.
Τό πέμπτο κεφάλαιο τιτλοφορεῖται «Τά μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο» καί ἀναλύει τό κλίμα πού ὑπῆρξε μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ τριχοτόμηση τῶν Ἀρειανῶν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιος καί ἡ διδασκαλία του περί τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, περί θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί περί τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Τό ἕκτο κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἀλλεπάλληλες Σύνοδοι καί "Λαβύρινθος" Συμβόλων» εἶναι σημαντικό, στό ὁποῖο γίνεται ἀνάλυση ὅτι ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο μέχρι τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, σέ διάστημα 56 ἐτῶν, ἔγιναν πολλές Σύνοδοι, περίπου 27, καί οἱ περισσότερες κατάρτισαν Σύμβολα Πίστεως, διαφοροποιημένα ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν οἱ διάφορες αἱρέσεις πού ἀνέκυψαν.
Στό ἕβδομο κεφάλαιο μέ τίτλο «Νέες αἱρέσεις στό προσκήνιο» γίνεται ἀναφορά στήν αἵρεση τοῦ Εὐνομίου (νεοαρειανισμός), στήν αἵρεση τοῦ Ἀπολλιναρίου γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί στήν αἵρεση τοῦ Μαρκέλλου Ἀγκύρας.
Τό ὄγδοο κεφάλαιο τιτλοφορεῖται «Ἡ Καππαδοκική θεολογική σκέψη στήν ὑπηρεσία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως» καί παρουσιάζει μέ θεολογική σαφήνεια τήν μεγάλη προσφορά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων γιά τήν κατοχύρωση τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας, ἀλλά καί τήν ἀντιμετώπιση τῶν νέων αἱρέσεων πού ἀνεφάνησαν. Στήν ταραχώδη περίοδο τῶν 56 ἐτῶν ἡ παρουσία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ἦταν σημαντική. Ἔτσι, στό κεφάλαιο αὐτό παρουσιάζεται, μέ τήν χρήση πατερικῶν χωρίων, ἡ θεολογική συνεισφορά στήν τελική ὁρολογία, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Γρηγορίου Νύσσης. Τήν περίοδο αὐτή ἔγινε διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεων, ἀναπτύχθηκε ἡ θεολογική ὁρολογία τοῦ τρόπου ὑπάρξεως κάθε προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἡ σχέση μεταξύ τους, καί ἀναπτύχθηκε ἀκόμη περισσότερο ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τό ἔνατο κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί τό Σύμβολο τῆς πίστεως αὐτῆς», πού ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Μάιο μέχρι τήν 9η Ἰουλίου 381 μ.Χ., παρουσιάζει τά σχετικά μέ ὅσα ἔγιναν πρό καί μετά τήν Σύνοδο, τό τελικό κείμενο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως μέ τίς μεταβολές, τίς προσθῆκες καί τίς ἀπαλείψεις πού φαίνονται εὐδιάκριτα στούς σχετικούς πίνακες. Ἐπίσης, ἀπαντᾶται τό ἐρώτημα ποιός ἦταν ὁ συντάκτης τοῦ Συμβόλου τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό Σύμβολο τῆς Πίστεως μέ τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί τά Σύμβολα τῆς Πίστεως τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου, σέ σχέση μέ τά ἀντίστοιχα Σύμβολα τῆς Νικαίας καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Τό τελευταῖο, δέκατο κεφάλαιο, τιτλοφορεῖται «Βιογραφικά καί εἰδοποιά στοιχεῖα τῆς θεολογίας τῶν τεσσάρων Πατέρων», δηλαδή τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης. Στό κεφάλαιο αὐτό μᾶς δίδεται μιά συνοπτική εἰκόνα τῆς ζωῆς καί τῆς θεολογίας τῶν ὡς ἄνω Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νά θαυμάσουμε τόσο τήν θεολογία τους ὅσο καί τίς ἐκφράσεις τους, ἀνάλογα μέ τά χαρίσματα τοῦ καθενός.
Ὡς Ἐπίμετρο τοῦ βιβλίου παρουσιάζεται τό λεγόμενο ὡς «Σύμβολο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου», Ἀθανασιανό, πού κυκλοφόρησε στήν Δύση μέ διαφόρους τύπους, τό ὁποῖο δέν συνέταξε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, καί τήν ἔκθεση πίστεως τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου Ἐπισκόπου Μεδιολάνων.
«Ἀντί Ἐπιλόγου» παρατίθεται τό Σύμβολον Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, τόσο στό πρωτότυπο ὅσο καί σέ νεοελληνική ἀπόδοση.
Στό τέλος παρατίθεται εὑρετήριο κυρίων ὀνομάτων καί τά περιεχόμενα.
Εἶναι, πράγματι, ἕνα ὁλοκληρωμένο ἐπιστημονικό βιβλίο γιά τό «Σύμβολο τῆς Πίστεως».
3. Ἡ ἀξία τοῦ βιβλίου καί τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως»
Ἡ συνοπτική αὐτή παρουσίαση νομίζω ἔδειξε ὄχι μόνον τήν μεγάλη σημασία τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», πού διαβάζουμε στούς Ἱερούς Ναούς καί ἀπαγγέλλουμε σέ ὅλες τίς ἱερές ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί τήν μεθοδική ἐργασία τῆς ἀναλύσεώς του ἀπό τόν θεολόγο Πέτρο Γεωργαντζῆ, γι’ αὐτό αἰωνία νά εἶναι ἡ μνήμη του γιά τήν ὅλη προσφορά του στήν Ἐκκλησία καί τήν θεολογία.
Διαβάζοντας τέτοια βιβλία καταλαβαίνουμε μέ πόσο δέος καί ἱερό σεβασμό πρέπει νά διαβάζουμε καί νά ἀπαγγέλλουμε τό «Σύμβολο τῆς Πίστεως» καί νά ἀσχολούμαστε μέ δογματικά θέματα.
- Προβολές: 108