Skip to main content

Πρωτ. π.Θωμᾶ Βαμβίνη: Τό πνεῦμα τῆς Ὀρθόδοξης ὑμνογραφίας καί μουσικῆς

Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ ὅσιος Ἰσαάκ σέ μιά ἐπιστολή πού ἔστειλε σέ ἕνα φίλο του γράφει: “Ἡ σιωπή μυστήριον ἐστί τοῦ αἰῶνος τοῦ μέλλοντος, οἱ δέ λόγοι ὄργανον εἰσι τούτου τοῦ κόσμου”. Μιλώντας γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιαστική Μουσική, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναφερθῆ κανείς στή γόνιμη σιωπή πού συνδέεται μέ τήν βίωση, μέσα στό παρόν, τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Οἱ λόγοι -ποιητικοί ἤ πεζοί, ἀναγινωσκόμενοι ἤ ψαλλόμενοι- εἶναι ὄργανα τούτου τοῦ κόσμου.

Ἡ Ἐκκλησιαστική Ὑμνογραφία εἶναι γέννημα τῆς ἐν γνώσει σιωπῆς, γι’ αὐτό εἶναι πρό πάντων προσευχή καί δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι διατύπωση μέ κτιστές ἀνθρώπινες λέξεις καί κτιστούς ἤχους τῶν μυστικῶν ψαλμῶν καί ὕμνων καί τῶν ὠδῶν τῶν πνευματικῶν, πού ἄδονται καί ψάλλονται μέ τήν ἔμπνευση τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ “ἐν τῇ καρδία” τῶν ἁγίων “τῷ Κυρίω”. Γι’ αὐτό ἄλλωστε ἡ ποίησή τους δέν κινεῖται στό ὁριζόντιο ἀνθρώπινο συναισθηματικό ἐπίπεδο. Κινεῖται κατακορύφως σέ ὕψη θεογνωσίας καί βάθη ἀνθρωπογνωσίας.

Ἡ Ἐκκλησιαστική Ὑμνογραφία καί ψαλτική διακονία εἶναι βέβαια τέχνη, ὅμως τέχνη λειτουργική. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα καλλιτεχνικό ἔργο• εἶναι πρωτίστως ἔργο ἐκκλησιαστικό. Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος σέ ἕνα κείμενό του γράφει χαρακτηριστικά: “Πρέπει ἐν ἀρχή νά διευκρινισθῆ, ὅτι ἡ μουσική ἐν τῇ θεία λατρεία δέν εἶναι ζήτημα ἁπλῶς καλλιτεχνικόν, ἀλλά πρωτίστως ἐκκλησιαστικόν, αἰσθητικῆς δέ καί καλλιτεχνικῆς τάξεως”. Καί συνεχίζει πιό κάτω λέγοντας: “Ἡ ἐκκλησιαστική μουσική δέν εἶναι ὑπόθεσις τῶν καλλιτεχνῶν μόνον, οἵτινες δέν εἶναι Ἱερεῖς, ἀλλά καί τῶν Ἱερέων, οἵτινες δύνανται νά εἶναι καλλιτέχναι”.

Ἐδῶ πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησιαστική Μουσική εἶναι τέχνη, ἐπιστήμη ἀλλά καί μέσο της ἱερατικῆς διακονίας. Ὁπότε ἡ καλλιέργειά της ἀπαιτεῖ, καλλιτεχνικό αἰσθητήριο, σπουδή, δηλαδή μελέτη καί ἄσκηση, ἀλλά καί ἱερατική συνείδηση. Κι αὐτό ὄχι μόνο ἀπό τούς Ἱερεῖς πού ἐκφωνοῦν ἐμμελῶς τίς αἰτήσεις ἤ τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά καί ἀπό τούς Ἱεροψάλτες. Διότι αὐτός πού ψάλλει στήν Ἐκκλησία ψάλλει ὑπέρ τοῦ λαοῦ καί ἀντί τοῦ λαοῦ• γι’ αὐτό μαζί μέ τήν ὀρθή ἐκτέλεση τῆς μελωδίας ὀφείλει νά κατανοῆ τά ψαλλόμενα, νά μετέχη στό πνεῦμα τους καί νά προσεύχεται, ὥστε νά μπορῆ νά μεταδίδη κατάνυξη στόν λαό καί νά ἐμπνέη προσευχή.

Ἡ κακοποίηση τῶν ἱερῶν ἀσμάτων, πού γίνεται εἴτε μέ τήν λανθασμένη ἐκτέλεσή τους, λόγω ἄγνοιας τῶν στοιχειωδῶν κανόνων τῆς μουσικῆς, εἴτε μέ τήν ἐπιτηδευμένη, προκλητική μελώδησή τους, εἶναι ἀσέβεια ἀπέναντι στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπέναντι στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Δηλώνει ἄγνοια τοῦ πνεύματος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ὑμνολογίας.

Ἡ τέχνη μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας κρατᾶ τήν ἁπλότητα καί τήν αὐθεντικότητά της, δηλαδή διασώζει τήν ἑλληνικότητά της. Εἶναι φιλοκαλία μετ’ εὐτελείας. Στήν Ἐκκλησιαστική μουσική, στήν αὐθεντική της μορφή, δέν ὑπάρχει τίποτε τό πομπῶδες, τό περιπολοκο καί τό προκλητικό. Συντονίζεται ἔτσι μέ τήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία καί τήν ναοδομία. Ἄλλωστε οἱ ὕμνοι κυρίως ψάλλονται μέσα στούς ναούς μπροστά καί κάτω ἀπό τίς εἰκόνες. Ὁ ὑμνωδός γνωρίζει ὅτι ὁ ὕμνος τοῦ προσάγεται “τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρω Θεώ”. Γι’ αὐτό μπροστά Του ἀποκαλύπτεται. Δέν προσποιεῖται τόν ἄμεπτο. Δέν ζητοκραυγάζει τόν ἑαυτό του. Τό πᾶν εἶναι ὁ Χριστός. Ἕνας σύγχρονος Ἕλληνας ποιητής, ὁ Μανόλης Ἀναγνωστάκης, σ’ ἕνα ποίημά του ὁμολογεῖ: “ἡ ποίηση δέν εἶναι ὁ τρόπος νά μιλήσουμε, ἀλλά ὁ καλύτερος τοῖχος νά κρύψουμε τό πρόσωπο μας”. Ὅταν μιά ἐσωτερική τραγωδία ψάχνει μορφές τῆς τέχνης γιά νά ἐκφραστῆ, χάνεται πολλές φορές πίσω ἀπό τούς αἰσθητικούς κανόνες. Τό ἐνδιαφέρον γιά τήν μορφή μπλέκει τόν καλλιτέχνη στούς ἐσωτερικούς μηχανισμούς τῆς ὑποκρισίας.

Ἡ τέχνη τοῦ γίνεται τεῖχος πού κρύβει τό πρόσωπό του. Αὐτό ὅμως εἶναι ἄγνωστο στόν θεοφόρο ὑμνογράφο. Στόν ὕμνο τοῦ ὁ ὑμνογράφος ἀποκαλύπτει τό πρόσωπό του καί τούς διχασμούς του. Δέν μένει ὅμως μόνο στήν ἐπισήμανση τῆς τραγωδίας του. Μέσα ἀπό τόν ὕμνο του, πού εἶναι καί προσευχή, βρίσκει τήν διέξοδο. Ζητᾶ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Βρίσκεται μέσα στό κλίμα τῆς μετανοίας καί τῆς προσευχῆς. Δέν στοχάζεται, οὔτε ρεμβάζει. Μετανοεῖ, προσεύχεται καί θεολογεῖ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τοῦ κλίματος τῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνολογίας εἶναι τό ἀκόλουθο τροπάριο, ἀπό τά ἀπόστιχα τοῦ ὄρθρου τῆς Τρίτης του τρίτου ἤχου: “Πολλάκις τήν ὑμνωδίαν ἐκτελῶν, εὑρέθην τήν ἁμαρτίαν ἐκπληρῶν, τή μέν γλώττη ἄσματα φθεγγόμενος, τή δέ ψυχή ἄτοπα λογιζόμενος• ἀλλ’ ἑκάτερα διόρθωσον, Χριστέ ὁ Θεός, διά τῆς μετανοίας καί σῶσον μέ”. Αὐτή ἡ ὁμολογία καί προσευχή φθάνει σέ ὑψηλή ποιητική ἔκφραση στό γνωστό τροπάριο τῆς Κασιανῆς. Ἡ ὑμνογράφος περιγράφοντας τήν μετάνοια τῆς πόρνης, ἀλλά καί κάθε ψυχῆς πού δόθηκε στίς ἄνομες σχέσεις τῶν παθῶν, γράφει: “ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων Σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;”. Ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι σωτήρ ψυχοσώστης, ἔχει ἡ ἁμαρτωλός τήν δύναμη καί τήν τόλμη νά προσβλέπη μέ ἐλπίδα στήν παντοκρατορική πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πού δίνει ζωή καί κινεῖ τήν κτίση. Βλέπει ἡ ὑμνογράφος τό νερό τῆς θάλασσας καί τό συνδέει, διά στόματος τῆς πόρνης, ποιητικότατα μέ τά ἁλμυρά δάκρυα τῆς μετανοίας. “Δέξε μοῦ τάς πηγᾶς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τό ὕδωρ. Κάμφθητι μοί πρός τούς στεναγμούς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τούς οὐρανούς τή ἀφάτω σου κενώσει”.

Μέσα στούς ὕμνους ὑπάρχει πόνος καί ἐλπίδα. Ὑπάρχει ἡ ταπείνωση τοῦ Γεννηθέντος στή Φάντη, ὁ πόνος τοῦ ἐσταυρωμένου στό Γολγοθά, ὁ ὁποῖος μετά τήν Ἀνάστασή του κράτησε τούς τύπους τῶν ἥλων στά χέρια Του. Αὐτή ἡ σταυροαναστάσιμη ἀτμόσφαιρα εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας καί μουσικῆς.

  • Προβολές: 2443