Skip to main content

Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου: Ἡ ἐκκοσμίκευσις, ὡς γεγονός καί ὡς ἀπειλὴ εἰς τήν σύγχρονον Ὀρθοδοξίαν

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν εἰσήγηση τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, πού ἔγινε κατά τήν Ἱερά Σύναξη τῶν ἐν ἐνεργεία Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τήν 29η Αὐγούστου 1998

“... Ἡ ἐκκοσμίκευσις θά ἠδύνατο νά ὁρισθῆ ὡς ἡ ἀπομάκρυνσις τοῦ ἱεροῦ, τοῦ ὑπερκοσμίου, τοῦ μυστηριακοῦ ἀπό τήν ζωήν ἠμῶν. Ὅταν αὐτό συμβαίνη, ἡ ἐκκλησιαστική ζωή μεταπίπτει εἰς ἐθιμοτυπικήν τελετουργίαν, εἰς ἐπιβίωσιν ἀδιαφόρων κατά τό περιεχόμενον καί ἐνδιαφερουσῶν κατά τήν ἐξωτερικήν μορφήν παρωχημένων ἱεροτελεστιῶν, εἰς μίαν παράστασιν, ἡ ὁποία ἱκανοποιεῖ τάς καλλιτεχινκᾶς ἠμῶν ἐπιθυμίας, τάς αἰσθητικᾶς ἀπαιτήσεις, τήν ποικιλίαν τῆς καθημερινῆς μονοτονίας, ἀλλ’ εἰς τήν ὁποίαν ἡ βαθυτέρα ὕπαρξις μένει ἀμέτοχος, διότι δέν συναντᾶται κατ’ αὐτήν μετά τινός “Σύ”, τό ὁποῖον ἀγαπᾶ καί τό ὁποῖον ποθεῖ νά συναντήση. Ἡ προσωπική πνευματική ζωή καθίσταται οὕτω τρόπος καλῆς συμπεριφορᾶς, συμμόρφωσις πρός ἠθικούς κανόνας, καθωσπρεπισμό, καί οὕτως ἡ ὕπαρξις ἠμῶν παύει νά κυριαρχῆται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί νά διαχέη πέριξ αὐτῆς ἀντανακλαστικῶς τάς ἐπ’ αὐτῆς εἰσπιπτούσας ἀκτίστους ἐνεργείας τῆς Θείας Χάριτος. Ὅμως ὁ μή χαριτωμένος ἁπλούς ἄνθρωπος, προσφέρων τόν πτωχόν ἐαυτόν τοῦ εἰς τούς συνανθρώπους αὐτοῦ, οὐδένα ἀναπαύει, διότι ὁ ἄνθρωπος ἀναζητεῖ τόν Θεάνθρωπον Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἔστω καί ὅταν δέν ἔχη συνείδησιν τοῦ ὑπ’ αὐτοῦ ποθουμένου.

Ἡ ἐκκοσμίκευσις, λοιπόν, μετατρέπει τήν Ἐκκλησίαν εἰς ἐγκόσμιον μόνον καθίδρυμα καί τόν πιστόν εἰς μή τεθεωμένον ἄνθρωπον, ἄρα στερεῖ ἀμφοτέρους τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ εἰς τήν ζωήν αὐτῶν, καίτοι ὁ Χριστός ὀνομάζεται καί καλεῖται πολλαπλῶς καί πολλάκις ὑπ’ αὐτῶν. Καλεῖται τοῖς χείλεσιν, ἀλλ’ ἡ καρδία τοῦ ἐκκοσμικευμένου καλοῦντος πόρρω ἀπέχει ἀπό τοῦ καλουμένου Χριστοῦ.

Ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοιαν ἡ ἐκκοσμίκευσις ἔχει ἤδη προσβάλλει πολλά μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς πάντα τόπον καί λαόν καί ἰδία εἰς τούς τόπους ὅπου ἡ Ὀρθοδοξία μειοψηφεῖ καί περιβάλλεται ὑπό σφόδρα ἐκκοσμικευμένων δυτικῶν κοινωνιῶν.

Οὕτω βλέπομεν πολλᾶς ἐκκοσμικευμένας εἰς σημαντικόν βαθμόν ὀρθοδόξους ἐκκλησιαστικᾶς κοινότητας νά μετροῦν τήν πρόοδον αὐτῶν μέ κριτήρια καθαρῶς κοσμικά, ὅπως ἡ οἰκονομική κατάστασις, ὁ ἀριθμός τῶν μελῶν, ὁ ἀριθμός τῶν συμμετεχόντων εἰς τάς διαφόρους “ἐκδηλώσεις” (ὡς ἐνίοτε χαρακτηρίζονται κακῶς καί αὑταί αἵ Θεῖαι Λειτουργίαι), ὁ ἀριθμός καί ἡ κατάστασις τῶν συντηρουμένων ἱδρυμάτων καί τά παρόμοια. Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐπαγγελίαν ἔχουσα ὁλοκλήρου της ζωῆς, τόσον τῆς νῦν, ὅσον καί τῆς μελλούσης, ἐνδιαφέρεται δί’ ὅλα αὐτά καί προτρέπει τά μέλη αὐτῆς ὅπως προΐστανται τοιούτων καλῶν ἔργων, ἀλλ’ οὐδέποτε λησμονεῖ ὅτι εἶναι σῶμα Χριστοῦ, ὅτι ζῆ ἐν ἀναφορά πρός τόν Χριστόν, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι μετ’ αὐτῆς πάσας τάς ἡμέρας καί ὅτι ὁ σκοπός αὐτῆς εἶναι ὁ ἐγκεντρισμός τῶν πιστῶν εἰς Χριστόν καί ὄχι ἁπλῶς ἡ διοργάνωσις μιᾶς καλῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, ἡ ὁποία ζῆ ἴσως τηροῦσα τάς πρακτικᾶς ἐντολᾶς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά χωρίς προσωπικήν κοινωνίαν τῶν μελῶν αὐτῆς μετ’ Αὐτοῦ.

Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἡ ἐκκοσμίκευσις εἶναι ὕπουλος νόσος, διότι δέν ἀπομακρύνει ἀπό τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μετασχηματίζει τήν Ἐκκλησίαν εἰς μόρφωμα ἐνδοκόσμιον, διατηροῦν ὅλα τα ἐξωτερικά χαρακτηριστικά αὐτῆς, ἀλλά στερούμενον τοῦ μεταφυσικοῦ βιώματος αὐτῆς...”

Ἐπίσκεψις, 560, 31-8-1998

  • Προβολές: 2785