Ἐπιστολὴ Παρέμβαση σὲ τηλεοπτικὴ ἐκκλησιολογικὴ συζήτηση

Η επιστολή δημοσιεύθηκε στην “Ελευθεροτυπία”, την Τετάρτη 3-11-99

Αγαπητέ κ. Φυντανίδη,

Είχα την μεγάλη υπομονή να παρακολουθήσω μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες την εκπομπή “Διαξιφισμοί”, της 25ης Οκτωβρίου στο MEGA που είχε ως θέμα τα συμβαίνοντα στην “Εκκλησία”, και δεν σάς αποκρύπτω ότι μερικές στιγμές ανέβηκε πολύ η αδρεναλίνη μου, ιδίως όταν οι συνομιλητές σας έλεγαν ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή που η Εκκλησία βγήκε από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής και ήλθε στην επιφάνεια.

Την στιγμή εκείνη επιχείρησα να παρέμβω κατά την συζήτητη, πράγμα το οποίο δεν ήταν δυνατόν να γίνη, επειδή η εκπομπή ήταν μαγνητοσκοπημένη, και να καταγγείλω αυτήν την εκκλησιολογική αίρεση, που αλλοιώνει το πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Πράγματι, αυτή η τοποθέτηση, που την ακούω τώρα τελευταία συχνά, προσέβαλε την ορθόδοξη εκκλησιολογική μου συνείδηση.

Όμως, με πολλή χαρά άκουσα ότι εκείνη την κρίσιμη στιγμή εσείς, ο έγκριτος δημοσιογράφος, ο οποίος στο παρελθόν σε μερικά θέματα μου δημιουργήσατε προβληματισμό, θεολογήσατε με σαφή τρόπο, λέγοντας ότι δεν θέλετε να πιστεύετε ότι η Εκκλησία ήταν προηγουμένως ανύπαρκτη, και μάλιστα, με μια δόση ειρωνείας, είπατε ότι δεν πιστεύετε ότι οι εννέα χιλιάδες Κληρικοί δεν επιτελούσαν το έργο τους και ανέμεναν κάποιον Μεσσία. Αυτό ακριβώς το γεγονός δείχνει ότι κάποτε το πνεύμα της Εκκλησίας εκφράζουν και αυτοί που δεν έχουν καθημερινή σχέση μαζί της, ενώ μερικές φορές εμείς οι Κληρικοί την εκκοσμικεύουμε, γιατί στεκόμαστε στα φαινόμενα, τα οποία απατούν. Γι’ αυτό τον λόγο αισθάνομαι την ανάγκη να σάς ευχαριστήσω, αφού εκείνη την στιγμή είπατε ακριβώς το ίδιο, και μάλιστα με τα ίδια λόγια που θα έλεγα, αν γινόταν δυνατή η παρέμβασή μου.

Η άποψη ότι η Εκκλησία ξύπνησε από τον ύπνο της και ότι τώρα βγήκε από το περιθώριο και είναι στα πράγματα και βέβαια είναι υπολογίσιμη από τους κρατούντας, νομίζω είναι τρανό δείγμα εκκοσμίκευσης, αφού πρόκειται για μια φοβερή εκκλησιολογική “αίρεση”, για δύο βασικούς λόγους.

Πρώτον, γιατί η Εκκλησία δεν μπορεί να ταυτίζεται με τους Κληρικούς παντός βαθμού, ούτε με την Ιερά Σύνοδο των Επισκόπων. Όταν με τον όρο Εκκλησία εννοούμε την Ιερά Σύνοδο, σφάλλουμε θεολογικά. Η Εκκλησία είναι ο Θεανθρώπινος οργανισμός, το σύνολο των βεβαπτισμένων και βεβαιοπίστων, είναι η ενότητα λαϊκών και Κληρικών, που αποτελούν τον λαό του Θεού, και βέβαια δεν είναι φέουδο κανενός. Άλλωστε, το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι συνοδικώς ιεραρχικό και ιεραρχικώς συνοδικό. Μάλιστα, την επομένη ημέρα της εκπομπής, σε μια μεγαλοπρεπή λιτανεία του αγίου Δημητρίου στην Ναύπακτο, είχα την ευκαιρία, επηρεασμένος από την εκπομπή της προηγούμενης βραδιάς, να τονίσω ότι αυτή η λιτανεία δείχνει τί είναι η Εκκλησία. Ολόκληρη η Εκκλησία του Δήμου, άρχοντες και αρχόμενοι, κληρικοί και λαϊκοί, γέροντες και μικρά παιδιά, αμαρτωλοί και δίκαιοι, πονεμένοι και ευτυχισμένοι, περιβάλλουμε το ευαγγέλιο, τα λείψανα και την εικόνα του αγίου Δημητρίου, με σεβασμό και προσευχή.

Δεύτερον, γιατί δεν χρειάζεται να ξυπνήση και να αναστήση κανείς την Εκκλησία, ακριβώς επειδή δεν υπνώτει, αφού είναι η μυστική ζύμη που αρτοποιεί το φύραμα, είναι “η καρδιά του κόσμου, ο μυστικός άξονας της διάρκειας, της διάρκειας που αποσπάται από το παράλογο για να μεταμορφωθή σε ιστορία μέσα στον λειτουργικό χρόνο”. Η Εκκλησία είναι ζωντανή με την ποιμαντική, που εξασκεί ο Μητροπολίτης στην Επαρχία του, ο ορθόδοξος παπάς στην Ενορία του, γενικά ο ευαίσθητος Κληρικός. Είναι ζωντανή με την λατρεία της, την προσευχή του μοναχού, την ύπαρξη του Αγίου Όρους, την σιωπή και τον λόγο των αγίων, τα δάκρυα και το αίμα των φίλων του Χριστού, την ελπιδοφόρα απελπισία του ναρκομανούς, που την εκτιμώ περισσότερο από την αυτάρκεια του “ευσεβούς”, το “κύριε ελέησον” της πόρνης γυανίκας, τον αναστεναγμό του Τελώνη, και όχι την “προσευχή” του Φαρισαίου. Ευτυχώς που η Εκκλησία δεν μπορεί να χωρέση σε κλειστά κυκλώματα “ευσεβών” ανθρώπων, αλλά αγκαλιάζει τον κόσμο, και κυρίως τους αμαρτωλούς που αισθάνονται την κατάστασή τους. Η Εκκλησία ήταν ζωντανή και κατά την διάρκεια της Επταετίας, στα πρόσωπα των φυλακισμένων και εξορίστων στα ξερονήσια και στην ζωή των ανθρώπων που πονούσαν για τα βάσανα του λαού, τότε που μερικοί, μονοπωλώντας την Ορθοδοξία, ταύτιζαν το μήνυμα της Εκκλησίας με εθνικισμούς και φυλακίσεις της ελευθερίας. Η Εκκλησία ήταν ζωντανή και κατά την Αρχιεπισκοπεία του αειμνήστου Σεραφείμ, παρά τα λάθη που και εκείνος έκανε, γιατί ανέλαβε μια “πληγωμένη” Ιεραρχία και την διατήρησε ελεύθερη από πολιτικές επεμβάσεις, ανέδειξε δε μεγάλες προσωπικότητες στην Ιεραρχία, οι οποίες πρωταγωνιστούν στα σύγχρονα εκκλησιαστικά πράγματα, όπως τον νυν Αρχιεπίσκοπο και τους Μητροπολίτας Ιωαννίνων, Θηβών, Αλεξανδρουπόλεως, Περιστερίου, Φιλίππων, Πειραιώς, Καλαβρύτων, Νικοπόλεως, κ.ά., και κρατούσε τις ισορροπίες μεταξύ αυτών των ισχυρών προσωπικοτήτων. Ο ίδιος δε έδινε την μαρτυρία της σιωπής και του διακριτικού λόγου, της φιλανθρωπίας χωρίς προβολή, της ειλικρίνειας και της απλοϊκής πίστης πέρα από βερμπαλισμούς. Είχε δε την ανδρεία να υποστηρίζη κάποιον Ιεράρχη, όταν είχε δίκαιο, έστω και αν ο Ιεράρχης αυτός δεν συνέπλεε μαζί του σε διάφορες επιλογές.

Πρέπει κάποτε να πιστεύσουμε βαθειά, ιδίως εμείς οι Κληρικοί, και μάλιστα οι Επίσκοποι, οι οποίοι πρέπει να ορθοτομούμε τον λόγο της αληθείας και να εκφράζουμε το πνεύμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως, ότι ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να θεραπεύη την νοσούσα προσωπικότητα των ανθρώπων και μέσα από αυτήν την θεραπεία πραγματοποιούνται όλες οι άλλες αλλαγές. Και βέβαια, αυτή η θεραπεία γίνεται σε όλες τις κοινωνικές συνθήκες και πολιτειακές καταστάσεις, σε διωγμούς και ελευθερίες, αρκεί να υπάρχουν πνευματικοί ιατροί, γνώστες της μεθόδου θεραπείας. Γι’ αυτό είναι δυνατόν σε περίοδο διωγμού να υπάρχη ζωντανή Εκκλησία και σε περίοδο ελευθερίας και μεγάλων κοινωνικών έργων να είναι εκκοσμικευμένη.

Ο Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης έχει γράψει ότι “η Πατερική Παράδοσις δεν είναι κοινωνική φιλοσοφία, ούτε ηθικόν σύστημα, ούτε θρησκευτικός δογματισμός, αλλά είναι θεραπευτική αγωγή. Εις το σημείον αυτό ομοιάζει πολύ με την ιατρικήν, και κυρίως την ψυχιατρικήν”. Και αλλού ισχυρίζεται ότι αν ο Χριστιανισμός εμφανιζόταν για πρώτη φορά τον εικοστόν αιώνα, θα είχε πιθανώτατα χαρακτηρισθή όχι θρησκεία αλλά ιατρική επιστήμη, συγγενής της ψυχιατρικής, με ευρύτατες επιπτώσεις στην κοινωνία που οφείλεται στην επιτυχία του να ιατρεύη σε ποικίλους βαθμούς την αρρώστεια της “μερικώς λειτουργούσης προσωπικότητος”. Οπότε αποτελεί εκκοσμίκευση όταν η Εκκλησία χάνη τον θεραπευτικό της χαρακτήρα και μετατρέπεται σε θρησκευτικό, κοινωνικό, ηθικό και πολιτικό σύστημα.

Να γιατί είπα προηγουμένως ότι εκείνη την κρίσιμη στιγμή της εκπομπής, που “πληγώθηκε” βάναυσα η εκκλησιολογία μου, εσείς, χωρίς να είσθε μέσα στα εκκλησιαστικά πράγματα, θεολογήσατε, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η θεολογία είναι τρόπος ζωής, τρόπος έκφρασης, άγγιγμα μιας μυστικής παράδοσης. Δεν είναι αρκετό να χρησιμοποιή κανείς τον ξύλινο θεολογικό λόγο, για να αποδεικνύη την εκκλησιαστικότητά του, αλλά πρέπει να βλέπη την ουσία των πραγμάτων. Πολλές φορές βλέπω ότι θεολογεί ένας αναρχικός και προδίδει την πίστη του ένας “πιστός”.

Πιστεύω ότι η βατικανοποίηση της εκκλησιαστικής ζωής και η εκκλησιολογική φεουδαλιστική νοοτροπία μερικών συγχρόνων Χριστιανών (Κληρικών και λαϊκών) συνιστά την αλλοίωση της Εκκλησίας.

Είναι επίκαιρος ο λόγος του Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου, ότι η πηγή του εκκλησιαστικού δικαίου δεν είναι ο λαός, αλλά ο Θεός, και η πραγμάτωση του δικαίου δεν είναι η μένουσα, αλλά η μέλλουσα πόλη. Μέσα από αυτήν την προοπτική γίνονται οι μεγάλες αλλαγές στην ιστορία, η αρχαία ειδωλολατρική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έγινε Χριστιανική και ανεπτύχθη ένας νέος πολιτισμός.

Η αλαζονεία στον χώρο της Εκκλησίας συνιστά ένα πτωτικό γεγονός, μια υπαρξιακή αυτοκτονία. Δεν είναι αρκετή η αγάπη μας για την Εκκλησία, γιατί μερικοί εν ονόματι της αγάπης έφθασαν και σε εγκλήματα της ελευθερίας του προσώπου, αλλά χρειάζεται και βίωση του ήθους και του ύφους της αγάπης, ως θυσίας, κένωσης, κατά το πρότυπο του Χριστού, που δέχθηκε τον επώδυνο θάνατο δια του Σταυρού, απέρριψε τον πειρασμό να κατέβη από τον Σταυρό, για να σώση τάχα τον κόσμο με το κοινωνικό έργο, και παρέμεινε πάνω στον Σταυρό, έστω και αν φαινόταν ότι απέτυχε κοινωνικά, μεταμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κόσμο.

Τελικά, η Εκκλησία ούτε υπνώτει, ούτε τίθεται ποτέ στο περιθώριο της ζωής. Είναι πάντοτε νέα και ζωντανή, και “νεοποιεί τους γηγενείς”, και το αισθάνονται αυτό όσοι έχουν πνευματικά αισθητήρια. Η Εκκλησία είναι ο “κόσμος του κόσμου” και εργάζεται με την μυστηριακή και δυναμική θεοποιό εντελέχεια, πέρα από τον δικό μας αλλοτριωτικό και εκκοσμικευμένο ανθρωποκεντρικό λόγο.

Σκέπτομαι πόση ευθύνη έχει κάποιος Χριστιανός Κληρικός ή λαϊκός, όταν κοινωνικοποιεί τον αποκαλυπτικό λόγο, όταν αφυδατώνη την ζωή, εκφραζόμενος μάλιστα ως φορεύς της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Και αναλογίζομαι πόσο δίκαιο έχει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιωαννίνων κ. Θεόκλητος, που πρόσφατα έγραφε έναν θαυμάσιο και καταπληκτικό λόγο, που με εντυπωσίασε βαθειά: “Είναι ακριβή υπόθεση του Θεού η Εκκλησία, για να γίνεται αντικείμενο ρεπορτάζ, αναλύσεων, παραπολιτικών στηλών, συμπερασμάτων, εκπομπών και εφαλτήριο για προσωπικά κέρδη, από τον τοπικισμό μιας αντιεκκλησιολογικής παραδεοντολογίας”.

Πόση υπευθυνότητα εκκλησιαστικού ανδρός εκφράζει αυτός ο λόγος!

Με θερμές ευχές

Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

  • Προβολές: 2254