Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Μωϋσῆς ὁ Θεόπτης, 4 Σεπτεμβρίου
Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα
Γεννήθηκε στήν Αἴγυπτο σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία εἶχε νομοθετηθεῖ ἡ θανάτωση τῶν ἀρσενικῶν παιδιῶν τῶν Ἑβραίων. Ἔζησε, γιατί ἔτσι τό θέλησε ὁ Θεός. Ἡ μητέρα του γιά νά τόν σώση ἀπό τόν θάνατο, τόν ξάπλωσε μέσα σέ ἕνα καλάθι, πού τό ἄλειψε μέ πίσσα γιά νά μή βουλιάζη, καί τόν ἄφησε σέ ἕνα ποτάμι. Ἐκεῖ τόν βρῆκε ἡ κόρη τοῦ Φαραώ καί ἐπειδή τῆς ἔκανε ἐντύπωση ἡ χαρούμενη ὄψη του, θέλησε νά τόν υἱοθετήση καί τόν ἔδωσε σέ κάποια Ἑβραία νά τῆς τόν μεγαλώση. Ὁ Θεός οἰκονόμησε ἔτσι τά πράγματα οὕτως ὥστε νά βρεθῆ στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του καί νά θηλάζη τό μητρικό γάλα. Ὅταν μεγάλωσε, ἀρνήθηκε νά ὀνομάζεται γιός τῆς κόρης τοῦ Φαραώ. Περιφρόνησε τά πλούτη, τίς ἁμαρτωλές ἡδονές καί τήν ψεύτικη ἀνθρώπινη δόξα καί προτίμησε νά συγκακουχεῖται μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός τοῦ ἔδειξε, στήν ἔρημο, τό θαῦμα τῆς φλεγομένης καί μή κατακαιομένης βάτου, ὅπου του ἀποκάλυψε ὅτι εἶναι ὁ Ὧν, καί στήν συνέχεια τόν κάλεσε νά γίνη ἡγέτης τοῦ λαοῦ του καί νά τόν ὁδηγήση ἀπό τήν Αἴγυπτο, τήν χώρα τῆς δουλείας, στήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Αὐτός ἀπό ταπείνωση ἀρνήθηκε γιατί ἦταν ἰσχνόφωνος, δηλαδή εἶχε ἀδύνατη φωνή, καί βραδύγλωσσος. Ὅμως ὁ Θεός τόν ἐξέλεξε γιατί εἶχε ἄλλα μεγαλύτερα χαρίσματα, ὅπως ὑπακοή, προσευχή, ὑπομονή, δικαιοσύνη, θυσιαστική ἀγάπη κ.λ.π., ποῦ καταξιώνουν ἕναν ἀληθινό ἡγέτη.
Ἦταν ἡγέτης ἑνός λαοῦ “σκληροτράχηλου καί ἀπερίτμητου”, δυσκολοκυβέρνητου, πού εὐεργετήθηκε τά μέγιστα ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν ἴδιο (τόν Μωϋσῆ), πού ὅμως εὔκολα λησμονοῦσε τίς εὐεργεσίες καί πολύ συχνά στρεφόταν ἐναντίον τῶν εὐεργετῶν του. Ἀλλά ὁ Μωϋσῆς κάθε φορᾶ πού γκρίνιαζε ὁ λαός καί ἀγανακτοῦσε, δέν προσπαθοῦσε νά καταπραΰνη τήν ὀργή του μέ ψεύτικες ὑποσχέσεις, οὔτε προσπαθοῦσε νά βρῆ “λογικές λύσεις”, ἀλλά στρεφόταν στόν Θεό καί μέ πύρινη προσευχή ζητοῦσε ἀπό Αὐτόν τήν λύση. Καί ὁ Θεός τόν κατηύθυνε πάντα καί τήν κατάλληλη στιγμή ἔδινε τήν πρέπουσα λύση στό πρόβλημα. Ἡ προσευχή τοῦ Μωϋσῆ ἦταν δυνατή, πύρινη, γιατί γινόταν μέ καθαρότητα καρδιᾶς, πόνο ψυχῆς καί μέ μεγάλη ἀγάπη γιά τόν λαό. Παρ’ ὅλο ποῦ ἐξωτερικά δέν ἀκουγόταν, ἐν τούτοις ἐνώπιόν του Θεοῦ ἀνέβαινε ὡς βοή, ποῦ ἀνάγκασε τόν Θεό νά ἐρωτήση: “Τί βοᾶς πρός μέ;”. Δηλαδή τί θέλεις καί φωνάζεις; Τόση δύναμη εἶχε.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης τόν ἀποκαλεῖ πρότυπο ἀρετῆς καί τελείου βίου. Ἀπαντώντας σέ πνευματικό του παιδί, πού μέ ἐπιστολή τοῦ ζητοῦσε νά τοῦ γράψη τά σχετικά μέ τόν τέλειο βίο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος τοῦ περιγράφει καί στήν συνέχεια τοῦ ἀναλύει τόν βίο τοῦ Προφήτη Μωϋσῆ. Τόν ἀποκαλεῖ Θεόπτη, ἐπειδή ἀξιώθηκε νά δή τόν Θεό. Ἀφοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, νήστεψε σαράντα ἡμέρες ἀνέβηκε στό Ὅρος Σινά, εἶδε τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί στήν συνέχεια παρέλαβε τίς Πλάκες μέ τόν “Θεογράφον Νόμον”. Σύμφωνα μέ τήν βιβλική περιγραφή, εἶδε τά ὀπίσθια του Θεοῦ καί ὄχι τό πρόσωπό Του, δηλαδή εἶχε μεθέξει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῆς ἀκτίστου οὐσίας Του. Οἱ ἅγιοι μετέχουν ὄχι τῆς ἀκτίστου οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του. Κάτι παρόμοιο θά λέγαμε ὅτι συμβαίνει καί μέ τά κτιστά πράγματα, ὅπως π. χ. μέ τόν ἥλιο. Μετέχουμε καθημερινά των ἐνεργειῶν του, ὅπως εἶναι τό φῶς ἡ θερμότητα κ.λ.π., ὄχι ὅμως καί τῆς οὐσίας του, γιατί αὐτό εἶναι ἀδύνατον.
Ἀναφέρει, λοιπόν, ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἦταν μέγας καί συνεχῶς γινόταν μεγαλύτερος καί τό ἀνέβασμά του δέν εἶχε τέλος, ἀφοῦ δέν ἔχει τέλος ἡ τελειότητα, τήν ὁποία οἱ ἅγιοι Πατέρες ὀνομάζουν ἀτέλεστη. “Ο μέγας Μωϋσῆς, ἐπειδή γινόταν ὁλοένα μεγαλύτερος, δέν σταματοῦσε πουθενά το ἀνέβασμά του, οὔτε ἔβαζε κάποιο ὅριο στήν φορά του πρός τά ἄνω. Ἀλλά μιά καί πάτησε τήν σκάλα ὅπου στηριζόταν ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ Ἰακώβ, ἀνέβαινε πάντοτε στό πιό πάνω σκαλί καί ποτέ δέν ἔπαυε νά ὑψώνεται, ἐπειδή ἔβρισκε πάντοτε τό ψηλότερο σκαλί ἀπό ἐκεῖνο ὅπου εἶχε σταθεῖ. Ἀρνεῖται τήν ψευδῆ συγγένεια μέ τήν βασιλοπούλα τῶν Αἰγυπτίων καί γίνεται ἐκδικητής τοῦ Ἑβραίου. Μετοικεῖ καί ζῆ στήν ἔρημο, πού δέν τήν τάραζε ἡ ἀνθρώπινη ζωή. ... Βλέπει τήν λάμψη τοῦ φωτός, κάνει ἀνάλαφρό το ἀνέβασμά του πρός τό φῶς μέ τήν ἀφαίρεση τῶν ὑποδημάτων του. Βγάζει ἀπό τήν σκλαβιά στήν ἐλευθερία τούς συγγενεῖς καί ὁμοφύλους του, βλέπει τόν ἐχθρό νά πηγαίνη στό βυθό βουλιάζοντας κάτω ἀπό τό κύμα ... Τί μᾶς διδάσκουν ὅσα εἴπαμε; Νά ἀποβλέπομε διά βίου σέ ἕνα τέλος, μέ τίς πράξεις τῆς ζωῆς μας νά ὀνομαστοῦμε ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ... Νά θεωρήσομε ὡς μόνο φοβερό το νά ἐκπέσομε ἀπό τήν φιλία τοῦ Θεοῦ καί νά κρίνομε ὡς μόνο ἀκριβό καί ποθητό γιά μᾶς το νά γίνομε φίλοι του Θεοῦ, πράγμα πού εἶναι, σύμφωνα μέ τόν λόγο μου, ἡ τελειότητα τῆς ζωής”. (Ε.Π.Ε., Γρήγ. Νύσσης, τόμος 9, Δύο λόγοι “Στό βίο τοῦ Μωϋσή”).
Στό Θαβώρ, τό Ὅρος τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἦταν παρών μαζί μέ τόν Προφήτη Ἠλία καί αὐτό ἔγινε, σύμφωνα μέ τόν ἱερό ὑμνογράφο, γιά νά γίνη φανερό ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός “ζώντων καί νεκρῶν κυριεύει”.
Ὁ Προφήτης Μωϋσῆς ἀποτελεῖ πρότυπο πίστεως, “πίστει Μωσῆς μέγας ἐγένετο”, ἐλεύθερης ὑπακοῆς, πύρινης προσευχῆς, δικαιοσύνης καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Ἦταν καί παραμένει πρότυπο ἀληθινοῦ ἡγέτη καί ὁδηγοῦ ἀπό τήν αἰγυπτιακή δουλεία τῶν παθῶν στήν ὄντως ζωή, στήν πραγματική ἐλευθερία, τήν ἐλευθερία “τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ”.
- Προβολές: 3073