Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου: Η Εκκλησία ως η καινή κτίση (Β)

Εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου στο όγδοο θεολογικό Συνέδριο της Π.Ε.Θ.

Συνέχεια από το προηγούμενο Η Εκκλησία ως η καινή κτίση (Α)

2. Η Εκκλησία ως καινή κτίση

Μετά τα σημαντικά αυτά σημεία που αναφέραμε προηγουμένως πρέπει να προχωρήσουμε στην σύντομη ανάλυση τριών χωρίων του Αποστόλου Παύλου, στα οποία γίνεται λόγος για την “καινή κτίση” και τα οποία, όπως πιστεύω, θα επιβεβαιώσουν τα όσα αναφέραμε προηγουμένως.

Το πρώτο προέρχεται από την Β’ προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου και έχει ως εξής:

“Ώστε ημείς από του νυν ουδένα οίδαμεν κατά σάρκα· ει δε και εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, αλλά νυν ουκέτι γινώσκομεν. ώστε εί τις εν Χριστώ, καινή κτίσις· τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα. τα δε πάντα εκ του Θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ δια Ιησού Χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής, ως ότι Θεός ήν εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ, μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών, και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής” (Β' Κορ. ε', 16-19).

Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του κατήλλαξε τον άνθρωπο με τον Θεό δια του εαυτού Του, οπότε έχουμε καταλλαγή όχι του Θεού με τον άνθρωπο, αλλά του ανθρώπου με τον Θεό. Ο άνθρωπος απέκτησε καινούριο κέντρο αναφοράς, απέκτησε εν Χριστώ Ιησού την δυνατότητα να φθάση στην θέωση, ψυχής και σώματος, εν τη Σαρκί του Χριστού. Με τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού αναστήθηκε και η Εκκλησία, οπότε όλοι όσοι είναι μέλη της Εκκλησίας έχουν την δυνατότητα να ζήσουν αυτήν την καινή κτίση.

Ο Απόστολος Παύλος είναι σαφής όταν λέγει “εί τις εν Χριστώ, καινή κτίσις”, αφού τότε όλα αλλάζουν, όλα είναι μεταμορφωμένα για τον άνθρωπο εκείνον που εκκεντρίστηκε στο ευλογημένο Σώμα του Χριστού. Αποκτά άλλη θεώρηση της ζωής και άλλη προοπτική, εμπνέεται και καθοδηγείται όχι από το παρελθόν, αλλά από το μέλλον, αποκτά νέα πνευματική οικογένεια, υπερβαίνει τον θάνατο και γενικά ζη τον μέλλοντα αιώνα από την ζωή αυτή. Όλα τα πρότερα, τα αρχαία, έχουν παρέλθει, και όλα γίνονται καινούρια.

Ακόμη, ο Απόστολος δεν ενδιαφέρεται για τον κατά σάρκα Χριστό, δηλαδή για τον ιστορικό Χριστό πριν την Ανάσταση, που είναι τα λεγόμενα αδιάβλητα και ακατηγόρητα πάθη της φύσεως, τα οποία βεβαίως δεν ενεργούσαν πάνω στον Χριστό, αλλά ο Ίδιος εξουσίαζε εθελούσια στα αδιάβλητα αυτά πάθη, αλλά εκείνο που τον συνέχει είναι ο κατά πνεύμα Χριστός, αυτόν που γνώρισε όταν ο ίδιος έφθασε στο ύψος της Πεντηκοστής. Βεβαίως, δεν υπάρχουν δύο Χριστοί, ο ένας κατά σάρκα και ο άλλος κατά πνεύμα, αλλά ο ένας και Αυτός Χριστός άλλοτε φαίνεται στους ανθρώπους κατά σάρκα και άλλοτε κατά πνεύμα. Το δεύτερο συνδέεται με την αναγέννηση του ανθρώπου, όπως ακριβώς το βλέπουμε και στους Δώδεκα Μαθητάς. Εγνώρισαν κατά σάρκα τον Χριστό πριν την Ανάσταση και την Ανάληψή Του, αλλά την Πεντηκοστή τον εγνώρισαν κατά πνεύμα.

Το δεύτερο χωρίο του Αποστόλου Παύλου προέρχεται από την προς Γαλάτας επιστολή του και είναι το ακόλουθο:

“Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου κόσμος εμοί εσταύρωται καγώ τω κόσμω. εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις. και όσοι τω κανόνι τούτω στοιχήσουσιν, ειρήνη επ’ αυτούς και έλεος, και επί τον Ισραήλ του Θεού” (Γαλ. στ', 14-16).

Το άγιο Βάπτισμα και εν γένει η πνευματική ζωή δεν είναι μερικές εξωτερικές τυπικές διατάξεις και μια εξωτερική θρησκεία, αλλά ανακαινίζει όλη την ύπαρξη του ανθρώπου, αφού δια της κατηχήσεως, του Βαπτίσματος και του Χρίσματος ο άνθρωπος βιώνει την καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, οπότε γίνεται νέος άνθρωπος, αποβάλλει την παλαιότητα της φύσεώς του.

Επομένως, η καινή κτίσις που ζεί ο Χριστιανός μέσα στην καινή κτίση που είναι η Εκκλησία, το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού, συνδέεται αναπόσπαστα με την βίωση του μυστηρίου του Σταυρού, που είναι η βίωση της ακτίστου Χάριτος του Θεού, η οποία ενεργεί αρνητικά, ως απομάκρυνση του ανθρώπου από τον κόσμο αισθητώς, και θετικά ως σταύρωση του κόσμου λογιστικώς. Αυτό σημαίνει ότι δια της δυνάμεως του Σταυρού, ο άνθρωπος προχωρεί από την πράξη στην θεωρία, και μόνον τότε βιώνει την καινή κτίση, την νέκρωση του παλαιού ανθρώπου και την ανάσταση του νέου ανθρώπου.

Το τρίτο χωρίο του Αποστόλου Παύλου έχει σχέση με αυτά που τονίσαμε προηγουμένως, και προέρχεται από την προς Εφεσίους επιστολή του. Είναι δε το ακόλουθο:

“Τούτο ουν λέγω και μαρτύρομαι εν Κυρίω, μηκέτι υμάς περιπατείν καθώς και τα λοιπά έθνη περιπατεί εν ματαιότητι του νοός αυτών, εσκοτισμένοι τη διανοία, όντες απηλλοτριωμένοι της ζωής του Θεού δια την άγνοιαν την ούσαν εν αυτοίς δια την πώρωσιν της καρδίας αυτών, οίτινες, απηλγηκότες, εαυτούς παρέδωκαν τη ασελγεία εις εργασίαν ακαθαρσίας πάσης εν πλεονεξία. υμείς δε ουχ ούτως εμάθετε τον Χριστόν, ειγε αυτόν ηκούσατε και εν αυτώ εδιδάχθητε, καθώς εστιν αλήθεια εν τω Ιησού, αποθέσθαι υμάς κατά την προτέραν αναστροφήν τον παλαιόν άνθρωπον τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης, ανανεούσθαι δε τω πνεύματι του νοός υμών και ενδύσασθαι τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας” (Εφ. δ', 17-24).

Και στο χωρίο αυτό γίνεται λόγος για την αποβολή του παλαιού ανθρώπου και την ένδυση του νέου ανθρώπου που κτίστηκε από τον Θεό. Δεν πρόκειται για ένα έργο ανθρώπινο, αλλά έργο καθαρά του Θεού.

Εκείνο που κάνει εντύπωση στο αποστολικό αυτό χωρίο είναι ότι ο παλαιός άνθρωπος, που είναι ο άνθρωπος της πτώσεως, συνδέεται με την ματαιότητα του νοός, τον εσκοτισμό της διανοίας και την αλλοτρίωση από της δόξης του Θεού. Όταν ο άνθρωπος χάνη την δόξα του Θεού, τότε φθάνει στον σκοτασμό του νοός με φοβερές και συνταρακτικές συνέπειες. Επίσης, ο καινός άνθρωπος συνδέεται με την ανανέωση του νοός εν πνεύματι, και βέβαια με την μεταμόρφωση όλων των προηγούμενων δεδομένων.

Επομένως, ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του θέωσε την προσληφθείσα ανθρώπινη φύση και με την ανάστασή Του νίκησε τον θάνατο. Στην συνέχεια, την ημέρα της Πεντηκοστής η Εκκλησία έγινε Σώμα Χριστού, οπότε μέσα στην καινή ζωή της Εκκλησίας και οι Χριστιανοί γίνονται μέλη του Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού, γίνονται καινοί. Αποκτούν άλλα δεδομένα και βλέπουν τον κόσμο μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα.

Αυτή η αλλαγή, η μεταμόρφωση φαίνεται σε πολλά τροπάρια που ψάλλουμε την ημέρα της Πεντηκοστής. Θα παραθέσω μερικές φράσεις χαρακτηριστικές: “Ω τέκνα φωτόμορφα της Εκκλησίας”, “όσοις έπνευσεν η θεόρρυτος Χάρις, λάμποντες, αστράπτοντες, ηλλοιωμένοι, οθνείαν αλλοίωσιν ευπρεπεστάτην”.

Από αυτά φαίνεται ότι η Εκκλησία είναι καινή κτίση και καινοποιεί όλους τους γηγενείς, αρκεί αυτοί με την ειδική μέθοδο που διαθέτει η Εκκλησία να ανέλθουν ή έστω να ανέρχονται στο ύψος της Πεντηκοστής.

3. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος για την καινή κτίση της Εκκλησίας

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος σε πολλά κείμενά του αναφέρεται στην Εκκλησία και μάλιστα εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι θεωρεί στενά συνδεδεμένη την Εκκλησία με τον Χριστό, και κυρίως ταυτίζει την δόξα και το ωράϊσμα της Εκκλησίας με την δόξα και το ωράϊσμα των αγίων. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι είναι τα ζωντανά μέλη της Εκκλησίας, αφού αυτοί αποτελούν την καινή κτίση.

Σε κάποια ομιλία του λέγει ότι όποια κοινωνία, ένωση, οικειότητα και συγγένεια έχει η γυναίκα προς τον άνδρα και ο άνδρας προς την γυναίκα “τοιαύτην θεοπρεπώς και υπέρ πάσαν έννοιαν και λόγον έχει και ο δεσπότης και ποιητής του παντός μετά της Εκκλησίας απάσης, ως προς μίαν γυναίκα, αμωμήτως ταύτη και υπεραρρήτως ενούμενος και αδιασπάστως και αχωρίστως ών και συνών αυτή, ως ηγαπημένη και πεφιλημένη αυτώ. Ούτω δε και η Εκκλησία τω αυτής πεφιλημένω Θεώ ενωθείσα κεκόλληται ως ολόκληρον σώμα τη κεφαλή τη ιδία αυτού”.

Η Εκκλησία δεν είναι ένα αφηρημένο καθίδρυμα, αλλά οι άγιοι, γι’ αυτό η ωραιότητα της Εκκλησίας είναι και ωραιότητα των Χριστιανών, των αγίων. Γράφει ο άγιος Συμεών: “Εμοί δοκεί κόσμον ωραϊσμένον είναι την Εκκλησίαν του Χριστού και αυτόν όλον τον άνθρωπον, εν ω κατοικείν λέγεται και εμπεριπατείν τον Θεόν και τας ακτίνας των χαρισμάτων αυτού φαιδράς, ως ήλιος δικαιοσύνης ών, καταπέμπειν”. Και αλλού επανέρχεται σε αυτό το σημείο λέγοντας: “Μάθε τοιγαρούν και όπως πάλιν οι πιστοί πάντες, ήτοι η βασίλισσα Εκκλησία και αι οπίσω αυτής ακολουθήσασαι ναός και κόσμος του Θεού και βασιλέως γενήσονται”. Και η Εκκλησία, η βασιλεία του επουρανίου Βασιλέως και οι πιστοί, που είναι οι άγιοι, γίνονται ναός και κόσμος του Βασιλέως. Το ότι οι άγιοι που μετέχουν της αγιότητος του Χριστού είναι πραγματικά μέλη του Σώματος του Χριστού φαίνεται και από άλλο χωρίο του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Γράφει: “Επεί δε σώμα Χριστού και νύμφη Χριστού και κόσμος ο άνω και ναός Θεού η Εκκλησία εστί, τα δε μέλη του σώματος αυτού οι άγιοι καθεστήκασι πάντες...”.

Ο έσχατος σκοπός του ανθρώπου είναι να γίνη άγιος, να αποκτήση κατά Χάριν ό,τι ο Χριστός είναι κατά φύσιν, να μεθέξη κατά μετουσίαν ό,τι ο Χριστός είναι κατ’ ουσίαν. Άλλωστε, ο Χριστός είναι το αρχέτυπο του ανθρώπου. Λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι γινόμαστε πιστοί, εάν φυλάξουμε όλα όσα λέγει Αυτός ο ίδιος ο Θεός: “εκ των έργων δεικνύοντες την πίστιν ημών, και γινόμεθα ως εκείνοι άγιοι και τέλειοι, όλοι όλως επουράνιοι, επουρανίου Θεού, τέκνα, όμοιοι αυτώ κατά πάντα θέσει και χάριτι, επειδή και αυτός ως ημείς όμοιος εχρημάτισε πλην αμαρτίας”.

Γνωρίζουμε από την θεολογία της Εκκλησίας μας ότι ο Χριστός είναι το αρχέτυπο της δημιουργίας του ανθρώπου, ο άνθρωπος, δηλαδή είναι πλασμένος κατ’ εικόνα του Λόγου. Επίσης γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος είναι ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο, είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας. Αυτό σημαίνει ότι όταν ο άνθρωπος έχασε την σχέση του με τον Θεό, τότε διεταράχθηκαν όλες οι άλλες κοσμολογικές σχέσεις και όταν οι σχέσεις του με τον Θεό επανέρχονται στην πραγματική τους διάσταση, τότε μεταμορφώνονται και όλες οι άλλες παράμετροι. Επομένως, ο άνθρωπος ενσωματούμενος στην Εκκλησία και δεχόμενος την καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού, θεούται και τότε ολόκληρη η κτίση και οι κοινωνικές σχέσεις αλλάζουν, μεταμορφώνονται. Δια του μεταμορφωμένου ανθρώπου γίνονται όλες οι μεγάλες αλλαγές μέσα στην κοινωνία. Δεν μπορούμε να εννοήσουμε καινή κτίση άνευ και έξω του καινού, από την Χάρη του Θεού, ανθρώπου.

Συνεχίζεται στο επόμενο: Η Εκκλησία ως η καινή κτίση (Γ)

  • Προβολές: 2622