Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Μάρτυς Θεμιστοκλῆς, 21 Δεκεμβρίου
Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα
Στόν μακρύ κατάλογο τῶν ἑκατομμυρίων Μαρτύρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπάρχουν πολλά ὀνόματα τελείως ἄγνωστα σέ μᾶς, ἀλλά καί μερικά λιγότερο γνωστά, ἀφοῦ τά φέρουν ἐλάχιστοι. Ὑπάρχουν ὀνόματα μεγάλων Ἁγίων πού σπάνια ἀκούγονται, ἐνῶ ἀντίθετα ὑπάρχουν πάρα πολλοί συνάνθρωποί μας, πού ἔχουν τό ἴδιον ὄνομα. Αὐτό ὀφείλεται στήν συνεχῆ ἐπανάληψη ἀφοῦ, συνήθως, δίνουμε στά παιδιά μᾶς τά ὀνόματα τῶν γονέων μας, ἀλλά καί στό ὅτι προτιμοῦνται κυρίως τά ὀνόματα τῶν Ἁγίων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τό θαυματουργικό χάρισμα.
Τό ὄνομά μας εἶναι συνυφασμένο μέ τήν ὕπαρξή μας. Τό φέρουμε μαζί μας παντοῦ καί πάντοτε, καί μέ αὐτό ἀναγνωρίζουμε καί ἀναγνωριζόμαστε. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἀνεγνώρισε τόν Χριστό, μετά τήν Ἀνάστασή Του, ὅταν τήν κάλεσε μέ τό ὄνομά της. Νωρίτερα νόμιζε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρός. Ἐπίσης, τό ὄνομα ἔχει σχέση μέ τήν γιορτή μας. Γιατί ἐμεῖς, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, σέ ἀντίθεση μέ τούς Χριστιανούς τῆς Δύσεως, Ρωμαιοπαπικούς καί Προτεστάντες, δέν “κάνουμε γενέθλια”, δηλαδή δέν γιορτάζουμε τήν ἡμέρα πού γεννηθήκαμε, ἀλλά τήν ἡμέρα πού γιορτάζει ὁ Ἅγιος, τοῦ ὁποίου φέρουμε τό ὄνομα. Καί μέ τόν τρόπο αὐτόν τιμοῦμε τόν Ἅγιό μας, καί τόν ἔχουμε στήν ζωή μᾶς πρότυπο, φίλο καί προστάτη. Γιατί ἡ ἡμερομηνία τῆς γεννήσεώς μας δέν ἀποτελεῖ ἀφορμή γιά χαρές καί πανηγύρια, ἀφοῦ εἶναι ἡ ἡμέρα κατά τήν ὁποία φορέσαμε “τούς δερματίνους χιτώνας” τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητος. Γιά μᾶς γενέθλιος ἡμέρα εἶναι ἡ ἡμέρα πού βαπτισθήκαμε, πού βγήκαμε ἀπό τήν Κολυμβήθρα, τήν μήτρα τῆς Ἐκκλησίας, καί γεννηθήκαμε “δί’ ὕδατος καί Πνεύματος”. Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή νά ἀναφέρουμε ὅτι τό ὄνομα δέν συνδέεται μέ τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλά δίδεται στό νεογέννητο τήν ὄγδοη ἡμέρα ἀπό τήν γέννησή του καί ὑπάρχει σχετική εὐχή στό Εὐχολόγιο τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ὄνομα Θεμιστοκλῆς τό συναντοῦμε στήν ἑλληνική ἀρχαιότητα, ἀλλά καί στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἅγιος μάρτυς Θεμιστοκλῆς καταγόταν ἀπό τά Μύρα τῆς Λυκίας καί ἔζησε τήν ἐποχή τῶν μεγάλων διωγμῶν κατά τῆς Ἐκκλησίας, τόν 3ο μ.Χ. αἰώνα. Ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ βοσκοῦ, ἦταν ὀλιγογράμματος, ἀλλά σοφός “κατά Θεόν”. Ἀποδείχθηκε παρηγοριά καί καταφυγή πολλῶν Χριστιανῶν, ἀφοῦ σέ μεγάλες δυσκολίες τῆς ζωῆς τους, ἀλλά καί σέ περιόδους διωγμῶν κατέφευγαν σέ αὐτόν καί ἀφοῦ τούς περιέθαλπε τούς ἔκρυβε σέ ἀπόκρημνες βουνοπλαγιές. Βέβαια, ὅταν αὐτό ἔφτασε στά “αὐτιά” τῆς ἐξουσίας, τόν συνέλαβαν καί ἐπειδή ἀρνήθηκε νά τούς παραδώση ὅσους φρόντιζε καί περιέθαλπε, τόν ὑπέβαλαν σέ φρικτά βασανιστήρια. Τόν ἔσυραν κάτω στήν γῆ, ἀφοῦ πρῶτα φύτεψαν καρφιά καί μέ αὐτό τόν τρόπο τελείωσε τήν ζωή του.
Οἱ ἅγιοι Μάρτυρες ὑπῆρξαν οἱ μεγαλύτεροι ἀντιστασιακοί στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀντιστάθηκαν στά ἄθεα καί παράνομα προστάγματα τῶν ἀνελεύθερων καί τυραννικῶν καθεστώτων τῆς ἐποχῆς τούς ἐπιλέγοντες τό “πειθαρχεῖν δεῖ Θεῶ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις”. Προτίμησαν τήν καταφρόνηση τῶν ἀνθρωπίνων προσταγμάτων ἀπό τήν παράβαση τῶν θείων ἐντολῶν. Δηλαδή, ὅταν οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι ἔρχονταν σέ ἀντίθεση μέ τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, τότε χωρίς τόν παραμικρό δισταγμό διάλεγαν τήν ὑπακοή στόν δεύτερο. Βέβαια, αὐτό εἶχε φοβερές συνέπειες, ἀφοῦ ὑποβάλλονταν σέ φρικτά βασανιστήρια καί στό τέλος θανατώνονταν. Ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά ἀντιστέκονταν, γιατί γι’ αὐτούς ζωή ἦταν ὁ Χριστός καί ὄχι ἡ βιολογική ὕπαρξη. Πραγματικό θάνατο λογάριαζαν τήν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ καί δέν δείλιαζαν καθόλου μπροστά στόν σωματικό θάνατο, ἀφοῦ μέ τήν ἔνθεη ζωή τούς τόν εἶχαν νικήσει καί τόν εἶχαν ὑπερβῆ στά ὅρια τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς. Ἀγαποῦσαν ἀληθινά τήν ζωή, τήν αὐθεντική ζωή, γι’ αὐτό καί ἀντιστέκονταν πεισματικά στά “ἔκνοα προστάγματα τῶν δυσεβῶν τυράννων”. “Χοροί μαρτύρων ἀντέστησαν τοῖς τυράννοις λέγοντες• ἠμεῖς στρατευόμεθα τῷ βασιλεῖ τῶν δυνάμεων• εἰ καί πυρί καί βασάνοις ἀναλώσητε ἠμᾶς οὐκ ἀρνούμεθα τῆς Τριάδος τήν δύναμιν” (Παρακλητική, Ἀπόστ. ἤχου πλ. β’).
Στήν πρός Διόγνητον Ἐπιστολή, ἕνα θαυμάσιο κείμενο τοῦ 2ου μ. Χ. αἰῶνος, ἀναφέρονται μεταξύ ἄλλων καί τά ἀκόλουθα: “Οἱ Χριστιανοί πατρίδας οἰκούσιν, ἀλλ’ ὡς πάροικοι• μετέχουσι πάντων ὡς πολίται, καί πανθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι• πάσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν, καί πάσα πατρίς ξένη ... πείθονται τοῖς ὠρισμένοις νόμοις, καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τούς νόμους”. Δηλαδή, γιά τούς Χριστιανούς ἀληθινή πατρίδα εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τήν ἐπίγεια πατρίδα τήν θεωροῦν, ὅπως καί εἶναι ἄλλωστε, προσωρινή. Κάθε ξένο τόπο τόν αἰσθάνονται πατρίδα τους, ὅπως καί τήν ἐπίγεια πατρίδα τούς τήν αἰσθάνονται ὡς ξενιτειά. Εἶναι ἥσυχοι πολίτες καί ὑπακούουν στούς νόμους, ὅμως μέ τήν ζωή τούς νικοῦν καί ὑπερβαίνουν τούς νόμους. Δηλαδή, ὅταν οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τότε γίνονται ἀναρχικοί. Ὅμως ἡ ἀναρχία αὐτή εἶναι μιά καθ’ ὅλα ὑγιής κατάσταση, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει σέ αὐτούς ἀντιπάθεια καί μίσος πρός τήν ἐξουσία καί ὅσους τήν ἀσκοῦν. Μή ξεχνᾶμε ὅτι οἱ ἅγιοι Μάρτυρες τήν ὥρα πού βασανίζονταν καί ὑπέφεραν δέν ἔπαψαν νά ἀγαποῦν καί νά προσεύχονται γιά τούς δημίους τους.
Τά δύο ὀνόματα πού φέρουμε, δηλαδή, τό προσωπικό μας, καθώς καί αὐτό τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, μᾶς δημιουργοῦν μεγάλες εὐθύνες. Νά διαφυλάξουμε ἀνόθευτη τήν πίστη καί νά τήν βιώσουμε. Ἡ ἐμμονή στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί ἡ βίωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ συνδέονται ἄμεσα μέ τήν ζωή στήν αὐθεντική της ἔκφραση. Ἡ χωρίς φανατισμό καί μίσος ἀντίσταση γιά τήν μή ἀλλοίωσή τους φανερώνει πνευματική ὑγεία καί εὐεξία.
- Προβολές: 3079