Skip to main content

Κύριο Θέμα: Μιά ὑπεύθυνη ἄποψη γιά τό κρίσιμο πρόβλημα πού ἀνέκυψε - Ἀναζητώντας τὴν ταυτότητα τοῦ προβλήματος τῶν ταυτοτήτων

Τήν ἐξέλιξη ἑνός σοβαροῦ προβλήματος γιά τήν Πατρίδα μας παρακολουθοῦμε τίς τελευταῖες ἑβδομάδες. Πρόκειται γιά τό θέμα τῶν νέων ταυτοτήτων, γιά ἕνα κατ’ ἐξοχήν ἐθνικό καί κοινωνικό πρόβλημα, πού ἅπτεται τῆς ὑποστάσεως τοῦ Γένους μας καί δέν εἶναι δυνατόν νά μετρηθῆ, ὅπως ἐπιχειρεῖται, μέ κομματικά ἤ προσωπικά κριτήρια, καί, βεβαίως, οἱ κρίσιμες ἐξελίξεις πού δρομολογοῦνται στό θέμα αὐτό δέν εἶναι δυνατόν νά γίνουν ἐρήμην του Κοινοβουλίου καί τοῦ λαοῦ.

Ἡ Ἱερά Σύνοδος, κατανοώντας τήν κρισιμότητα τοῦ θέματος, συνεκάλεσε ἔκτακτη σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά νά ἀντιμετωπίση τό πρόβλημα.

Στήν σύνοδο αὐτή τῆς Ἱεραρχίας ἀκούσθηκαν τρεῖς εἰσηγήσεις, τοῦ Μητροπολίτου μας κ. Ἱεροθέου μέ θέμα “Ἱστορική ἐξέλιξις τοῦ θέματος τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἰς τά Δελτία τῶν Ἀστυνομικῶν Ταυτοτήτων τῶν Ἑλλήνων Πολιτών”, τοῦ Μητροπολίτου Καβάλας κ. Προκοπίου γιά τήν νομική ἄποψη τοῦ ζητήματος, καί τοῦ  Μητροπολίτου Ἀλεξανδρουπόλεως κ. Ἀνθίμου, ὁ ὁποῖος κατέθεσε προτάσεις γιά τήν ἀντιμετώπισή του.

Σημειώνουμε ὅτι ὁ Μητροπολίτης κ. Ἱερόθεος ἦταν Πρόεδρος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τό θέμα τῶν ταυτοτήτων καί εἶχε μελετήσει τό θέμα ἐπισταμένως γιά μεγάλο χρονικό διάστημα. Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί πρός ἐνημέρωση τῶν ἀναγνωστῶν θά δημοσιεύουμε σέ συνεχόμενα τεύχη τῆς “Παρέμβασης” χαρακτηριστικά σημεῖα τῆς ἐν λόγω εἰσηγήσεως.
Ἡ ἀρχική εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου ἀποτελεῖται ἀπό 58 σελίδες καί ἀντιμετωπίζει τό ζήτημα συνολικά. Στό τεῦχος αὐτό δημοσιεύουμε τό ἕβδομο κεφάλαιο.

***

7. ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥΣ

Κατά τήν πρόσφατη συζήτηση περί τῆς ἀναγραφῆς ἤ μή τοῦ θρησκεύματος ἐτέθησαν μερικά ἐρωτήματα καί ἐκφράσθηκαν μερικοί προβληματισμοί εὐλογοφανεῖς ἤ λογικοί. Θά προσπαθήσω νά ἐντοπίσω μερικούς ἀπό αὐτούς.

α) Κατά κόρον ἐλέχθη ὅτι οἱ ταυτότητες εἶναι κρατικά δημόσια ἔγγραφα καί δέν εἶναι ἀνάγκη νά εἶναι ὁμολογιακά κείμενα, στά ὁποῖα θά ἐκφράζεται ἡ πίστη τοῦ κάθε πολίτη.

Αὐτό εἶναι μιά ἀλήθεια ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά παραθεωρηθῆ. Ὅμως, ταυτόχρονα δέν μποροῦν νά παραγνωρισθοῦν ἄλλες ἐπί μέρους παράμετροι. Γιά παράδειγμα: Γιατί τώρα τελευταία προσδίδεται στήν ταυτότητα αὐτός ὁ χαρακτήρας ὅτι, δηλαδή, εἶναι δημόσιο ἔγγραφο, στό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά γράφεται τό θρήσκευμα ἑνός ἀνθρώπου; Καί γιατί ὑπονοεῖται ὅτι στά δημόσια ἔγγραφα δέν πρέπει νά ἀναφέρεται ἡ θρησκεία τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ὁ κάθε πολίτης;

Ὁ προβληματισμός αὐτός μπορεῖ νά τεθῆ ἀπό πλευρᾶς Ἐκκλησίας, ὄχι ὅμως ἀπό πλευρᾶς Πολιτείας. Καί αὐτό γιατί εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ κάθε Πολιτεία ἔχει τήν δυνατότητα, ἀλλά καί τήν ὑποχρέωση νά καταγράφη τό θρήσκευμα κάθε πολίτη, ἀφ’ ἑνός μέν γιά στατιστικούς λόγους, καί στήν πατρίδα μας γιά ἐθνικούς λόγους, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά προστατεύη τήν χώρα ἀπό θρησκεύματα τά ὁποῖα λειτουργοῦν ὡς ψυχοναρκωτικά καί καταδυναστεύουν τήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔπειτα, δεδομένου ὅτι ὑπάρχουν δημόσια ἔγγραφα στά ὁποῖα ἀναγράφεται τό θρήσκευμα (ὅπως τό δηλώνουν οἱ Μουσουλμάνοι γιά εἰσαγωγή στά πανεπιστήμια, οἱ Προτεστάντες γιά τήν λήψη ἀδείας λειτουργίας εὐκτηρίου οἴκου, οἱ Χιλιαστές γιά νά μή παραλάβουν ὅπλα, κ.λ.π.) ὅταν χρησιμοποιοῦμε τό ἐπιχείρημα ὅτι στήν ταυτότητα, πού εἶναι δημόσιο ἔγγραφο, δέν ἀναγράφεται ἡ θρησκεία, κινδυνεύουν τά ἄλλα δημόσια ἔγγραφα νά μή θεωρηθοῦν ὡς δημόσια ἔγγραφα.

Τά ἐρωτήματα εἶναι πολλά: γιατί χρησιμοποιεῖται τώρα τελευταῖα αὐτό τό ἕωλο ἐπιχείρημα καί γίνεται αὐτή ἡ ἀλλαγή; Τί συνετέλεσε στήν στροφή αὐτή καί μάλιστα χωρίς διάλογο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπαραίτητος στά δημοκρατικά πολιτεύματα;

Ἔχω τήν γνώμη ὅτι ἐάν γινόταν διάλογος μεταξύ Πολιτείας καί Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας θά μποροῦσε νά βρεθῆ οὐσιαστική λύση, ἡ ὁποία θά ἐξέφραζε τήν συναίνεση, χωρίς ὑποχωρήσεις σέ βασικά σημεῖα πίστεως, καί θά διετηρεῖτο ἡ κοινωνική συνοχή. Εἶμαι δέ σέ θέση νά γνωρίζω ὅτι ἀκούγονταν πολλές σοβαρές φωνές καί ἐκ μέρους μελῶν τῆς Ἐκκλησίας γιά λύσεις οὐσιαστικές, μέ τίς ὁποῖες καί ἡ Πολιτεία θά ἰκανοποιεῖτο καί ἡ Ἐκκλησία θά θεολογοῦσε ἀποφεύγοντας εὐσεβιστικές θεωρήσεις.

Τελικά πιστεύω, καί δέν εἶναι τῆς ὥρας νά ἀναλύσω, ὅτι ὑπῆρχαν καί ἄλλοι τρόποι γιά νά λυθῆ τό θέμα αὐτό χωρίς ἀναταράξεις, πού δέν συμφέρουν κανέναν, ἐκτός κι ἄν ἐπιδιώχθηκε ὁ τεχνητός αὐτός θόρυβος γιά πολιτικούς - κομματικούς λόγους, πράγμα πού δέν θέλω νά πιστεύσω.

β) Συνέχεια αὐτῆς τῆς ἀπόψεως εἶναι καί ἡ ἄλλη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Πολιτεία εἶναι ἐκείνη πού καθορίζει ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μέ τούς πολίτες καί ἑπομένως ὁ τύπος ἐκδόσεως τῶν ταυτοτήτων εἶναι ἀποκλειστική ὑπόθεση τῆς Πολιτείας καί κανενός ἄλλου Ὀργανισμοῦ, οὔτε φυσικά καί τῆς Ἐκκλησίας.

Καί ἡ ἄποψη αὐτή, ἐνῶ ἔχει φαινομενικά στοιχεῖα ἀληθείας, ἐν τούτοις εἶναι ἀποσπασματική καί τελικά ἐπικίνδυνη γιά τήν δημοκρατία. Καί αὐτό στηρίζεται σέ δύο βασικούς λόγους. Ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ἐκληφθῆ ὡς ἕνας ἀνθρωποκεντρικός ὀργανισμός ἤ μιά ἐκκλησιαστική διοικητική ὑπηρεσία, ἀφοῦ εἶναι τό σύνολο τῶν Κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν, πού ἀποτελοῦν τόν λαό τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκείνη πού ἐκφράζει καί σηματοδοτεῖ τήν παράδοση αὐτοῦ του τόπου, χωρίς βέβαια νά παραθεωροῦνται οἱ ἄλλες θρησκευτικές δοξασίες, πού εἶναι σεβαστές, σύμφωνα μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν σύγχρονη ἑλληνική νομοθεσία. Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ὁ λαός πού ἀνήκει στήν Ἐκκλησία ἔχει λόγο γιά ὅλα τα σοβαρά θέματα, πού τόν ἀπασχολοῦν καί ἡ ἄποψή του πρέπει νά γίνεται σεβαστή ὄχι μόνον κατά τήν ἡμέρα τῶν ἐκλογῶν –γιατί μιά ἄποψη περί κυριαρχίας τοῦ λαοῦ κατά τήν διαδικασία τῆς ψηφοφορίας εἶναι ὑποκριτική καί τολμῶ νά ὑποστηρίξω ἀντιδημοκρατική– ἀλλά σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ἐξασκήσεως τῆς ἐξουσίας. Δέν εἶναι δυνατόν μιά ἐξουσία νά “ὑποκλέπτη” τήν ψῆφο τοῦ λαοῦ μέ “ἐπιστημονικούς” τρόπους καί στήν συνέχεια νά κυβερνᾶ γιά τά προσδιορισμένα χρόνια σέ βάρος τῶν πραγματικῶν συμφερόντων τοῦ λαοῦ, ἀποθέτοντας ἁπλῶς τίς ἐλπίδες στόν λαό ἐπανευρέσεως τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας στίς νέες ἐκλογές, στίς ὁποῖες θά ἐπικρατήσουν καί πάλι πολωτικές νοοτροπίες καί ἐνέργειες ψυχολογικές, οἱ ὁποῖες θά “ὑποκλέψουν” τήν ψῆφο τοῦ λαοῦ καί στήν οὐσία θά παραβιάσουν τίς ἀτομικές ἐλευθερίες. Μιά τέτοια ἀντίληψη συνιστᾶ ἔλλειμμα δημοκρατίας. Γι’ αὐτό ἀπό πολλούς παράγοντας συνιστᾶται σήμερα ἡ εἰσαγωγή καί καθιέρωση τῆς ἀρχῆς τῶν δημοψηφισμάτων γιά σοβαρά θέματα, ὥστε ὁ λαός νά συμμετέχη ἐνεργά στήν ἐξάσκηση τῆς ἐξουσίας καί ἡ Πολιτεία νά δεσμεύεται στήν χρησιμοποίηση δημοκρατικῶν τρόπων διακυβέρνησης.

Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ πρόταση περί δημοψηφισμάτων γιά σοβαρά θέματα πού ἔγινε ἐπίσημα καί ἐπιστημονικά ἀπό τήν κίνηση ἐνεργῶν πολιτῶν, ἡ ὁποία ἔκανε σχετικές ὁμιλίες σέ ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα ἀπό εἰδικούς ἐπιστήμονας, ἡ ὁποία κίνηση εἰσηγήθηκε τήν ἄποψη αὐτή στήν Κυβέρνηση καί τά ἄλλα κόμματα, ἐν ὄψει ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος, δέν ἔγινε ἀποδεκτή, μέ ἀποτέλεσμα νά μή συμπεριλαμβάνεται στά ἀναθεωρητέα ἄρθρα τοῦ νέου Συντάγματος, πού πρόκειται νά ψηφισθῆ ἀπό τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό τίς πρόσφατες ἐκλογές.

Ἑπομένως, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ τύπος ἐκδόσεως τῶν νέων ταυτοτήτων καί μάλιστα ἡ ἀπάλειψη ἐνδείξεων πού ἐπικρατοῦσαν γιά πολλά χρόνια, ὅπως εἶναι ἡ ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος, εἶναι ἔργο τῆς Πολιτείας ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σέ πολλές παραχαράξεις, κυρίως στήν ἰσχυροποίηση τῆς ἀρχῆς τῆς Πολιτειοκρατίας. Αὐτή, ὅμως, ἡ ἄποψη δίδει τό δικαίωμα καί τήν δυνατότητα στήν Πολιτεία νά προχωρήση καί στήν εἰσαγωγή ἑνός ἄλλου τύπου ταυτότητος, τῆς ἠλεκτρονικῆς, πού ἀποβλέπει καί καταλήγει ἀναπόδραστα στό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα μέ τήν υἱοθέτηση τοῦ μικροτσίπ, ἀφοῦ καί πάλι δέν θά ἐρωτηθῆ ὁ λαός, μέ τήν αἰτιολογία ὅτι αὐτό εἶναι ἔργο καί δικαίωμα τῆς Πολιτείας. Αὐτή, ὅμως, ἡ σκέψη μπορεῖ νά ὁδηγήση καί σέ ἄλλες πράξεις στό μέλλον, πού θά διασαλεύσουν τήν καλῶς νοούμενη Δημοκρατία.

Στό σημεῖο αὐτό θεωρῶ ἐπίκαιρη τήν ἐπισήμανση τοῦ Max Weber περί τῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία ἐπισήμανση πρέπει νά ληφθῆ σοβαρά ὑπ’ ὄψη. Ο Max Weber ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχουν τρία εἴδη ἐξουσίας, ἤτοι ἡ γραφειοκρατική ἤ νόμιμη ἐξουσία, ἡ χαρισματική ἐξουσία καί ἡ παραδοσιακή ἐξουσία.

Ἐπεκτείνοντας τήν σκέψη αὐτή τοῦ Max Weber θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά λειτουργοῦν σωστά καί τά τρία αὐτά εἴδη ἐξουσιῶν καί νά συνεργάζωνται στενά μεταξύ τους. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ γραφειοκρατική ἤ νόμιμη ἐξουσία συνδέεται στενά μέ τήν ἑκάστοτε Κυβέρνηση, ἡ ὁποία ἐλέγχεται ἀπό τόν λαό καί ἀσχολεῖται μέ θέματα διοικήσεως τοῦ λαοῦ. Ἐπίσης, ἡ χαρισματική ἐξουσία ἀσκεῖται ἀπό ἀνθρώπους μέ ἰδιαίτερα προσόντα–χαρισματα, ἀπό προσωπικότητες πού ἔχουν ἕναν σοβαρό λόγο στήν κοινωνία (Κληρικοί, γονεῖς, δάσκαλοι, φορεῖς διαφόρων Ὀργανώσεων κ.λ.π.) καί ἀναπληρώνουν πολλά κενά της γραφειοκρατικῆς ἐξουσίας. Καί τέλος, εἶναι ἡ παραδοσιακή ἐξουσία πού ἐκφράζει τίς παραδόσεις τοῦ λαοῦ, καί εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς καλά ὀργανωμένης κοινωνίας.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἡ συνεργασία μεταξύ αὐτῶν τῶν τριῶν παραγόντων βοηθᾶ ἀποτελεσματικά στήν καλή λειτουργία τῆς κοινωνίας. Ἐάν ἡ λεγομένη γραφειοκρατική ἤ νόμιμη ἐξουσία παραγνωρίζη καί παραθεωρῆ τίς ἄλλες μορφές ἐξουσίας, τότε ὁδηγεῖται ἀναπόφευκτα στήν ἐπικράτηση δικτατορικῶν καί τυραννικῶν ἀντιλήψεων. Καί ἐάν ἡ παραδοσιακή ἤ χαρισματική ἐξουσία δέν σέβεται τήν ἐκλεγμένη καί νόμιμη ἐξουσία, τότε ὁδηγούμαστε σέ διάφορες παραχαράξεις τῆς κοινωνίας, δηλαδή τήν δικτατορία ἤ τήν ἀναρχία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἰδιότυπη μορφή δικτατορίας, καί ἡ ἰδιόμορφη ἔκφραση ἀναρχίας εἶναι συμπτώματα ἀλαζονικῆς συμπεριφορᾶς, ὅταν δέν συνεργάζονται ἁρμονικά οἱ ποικίλες μορφές ἐξουσίας μέσα στήν κοινωνία.

γ) Μιά ἄλλη ἄποψη, θεολογικά προβαλλόμενη, εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, εἶναι τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἑπομένως ἔχει μιά ἄλλη ἀποστολή, πού διακρίνεται σαφῶς ἀπό τήν ἀποστολή τῆς Πολιτείας, ἀφοῦ ἐνδιαφέρεται νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο σέ κοινωνία μέ τόν Θεό.

Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ αὐτήν τήν πραγματικότητα, ἀλλά καί δέν μποροῦμε νά υἱοθετήσουμε ἕναν ἐκκλησιολογικό μονοφυσιτισμό ἤ ἕναν ἐκκλησιολογικό νεστοριανισμό, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ζῆ καί ἐργάζεται ἐν τόπω καί χρόνω, μεταμορφώνει τίς συνθῆκες ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, μεταμορφώνει τόν ὅλο ἄνθρωπο καί ἁγιάζει τήν κτίση, χωρίς νά ἀρνῆται τίποτε ἀπό τόν ἱστορικό βίο τοῦ ἀνθρώπου καί τήν δημιουργία. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ οὔτε τίς ἰδιαιτερότητες ἑνός ἀνθρώπου, οὔτε νά προδώση καί νά παραθεωρήση τήν ἐσχατολογική προσδοκία της.

Ἔπειτα, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας δέν μποροῦν νά ἀρνηθοῦν τίς ποικίλες πνευματικές ἡλικίες τῶν Χριστιανῶν. Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι ἡ ποιμαντική ἐπιστήμη προϋποθέτει σαφῆ γνώση τῆς καταστάσεως κάθε ἀνθρώπου καί συνδέεται στενά μέ τήν προσπάθεια γιά τήν ἀνύψωσή του στό ὑψηλότερο πνευματικό ἐπίπεδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπισε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τό πρόβλημα τῶν εἰδωλοθύτων. Στήν ἀρχή γράφει: “περί δέ τῶν εἰδωλοθύτων, οἴδαμεν ὅτι πάντες γνῶσιν ἔχομεν. ἡ γνῶσις φυσιοί, ἡ δέ ἀγάπη οἰκοδομεί” (Ἅ’ Κορ. η’, 1). Στήν συνέχεια ἐκφράζοντας αὐτήν τήν γνώση, γράφει: “περί τῆς βρώσεως οὔν τῶν εἰδωλοθύτων οἴδαμεν ὅτι οὐδέν εἴδωλον ἐν κόσμω καί ὅτι οὐδείς Θεός ἕτερος εἰμή εἴς” (Ἅ’ Κορ. η’, 4). Ὅμως, ὑπάρχουν μερικοί ἀσθενεῖς Χριστιανοί πού δέν ἔχουν αὐτήν τήν γνώση. “Αλλ’ οὐκ ἐν πάσιν ἡ γνῶσις• τινές δέ τή συνειδήσει τοῦ εἰδώλου ἕως ἄρτι ὡς εἰδωλόθυτον ἐσθίουσι, καί ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενής οὖσα μολύνεται” (Ἅ’ Κορ. η’, 7). Γι’ αὐτό συνιστᾶ: “βλέπετε δέ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη (το νά τρώγη εἰδωλόθυτα ἐπειδή ἔχει τήν γνώση) πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενούσιν” (Ἅ’ Κορ. η’, 9), γιατί τρώγοντας εἰδωλόθυτα, ἐνῶ τύπτουν τήν ἀσθενική συνείδηση τῶν ἄλλων, ἁμαρτάνουν. “Ούτω δέ ἁμαρτάνοντες εἰς τούς ἀδελφούς καί τύπτοντες αὐτῶν τήν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστόν ἁμαρτάνετε” (Ἅ’ Κορ. η’, 12). Καί καταλήγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐκφράζοντας τήν οὐσία τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς: “διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τόν ἀδελφόν μου, οὐ μή φάγω κρέα εἰς τόν αἰώνα, ἴνα μή τόν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω” (Ἅ’ Κορ. η’, 13).

Αὐτό, κατά ἀναλογία, ἰσχύει καί γιά τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ.

Βεβαίως σέ καιρό διωγμῶν ἡ Ἐκκλησία δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό τί θά πράξη ἡ Πολιτεία, καί μάλιστα ὅταν ἡ Πολιτεία δέν εἶναι Χριστιανική, ἀλλά δέχεται προθύμως τό μαρτύριο, προσφέροντας τήν μαρτυρία τῆς ἀληθείας. Ὅμως, δέν πρέπει νά παραθεωροῦνται δύο πραγματικότητες. Ἡ μία ὅτι δέν μπορεῖ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία νά συντελῆ στόν ἀποχρωματισμό τῆς κοινωνίας καί τήν ἐκκοσμίκευση τῶν Χριστιανῶν καί τοῦ ἐαυτοῦ της, διότι ὁ ἐκκλησιαστικός ἀποχρωματισμός τῆς κοινωνίας καί ὁ λεγόμενος πολιτιστικός ἐκσυγχρονισμός συνιστοῦν τό φαινόμενο τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Καί ἡ ἄλλη πραγματικότητα εἶναι ὅτι καί κατά τόν καιρό τῶν διωγμῶν ἡ Ἐκκλησία δέν παρακινοῦσε τά τέκνα τῆς ἀπερίσκεπτα πρός τό μαρτύριο, χάρη μιᾶς ἐκφράσεως τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως, ἀλλά ὑπῆρχαν περιπτώσεις πού περιόριζε τίς ἐνθουσιαστικές τάσεις τῶν Χριστιανῶν πρός τό μαρτύριο, ἐπειδή γνώριζε τίς ἀδυναμίες τους καί ἐπειδή ἤθελε νά ἀποφύγη τόν πειρασμό ἐνδεχομένης ἀρνήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, ὁ Χριστός μᾶς δίδαξε νά προσευχόμαστε στόν Θεό νά μήν ἐπιτρέπη πειρασμούς. “Και μή εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν”. Ὅταν ὅμως ἔρχεται ὁ πειρασμός, τότε παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς βοηθήση στήν ἀντιμετώπισή του.

Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία δέν φοβᾶται τό μαρτύριο, τό ὁποῖο εἶναι δόξα γι’ αὐτήν, ἀλλά καί δέν τό προκαλεῖ, ἐπειδή γνωρίζει τήν ἀστάθεια καί τίς ἀδυναμίες μερικῶν μελῶν της. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία μέ δική της βούληση, ἐν ὀνόματι τάχα τοῦ μαρτυρικοῦ πνεύματος, νά ἐξωθῆ ἤ νά ἐμπνέη κάθε Πολιτεία, στό νά προκαλῆ τούς Χριστιανούς καί νά συντελῆ, μέ δική της θέληση, στόν ἀποχρωματισμό τοῦ Γένους μας, ὅταν μάλιστα ἡ Πολιτεία διακηρύσση ὅτι εἶναι Χριστιανική καί ἐκτιμᾶ δεόντως τήν ἰδιαίτερη πολιτιστική παράδοση. Ὅταν, ὅμως, ἐπιβάλλωνται μαρτυρικές συνθῆκες, τότε ἡ Ἐκκλησία ἐνεργεῖ κατά περίπτωση, ἤτοι ἄλλοτε ἐνθαρρύνει τούς Χριστιανούς πρός τό μαρτύριο, ἄλλοτε ἀναστέλλει τήν μαρτυρική πορεία, ἄλλοτε ἐμψυχώνει τήν ὑπομονή καί τήν καρτερία τῶν πιστῶν, ἄλλοτε καθοδηγεῖ προσεκτικά καί γενικῶς οἰκονομεῖ τίς ποικίλες ἀντιδράσεις τῶν μελῶν της, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική τους ἡλικία καί τήν πνευματική ἐν Χριστῷ ὡριμότητά τους.

δ) Διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ἡ σωτηρία τῶν Χριστιανῶν δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀστυνομική ταυτότητα οὔτε ἀπό τά στοιχεῖα τά ὁποῖα δηλώνονται σέ αὐτήν.

Πρόκειται γιά μιά μεγάλη ἀλήθεια ἡ ὁποία πρέπει νά τονίζεται, γιατί ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων δέν συνδέεται μέ κτιστά μέσα, ἀλλά εἶναι καρπός ἐνέργειας τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί συνέργειας τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε, ἐμεῖς πρίν ἀπό χρόνια διακηρύσσαμε ὅτι δέν μποροῦμε νά εἴμαστε Χριστιανοί μόνον τῆς ταυτότητας, ἀλλά πρέπει νά διακρινόμαστε ἀπό τήν πιστότητα στόν Ἀποκαλυπτικό λόγο. Ἡ πραγματική ταυτότητα εἶναι ὅτι εἴμαστε Χριστιανοί “ἐν πράξει, γνώσει καί θεωρία” καί ἔχομεν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ “ἐν καρδίαις σαρκίναις” καί ὄχι “ἐν πλαξί λιθίναις” (Β’ Κορ. γ’, 3) ἤ ἐν “ταυτότητι πλαστική”.

Ὅμως, πρέπει νά τονίζεται καί ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ θέματος, ὥστε νά εἶναι πλήρης. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης γράφει πολύ σωστά ὅτι ἡ ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου δέν εἶναι ὁ λαός, ἀλλά ὁ Θεός, καί ἡ πραγμάτωση τοῦ δικαίου δέν εἶναι ἡ μένουσα, ἀλλά ἡ μέλλουσα πόλη. Ὅμως, ποτέ στήν προοπτική της Ἐκκλησίας δέν παραθεωρεῖται καί ἡ μένουσα πόλη, ἀφοῦ ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι ζωή ἀναγεννήσεως καί ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ὁλοκλήρου της κτίσεως. Καί, βεβαίως, ἡ ἐκκλησιολογία δέν ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τήν κοινωνιολογία, ἀλλά καί ἡ κοινωνία δέχεται ἤ πρέπει νά δέχεται τήν ἐπίδραση καί τήν ἀλλοίωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, στήν θεία Εὐχαριστία ζοῦμε τά ἔσχατα καί ὅλα ὅσα χρησιμοποιοῦνται στήν λατρεία ἐκφράζουν τήν ζωή τῶν ἐσχάτων, καθώς ἐπίσης καί ἡ ὅλη ζωή τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά ἐπηρεάζεται ἀπό τήν εὐχαριστιακή βίωση τῶν ἐσχάτων.

ε) Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἀσχολῆται μόνον μέ τά τοῦ οἴκου τῆς εἶναι ἐπικίνδυνη. Καί αὐτό γιατί ὁ οἶκος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί ὁλόκληρη ἡ κτίση, οἱ θεσμοί, ἀκόμη καί ὁ πολιτισμός. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ἐκκλησία διά μέσου των αἰώνων παρήγαγε καί πολιτισμό, στήν προσπάθειά της νά ἀλλοιώση τά ἱστορικά δεδομένα, μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, χωρίς, βέβαια, νά χάνη τήν προοπτική των ἐσχάτων. Ἀλλά, τελικά, ὁ περιορισμός τῆς Ἐκκλησίας σέ μιά ὁρισμένη περιοχή τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων καί ὁ ἐγκλεισμός της σέ μερικές πληθυσμιακές ὁμάδες ἀνθρώπων λειτουργεῖ εὐσεβιστικᾶ καί λίγο ρατσιστικά. Θεωρῶ ὅτι εὐσεβισμός εἶναι καί ὁ ἀποκλεισμός μερικῶν περιοχῶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου καί μερικῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ἀναγεννητική ἐνέργεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, ὅπως λέγεται ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία δέν ἔγινε γιά νά βοηθήση τόν κόσμο, ἀλλά ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιά νά γίνη Ἐκκλησία.

στ) Ἡ χρησιμοποίηση, ἐξ ἄλλου, τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ “ἀποδοτέ τα Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεώ” (Ματθ. κβ’, 21), κυρίως ἀπό τούς πολιτικούς, δέν εἶναι ἐπιτυχημένη. Πρώτον, γιατί αὐτός ὁ λόγος ἔχει μιά συγκεκριμένη αἰτία καί ἀναφέρεται σέ ἕνα ἐρώτημα ποῦ ἔθεσαν οἱ Φαρισαῖοι στόν Χριστό “ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἤ οὗ;”, καί αὐτό ἔγινε μέ πονηρία, γιά νά τόν συλλάβουν καί τόν φονεύσουν, πράγμα τό ὁποῖο δέν συνδέεται μέ τό θέμα μας, ἀφοῦ ὁ τότε Καίσαρ ἦταν εἰδωλολάτρης, κατακτητής καί ὄχι Χριστιανός, καθώς ἐπίσης ὁ Χριστός δέν ἤθελε νά προκαλέση τήν τότε ἐξουσία. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος παρατηρεῖ: “ὁ δέ Ἰησοῦς διά τοῦ ἐντετυπῶσθαι τῷ νομίσματι τόν Καίσαρα, πείθει αὐτούς ὡς δεῖ τῷ Καίσαρι ἀποδιδόναι τά ἐαυτοῦ, τουτέστι, τά ἔχοντα τήν αὐτοῦ εἰκόνα• καί ἐν τοῖς σωματικοῖς καί τοῖς ἔξω ὑποτάττεσθαι τῷ βασιλεύοντι, ἐν δέ τοῖς ἔσω καί πνευματικοῖς, τῷ Θεώ” [1]. Δεύτερον, γιατί οἱ φορεῖς τῆς Πολιτείας πού χρησιμοποιοῦν τήν φράση αὐτή, δέν πιστεύουν ὅτι ἡ δική τους ἐξουσία ταυτίζεται μέ τήν ἐξουσία πού εἶχε ὁ τότε Καίσαρ, οὔτε ἀποξενώνουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί, βέβαια, ἐάν δοῦν τό χωρίο αὐτό μέσα ἀπό ἄλλη προοπτική, πού συνήθως τούς διακρίνει, εἶναι δυνατόν νά σκανδαλισθοῦν, θεωρώντας ὅτι δῆθεν ὁ Χριστός συνιστοῦσε τότε ὑπακοή σέ ἄδικους φορολογικούς νόμους, πού ἐπικρατοῦσαν τήν ἐποχή ἐκείνη. Ἑπομένως, καλό θά εἶναι, τουλάχιστον ἀπό τήν πλευρά τῆς Χριστιανικῆς Πολιτείας νά μή χρησιμοποιῆται, ἀντί ἄλλου ἐπιχειρήματος, λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ.

Τελικά, πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ δεόντως ὅτι ἡ ἀποϊεροποίηση τοῦ κόσμου καί ἡ θεοποίηση ἤ δαιμονοποίηση μερικῶν πτυχῶν καί πλευρῶν τῆς ζωῆς μᾶς συνιστᾶ τόν λεγόμενο Διαφωτισμό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στήν ἀνθρωπότητα, ὁδήγησε τόν ἄνθρωπο μέχρι τίς θεωρίες τοῦ Νίτσε, περί τοῦ ὑπερανθρώπου, ὁ ὁποῖος ὑπεράνθρωπος ἐκφράσθηκε ἀπό τόν φασισμό καί ναζισμό πού αἱματοκύλισε τήν ἀνθρωπότητα, καί ἀνέπτυξε στήν συνέχεια τόν ἄθεο ὑπαρξισμό, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ τήν αὐτοκτονία τοῦ οὐμανισμοῦ. Ὅλες αὐτές οἱ θεωρίες στήν ἐποχή μᾶς εἶναι ξεπερασμένες. Ἐκεῖνο πού ἐπικρατεῖ στήν ἐποχή μᾶς εἶναι ἡ ἀπόκτηση σχέσης, ἡ βίωση τῆς καινότητας καί ἡ οὐσιαστική συνύπαρξη μεταξύ προσώπου καί κοινωνίας.

Τό θέμα τῶν ταυτοτήτων καί τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος, ἐνῶ φαίνεται μιά παρονυχίδα καί ἕνα δευτερεῦον σημεῖο, ἐν τούτοις, εἶναι ἔκφραση πολλῶν διεργασιῶν καί ζυμώσεων πού γίνονται στήν πατρίδα μας. Ἄν ἐξετάση κανείς τό ἰδεολογικό ὑπόβαθρο τῆς κινήσεως αὐτῆς καί τόν τρόπο εἰσαγωγῆς τοῦ θέματος αὐτοῦ, θά διαπιστώση ὅτι ὑποκρύπτονται σοβαρά ζητήματα πού συνδέονται μέ τήν ἐπιβίωση τοῦ Ἔθνους μας. Ἐπιπροσθέτως, ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι μερικοί ἄρχοντες αὐτοῦ του τόπου, ὅλων των πολιτικῶν ἀποχρώσεων, δέν γνωρίζουν ἐπαρκῶς τήν παράδοση αὐτοῦ του λαοῦ, δέν κοινωνοῦν μέ τόν τρόπο ζωῆς του, ἀγνοοῦν ἐν πολλοῖς τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, ἡ ὁποία δέν εἶναι οὔτε ἰδεολογικό σύστημα, οὔτε μιά κοσμοθεωρία, οὔτε ἁπλῶς ἤθη καί ἔθιμα, ἀλλά ἕνας ἰδιαίτερος τρόπος ζωῆς, πού δίνει ἀπαντήσεις σέ ὅλα τα ὀντολογικά, κοσμολογικά, ὑπαρξιακά, κοινωνικά καί οἰκολογικά προβλήματα, τότε ἀντιλαμβάνεται τήν σοβαρότητα τοῦ ζητήματος. Θέλω νά βλέπω τήν ἀτομική ταυτότητα κάθε ἀνθρώπου μέσα ἀπό τήν προοπτική της ταυτότητας τῆς παράδοσης αὐτοῦ του τόπου. Δέν μέ ἐνδιαφέρει τί γίνεται μέ τούς ἄλλους λαούς, ἀλλά βλέπω τόν δικό μου λαό. Ἔχω δικαίωμα νά τό κάνω αὐτό καί κανείς δέν μπορεῖ νά μοῦ τό ἀρνηθῆ.

Ὁ Ἑλληνικός λαός καί γενικότερα ἡ πατρίδα μᾶς ἔχουν ἀνάγκη τῆς πνευματικῆς καί πολιτιστικῆς ὑποδομῆς, ἔχουν ἀνάγκη, γιά νά ἐπιζήσουν, τήν Ρωμαίϊκη παράδοση μέ ὅλη τήν δυναμικότητά της. Ἔτσι θά διατηρηθοῦμε ὡς Ἔθνος καί ἔτσι μποροῦμε, ὄχι μόνο νά ἐπιβιώσουμε στήν χοάνη τοῦ συγχρόνου κόσμου, πού ἐπηρεάζεται ἀπό δυτικές καί ἀνατολικές παραδόσεις, ἀλλά καί νά ἐπικρατήσουμε στήν Εὐρώπη, ἀφοῦ τό πνεῦμα νικᾶ τήν μηχανή καί τό πρόσωπο μεταμορφώνει θεσμούς καί κοινωνικές καταστάσεις. Αὐτό μποροῦμε νά τό ἐπιτύχουμε, γιατί ἔχουμε ἕνα ἱστορικό παράδειγμα, ἤτοι τόν ἐξελληνισμό καί ἐκχριστιανισμό τῆς σιδηροφράκτης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία μέ αὐτήν τήν γονιμοποίηση ἀνέβηκε σέ ὑψηλά ἐπίπεδα ζωῆς καί πολιτισμοῦ.

...

Τελειώνοντας, θά ἤθελα νά ὑπενθυμίσω τόν καταπληκτικό λόγο τοῦ Ἐθνικοῦ ποιητοῦ της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη πού ἔχει καί ἐδῶ ἐφαρμογή:

“Η Ρωμηοσύνη ἐν’ φυλή συνότζιαιρη τοῦ κόσμου, κανένας δέν εὐρέθητζεν γιά νά τήν ἠξηλείψην, κανένας γιατί σιέπει τήν ’που τ’ ἄψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμηοσύνη ἐν’ νά χαθῆ, ὄντας ὁ κόσμος λείψη!”.

 

 

[1]  P.G., 123, 389

  • Προβολές: 2761