Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ πολιτική καί οἱ λαοσυνάξεις

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τόν τελευταῖο καιρό ἔγιναν πολλές συζητήσεις, μέ ἔντονες ἀντεγκλήσεις -κυρίως ἀπό τηλεοράσεως- γύρω ἀπό τόν χαρακτήρα τῶν δύο ἐπιβλητικῶν “λαοσυνάξεων”, πού ὀργάνωσε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στήν Θεσσαλονίκη καί τήν Ἀθήνα. Ἕνα ἀπό τά κύρια ἐπιχειρήματα ἐναντίον αὐτῶν τῶν συγκεντρώσεων ἦταν ὅτι τό περιεχόμενό τους ἦταν πολιτικό καί ὄχι ἐκκλησιαστικό, ἐννοώντας ὅτι ἡ λέξη “πολιτικό” εἶναι ταυτόσημη ὡς πρός τό περιεχόμενο μέ τή λέξη “κομματικό”. Κάποιο στέλεχος μάλιστα τῆς κυβέρνησης δέ δίστασε νά χαρακτηρίση αὐθαίρετα δεξιούς καί ἀκροδεξιούς ὅλους τους συγκεντρωμένους, χαρίζοντας σέ αὐτούς τούς χώρους πολλούς ἀπό τούς ψηφοφόρους τοῦ κόμματός του, καθώς καί τῶν κομμάτων τοῦ ἀριστεροῦ κοινοβουλευτικοῦ χώρου.

Ἐπειδή γύρω ἀπό τόν χαρακτήρα αὐτῶν τῶν συγκεντρώσεων, καθώς καί τήν ἔννοια τῆς λέξης “πολιτική” καί τίς παράγωγες ἐκφράσεις “πολιτική συγκέντρωση”, “πολιτικός λόγος”, εἰπώθηκαν πολλά, νομίζω ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά μελετηθῆ τό θέμα μέ νηφαλιότητα, ὥστε νά ἀρθοῦν τυχοῦσες παρεξηγήσεις καί νά ξέρουμε τελικά γιά ποιό πράγμα μιλᾶμε, πῶς δροῦμε καί γιατί ἀγωνιζόμαστε.

Τό πρῶτο πού πρέπει νά ξεκαθαρισθῆ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς λέξης “πολιτική”, γιά νά φωτισθῆ καί τό νόημα τῶν ἐκφράσεων “πολιτική συγκέντρωση” καί “πολιτικός λόγος”.  Ἀντιγράφω λίγες γραμμές ἀπό τό ἄρθρο “Πολιτικές σκέψεις” τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, πού περιλαμβάνεται στό βιβλίο τοῦ “Ποιότητα ζωής”: “Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἡ πολιτική δέν ἦταν οὐσιαστικό, ἀλλά ἐπίθετο. Μέ ἄλλα λόγια ἦταν ἡ ζωή τῆς πόλης. Καί μ’ αὐτό τό πρίσμα ἐνδιαφέρονταν ὅλοι γιά τά κοινά, γιατί ἤθελαν τήν πόλη τούς ἐλεύθερη, δημοκρατική, ἐνάρετη. Ἡ πολιτική δέν ἦταν μιά ἰδεολογία, ἀλλά τρόπος ζωῆς. Καί αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς δέν ἦταν ἀνεξάρτητος ἀπό τήν θρησκεία καί τό ἱερό. Τά ἱερά, οἱ βωμοί ἦταν τό κέντρο τῆς πόλης”. Ἡ σύνδεση τῆς πόλης μέ τό ἱερό συνιστᾶ τό πρωταρχικό στοιχεῖο τῆς συγκροτήσεως τῶν ἀνθρώπινων οἰκισμῶν. Ὁ καθηγητής Χρῆστος Γιανναρᾶς ἐπισημαίνει, ὅτι ὁ οἰκισμός εἶναι “τό ἀφετηριακό γεγονός πού διαφοροποιεῖ τήν κοινωνική συμβίωση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ἀγελαία συνύπαρξη τῶν ζώων” καί στή συνέχεια, μιλώντας γιά τήν ἀφετηρία τοῦ ὀργανωμένου ἀνθρώπινου βίου, παρατηρεῖ: “Γιά νά ὑπάρξει ἀνθρώπινος οἰκισμός πρέπει νά προσδιορισθεῖ ἕνα ἱερό σημεῖο μέσα στό χῶρο, ἄξονας ἤ κέντρο τοῦ οἰκισμοῦ. Ἡ συμβίωση εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κοινῆς ἀναφορᾶς στό ἱερό αὐτό σημεῖο πού ἑνοποιεῖ τή ζωή”. (Σχεδίασμα εἰσαγωγῆς στή φιλοσοφία, σέλ.17).

Ἀρχικά, λοιπόν, ἡ λέξη “πολιτική” ἦταν ἐπίθετο. Τώρα, ὅμως, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τό Ἑλληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη, εἶναι οὐσιαστικό. Τό σημαντικότερο, βέβαια, εἶναι ὅτι ἀποσυνδέθηκε ἀπό τήν πόλη καί συνδέθηκε μέ τό κόμμα καί κατ’ ἐπέκταση μέ τήν ἰδεολογία. Ἡ πολιτική στήν ἀρχική της σημασία εἶχε ἄρρηκτη σχέση μέ τό ἱερό κέντρο τῆς πόλης, ἐνῶ τώρα εἶναι σχεδόν ταυτόσημη μέ τό οἰκονομικό σύστημα καί τό πρόγραμμα πού καταρτίζει κάθε κόμμα. Ὅλοι, λίγο ἤ πολύ, ἔχουμε ἀποδεχθεῖ παθητικά αὐτή τή σημασία τῆς πολιτικῆς, γιατί χάσαμε τήν κοινωνία τῶν προσώπων μέσα στίς μικρές κοινότητες, χάσαμε τή ζωή τῆς πόλης καί πολλοί ἔχουν ἀποκόψει τήν σύνδεσή τους μέ τό ἱερό της κέντρο, πού εἶναι ὁ Ναός. Ὅμως, σέ κρίσιμες, μεταβατικές φάσεις τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, σάν καί αὐτή πού περνᾶμε στή λήξη τῆς δεύτερης χιλιετίας, πρέπει νά ἐπαναπροσδιορίζουμε τίς ἔννοιες, νά ἐπαναβρίσκουμε, μέσα στίς σύγχρονες συνθῆκες, τό πρωταρχικό τους νόημα, ὥστε νά περιγράφουμε ἀκριβέστερα τίς νέες καταστάσεις.

Μέ τήν ἀρχική, λοιπόν, σημασία τῆς λέξης “πολιτική” κάθε πράξη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολιτική πράξη, γιατί ἀφορᾶ στή ζωή τῆς πόλης. Ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας πλέκεται γύρω ἀπό τό ἱερό κέντρο τῆς πόλης, πού εἶναι ὁ Ναός. Ἐπίσης, ὁ λαός πού μετέχει στή ζωή τῆς ἐμπνέεται στήν καλλιέργεια ἑνός ἰδιαίτερου ἤθους, πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀγάπη καί τή δημιουργία ἀνιδιοτελῶν σχέσεων. Αὐτό τό γεγονός ἔχει ἄμεσες καί εὐεργετικές συνέπειες γιά τή ζωή τῆς πόλης. Εἶναι, δηλαδή, μιά πολύ θετική πολιτική δραστηριότητα. Βέβαια, στίς μέρες δυσκολευόμαστε νά ὀνομάσουμε πολιτική πράξη ἤ δραστηριότητα τήν τελείωση τῶν πιστῶν στήν ἐν Χριστῷ ζωή, γιατί ἔχουμε τελείως διαφορετικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις.

Ἄν, λοιπόν, προσεγγίσουμε τόν χαρακτήρα τῶν “λαοσυνάξεων”, μέ βάση τίς προηγούμενες παρατηρήσεις, θά πρέπη ξεκάθαρα νά ποῦμε, ὅτι ὁ χαρακτήρας τούς ἦταν βαθιά πολιτικός. Δέν ἦταν οὔτε κομματικός, οὔτε ἀκόμη ἐκκλησιαστικός ἤ θεολογικός, μέ τήν στενή σημασία πού ἔχουν πάρει αὐτές οἱ λέξεις στίς μέρες μας. Ἦταν μιά πολιτική κίνηση πού ὑπαγορευόταν ἀπό τήν ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας γιά τό λαό. Δέν ἦταν κομματικός ὁ χαρακτήρας τους, γιατί δέν ταυτιζόταν μέ τό σχεδιασμό καί τή δραστηριότητα κανενός κόμματος, ὁ λόγος καί τό αἴτημα πού ἐκφράσθηκε σ’ αὐτές ἦταν πέρα ἀπό τίς ἰδεολογίες τῶν κομμάτων, γι’ αὐτό καί ὁ λαός πού συμμετεῖχε προερχόταν ἀπό ὅλους τους κομματικούς χώρους. Ἐπίσης, δέν ἦταν στενά ἐκκλησιαστικός ἤ θεολογικός, γιατί τό αἴτημά τους δέν εἶχε σχέση μέ τόν τρόπο καί τίς προϋποθέσεις μετοχῆς στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπάρχει καί πραγματοποιεῖ τό ἔργο τῆς κάτω ἀπό τίς ὁποιεσδήποτε ἐξωτερικές συνθῆκες, οὔτε ἀκόμη ἀποσκοποῦσαν στήν ὁριοθέτηση τῆς ἀλήθειας ἀπό τήν πλάνη σχετικά μέ τόν Τριαδικό Θεό, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ἤ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ χαρακτήρας τους, ἐπαναλαμβάνω, ἦταν βαθιά πολιτικός γιά δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί ἦταν μιά κίνηση πρός τήν Πολιτεία. Ἀπαιτοῦσε κάτι ἀπό τήν Κρατική ἐξουσία. Ἐξέφραζε ἕνα αἴτημα πού ἔπρεπε νά ἱκανοποιήση ὁ “Καίσαρας”. Δεύτερον, γιατί τό αἴτημα τῶν λαοσυνάξεων ἀφοροῦσε στόν πρωταρχικό ἑνοποιητικό πυρήνα τῶν ἀνθρώπινων οἰκισμῶν, τό ἱερό κέντρο, τήν σύνδεση, δηλαδή, τῆς πίστης μέ τή ζωή τῆς πόλης, τῆς Ἐκκλησίας, στήν προκειμένη περίπτωση, μέ τήν πολιτεία. Τό θρήσκευμα στίς ταυτότητες ἦταν ἡ ἀφορμή γιά νά ἐκφρασθῆ ἡ ἀντίθεση στήν κίνηση ἀποσύνδεσης τοῦ Κράτους ἀπό τήν πίστη, στήν προσπάθεια μετατροπῆς τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας ἀπό ἀνεξίθρησκης σέ ἄθρησκης. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά ἀντίθεση στήν ἀντικατάσταση τοῦ “βωμού”, ὡς ἱεροῦ σημείου πού δίνει νόημα στή ζωή τοῦ λαοῦ, ἀπό ἕνα “ἄχρωμο” καί “ἄοσμο” νομικό κατασκεύασμα, στό ὁποῖο πρέπει ὅλοι νά ὑπακούουν μέ θρησκευτική εὐλάβεια. Ὁ νόμος πρέπει νά διακονῆ, σύν τοῖς ἄλλοις, καί τίς ὑπαρξιακές, ἐνδότερες ἀνάγκες τοῦ λαοῦ καί ὄχι νά τίς ἀγνοῆ ἤ νά τίς διαγράφη.

Στίς λαοσυνάξεις συμμετείχαμε ὡς Ἕλληνες πολίτες εὐαισθητοποιημένοι σέ θέματα παραδόσεως καί πίστεως. Δέν πήγαμε ἐκεῖ γιά νά ἀπαιτήσουμε ἀπό τήν Κρατική ἐξουσία νά μᾶς ρυθμίση τόν ἐκκλησιαστικό βίο καί νά μᾶς ἀνοίξη τόν δρόμο γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Δέν περιμένουμε ἀπό αὐτήν τήν σωτηρία. Εἴμαστε, ὅμως, “ὄντα πολιτικά”, κατά τόν Ἀριστοτελικό ὁρισμό, καί θέλουμε οἱ συνθῆκες μέσα στίς ὁποῖες “πολιτευόμαστε”, ἐκεῖ δηλαδή πού ἀναπτύσσουμε τόν κοινωνικό μας βίο, νά εἶναι σύμφωνες μέ τίς εὐαισθησίες μας• εὐαισθησίες πού ἔχουν σχέση μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀλλά καί μέ τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2789