Ἄνθιμος Ὀλύμπιος (1862 -1881)
Μετεπαναστατικοὶ Ἐπίσκοποι Ναυπάκτου
Ἀρχιμανδρίτου π. Εἱρηναίου Κουτσογιάννη
Μετα τήν ἵδρυση τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους, μέ Διάταγμα τοῦ 1833, ἡ ἐπαρχία Ναυπακτίας καί οἱ ἐπαρχίες Ἀκαρνανίας, Μεσολογγίου καί Ἀγρινίου ἀπετέλεσαν τήν «Ἐπισκοπή Ἀκαρνανίας καί Αἰτωλίας», µέ ἕδρα τό Μεσολόγγι. Τήν Ἐπισκοπή αὐτή ἐποίµαναν «ὁ µέχρι τοῦδε Ναυπάκτου καί Μεσολογγίου Σ. Μητροπολίτης» καί πρώην Ἄρτης καί Ναυπάκτου Πορφύριος (1833-1838) καί ὁ Ἱερόθεος (1841-1847), ἐνῶ ἡ διοίκησις τῆς Ἐπισκοπῆς στό διάστηµα 1847 1852 ἀνατέθηκε σε ᾿Επισκοπική Ἐπιτροπή.
Τό 1852 διά τοῦ Σ! Νόμου ἡ Ναυπακτία ἀπεκόπη ἀπό τήν Ἐπισκοπή Ἀκαρνανίας καί Αἰτωλίας καί µαζί µέ τήν Εὐρυτανία ἀπετέλεσαν ξεχωριστή Ἐπισκοπή. Ὁ σχετικός νόμος ὅριζε ὡς ἔδρα τῆς Ἐπισκοπῆς τό Καρπενήσι, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὅμως στίς 12 Ἰουλίου 1852 πρότεινε, «ὅπως ἕδρα τῆς ᾿Επισκοπῆς Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας εἶναι ἡ Ναύπακτος» καί λίγο ἀργότερα (30 Σεπτεµβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους), ὑπέδειξε ὅπως ἡ μέν Ναύπακτος εἶναι χειµερινή ἕδρα, τό δέ Καρπενήσι θερινή.
Γιά τήν πλήρωση τῆς νεοϊδρυθείσης ᾿Επισκοπῆς, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος πρότεινε ἐπίσης στό Ὑπουργεῖο πρός ἔγκριση «τούς ἱεροδιάκονον Ἄνθιμον Ὀλύμπιον, πρωτ. Διονύσιον Δεσποτόπουλον ἐκ Λιδωρικίου, µέχρι τοῦδε Γενικόν Ἐπισκοπικὸν ᾿Επίτροπον Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας παμψηφεῖ καί ᾿Αρχιμ. Νικηφόρον Ρωμανίδην κατά πλειοψηφίαν», ἐκ τῶν ὁποίων προκρίθηκε ὁ ἱεροδιάκονος Ἄνθιμος Ὀλύμπιος.
Ὁ Ἄνθιμος σπούδασε στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης καί ἀργότερα διετέλεσε οἰκονόμος τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, μέχρι τῆς ἐκλογῆς του σἑ ἐπίσκοπο. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος ἀπό τόν Μητροπολίτη πρώην Μεθώνης, Μακάριο, ἀνήµερα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1852 καί Ἐπίσκοπος τήν ἑπομένη, 26 Δεκεμβρίου 1852.
Ὡς τόπον µονίµου διαµονῆς του προτίµησε τήν Ναύπακτο, παρά τήν πρόταση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου περί χειµερινῆς καί θερινῆς ἕδρας τήν Ναύπακτο καί τό Καρπενῆσι ἀντίστοιχα. Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ κάτοικοι τῆς Εὐρυτανίας διαμαρτυρήθηκαν ἔντονα, µέ σπουδαιότερη διαμαρτυρία αὐτήν τοῦ Ἐπαρχιακοῦ Συµβουλίου, διά τῆς ὁποίας παρεκαλεῖτο ἡ Κυβέρνησις «ὅπως εὐαρεστουμένη διατάξῃ ταχέως τήν ἐκτέλεσιν τοῦ περὶ τῆς ἕδρας τοῦ Ἀρχιερέως καί Ναυπακτίας Υ.Β. Διατάγματος». Παρ' ὅλα αὐτά ὁ Ἄνθιμος ἐξακολούθησε νά παραµένη στήν Ναύπακτο.
Κατά τά ἔτη 1859-1860, 1865-1866, 1875-1876 καί 1880-1881, ὁ Ἄνθιμος διετέλεσε µέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί «ὡς µέλος Αὐτῆς ὑπεστήριξε µετά θέρµης τάς δικαίας, τῆς Ἐκκλησίας, ἀπόψεις, µετά πολλῆς δέ τῆς χαρᾶς καί ἐσωτερικῆς ἱκανοποιήσεως ἔβλεπε κληρικούς ἀξίους, ἐπί τήν Ἀρχιερωσύνην ἀνερχομένους, πρός οὕς τήν ὑποστήριξιν αὐτοῦ ἐξεδήλου».
Στήν ἐπαρχία του µερίµνησε γιά τὸν ἱερό κλῆρο καί γιά τήν ἠθική ἐξύψωση καί τήν Πνευματικὴ τροφοδοσία τοῦ ποιμνίου του. Ἦταν καλλιφωνότατος καὶ γνώστης τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς, ἔγραψε μάλιστα καί σύγγραμµα περί αὐτῆς, τό ὁποῖο δυστυχῶς δέν διασώθηκε.
Ὁ Ἄνθιμος ἐξεδήμησε στίς 2 Ἀπριλίου τοῦ 1881 καί ἐτάφη στή Ναύπακτο. Κατά µῆκος τῆς ἐξωτερικῆς βόρειας πλευρᾶς τοῦ παλαιοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, ὑπῆρχαν µέχρι καί τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ αἰῶνος µας τάφοι μετεπαναστατικῶν Μητροπολιτῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων ἀσφαλῶς θά ὑπῆρχε καί ὁ τάφος τοῦ Ἐπισκόπου Ἀνθίμου. Σήµερα τά ὀστά του βρίσκονται σέ Κοινοτάφιο Ἀρχιερέων στό Νεκροταφεῖο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Ναυπάκτου.
Μετά τό θάνατο τοῦ Ἀνθίµου ἡ Ἱερὰ Σύνοδος µέχρι τήν πλήρωση τῆς κενῆς Ἐπισκοπικῆς ἕδρας µέ κανονικό Ἐπίσκοπο πρότεινε στό Ὑπουργεῖο Ἐπισκοπική ᾿Επιτροπή ἀπό ἀξιωματούχους κληρικούς ἀπό τήν πόλη τῆς Ναυπάκτου καί ὄχι ἀπό τό Καρπενήσι, πού ἦταν ἡ νόμιμη ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς. Τό Ὑπουργεῖο µέ ἔγγραφό του πρός τήν Σύνοδο, παρεκάλεσε τά µέλη τῆς νοµίµου Ἐπισκοπικῆς Ἐπιτροπῆς νά εἶναι ἀπό τήν πόλη τοῦ Καρπενησίου. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος µέ τήν σειρά της ἀπέφυγε ν᾿ ἀπαντήσει στό Ὑπουργεῖο, σέ συνεδρία της δέ στίς 9 Ἰανουαρίου 1882, πρότεινε γιά τήν πλήρωση τῆς Ἐπισκοπῆς Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας μέ κανονικές ψήφους, «τούς Νεκτάριον Παπαγεωργίου, τελειόφειτον τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καί διεκπεραιωτήν παρά τῇ Ἱερᾶ Συνόδῳ, Γρηγόριον Κεντρωτήν Ἀρχιμ. καί Διονύσιον Βεργήν», χωρίς ὡστόσο τό Ὑπουργεῖο νά ἐγκρίνει τήν πρόταση αὐτή.
- Προβολές: 1201