Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, 13 Νοεμβρίου
Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀπό τούς πιό γνωστούς ἁγίους της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γεννήθηκε στήν Ἀντιόχεια τό 354, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς. Πατέρας τοῦ ἦταν ὁ ἀρχιστράτηγος Σεκοῦνδος καί μητέρα του ἡ Ἀνθοῦσα. Πολύ νωρίς ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα καί ἡ μητέρα τοῦ φρόντισε νά τόν ἀναθρέψη μέ τά ἱερά νάματα τοῦ Εὐαγγελίου. Σπούδασε στήν Ἀντιόχεια ρητορική καί φιλοσοφία. Σέ ἡλικία 18 ἐτῶν βαπτίσθηκε καί σπούδασε τρία χρόνια στήν Θεολογική Σχολή τῆς Ἀντιόχειας. Μετά τήν κοίμηση τῆς μητέρας τοῦ ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε γιά ἕξι χρόνια. Τά πρῶτα τέσσερα χρόνια της ἀσκητικῆς του ζωῆς τά πέρασε κοντά σέ ἕνα γέροντα ἀσκητή καί τά δύο ἑπόμενα ἔμεινε μόνος του σέ μιά σπηλιά. Ὁ βιογράφος του, ὁ Ἐλενοπόλεως Παλλάδιος, γράφει: “Τόν περισσότερο καιρό τόν πέρασε χωρίς ὕπνο, μαθαίνοντας τήν Ἁγία Γραφή. Δέν ξάπλωσε νά κοιμηθῆ κατά τό διάστημα τῶν δύο ἐτῶν, οὔτε νύκτα, οὔτε ἡμέρα”. Ὁ κλονισμός τῆς ὑγείας του ἀπό τήν ὑπερβολική ἄσκηση τόν ἀναγκάζει νά ἐπανέλθη στήν Ἀντιόχεια, ὅπου το 381, χειροτονεῖται Διάκονος καί Πρεσβύτερος. Ὡς Πρεσβύτερος ὑπηρέτησε στήν Ἀντιόχεια μέχρι τό 397, ἔτος κατά τό ὁποῖο ἐκλέχθηκε καί χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπό τό “μετερίζι” αὐτό διεξήγαγε μεγάλους ἀγῶνες ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλά καί τῶν αἱρετικῶν, πού διασποῦσαν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὀργάνωσε τήν φιλανθρωπία καθώς καί τήν ἱεραποστολή στήν Γοτθία, τήν Σκυθία, τήν Περσία καί τήν Φοινίκη. Σταθερός καί ἀταλάντευτος καθώς ἦταν στήν πίστη καί στόν ἀγώνα ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καί τῆς κάθε εἴδους ἀδικίας, ἐξορίσθηκε τρεῖς φορές καί τελικά ἐκοιμήθη ἐξόριστος στήν Κουκουσό τῆς Ἀρμενίας στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407. Ἡ μνήμη τοῦ λόγω τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ, πού ἰσοδυναμεῖ μέ τήν Μ. Παρασκευή, μετετέθη στίς 13 Νοεμβρίου, γιά νά πανηγυρίζεται λαμπρά καί χαρμόσυνα.
Τά ἔργα τοῦ εἶναι διαχρονικά, γιατί εἶναι θεόπνευστα. Ὅταν τά μελετᾶ κανείς, νομίζει ὅτι ἔχει μπροστά του ἕναν συγγραφέα σύγχρονο καί πολύ ἐπίκαιρο. Εἶναι ἄριστος ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ὄχι ἀπό οἱονδήποτε, ἀλλά ἀπό τούς θεοπνεύστους ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὡς κεκαθαρμένοι καί “πεπληρωμένοι τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος” εἶναι οἱ ἀλάνθαστοι ἑρμηνευτές τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος τόν χαρακτηρίζει “χρυσύλατον σάλπιγγα καί θεόπνευστον ὄργανον, νοῦν οὐράνιον καί βυθόν τῆς σοφίας”.
Γιά τόν χρυσορρήμονα ἅγιον μπορεῖ κανείς νά ὁμιλῆ ὧρες πολλές ἤ νά γράψη ὁλόκληρους τόμους. Στό σύντομο αὐτό ἄρθρο θά τονίσουμε τρία μόνο σημεῖα, τά ὁποῖα ἔχουν σχέση μέ τήν ἐκρηκτική καί μεγαλειώδη αὐτή προσωπικότητα:
Πρώτον, ὑπῆρξε μεγάλος θεολόγος, ἀλλά καί ἀληθινός ποιμένας. Ὅπως τονίζει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος, “ἐποίμαινε θεολογῶν καί θεολογοῦσε ποιμαίνων”. Ἀπό πολλούς χαρακτηρίζεται κοινωνικός, ἐπειδή ἀσχολήθηκε μέ τούς ἀνθρώπους καί τά κοινωνικά προβλήματα. Ἦταν πράγματι κοινωνικός, ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν νηπτικός καί ἀσκητικός. Ἦταν ὁ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος. Οἱ λόγοι του καί τά κηρύγματά του εἶχαν ζωντάνια καί ἀμεσότητα καί εὕρισκαν μεγάλη ἀπήχηση, γιατί ἀγαποῦσε ἀληθινά τόν λαό καί ἔνδιαφεροταν γι’ αὐτόν. Γιά τήν πνευματική του προκοπή, ἀλλά καί γιά τίς ὑλικές του ἀνάγκες, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματική ὕπαρξη. Ἐπεδίωκε ὅμως καί νά θεραπεύη ἀπό τά σωματικά καί ψυχικά πάθη. Γιά παράδειγμα, ὀμιλώντας γιά τήν φιλαργυρία προτρέπει τούς πλουσίους νά μή κρατοῦν τά ἀγαθά του Θεοῦ μόνο γιά τόν ἑαυτό τους, ἀλλά νά βοηθοῦν καί τούς πτωχούς. Δέν μένει ὅμως ἐκεῖ, προχωρεῖ βαθύτερα προσπαθώντας νά θεραπεύση καί τούς μέν καί τούς δέ ἀπό τό φοβερό αὐτό πάθος, γιατί ὑπάρχουν καί πτωχοί πού εἶναι φιλάργυροι, ὅπως καί πλούσιοι πού δέν εἶναι.
Δεύτερον, Εἶχε ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ τήν λατρευτική ζωή καί σέ αὐτή τήν προοπτική ἀγωνιζόταν νά ἐντάξη τό “λογικό του ποίμνιο”. Δίνει μεγάλη σημασία στήν Λατρείαν γιατί πιστεύει ὅτι, ὅταν μετέχουμε τῆς Θ. Λειτουργίας καί κοινωνοῦμε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, μετέχουμε στό πασχαλινό Δεῖπνο μαζί μέ τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί τρώγουμε ἀπό τόν ἴδιο ἄρτο καί πίνουμε ἀπό τό ἴδιο ποτήριο καί ὅσων οἱ καρδιές, σέ κάθε ἐποχή καί σέ κάθε τόπο, καίγονται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τόν γνωρίζουν, ὅπως τόν γνώρισαν οἱ μαθητές “ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου”. Ἡ θεία Λειτουργία πού συνέγραψε εἶναι ἡ πιό γνωστή ἀφοῦ τελεῖται σχεδόν ὅλο τόν χρόνο. Βέβαια, στό πέρασμα τῶν αἰώνων ὑπέστη κάποιες ἀλλαγές στήν μορμή καί κάποιες προσθῆκες, ὅμως οἱ εὐχές εἶναι οἱ ἴδιες, ὅπως τίς ἀπήγγελλε ὁ ἴδιος ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κωσταντινουπόλεως. Φρόντισε νά ἐπανδρώση τά ἱερά Θυσιαστήρια μέ ἀξίους Ἱερεῖς, οἱ δέ λόγοι τοῦ “περί Ἱερωσύνης” εἶναι ἀνεπανάληπτοι καί ἀξίζει νά μελετηθοῦν ἀπό ὅλους τους πιστούς, Κληρικούς Λαϊκούς.
Τρίτον, αὐτό πού τόν ἀπασχολεῖ καί τόν συνέχει κυριολεκτικά εἶναι ἡ πνευματική προκοπή τοῦ ποιμνίου του, καθώς καί ἡ δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἁγίας Του Ἐκκλησίας. Δόξα γιά τόν ἑαυτό δέν λαμβάνει, γιατί δέν τόν θεωρεῖ ἄξιο τιμῆς. Ἄλλωστε τό θεωρεῖ ἀποστασία καί ἁμαρτία. Καί δέν μποροῦσε νά γίνη διαφορετικά, ἀφοῦ ἦταν στό ἔπακρο ταπεινός καί μέ τήν συμπεριφορά τοῦ διδάσκει καί ὑποδεικνύει σέ ὅλους μας τό ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης. “Η τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός ἐκλάμψασα χάρις τήν οἰκουμένην ἐφώτισεν, ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμω θησαυρούς ἐναπέθετο, τό ὕψος ἠμίν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν”.
Ὁ “χρυσούς τήν γλώτταν καί τήν καρδίαν” ἅγιος Ἰωάννης, μέ τήν ζωή καί τούς λόγους τοῦ μᾶς προτρέπει νά ἀγαπήσουμε τήν προσευχή καί τήν λατρευτική ζωή, οὕτως ὥστε νά “καίγεται” καί ἡ δική μας καρδία ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς νά Τόν γνωρίσουμε “ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου”.
- Προβολές: 3068