Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἑπτὰ Παῖδες οἱ ἐν Ἐφέσω, 4 Αὐγούστου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Τό μυστήριο τοῦ θανάτου πάντοτε ἀπασχολοῦσε καί προβλημάτιζε τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά ἐξηγήσουν τήν προέλευσή του καί νά βροῦν, ἄν ἦταν δυνατό, τόν τρόπο κατάργησής του. Οἱ διάφορες θρησκεῖες καί φιλοσοφίες ἔδιναν κατά καιρούς διάφορες ἑρμηνεῖες, τίς περισσότερες φορές ἀντιφατικές. Ὡστόσο ὁ θάνατος παρέμενε σκληρή πραγματικότης πού προκαλοῦσε μεγάλο πόνο καί βαθειά θλίψη, μάλιστα χωρίς ἐλπίδα ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου.

Ἑπτὰ Παῖδες οἱ ἐν Ἐφέσω, 4 ΑυγούστουὍταν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, σαρκώθηκε καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους, μαζί μέ τά ἄλλα θαύματα πού τέλεσε, ἔκανε καί τρεῖς νεκραναστάσεις. Ἀνέστησε τήν θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου, τόν γιό τῆς χήρας της Ναΐν καί τόν φίλο του Λάζαρο. Ἔτσι ἔδειξε ὅτι εἶναι ὁ Κύριος καί ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Στήν συνέχεια μέ τήν δική του Ἀνάσταση κατήργησε τόν θάνατο καί ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά τόν νικᾶ καί νά τόν ὑπερβαίνη στά ὅρια τῆς προσωπικῆς του ζωῆς.

Νεκραναστάσεις, βέβαια, συναντοῦμε καί στήν Π. Διαθήκη. Ἀλλά ἐκεῖ δέν ἔχουμε κατάργηση τοῦ θανάτου, γι’ αὐτό καί οἱ δίκαιοί της Π. Διαθήκης πήγαιναν στόν Ἅδη. Ὁ Ἅδης δέν εἶναι κάποιος χῶρος στά ἔγκατα τῆς γῆς, “ἀλλά ἰδιαίτερος τρόπος ζωῆς, διάφορος ἀπό τήν Κόλαση. Εἶναι πρόγευση τῶν αἰωνίων βασανιστηρίων, εἶναι θά λέγαμε ὁ προθάλαμος ὅπου περιμένουν οἱ ψυχές σάν κατάδικοι γιά νά δικαστοῦν. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Νύσσης, Ἅδη δέν πρέπει νά ἐννοοῦμε κάποιον τόπο, ἀλλά κάποια κατάσταση τῆς ψυχῆς ἀειδῆ καί ἀσώματη” (Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἄγ. Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ ζωή μετά τόν θάνατο, σέλ. 97, 98). Ὁ θάνατος, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τήν δυνατότητα νά ζῆ αἰώνια. Γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά συμβιβασθῆ μέ τήν ἰδέα τοῦ θανάτου, καί οὔτε ἡ παράταση τῆς βιολογικῆς ζωῆς τόν ἱκανοποιεῖ. Αὐτό πού θέλει εἶναι νά νικήση τόν θάνατο καί νά ζῆ αἰώνια.

Ἡ συγκλονιστική ἱστορία τῶν ἑπτά παίδων στήν Ἔφεσο φανερώνει τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνας μεγάλος ὕπνος, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ ὕπνος εἶναι ἕνας μικρός θάνατος. Ὁ Χριστός κατήργησε τόν θάνατο, ἀλλά ἐπέτρεψε νά ὑπάρχη ὁ πρόσκαιρος χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀπό μεγάλη ἀγάπη καί φιλανθρωπία, γιά νά μή γίνη τό κακόν ἀθάνατο. Καί ὅπως οἱ ἑπτά Παῖδες ἐξύπνησαν ἀπό τόν ὕπνο, στόν ὁποῖον εἶχαν παραδοθεῖ κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, τριακόσια ἐβδομηνταδύο χρόνια, ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἀναστηθοῦν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Ἔζησαν τόν 3ο αἰώνα μ.Χ., στά χρόνια του διώκτη τῶν Χριστιανῶν Δεκίου. Ἀφοῦ μοίρασαν ὅλα τα ὑπάρχοντά τους στούς πτωχούς, μπῆκαν σέ μιά σπηλιά καί παρακάλεσαν τόν Θεόν νά τούς πάρη κοντά του καί νά μήν ἐπιτρέψη νά παραδοθοῦν στόν εἰδωλολάτρη βασιλέα. Ὁ Δέκιος ὅταν ἦλθε στήν Ἔφεσο, ζήτησε νά παρουσιαστούν μπροστά του καί νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι “ἀπέθαναν” σέ μιά σπηλιά, διέταξε νά φράξουν τό στόμιό της. Ἔτσι ἔμειναν νά κοιμοῦνται τόσα πολλά χρόνια καί ὅταν ἐξύπνησαν νόμισαν ὅτι εἶχαν κοιμηθεῖ τό προηγούμενο βράδυ. Ἐξύπνησαν κατά τά χρόνια της βασιλείας Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ, τότε πού μιά αἵρεση ὑποστήριζε ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάσταση νεκρῶν. Ἔτσι, ὁ Θεός φανέρωσε μέ τό θαῦμα αὐτό, ὅτι κατά τόν ἴδιο τρόπο θά ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ κεκοιμημένοι κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Ἐδῶ θά πρέπη νά σημειωθῆ ὅτι τά χαρακτηριστικά τους δέν ἀλλοιώθηκαν καθόλου ἀπό τόν χρόνο, ἀλλά οὔτε καί τά ροῦχα τούς εἶχαν ὑποστῆ τήν παραμικρή φθορά ἀπό τήν ὑγρασία τῆς σπηλιᾶς. Στό “Μικρό Εὐχολόγιο” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑπάρχει “Εὐχή τῶν Ἑπτά Παίδων εἰς ἀσθενῆ καί μή ὑπνούντα”, ἡ ὁποία διαβάζεται ἀπό τόν Ἱερέα σέ ὅσους ἔχουν προβλήματα μέ τόν ὕπνο, στήν ὁποία, μεταξύ ἄλλων, ἀναφέρονται τά ἑξῆς: “Ἀλλά καί τούς ἁγίους σου καί ἐνδόξους ἑπτά Παίδας, ὁμολογητᾶς καί μάρτυρας τῆς σῆς ἐπιφανείας ἀναδείξας, ἐν ταῖς ἡμέραις Δεκίου τοῦ βασιλέως καί ἀποστάτου, καί τούτους κοιμήσας ἐν σπηλαίω ἔτη τριακόσια ἑβδομήκοντα δύο, ὡσεί βρέφη θάλποντα ἐν τῇ νηδύϊ τῆς αὐτῶν μητρός, καί μηδόλως ὑπομείναντας φθοράν, εἰς ἔπαινον καί δόξαν τῆς φιλανθρωπίας σου, εἰς ἔνδειξιν καί βεβαίωσιν ἠμῶν τῆς παλιγγενεσίας καί ἀναστάσεως πάντων...” (Ἔκδ. Ἄπ. Διακ., 1974, σέλ. 278).

Ὅταν ξύπνησαν ἀπό τόν βαθύ αὐτόν ὕπνο, αἰσθάνθηκαν νά πεινοῦν καί ἕνας ἀπό αὐτούς βγῆκε, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ εἶχε ἀποφραχθῆ τό στόμιο τοῦ σπηλαίου, καί κατέβηκε στήν Ἔφεσο νά ψωνίση τρόφιμα. Τότε ἔγινε κάτι τό ἀσυνήθιστο. Τόν περικύκλωσαν πολλοί ἀπό τούς κατοίκους τῆς πόλεως καί ζητοῦσαν νά μάθουν πού βρῆκε αὐτόν τόν θησαυρό. Γιατί ἀπό τά χρήματα πού κρατοῦσε, νόμισαν ὅτι βρῆκε θησαυρό ἀπό ἀρχαία νομίσματα καί τόν ἔσυραν στίς Ἀρχές γιά ἀνάκριση. Τελικά, μετά τήν ἀνάκριση καί τίς ἔρευνες ἔγινε γνωστόν το συγκλονιστικό αὐτό γεγονός καί ἔτρεξαν ὅλοι στό σπήλαιο, γεμάτοι δέος καί θαυμασμό, γιά νά τούς δοῦν ὅλους ἀπό κοντά. Καί ἐνῶ συνομιλοῦσαν, οἱ ἑπτά Παῖδες εἶπαν ὅτι νυστάζουν καί θέλουν νά κοιμηθοῦν. Καί πράγματι ἔγειραν τό κεφάλι καί κοιμήθηκαν μέχρι τήν ἡμέρα τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως.

Ἡ βίωση τοῦ τρόπου ζωῆς πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία ὁδηγεῖ στήν προσωπική κοινωνία μέ τόν Τριαδικό Θεό, καί στήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου στά ὅρια τῆς προσωπικῆς ζωῆς. Τότε ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνον δέν φοβᾶται τόν θάνατο, ἀλλά ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος “ἐπιθυμεῖ ἀναλύσαι καί σύν Χριστῷ εἴναι”.

 

 

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 2945