Ἐπιπτώσεις ἀπὸ μιὰ ἄθρησκη Παιδεία
Μέ ἀφορμή τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί προστάτες τῆς Παιδείας τοῦ ἔθνους μας, θά διατυπώσω ἕνα καυτό ἐρώτημα, τό ὁποῖο συνήθως δέ συζητεῖται, ὅταν ἀπό κάποιους τίθεται σέ ἀμφισβήτηση τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα. Ἔχει ξεπερασθῆ, βέβαια, τό σύμπλεγμα τῆς μαχητικῆς ἀθεΐας, πού δέν ἀνεχόταν τήν διδασκαλία τῆς πίστης στά σχολεῖα. Τώρα τίθεται τό πλάγιο ἐρώτημα -ὄχι εὐτυχῶς ἀπό τό ὑπεύθυνο Ὑπουργεῖο- τῆς χρησιμότητας τοῦ μαθήματος, ὅταν μάλιστα ὑποχρεώνονται οἱ μαθητές τοῦ Λυκείου νά ἐξετασθοῦν καί σέ αὐτό προκειμένου νά ἔχουν πρόσβαση στά Πανεπιστήμια. Τό ἐρώτημα εἶναι: Ἄν ἀφαιρέσουμε ἀπό τό σχολεῖο τή διδασκαλία τῆς πίστης, τότε ποιό περιεχόμενο θά ἀποκτήση ἡ μάθηση καί ἡ γνώση; Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα δέν εἶναι ἁπλή καί εὔκολη. Θά ἐπιχειρήσω νά τήν προσεγγίσω διατυπώνοντας ἄλλα ἐρωτήματα.
Μιλᾶμε πολύ τόν τελευταῖο καιρό γιά τήν ἀπρόσωπη κοινωνία μας, τόν ἀτομικισμό, τίς παγερές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἀφαιρώντας ὅμως ἀπό τό πνευματικό ὀπτικό πεδίο τήν προσωπική ἀρχή τοῦ κόσμου, δέν κάνουμε παγερή καί ἀπρόσωπη καί τή γνώση; Ἄν ὁ προσωπικός Θεός (ὁ Τριαδικός Θεός τῶν Πατέρων μας, ὁ ὁποῖος ὡς ἀλληλοπεριχώρηση ἀγαπομένων προσώπων “ἀγάπη ἐστί”) δέν εἶναι ἡ ἀρχή κάθε ὑπαρκτοῦ, τότε δέν ὑποτάσσουμε τόν κόσμο σέ ἀπρόσωπες ἀρχές καί δυνάμεις; Οἱ ὁποῖες, βέβαια, ὡς ἀπρόσωπες δέν ἀγαποῦν, ὁπότε παύει πλέον ἡ ἀγάπη νά βρίσκεται στήν οὐσία τῆς ζωῆς μας, εἶναι ἄσχετη μέ τή φύση μας. Διδάσκουμε ἕναν κόσμο πού δυναστεύεται ἀπό τεράστιες δυνάμεις, μέ τίς ὁποῖες δέν μποροῦμε νά συνομιλήσουμε λογικά, γιατί δέν ἔχουν λογική, οὔτε ἐλευθερία. Κινοῦνται μέ βάση μιά νομοτέλεια πού δέν λαμβάνει ὑπόψη τῆς τά πάθη μας καί τούς καημούς μας, τίς ἐπιθυμίες καί τά ὁράματά μας. Ὁ κόσμος ὅλος μοιάζει μέ στρατόπεδο συγκέντρωσης αἰχμαλώτων. Χωρίς Θεό ἡ ζωή κλείνεται σέ συρματοπλέγματα, πού προσδιορίζονται ἀπό τίς τρεῖς γνωστές διαστάσεις τοῦ χώρου, ἐνῶ ἡ τέταρτη διάσταση (ὁ χρόνος) μετρᾶ τή φθορά καί τήν ἐξαφάνισή της. Ἡ κτίση προκαλεῖ ὑποσυνείδητα τόν τρόμο ἐχθροῦ, πού θέλουμε νά ὑποτάξουμε καί νά ἐκμεταλλευθοῦμε σάν ἀφέντες τόν δοῦλο.
Μέ αὐτές τίς “πνευματικές” προϋποθέσεις ἡ σωματική ἡδονή, τό χρῆμα καί ἡ κυριαρχία πάνω στούς ἄλλους, ἡ δύναμη καί ἡ δόξα, γίνονται “ἀρετές”, ἐπιδιωκόμενοι στόχοι, σύμβολα ζωῆς. Αὐτές ὅμως οἱ “ἀρετές” συνιστοῦν τήν ἐξαθλίωση τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ παιδεία πού δίνουμε στούς νέους, ὅταν δέν εἶναι ὁλοκληρωμένη, γεννᾶ τρομακτικά προβλήματα. Δέν τά ἐπιδιώκει καί δέν τά θέλει, ὅμως εἶναι φυσική συνέπεια τῆς μονομέρειάς της. Δυστυχῶς ἔχουμε φθάσει στό σημεῖο νά γίνη κοινή συνείδηση τῆς πλειονότητας τῶν διανοουμένων, ὅτι ἡ σύνδεση τῆς κτίσης μέ τό Θεό καί ἡ νοηματοδότηση τῆς ἐπιστήμης ἀπό τή θεολογία εἶναι σκοταδισμός. Στόν “ἀνεξάρτητο” δυτικοτραφή διανοούμενο αὐτό θυμίζει μεσαίωνα καί θεοκρατία, γιατί ἔχει γίνει ἀνίκανος νά ξεπεράση τά αὐτονόητά του καί νά προσεγγίση ἐλεύθερος τίς ρίζες του. Ἄλλη βέβαια εἶναι ἡ μέθοδος μέ τήν ὁποία γνωρίζουμε τήν κτίση καί ἄλλη αὐτή μέ τήν ὁποία γνωρίζουμε τό Θεό. Δέν μπορεῖ ὁ θεολόγος νά ἐκφέρη γνώμη γιά ἐπιστημονικά θέματα μέ βάση τήν θεολογία του, οὔτε ὁ ἐπιστήμονας γιά θεολογικά θέματα μέ βάση τήν ἐπιστήμη του. Συνδέονται ὅμως, ἡ ἐπιστήμη καί ἡ θεολογία στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος κινεῖται μέ τίς σωτικές αἰσθήσεις καί τήν λογική μέσα στόν κόσμο, ἀλλά ἡ φυσική ζωή τοῦ νοῦ τοῦ εἶναι ἡ διαμονή τοῦ “ἐν τῷ Θεώ”. Ἔτσι δέν μποροῦμε ἀκίνδυνα (ὄχι μόνο γιά τό αἰώνιο μέλλον μας, ἀλλά καί γιά τήν ὑγεία τῆς κοινωνίας μας) νά ἀποσυνδέουμε τήν ἀγωγή τῶν μελλοντικῶν ἐπιστημόνων ἀπό τήν πίστη καί τήν ἐπιστήμη ἀπό τή θεολογία. Οἱ συνέπειες εἶναι τραγικές. Τό τραγικότερο, βέβαια, εἶναι ὅτι πολλοί ἀγωνιοῦν βλέποντας τά συμπτώματα, ἀγνοοῦν ὅμως - ἤ θέλουν νά ἀγνοοῦν - τίς ἐσωτερικές αἰτίες τῶν συμπτωμάτων.
π.Θ.Α.Β.
- Προβολές: 2525