Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ ἀρρώστια κατασκευῆς εἰδώλων

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ Νῖκος Καζαντζάκης στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου τοῦ Τελευταῖος Πειρασμός, γράφει: “Κάθε ἄνθρωπος εἶναι θεάνθρωπος, σάρκα καί πνέμα• νά γιατί τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μονάχα μυστήριο μιᾶς ὁρισμένης θρησκείας• εἶναι πανανθρώπινο• σέ κάθε ἄνθρωπο ξεσπάει ἡ πάλη Θεοῦ κι ἀνθρώπου, καί συνάμα ἡ λαχτάρα τῆς φίλιωσης”. Ἡ πάλη Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι ἡ πάλη τῆς σάρκας μέ τό πνεῦμα• ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ σάρκα καί ὁ Θεός ταυτίζεται μέ τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Ξεκινώντας ἀπό μιά λανθασμένη ἀνθρωπολογία καί μιά αἱρετική χριστολογία κτίζει τό ἔργο του, μέ τό ὁποῖο θέλει νά δώση “ἕνα ἀνώτατο πρότυπο στόν ἀγωνιζόμενο ἀνθρωπο”, νά τοῦ δείξη “πῶς δέν πρέπει νά φοβᾶται τόν πόνο, τόν πειρασμό καί τόν θάνατο, γιατί ὅλα αὐτά μπορεῖ νά νικηθοῦν, νικήθηκαν κιόλα”. Νικήθηκαν ὄχι γιατί ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀλλά γιατί πέθανε στό σταυρό χωρίς νά ὑποκύψη καί στόν τελευταῖο πειρασμό Του. Τό πρότυπο, βέβαια, πού δίνει δέν εἶναι ὁ Χριστός τῆς ἱστορίας καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἕνας Χριστός τῆς δικῆς του φαντασίας. Αὐτήν τήν ἀλήθεια, ἐμμέσως πλήν σαφῶς, τήν ὁμολογεῖ γράφοντας: “Τό βιβλίο τοῦτο δέν εἶναι βιογραφία, εἶναι ἐξομολόγηση τοῦ ἀγωνιζόμενου ἀνθρώπου”.

Οὐσιαστικά εἶναι μιά δική του ἐξομολόγηση• ὁ “Χριστός” εἶναι ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας, γι’ αὐτό, ἄλλωστε, εἶπε ὅτι “κάθε ἄνθρωπος εἶναι θεάνθρωπος, σάρκα καί πνέμα”.

Ἡ περίπτωση Καζαντζάκη ἔρχεται στίς μέρες μας στήν ἐπιφάνεια χάρη στήν περίπτωση τοῦ Μ. Ἀνδρουλάκη, ὁ ὁποῖος μέ ἀφορμή τίς ἔντονες ἀποδοκιμασίες αὐτῶν πού γράφει γιά τόν Χριστό, στό βιβλίο τοῦ Μν, εἶπε σέ τηλεοπτικό σταθμό, ὅτι ὁ δικός του Χριστός εἶναι καλύτερος ἀπό τόν Χριστό τῶν μαινομένων ἀντιπάλων του. Δηλαδή, ἔχει φτιάξει κι αὐτός ἕνα δικό του Χριστό, διαφορετικό ἀπό τόν Χριστό τῆς ἱστορίας καί τῆς Ἐκκλησίας.

Δέν μέ ἐνδιαφέρουν τά συγκεκριμένα βιβλία, τήν στιγμή πού οἱ συγγραφεῖς τούς παραχαράσσουν τήν ἱστορική ἀλήθεια, προκειμένου νά δικαιολογήσουν καί νά προβάλουν ἕναν τρόπο ζωῆς τελείως ξένο πρός τήν ζωή καί τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Μέ ἐνδιαφέρει ὅμως ἡ ἀρρώστια πού τά γέννησε, οἱ φιλοσοφικές καί “θεολογικές” προϋποθέσεις πού βοήθησαν αὐτή τήν ἀρρώστια νά ἐκφρασθῆ μυθιστορηματικά. Ἡ ἔρευνα σέ αὐτό τό σημεῖο εἶναι, πιστεύω, ἔργο ποιμαντικό. Ἄν μείνουμε μόνο σέ κατασταλτικά μέσα (ποῦ κι αὐτά χρειάζονται• δείχνουν τήν μέριμνα τῆς πολιτείας γιά τήν ὑγεία τῆς κοινωνίας), δέν θεραπεύουμε τήν αἰτία τοῦ προβλήματος. Τό βεβαιότερο εἶναι ὅτι δίνουμε ἀφορμή στούς ἐκφραστές τοῦ ψεύδους νά ἀποδειχθοῦν ἥρωες στόν ἀγώνα τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου. Αὐτό εἶναι, δυστυχῶς, φυσικός νόμος στήν παράλογη ἐποχή μας.

Θέλω στήν συνέχεια νά σχολιάσω δύο διατυπώσεις πού ἀποκαλύπτουν, κατά τήν γνώμη μου, τήν ἀρρώστια πού προανέφερα. Πρώτη, εἶναι ἡ φράση “κάθε ἄνθρωπος εἶναι θεάνθρωπος” καί δεύτερη, ἡ ἔκφραση “ὁ δικός μου Χριστός εἶναι καλύτερος...”.

Λέγοντας ὁ Καζαντζάκης ὅτι “κάθε ἄνθρωπος εἶναι θεάνθρωπος, σάρκα καί πνέμα”, ἐκφράζει τήν πίστη του ὅτι τό “πνεύμα” τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θεός. Αὐτή ἡ ἀντίληψη, κατά τόν μακαριστό Ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς συγκεντρώσεως ὅλης της πνευματικῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου στό νοῦ - λογικό. Ὅταν, λοιπόν, ὁ Καζαντζάκης λέει “πνεύμα”, ἐννοεῖ τό λογικό του ἀνθρώπου, μέ τό ὁποῖο ἐρευνᾶ τά πάντα, ἀκόμη καί τή δραματική πάλη πού συντελεῖται μέσα στή ψυχή του. Αὐτή, ὅμως, ἡ ἔρευνα τοῦ λογικοῦ εἶναι ἔξω ἀπό τά φυσικά του ὅρια, γι’ αὐτό ἄλλωστε κάνει καί λάθος. Κινεῖται μέ τή διανοητική φαντασία, φορτισμένη μέ τήν ὑπερηφάνια καί τήν ἐπιθυμία τῆς κυριαρχίας πάνω σε ὅλα. Σέ μιά τέτοια περιπλάνηση, χωρίς προσευχή, χωρίς πίστη στόν προσωπικό Θεό καί γνώση τῶν φυσικῶν ὁρίων του, πού συνιστᾶ τήν ταπείνωση, ὁ νοῦς - λογικό, κατά τόν μακαριστό Ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο, “δέν βρίσκει τίποτε ὑψηλότερό του καί καταλήγει μέ τήν παραδοχή πῶς μέσα του ὑπάρχει μιά θεία ἀρχή”. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἐγκλωβίζεται μέσα στά ὅρια τῆς κτίσεως. Πιστεύει ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε πιό μεγάλο ἀπό τόν ἑαυτό του. Αὐτή ἡ κατάσταση εἶναι ἡ γενεσιουργός αἰτία τῆς κατασκευῆς εἰδώλων, τά ὁποῖα δέν εἶναι σύμβολα ἐξωκοσμικῶν δυνάμεων, ἀλλά εἰκόνες καί ἐξιδανικεύσεις τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν παθῶν του.

Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις μποροῦν νά “κατασκευασθούν” πολλοί Χριστοί, ἀνάλογα μέ τά πάθη πού θέλει ὁ κάθε τολμηρός λογικοκρατούμενος δοῦλος τῶν αἰσθήσεων καί τῶν φαινομένων νά δικαιολογήση στόν ἑαυτό του. Ὁπότε ἡ ἔκφραση “ὁ δικός μου Χριστός εἶναι καλύτερος...” εἶναι μιά εἰλικρινής ὁμολογία τῆς κατασκευῆς ἑνός εἰδώλου, πού ὁ κατασκευαστής τοῦ τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, παραβιάζοντας τό πραγματικό περιεχόμενο τοῦ ὀνόματος.

Στήν ὅλη ἱστορία, ὅμως, ὑπάρχει καί μιά πονηρή ἀνομολόγητη προσπάθεια νά ἀποδειχθῆ μέσω παραδείγματος ἡ φιλοσοφική ἄποψη τοῦ Φόιερμπαχ γιά “τό θρησκευτικό φαινόμενο”, μέ ἀπώτερο σκοπό τήν σχετικοποίηση ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν δογματικῶν διδασκαλιῶν καί τῶν θρησκευτικῶν διαφορῶν. Κατά τόν Χρῆστο Γιανναρά “Τό κέντρο τῆς φιλοσοφίας (τοῦ Φόιερμπαχ) εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί μόνο, ὁ ἄνθρωπος ὡς αἰσθητή ὕπαρξη καί σέ ἄμεση σχέση μέ τήν αἰσθητή φύση. Ἡ ὀντολογική πραγματικότητα δέν μπορεῖ νά εἶναι ἕνα διανόημα, ἀλλά ὁ αἰσθητός χαρακτήρας τῶν πραγμάτων, ἔστι ὅπως τόν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος μέ τίς αἰσθήσεις του, τίς ἐπιθυμίες, τίς ἀνάγκες, τά πάθη τοῦ –φτάνοντας στή γνώση μέσω τῆς ἀπόλαυσης τῶν ἀντικειμένων” (Σχεδίασμα εἰσαγωγῆς στή φιλοσοφία, σέλ. 211-212). Μέ αὐτή τήν ἀκραία ὑλιστική ἄποψη γιά τόν ἄνθρωπο συνδέεται ἡ ἄποψη τοῦ Φόιερμπαχ γιά τό “θρησκευτικό φαινόμενο”. Γιά τόν Γερμανό φιλόσοφο ἡ θρησκεία “εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ἤ πιό σωστά τήν οὐσία του, ἀλλά σάν ἕνα ἄλλο ὅν. Τό θεϊκό ὅν δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπ’ τήν ἀνθρώπινη οὐσία”. Γι’ αὐτό συμπεραίνει ὅτι “ὅλοι οἱ προσδιορισμοί τοῦ θεϊκοῦ ὄντος, εἶναι προσδιορισμοί τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας” (βλέπε Β. Γιούλτση, Ἡ κοινωνιολογία τοῦ ἀθεϊσμοῦ, σέλ. 59).

Ἡ ἀρρώστια πού κατασκεύασε τά ὑβριστικά κείμενα γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ὑπερτροφία τῆς λογικῆς, ἡ ὁποία θέλει νά κυριαρχῆ σέ περιοχές ἔξω ἀπό τά φυσικά της ὅρια, τήν στιγμή, μάλιστα, πού ἡ ψυχή μένει ἀθεράπευτη γεμάτη πάθη. Τήν ἀρρώστια αὐτή ἑδραιώνει ἡ φιλοσοφική ὑποδομή πού προσφέρει ὁ Φόιερμπαχ, στούς μαρξιστές κυρίως στοχαστές (ὁ Μάρξ ἐπηρεάστηκε πολύ ἀπό τόν Φόιερμπαχ), ἡ ὁποία τούς ἐπιτρέπει νά κατασκευάζουν εἴδωλα τοῦ ἐαυτοῦ τους καί νά τούς δίνουν τό ὄνομα τῆς θεότητας.

Τό κακό αὐτό, βέβαια, δέν προσβάλει μόνο μαρξιστές καί ἀθέους. Μπορεῖ νά προσβάλη καί μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί νά τά ὁδηγήση στήν “κατασκευή” ἑνός δικοῦ τους Χριστοῦ, διαφορετικοῦ ἀπό τόν ἕνα Χριστό τῆς ἱστορίας καί τῆς Ἐκκλησίας. Στήν κατηγορία αὐτή ἀνήκουν οἱ αἱρετικοί ὅλων των ἐποχῶν. Γι’ αὐτό πρέπει νά ξέρουμε τήν θεραπεία αὐτοῦ του κακοῦ, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀφ’ ἑνός μέν στή ρύθμιση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς μέ τίς εὐαγγελικές ἐντολές, ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν καταπολέμηση τῶν ὑπερφίαλων ἀπαιτήσεων τῆς λογικῆς “μέ τή πίστη πού νικᾶ τόν κόσμο”, μέ τήν ἐμπιστοσύνη στή διδαχή αὐτῶν πού ἐν Χριστῷ νίκησαν τόν κόσμο. Γιατί ἡ ἐμπιστοσύνη στούς μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι μόνος τρόπος νά ἀποκτήσουμε γνώση “πραγμάτων οὐ βλεπομένων”, πραγμάτων πού δέν μποροῦν νά ἀντιληφθοῦν ἡ λογική καί οἱ αἰσθήσεις.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2990