Γεωργίου Δ. Παπαδημητρίου: Το Δράμα του Χωριού

“Το χωριό είναι η ρίζα του Έθνους” (Ν. Πλαστήρας)

του Γεωργίου Δ. Παπαδημητρίου

Εις μνημόσυνον του πρόσφατα εκλιπόντος Ρουμελιώτη πολιτικού κ. Γεωργίου Δ. Παπαδημητρίου, δημοσιεύουμε το παρακάτω άρθρο, το οποίο μαζί με άλλα κείμενά του, είχε αποστείλει στην εφημερίδα μας για δημοσίευση.

Είναι ανείπωτο κι ανώτερο κάθε περιγραφής το δράμα του χωριού. Κάτω απ’ την επικίνδυνη θερμοκρασία που δημιούργησε η συσσώρευση διαφόρων βασικών προβλημάτων, αποσυντίθεται ραγδαίως.

Νέκρωση και περίοδος αψύχου και στείρας ρουτίνας, κυριαρχεί. Εκεί που χρειάζεται οίστρος δημιουργίας και παλμός προσπαθείας, με αισιόδοξο ανάταση και διάθεση θυσίας, δεν υπάρχει ζωή.

Το χωριό, η ακένωτη αυτή πηγή της θετικής δύναμης, η δημιουργική κυψέλη, ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής ανόρθωσης του τόπου και της παραγωγής κι ανάπτυξης της Εθνικής μας οικονομίας, εγκαταλείφθηκε στην μαύρη τύχη του. Εκάστη ανατέλλουσα μέρα είναι χειρότερη απ’ την προηγούμενη. Και μαραίνεται και καταρρέει, ακούον μ’ αποκαρτέρηση, ότι χαρίζονται και παρέχονται αφειδώς δάνεια για ν’ αυξάνονται τα πλούτη των πλουσίων και των ανέντιμων επιτηδείων κερδοσκόπων. Ενώ η λεηλασία του δημοσίου χρήματος έχει πάρει τη μορφή επδημίας. Ενώ οι οικονομισάριοι στα κόμματα φυτρώνουν σαν μανιτάρια.

Το χωριό, το οποίο αποτελεί το θεμέλιο και τον σκελετό του αστικού οικοδομήματος της κοινωνίας, υποφέρει απ’ την αποπνικτική σύνθλιψη. Η δυστυχία απειλητική πτερουγίζει και εισορμά σε κάθε σπίτι του, η δε επίγνωση γεννάται κι αναπτύσσεται. Βυθισμένο στην καταλυτική ένδεια ατενίζει σκυθρωπό με δέος το μέλλον.

Ασφυξία κυριεύει τον επισκέπτη, μπροστά στο καταθλιπτικό φαινόμενο του χωριού. Το χωριό εγκαταλειμμένο απ’ το Κράτος, εύκολη λεία στα χέρια των εκμεταλλευτών και περιφρονημένο, υποφέρει τα πάνδεινα. Η παραλυτική αδυναμία των όσων απέμειναν κατοίκων σε κάθε χωριό, να ικανοποιήσουν και τις στοιχειωδέστερες ανάγκες τους, έχει προκαλέσει πλήρη αποτελμάτωση της οικονομικής ζωής τους.

Πολλοί κάτοικοι των χωριών, μη δυνάμενοι να πληρώσουν κι’ αυτό το φως στην Δ.Ε.Η. στην εποχή των δορυφόρων φωτίζονται με δάδες, όπως στην Ομηρική εποχή. Οι κάτοικοι υποσιτιζόμενοι, κίτρινοι, άσαρκοι, ανυπόδητοι, χωρίς παπά και γιατρό κι ίχνος εκπολιτιστικής ζωής, με βλέμμα οξύ και πύρινο, αγωνίζονται πεισμόνως με την ψυχή στο στόμα να κρατηθούν στην ζωή.

Αγανάκτηση κι ανησυχία σαλεύει στο βάθος της ψυχής των κατοίκων του χωριού. Καταλαμβάνονται δε από μαύρη μελαγχολία, όταν βλέπουν την τρομερή έλλειψη των μέσων και την αδιαφορία του Κράτους. Το Κράτος, το συναντούν μόνον με την μορφή του νομοταγούς Αστυφύλακα, του πειθαρχικού Στρατολόγου και του άτεγκτου Εφοριακού. Σ’ αυτούς παρέχουν το προϊόν του ιδρώτος τους άνευ αντιπαροχής. Απ’ αυτούς και μόνο αισθάνονται την ύπαρξη της Εξουσίας, της οποίας σε μάτη αναμένουν τα δώρα...

Η οικονομική δυσπραγία κι ο μαρασμός του χωριού, αναγκάζουν προπαντός τους νέους να το εγκαταλείψουν και να κατακλύζουν τις Πόλεις. Ένας άνεμος φυγής πνέει ως θανατηφόρος λίβας στο χωριό. Η εικόνα της αναχώρησης προσλαμβάνει επιδημική μορφή, μ’ ασύλληπτα καταστρεπτικά αποτελέσματα. Στρατιά νέων απελπισμένων, εγκαταλείπουν τα χωριά και παίρνουν τον δρόμο προς τις πόλεις και κυρίως στην Αθήνα. Η φυγή αυτή των νέων προς τις πόλεις, δεν λέγεται σήμερα αστυφιλία, αλλά αγωνία του ανθρώπου να ζήση. Ως προς την μεταναστευτική αιμορραγία στα σκλαβοπάζαρα του Εξωτερικού, αυτή είναι άλλη μεταλύτερη πληγή, που φανερώνει σ’ όλη την έκταση την τραγωδία του χωριού.

Πολλάκις έχει επισημανθεί ο κίνδυνος της απομόνωσης κι ερήμωσης του χωριού, που στα χώματά του καρποφορεί ο μόχθος των πονεμένων κατοίκων του. Δυστυχώς όμως, στις απεγνωμένες εκκλήσεις ουδείς γίνεται δέκτης. Οι Αρμόδιοι, συνεπαρμένοι απ’ την ζωή της χλιδής και των συγχρόνων ανέσεων, φαίνεται, ότι δεν πιστεύουν στην τραγωδία της εξαθλίωσης και της απόγνωσης που δημιουργεί η ολοκληρωτική ανέχεια. Και τοιουτοτρόπως, η φυγή απ’ το χωριό, που μπορούσε να είναι αστείρευτη πηγή ευτυχίας και χαράς αν δεν γενόταν, θα συνεχίζεται ακατάσχετη. Κι ο θρήνος βουβός κι απέραντος θα σκεπάζει το ερημωμένο χωριό.

Πολλά είναι τα φλέγοντα ζητήματα που απασχολούν τους κατοίκους του χωριού. Απ’ αυτά, είναι επείγοντα κι απαιτούν άμεση και δραστήρια Κυβερνητική δράση. Η προστασία των αγροτικών προϊόντων, η εξασφάλιση εργασίας στους ανέργους, η εκτέλεση αποξηραντικών, αρδευτικών και λοιπών εγγειοβελτιωτικών έργων και η εξασφάλιση των ευεργετημάτων της κοινωνικής ασφάλισης.

Επίσης επείγοντα είναι, η άσκηση πραγματικής φιλαγροτικής πιστωτικής πολιτικής από μέρους της Αγροτικής Τράπεζας, καθώς και η λήψη των αναγκαίων μέτρων, προς τόνωση της οικονομικής ζωής. Όπως κι εξασφάλιση στοιχειωδών μέτρων πολιτιστικής ανθρώπινης ζωής.

Είναι καιρός η Κυβέρνηση, η πολιτική Ηγεσία, κι οι Πολιτευόμενοι ν’ αφήσουν τις θεωρίες και τις δημοκοπίες και με την κατάστρωση ενός ορθολογιστικού προγράμματος μακράς πνοής και με σύντονα μέτρα ν’ αντιμετωπίσουν την δεινή κατάσταση του χωριού. Πρέπει να γίνη Εθνική σταυροφορία για την σωτηρία του χωριού, γιατί διαφορετικά μια λαίλαπα θα καλύψη τα πάντα με τρομερές συνέπειες.

Η φρικτή αυτή αθλιότης του χωριού, δεν πρέπει να θεωρηθή καθεστώς, ούτε ν’ αφεθή μοιρολατρικά στην τύχη της. Μόνον η επίγνωση της σκληρής πραγματικότητας, χωρίς ευφημισμό και λογοπαίγνιο, μπορεί να επανορθώση τις απειλούμενες τύχες του χωριού. Η προοπτική για το Χωριό μοιάζει μ’ εφιάλτη. Και θα πρέπει η Κυβέρνηση να ξυπνήση πριν ο εφιάλτης επέλθει.

Όχι μόνον οι Αρμόδιοι, αλλά όλοι οι δυνάμενοι κι οι απ’ αυτούς εκπορευόμενοι, με πρόσθετο υποχρέωση των μορφωμένων, οφείλουν να συσπειρωθούν και να μελετήσουν τα προβλήματα του χωριού και να βοηθήσουν στις λύσεις τους. Η ευτυχία και η ευημερία του χωριού, πρέπει να είναι ο σκοπός της δίκαιας πολιτείας, της φωτισμένης Πολιτικής Ηγεσίας κι όλων μας.

Το επιμύθιο απ’ αυτή την τραγική περιγραφή είναι απλό: Αν το αδιάφορο, ανέμελο κι ανέμυαλο Κράτος, δεν καταλάβει τί είδος βοή είναι αυτή που έρχεται απ’ την ύπαθρο, αν δεν ακούει τα βήματα των Εριννύων και δεν βοηθήση το χωριό, η Ελλάδα σύντομα θα χαθή. Ο γηράσκων χρόνος θ’ αποδείξη κατά πόσον θα βγή αληθινή και τούτη η σαρδονική προφητεία. Εύχομαι όμως αυτή την φορά να διαψευστώ.

Για τα παραπάνω, έχω προσωπική αντίληψη. Γιατί γεννήθηκα στο χωριό, μεγάλωσα στο χωριό, και σαν πολιτικός δέθηκα μαζί του τριάντα περίπου χρόνια. Κι αυτός ο δεσμός με υποχρεώνει να το επισκέπτομαι τακτικά. Δεν μ’ αφήνει η ψυχοφόρα νοσταλγία.

Το χωριό φωνάζει S.O.S., Κυβερνώντες σπεύσατε, προτού να είναι αργά!

  • Προβολές: 2235