Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου: Η Εκκλησία ως η καινή κτίση (Γ)
Εισήγηση του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου στο όγδοο θεολογικό Συνέδριο της Π.Ε.Θ.
Συνέχεια από το προηγούμενο
4. Ο παλαιός άνθρωπος στην καινή κτίση της Εκκλησίας
Είναι δεδομένο ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, καθώς επίσης ότι οι άγιοι αποτελούν τα πραγματικά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, οπότε, αφού η Εκκλησία είναι η καινή κτίση, σημαίνει ότι και οι άγιοι είναι καινή κτίση. Όμως, πρέπει να υπογραμμισθή ότι αναμένουμε και την τέλεια φανέρωση της Εκκλησίας κατά τον μέλλοντα αιώνα, αφού κατά τον λόγο του Αποστόλου Πέτρου, που αναφέρεται στα έσχατα, “καινούς ουρανούς και γήν καινήν κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν, εν οίς δικαιοσύνη κατοικεί” (Β’ Πέτρου γ’, 13). Σε αυτήν την καινή κτίση αναφέρεται και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψή του: “καί είδον ουρανόν καινόν και γήν καινήν” (Απ. κα’, 1). Δηλαδή, η Εκκλησία είναι η καινή κτίση, αλλά ταυτόχρονα αναμένει και την τέλεια φανέρωση της καινής κτίσεως. Πώς εξηγείται αυτή η φαινομενική αντινομία;
Λόγω της επικρατήσεως ακόμη της θνητότητος και της φθαρτότητος, τα πράγματα δεν είναι ευδιάκριτα ακόμη στην παρούσα βιολογική ζωή. Επίσης, ο άνθρωπος ως εθελότρεπτος βιώνει πολλές αλλοιώσεις στην ζωή του, θετικές και αρνητικές. Στους ανθρώπους που διακατέχονται από την πεπτωκυία κατάσταση, στους οποίους λειτουργεί ο παλαιός άνθρωπος, υπάρχει το γνωμικό θέλημα που δημιουγεί πολλά προβλήματα. Γι’ αυτόν τον λόγο τα πράγματα δεν είναι ευδιάκριτα. Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν την δυνατότητα να αναγνωρίζουν τους αγίους, καθώς επίσης οι άγιοι κρύβουν την ενοικούσα Χάρη του Θεού με την ταπείνωση, ακόμη συγχέουμε το κατά φύσιν με το παρά φύσιν, οπότε αναμένουμε την φανέρωση της πραγματικής Εκκλησίας στην μέλλουσα Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Όλα αυτά δείχνουν ότι μέσα στην Εκκλησία θα υπάρχουν υγιή και άρρωστα μέλη, εκ των οποίων τα υγιή μπορεί μετά από λίγο καιρό να αρρωστήσουν και τα άρρωστα να ζωοποιηθούν. Υπάρχουν δυνάμει και ενεργεία μέλη της Εκκλησίας. Οπότε, θα συμφύρωνται τα ζιζάνια με το σιτάρι μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Στην ερώτηση των δούλων της σχετικής παραβολής να τους επιτραπή να συλλέξουν τα ζιζάνια, ο οικοδεσπότης Χριστός τους απάντησε: “ού, μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια εκριζώσητε άμα αυτοίς τον σίτον· άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερισμού” (Ματθ. ιγ’, 24-30).
Μέσα λοιπόν στην στρατευομένη Εκκλησία που οδεύει προς την μέλλουσα ζωή, υπάρχει ο άγιος θεσμός της Εκκλησίας, τον οποίον συγκροτεί το Πανάγιο Πνεύμα, αλλά ταυτόχρονα εμπλέκεται και ένας αρρωστημένος θεσμός, τα λεγόμενα ζιζάνια. Όταν σε μια δεδομένη στιγμή κυριαρχούν οι άγιοι, τότε, όπως λέγαμε προηγουμένως, έχουμε τον “χρυσούν αιώνα” της Εκκλησίας, όταν όμως κυριαρχούν οι αμεταμόρφωτοι και άρρωστοι άνθρωποι, τότε έχουμε την πτώση της Εκκλησίας. Βέβαια, αυτό δεν λέγεται από την πλευρά της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού, αλλά από την πλευρά των Χριστιανών που ζουν μέσα στην Εκκλησία. Και τότε που η Εκκλησία φαίνεται να βρίσκεται σε κακή κατάσταση, υπάρχει και λειτουργεί η πραγματική Εκκλησία, η οποία ίσως δεν φαίνεται από τους ανθρώπους.
Ήδη έχουμε κάνει λόγο για τον άγιο θεσμό της Εκκλησίας, και για τα λαμπρά και λάμποντα μέλη της Εκκλησίας. Τώρα όμως θα ήθελα να υπογραμμίσσω ότι μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο, ανάλογα με τις καταστάσεις που ισχύουν κάθε φορά σε τοπικές Εκκλησίες, λειτουργεί και μια αρρωστημένη κατάσταση, η οποία όμως μέσα στην οικονομία του Θεού έχει την δυνατότητα να αλλαγή.
Μια τέτοια νοοτροπία που δεν είναι εκκλησιαστική συνδέεται με περίεργες ιδέες που έχουμε για την αγιότητα. Θεωρούν πολλοί ότι οι άγιοι είναι μερικοί καλοί άνθρωποι με εξωτερικές αρετές. Και μέσα από αυτό το πρίσμα μερικοί εκκλησιαστικοί άνθρωποι μιλούν περιφρονητικά για την Μεταμόρφωση του Χριστού, δηλαδή για την θεωρία του ακτίστου φωτός, καθώς επίσης δεν δέχονται τον τρόπο θεραπείας του ανθρώπου που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Δηλαδή, κλονίζουν όλα τα θεμέλια της θεολογίας και της Ορθοδόξου πνευματικότητος και υποβιβάζουν την Ορθοδοξία σε μια ουμανιστική θρησκεία.
Η άλλη αρρωστημένη κατάσταση είναι η υπονόμευση των θεσμών. Το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι ιεραρχικώς συνοδικό, όπως το διατυπώνει ο Απόστολος Παύλος: “Και ούς μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών” (Α’ Κορ. ιβ’, 28). Όταν ανατρέπεται αυτή η ιεραρχική τάξη, όταν γίνονται υπερβάσεις ή συγχύσεις αρμοδιοτήτων, τότε ναρκοθετείται ο ιερός και ευλογημένος χώρος της Εκκλησίας.
Επίσης, αρρωστημένη κατάσταση είναι όταν θεωρούμε τον εκκλησιαστικό θεσμό ως ένα πολιτικό και κομματικό θεσμό και όχι ως καινή κτίση, ως μετοχή στην αγιότητα του Χριστού. Αυτό έγινε στην Δύση όταν η εκεί εκκλησιαστική κατάσταση εντάχθηκε στο φεουδαλιστικό σύστημα των Φράγκων. Όταν η Εκκλησία από Σώμα Χριστού μετατρέπεται σε ένα διοικητικό κομματικό μηχανισμό, με όλες τις μεθόδους και τις δολοπλοκίες, με τις ομάδες και τις διαιρέσεις και υποδιαιρέσεις, τους “παρατρεχάμενους” που ασχολούνται με το λεγόμενο εκκλησιαστικό “κουτσομπολιό”, τότε έχουμε ένα τεράστιο πρόβλημα, αφού όσοι αναζητούν την μεταμόρφωσή τους απογοητεύονται από τέτοιες καταστάσεις.
Μου έτυχε να βρεθώ σε μια εκκλησιαστική σύναξη και ας μου επιτραπή να πώ, χωρίς να έχω ευσεβιστικές τάσεις, αρρώστησα από όλο αυτό το κλίμα που επικρατούσε κατά την διάρκεια του μεγαλυτέρου γεγονότος, δηλαδή της ευχαριστιακής συνάξεως. Και αμέσως μετά, ταξιδεύοντας με το αυτοκίνητο για να επιστρέψω στην έδρα μου, άκουσα από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου την ακολουθία της Παρακλήσεως στην Υπεραγία Θεοτόκο. Και αισθάνθηκα ότι αυτό που έβγαινε εκείνη την ώρα από την κατανυκτικότητα της Παρακλήσεως εξέφραζε μια άλλη Εκκλησία διαφορετική από εκείνη που είχα συναντήσει προηγουμένως. Ήταν πράγματι μια συγκλονιστική εμπειρία. Βέβαια, αυτό το αισθάνομαι και σε άλλους εκκλησιαστικούς χώρους, που δεν είναι του παρόντος να εντοπίσω. Σε αυτές τις αρρωστημένες καταστάσεις την Εκκλησία διασώζουν οι άγιοι από τους οποίους αντλούμε δύναμη και θάρρος, και οι οποίοι μπορούν να ησυχάζουν σε απομακρυσμένους χώρους, σε σπήλαια και τόπους ασκήσεως, οι οποίοι μας αναπαύουν και παρηγορούν, αλλά και έχουν απέραντο σεβασμό στο ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας.
Για να είμαστε ακριβείς θα λέγαμε ότι το φαινόμενο αυτό δεν είναι σημερινό, αλλά πάντοτε δια μέσου των αιώνων, συναυξάνονταν τα ζιζάνια μαζί με τον σίτον και πάντοτε υπήρχαν προβλήματα από αμεταμόρφωτους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν την συνείδηση ότι είναι μέλη της Εκκλησίας, αλλά δεν ζούσαν το “μυστήριον της πίστεως εν καθαρά συνειδήσει” (Α Τιμ. γ,9). Θα μπορούσα να αναφέρω πληθώρα πατερικών χωρίων από τον τέταρτο αιώνα που θεωρείται ο “χρυσούς αιών” της Εκκλησίας. Θα αρκεσθώ όμως μόνον σε ένα χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που λέγει: “Ερωτάς πώς τα ημέτερα και λίαν πικρώς. Βασίλειον ουκ έχω, Καισάριον ουκ έχω, τον πνευματικόν αδελφόν και τον σωματικόν. “Ο πατήρ μου και μήτηρ μου εγκατέλειπόν με”, μετά του Δαβίδ φθέγγομαι. Τα του σώματος πονηρώς έχει, το γήρας υπέρ κεφαλής, φροντίδων επιπλοκαί, πραγμάτων επιδρομαί, τα των φίλων άπιστα, τα της Εκκλησίας αποίμαντα. Έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά, ο πλούς εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει. Τί χρή παθείν; Μία μοι των κακών λύσις, ο θάνατος. Και τα εκείθεν μοι φοβερά, τοις εντεύθεν τεκμαιρομένω”.
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, αγαπητοί αδελφοί
Η πορεία του Χριστιανού είναι μια δυναμική πορεία, από τον ζόφο στο φώς, από την δουλεία στην γη της ελευθερίας, από τον θάνατο στην ζωή. Πορευόμαστε στην ζωή μας “σαλευόμενοι εν τη αναζητήσει του ασαλεύτου”. Παλεύουμε διαρκώς μεταξύ του παλαιού ανθρώπου και του νέου ανθρώπου, μεταξύ της φθαρτότητος και της θνητότητος που κληρονομήσαμε από τους προπάτοράς μας και της ενεργοποιήσεως των σπερμάτων της αθανασίας. Σαλευόμαστε διαρκώς, αλλά όμως προσδοκούμε “τών σαλευομένων την μετάθεσιν ως πεποιημένων, ίνα μείνη τα μη σαλευόμενα” (Εβρ. ιβ’, 27). Καί, βέβαια, γνωρίζουμε από την πείρα των αγίων ότι η πορεία κάθε Χριστιανού και η πνευματική του αύξηση ακολουθεί ένα ιδιαίτερο ρυθμό ή διαδικασία, η οποία προσιδιάζει μόνο στο δεδομένο πρόσωπο.
Υπάρχουν στιγμές στην ζωή μας που βλέπουμε μερικές ακτίνες αυτής της καινής ζωής της Εκκλησίας είτε στα πρόσωπα των αγίων είτε στην προσωπική μας ζωή. Αναπολούμε μια νέα ζωή και τότε το πνεύμα μας γεύεται την μέθη της Χάριτος και τότε αναζητούμε την πληρότητα, το όραμα της Βασιλείας του Θεού, γιατί αρχή του δικαίου για μας δεν είναι ο λαός αλλά ο Θεός, και η πραγμάτωση του δικαίου δεν είναι η παρούσα ζωή αλλά η μέλλουσα ζωή, όχι η μένουσα πόλη, αλλά η μέλλουσα πόλη, την οποία βιώνουμε λίγο και την προσδοκούμε, όπως λέγει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης. Υπάρχουν, επίσης, στιγμές και καταστάσεις που μας τραυματίζουν βαθειά και μας οδηγούν σε μια κατά άνθρωπον απογοήτευση και τότε η παρουσία ενός αγίου μας ανοίγει τα μάτια της ψυχής και μας κάνει να δούμε την Εκκλησία ως καινή κτίση, αλλά συγχρόνως νοσταλγούμε την φανέρωση στο μέλλον της πραγματικής Εκκλησίας, εκεί που ήδη έχουν εισέλθει οι παπούδες και οι γονείς μας, οι πνευματικοί πατέρες και Γεροντάδες που γνωρίσαμε και οι οποίοι μας αναμένουν.
Εύχομαι αυτό το Συνέδριο να δώση αυτήν την προοπτική της Εκκλησίας ως καινής κτίσεως και να ανάψη την νοσταλγία της καινής γης και του καινού ουρανού, της Εκκλησίας των “πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων” (Εβρ. ιβ’, 23).
- Προβολές: 2817