Skip to main content

Ἀναστασίου Α. Φιλιππίδη: Γερμανία καὶ Ἑλλάδα τὸν 19ο Αἰῶνα

Ἀναστασίου Α. Φιλιππίδη

Ἕνα σημαντικό βιβλίο γιά τήν ἐθνική μας αὐτογνωσία κυκλοφόρησε ἀπό τίς ἐκδόσεις “Ἀκρίτας” μέ τίτλο “ἕνας νέος κόσμος γεννιέται”, σέ ἐπιστημονική ἐπιμέλεια τοῦ καθηγητῆ Εὐάγγελου Χρυσοῦ. Ἀποτελεῖ τά Πρακτικά ἑνός συμποσίου πού διεξήχθη στήν Ἀθήνα πρίν ἀπό τέσσερα χρόνια μέ τήν συνεργασία τοῦ ἰνστιτούτου Γκαῖτε.

Τό συμπόσιο ἐξέτασε τίς σχέσεις τῆς γερμανικῆς διανόησης μέ τήν Ἑλλάδα στήν διάρκεια τοῦ 19ου αἰώνα. Ἡ Γερμανία (μέ τήν εὐρεία ἔννοια, μιά καί δέν ὑπῆρχε ὡς ἑνιαῖο κράτος μέχρι τό 1870) ἀποτέλεσε τήν κύρια πηγή φιλελληνισμοῦ στήν κρίσιμη περίοδο τῆς ἑλληνικῆς ἐθνεγερσίας. Ἡ ὀπτική γωνία ὑπό τήν ὁποία ἀντιμετώπισαν τήν Ἑλλάδα οἱ Γερμανοί φιλόλογοι, ἀρχαιολόγοι, ἱστορικοί, ποιητές καί πεζογράφοι καθόρισε σέ μέγιστο βαθμό τήν εἰκόνα τῆς Ἑλλάδας πού ἐπικράτησε στήν συνέχεια σέ ὅλη τήν Εὐρώπη. Ἡ ἀναφορά στά ὀνόμτα Χαίλντερλιν, Γκαῖτε, Σίλλερ, Ντρόυζεν, Φαλμεράγερ, Σλήμαν, Κρουμπάχερ ἀρκεῖ γιά νά ὑπογραμμίση αὐτήν τήν ἀλήθεια.

Ἐπιπλέον, καί αὐτό εἶναι ἀκόμη πιό ἐνδιαφέρον γιά μᾶς, ἡ γερμανική θεώρηση υἱοθετήθηκε ἐνθουσιωδῶς ἀπό τούς Ἕλληνες διανοούμενους τῆς ἐποχῆς καί ἀποτέλεσε τόν κορμό τῆς ἐθνικῆς μας ἰδεολογίας. Σέ μεγάλο βαθμό αὐτό ὀφειλόταν στό γεγονός ὅτι οἱ περισσότεροι Ἕλληνες διανοούμενοι (π.χ. οἱ Καθηγητές τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν) εἶχαν σπουδάσει στήν Γερμανία. Χαρακτηριστικά ἀναφέρεται ὅτι ὅταν ἱδρύθηκε τό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν (1837) ἀπό τούς ἕξι φιλολόγους καθηγητές οἱ δύο ἦταν Γερμανοί καί τρεῖς ἀκόμη εἶχαν σπουδάσει στήν Γερμανία (εἰσήγηση Φ. Κακριδή). Ἐξίσου ἐνδεικτικό εἶναι τό γεγονός ὅτι μέχρι τό 1884 τά σχολικά ἐγχειρίδια Ἱστορίας στήν Ἑλλάδα ἀποτελοῦσαν μεταφράσεις ἔργων ξένων ἱστορικῶν (εἰσαγωγή Εὐάγγελου Χρυσοῦ).

Οἱ ἀναλύσεις πού περιέχονται σ’ αὐτόν τόν τόμο, ἰδιαίτερα ἀπό Γερμανούς ἐρευνητές, φωτίζουν ἀπό πολλές πλευρές τούς διαύλους μέσα ἀπό τούς ὁποίους μεταφέρθηκε ἡ γερμανική πρόσληψη τῆς Ἑλλάδας στήν ἴδια τήν Ἑλλάδα. Ἔτσι, ὁ ἐνθουσιασμός γιά τήν ἀρχαία Ἑλλάδα, πού ἦταν μᾶλλον ἄγνωστος στόν ἁπλό λαό (ἄν κρίνουμε ἀπό τίς λαογραφικές πληροφορίες πού συνέλεξε ὁ Ι. Θ. Κακριδής στό βιβλίου τοῦ “Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στήν ἑλληνική λαϊκή παραδοση”) ἀναπτύσσεται στήν Γερμανία περί τά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα καί σταδιακά διαχέεται στόν ἑλληνικό χῶρο.

Ἡ μεταφορά εἶναι τόσο πιστή καί συνεχής ὥστε νά ἀκολουθεῖ τίς διακυμάνσεις τῆς ἴδιας της γερμανικῆς διανόησης. Μέ τήν σειρά της, ἡ γερμανική διανόηση ἐπηρεάζεται ἀπό τίς πολιτικές ἐξελίξεις στήν Γερμανία καί κυρίως ἀπό τό ἐθνικό ζήτημα. Ὅπως ἀναφέρει χρακτηριστικά ὁ P. Funke στήν εἰσαγωγή του, ἡ παρουσίαση τῆς ἱστορίας τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας μοιάζει “μέ ἕναν σεισμογράφο τῶν πολιτικῶν ἀντιπαραθέσεων γύρω ἀπό τήν ἐνοποίηση τῆς Γερμανίας ὡς ἐθνικοῦ κράτους”. Γιά παράδειγμα, στήν πρώτη δεκαετία τοῦ 18ου αἰώνα οἱ Γερμανοί ἐνθουσιάζονται μέ τήν κλασική Ἑλλάδα (μόνο) καί παραμερίζουν ὀ,τιδήποτε μετά τήν λήξη αὐτῆς τῆς “ἔνδοξης περιόδου”, δηλαδή μετά τήν μάχη τῆς Χαιρώνειας 338 π.Χ.). Ἔτσι, ὁ Niebuhr ἔγραφε ὅτι στή Χαιρώνεια συνετελέσθη “ἡ πτώση τῆς Ἑλλάδας, τῆς Γερμανίας τῆς ἀρχαιοτητας”. Ἡ θεώρηση αὐτή ἔχει τήν ἐξήγησή της στίς γερμανικές πολιτικές σκοπιμότητες τῆς ἐποχῆς: τό 1800 τό γερμανικό ἔθνος εἶναι διαιρεμένο σέ 300 καί πλέον κράτη πού ἁπλώνονται ἀπό τήν Δαλματία μέχρι τήν Λιθουανία. Ἡ ἀντιστοιχία μέ τίς ἀρχαιοελληνικές πόλεις - κράτη εἶναι ἐμφανής –καί γοητευτική γιά τούς Γερμανούς διανοούμενους πού ὁραματίζονται τήν ἐγκαθίδρυση φιλελεύθερης δημοκρατίας στά ἀπολυταρχικά κρατίδιά τους. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες προσφέρουν τό παράδειγμα ἑνός ἔθνους μέ κοινή γλώσσα καί πολιτισμό πού ἔφθασε στήν μέγιστη ἀκμή τοῦ χωρίς νά ἀπαιτηθῆ ἡ συνένωσή του σέ ἑνιαῖο κράτος.

Οἱ Ἕλληνες διανοούμενοι ἀντιγράφουν αὐτή τήν ἐπιλογή καί, ἐρχόμενοι σέ σύγκρουση μέ τά αἰσθήματα πού εἶχε διατηρήσει ὁ ἁπλός λαός στά δύσκολα χρόνια της σκλαβιᾶς, διαγράφουν ὡς μή ἑλληνική τήν μεταγενέστερη περίδο, δηλαδή τήν ἐποχή τοῦ Μέγ. Ἀλεξάνδρου καί τῶν ἐπιγόνων του, τήν γνωστή σήμερα ὡς “ἑλληνιστική” ἐποχή. Ἔτσι, ὁ Κοδρικᾶς πιστεύει ὅτι ἡ Ἑλλάδα δοκίμασε ἀλλεπάλληλες ἑφόδους καί δουλεῖες “ἀπό διάφορα ἔθνη, πότε Μακεδόνων, πότε Ρωμαίων, καί ἐνίοτε Γότθων”. Ὁ Κοραής γράφει ὅτι “ἡ διδασκαλία (τοῦ Σωκράτη) κατεπολεμήθηκε πρώτον ἀπό τούς σοφιστᾶς, ἔπειτα ἀπό τούς δορικτήτορας τῆς Ἑλλάδος Μακεδόνας καί Ρωμαίους”, ἐνῶ ὁ Α. Ρ. Ραγκαβής ἰσχυρίζεται ὅτι “ἀφ’ ὅτου ἡ Ἑλλάς ὑπέκυψε εἰς ζυγόν Μακεδόνων, ἡ τέχνη ἀπό ἐλευθέρας ἐταπεινώθη εἰς δούλην”. (Τά ἀποσπάσματα ἔχουν ἀντληθεῖ ἀπό τό βιβλίο “Βυζάντιο καί νεοελληνική διανόηση” τοῦ Φ. Δημητρακοπούλου).

Ἐνῶ, ὅμως, αὐτές εἶναι οἱ ἀπόψεις πού διδάσκονται στό νεοσύστατο Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1830, ἡ γερμανική ἱστοριογραφία ἔχει ἀλλάξει σελίδα. Οἱ σαρωτικές ἧττες τῶν μικρῶν γερμανικῶν κρατῶν ἀπό τόν Ναπολέοντα εἶχαν φανερώσει τά ἀσφυκτικά ὅρια τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας γιά μιά σύγχρονη πόλη - κράτος. Σταδιακά, λοιπόν, προβάλλει ὡς ρεαλιστικότερο ὅραμα ἡ συνένωση τῶν κρατιδίων ὑπό μιά ἰσχυρή στρατιωτική ἡγεμονία. Τόν ρόλο αὐτό διαφαίνεται ὅτι θά ἀναλάβη ἡ Πρωσία, ὅπως καί πραγματικά συνέβη στήν δεκαετία τοῦ 1860. Ἡ ἀναζήτηση ἰδεολογικῆς νομιμοποίησης τοῦ νέου πολιτικοῦ προσανατολισμοῦ ὁδηγεῖ τήν γερμανική ἱστοριογραφία σέ ἀναθεώρηση τοῦ ρόλου τοῦ Μέγ. Ἀλεξάνδρου.

Τό 1833 ὁ Ντρόυζεν δημοσιεύει τήν “Ἱστορία τοῦ Μέγ. Ἀλεξάνδρου” ἡ ὁποία τυγχάνει θερμῆς ὑποδοχῆς. Ἐδῶ ὁ Μέγ. Ἀλέξανδρος παρουσιάζεται ὄχι ὡς καταστροφέας ἀλλά ὡς σωτήρας τῆς Ἑλλάδας. Ἡ στρατοκρατική Πρωσία ἐνδιαφέρεται, ἀσφαλῶς, νά τονίση τίς ἱστορικές ἀναλογίες (Ἑλλάδα=Γερμανία, Μακεδονία=Πρωσία) καί εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Ντρόυζεν γίνεται ὁ ἐπίσημος ἱστορικός της Πρωσίας. Μέ τόν καιρό οἱ Ἕλληνες διανοούμενοι ἀντιγράφουν τήν νέα γερμανική τάση καί ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος παίρνει τήν θέση πού γνωρίζουμε σήμερα.

Στά πολύ ἐνδιαφέροντα Πρακτικά του συμποσίου ἐξετάζονται πολλοί ἀκόμη τομεῖς τῆς σχέσης Γερμανίας - Ἑλλάδας κατά τόν 19ο αἰώνα. Ἀπό τά ὅσα ἀναφέρθηκαν παραπάνω, πάντως, προκύπτει ἀνάγλυφη ἡ εἰκόνα τῆς ἑλληνικῆς διανόησης ποῦ, σέ μεγάλο βαθμό, ἀποδέχεται ἀβασάνιστα τίς κατευθύνσεις τῆς δυτικῆς ἱστοριογραφίας καί προσπαθεῖ νά τίς ἐπιβάλει στόν ἑλληνικό λαό. Ἡ σύγκρουση τῶν δυτικότροπων λογίων μέ τήν παράδοσή μας συνεχίστηκε σέ ὅλο τόν 19ο αἰώνα καί, μέ ἄλλες μορφές, συνεχίζεται μέχρι σήμερα...

  • Προβολές: 2701