Skip to main content

Ἀναστασίου Φιλιππίδη: Γιά τό Μουσεῖο τῆς Εὐρώπης

Ἀναστασίου Φιλιππίδη

Ἡ ἀνακοίνωση τῆς ἵδρυσης ἑνός “Μουσείου τῆς Εὐρωπης” στίς Βρυξέλλες προκάλεσε, γιά ἄλλη μιά φορά, ὀργίλες ἀντιδράσεις στήν Ἑλλάδα. Ἀφορμή, ὅπως καί πρίν δέκα χρόνια μέ τήν ὑπόθεση τοῦ βιβλίου Εὐρωπαϊκῆς Ἱστορίας τοῦ Ντυροζέλ, ἡ ἀπουσία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας καί τοῦ Βυζαντίου ἀπό τήν Ἱστορία τῆς Εὐρώπης. Αἰτία, ὁ βαθύτατα διαφορετικός τρόπος μέ τόν ὁποῖον βλέπουν οἱ Ἕλληνες καί οἱ Εὐρωπαῖοι τήν Εὐρώπη καί τήν Ἑλλάδα. Ἡ δεκαετία πού λήγει μᾶς προσέφερε ἀρκετές ἐκδηλώσεις αὐτῆς τῆς διαφορᾶς, ἀπό τό Μακεδονικό μέχρι τήν κρίση τοῦ Κοσσυφοπεδίου.

Οὐσιαστικά, τά παράπονα τῶν Ἑλλήνων ἀναφέρονται στό ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ Εὐρώπη (“κληρονόμος τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ πνεύματος”, “ἀποδέκτης ἀξιῶν πού διαμορφώθηκαν ἀπό τή σύζευξη ἑλληνισμοῦ καί ὀρθοδοξίας στό Βυζάντιο”) καί ὄχι στό ποιά εἶναι ἡ Εὐρώπη. Βεβαίως ὁ ὅρος “Εὐρώπη” ἔχει ἀποκτήσει διάφορες ἔννοιες ἀνά τούς αἰῶνες. Θά μποροῦσε μάλιστα κάποιος νά ἰσχυριστεῖ ὅτι ἡ σύγχρονη ἔννοια ἔχει περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα (ἕνωση κρατῶν) παρά πολιτιστικό, σέ ἀντίθεση μέ τόν 18ο καί 19ο αἰώνα, ὅταν οἱ δυτικοευρωπαϊκοί λαοί ἀνέθεσαν στόν ἑαυτό τους τόν ρόλο τοῦ “ἐκπολιτισμοῦ” τῶν ὑπόλοιπων ἠπείρων. Ὑπό αὐτό τό πρίσμα, ἕνα Μουσεῖο πού βασίζεται στόν πολιτιστικό ὁρισμό καί ἀγνοεῖ ὅτι στήν πολιτική ἕνωση τῆς Εὐρώπης περιλαμβάνεται καί ἡ Ἑλλάδα εἶναι μᾶλλον ἀναχρονιστικό. Γι’ αὐτό καί ἡ ἁρμόδια Ἐπίτροπος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης γιά θέματα πολιτισμοῦ κ. Ρέντιγκ ὑποχρεώθηκε νά δηλώση, ἀπαντώντας σέ Ἕλληνα εὐρωβουλευτή, ὅτι δέν νοεῖται Μουσεῖο Εὐρώπης χωρίς τήν ἀρχαιοελληνική καί βυζαντινή Ἱστορία.

Ὡστόσο οἱ ἔννοιες τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας καί τοῦ συλλογικοῦ ὑποσυνειδήτου, πού διαμορφώνονται σέ διάστημα αἰώνων, εἶναι δύσκολο νά ὑπαχθοῦν σέ τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες. Γι’ αὐτό καί στό Μουσεῖο τῆς Εὐρώπης οἱ δυτικοευρωπαῖοι ἐκδήλωσαν καταρχήν αὐτό πού αἰσθάνονται βαθύτερα, αὐτό πού διδάσκονται ἀπό μικροί στά σχολεῖα τους ἀλλά καί ἀπό τά μέσα ἐνημέρωσης. Σύμφωνα μέ αὐτά, ὁ δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός δέν προῆλθε ἀπό τόν ἑλληνόφωνο κόσμο τῆς ἀρχαιότητας ἤ τοῦ Μεσαίωνα. Σχηματίστηκε ἀπό τήν σύγκρουση μέ αὐτόν, περνώντας μέσα ἀπό τήν καταστροφή τῶν ὑλικῶν καί πνευματικῶν μνημείων τῆς ἀρχαιότητας (περίοδος “βαρβαρικῶν ἐπιδρομών” τόν 4ο - 5ο αἰώνα) τόν ἀλαζονικό σφετερισμό τοῦ τίτλου τοῦ αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων ἀπό τόν Καρλομάγνο (ὅταν ὁ μόνος πού ἔφερε τόν τίτλο ὡς τότε ἦταν ὁ αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινούπολης) καί τίς ἀξιώσεις ὑπεροχῆς τῆς νεόκοπης Φραγκικῆς θεολογίας, ἡ ἐμφάνιση τῶν ὁποίων συμπίτπτει μέ τή βασιλεία τοῦ Καρομάγνου (ἀπόρριψη Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τό 794, υἱοθέτηση τοῦ φιλιόκβε στή σύνοδο τοῦ Ἄαχεν τό 809). Ὅπως εἶναι γνωστό, στή συνέχεια οἱ Φράγκοι ἐπέβαλαν “διά πυρός καί σιδήρου” τίς ἀπόψεις τους σέ ὅσες περιοχές περιῆλθαν ὑπό τήν κατοχή τους.

Ἡ ἐξέλιξη τῆς Εὐρώπης θά ἦταν ἀσφαλῶς διαφορετική, ἄν οἱ Φράγκοι δέν ἐπέλεγαν τή σύγκρουση μέ τόν ὀρθόδοξο ἑλληνορωμαϊκό κόσμο. Θά μπορούσαμε τότε νά μιλᾶμε γιά ἕναν συγγενῆ πολιτισμό, πού θά εἶχε τά θεμέλιά του στόν ἑλληνικό-χριστιανικό, μέ τίς ἐπιδράσεις ἀπό τό ὀρθόδξο Βυζάντιο καί τίς ὅποιες ἰδιαιτερότητές του. Εἶναι ὁ δρόμος πού ἀκολούθησαν ἄλλοι εὐρωπαϊκοί λαοί, ὅπως οἱ Ρῶσοι καί οἱ Νοτιοσλάβοι, στούς ὁποίους οἱ ἐπιδράσεις τῆς “Βυζαντινῆς Κοινοπολιτείας” (κατά τόν εὔστοχο χαρακτηρισμό τοῦ Ὀμπολένσκυ) εἶναι ἐμφανεῖς μέχρι σήμερα. Ὅμως οἱ Φράγκοι δέν ἐπέλεξαν αὐτό τόν δρόμο. Παρά τά ὅποια ἐπιφανειακά “δάνεια” ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί τό Βυζάντιο, στή Δύση διαμορφώθηκε ἕνας πολιτισμός ἐντελῶς ξένος πρός τίς βασικές ἀξίες τοῦ ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ. Ἡ λατρεία τοῦ χρήματος, ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς λογικῆς, ἡ θεοποίηση τῆς ἁμαρτίας δέν ἀποτελοῦν, ἀσφαλῶς, κληροδότημα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας ἤ τοῦ Βυζαντίου. Ἑπομένως, ἄν εἴχαμε διατηρήσει ζωντανά τα κριτήρια τῆς δικῆς μας παράδοσης, δέν θά εἴχαμε κανέναν λόγο νά αἰσθανόμαστε προσβεβλημένοι ἀπό τή παράλειψη τοῦ Μουσείου τῆς Εὐρώπης. Τό ἀντίθετο μάλιστα...

  • Προβολές: 3037